Tο «Malcolm & Marie», αποτελεί μία ταινία που καταγράφει την περίπλοκη σχέση ενός ζευγαριού μέσα σε μία νύχτα. Η ταινία – πρότζεκτ γυρίστηκε εξ ολοκλήρου κατά τη διάρκεια της πανδημίας, αφού ο σκηνοθέτης και οι παραγωγοί θέλησαν να γυρίσουν μία ταινία που δεν θα περιοριζόταν από τα εμπόδια που είχαν επιβληθεί στις κινηματογραφικές παραγωγές. Τα γυρίσματα διήρκησαν 2 βδομάδες σε ένα μεγάλο σπίτι στο Καρμέλ της Καλιφόρνιας χωρίς μακιγιέρ και ενδυματολόγο, ολόκληρη η παραγωγή στοίχισε 2,5 εκατομμύρια δολάρια, αλλά πουλήθηκε υπερδεκαπλάσια στο Netflix και έκανε πρεμιέρα στην πλατφόρμα στις 5 Φεβρουαρίου, έχοντας στραμμένο το βλέμμα στα επερχόμενα βραβεία.
Ο Μάλκομ και η Μαρί γυρίζουν σπίτι, βράδυ, μετά την επίσημη πρεμιέρα της νέας ταινίας του. Εκείνος είναι σκηνοθέτης, εκείνη μοντέλο και ηθοποιός, εκείνος δημιουργός, εκείνη η μούσα, μια και η ιστορία της κατεστραμμένης από τα ναρκωτικά ζωής της όταν ήταν 20, όταν εκείνος την έσωσε, αποτελεί την πηγή έμπνευσης της ταινίας που έγραψε και σκηνοθέτησε. Η ταινία θεωρείται μεγάλη επιτυχία και δέχεται διθυραμβικές κριτικές. Ο Μάλκομ, στο λόγο του, ξέχασε να ευχαριστήσει τη Μαρί – κι αυτή είναι η αφορμή για ένα δίωρο, κυκλικό, στροβιλιζόμενο θα έλεγες, καυγά, μια διαδοχή μονολόγων που διακόπτεται από δυο-τρία τσιγάρα, και λίγη σωματική επιθυμία.
Όταν, λοιπόν, η αλαζονεία και η μεγαλομανία του Μάλκολμ δεν του επιτρέπει να παραδεχτεί πως η Μαρί και το οδυνηρό παρελθόν της αποτελεί την έμπνευση του, τότε είναι που ο κόσμος τους καταρρέει και η αγάπη τους δοκιμάζεται, αφού όσο διαφωνούν τόσες περισσότερες αποκαλύψεις γίνονται για τη σχέση τους. Όσο το ζευγάρι συζητά για αυτά τα θέματα και όσο περισσότερο οι δύο πλευρές ανοίγουν τα χαρτιά τους, τόσα περισσότερα ζητήματα βγαίνουν στην επιφάνεια που μας αποκαλύπτουν τις “ρωγμές” στη σχέση τους, αλλά και το τραυματικό παρελθόν των πρωταγωνιστών. Μία ταινία, που επιφανειακά περιγράφεται ως «ιστορία αγάπης», μία ωδή στους μεγάλους έρωτες του παλιού Χόλιγουντ (εξού και η ασπρόμαυρη εικόνα).
Ωστόσο, σιγά-σιγά εμφανίζονται και άλλα ζητήματα που δεν έχουν να κάνουν μόνο με το ζευγάρι. Μέσα από αυτό το σπιράλ λατρείας και μίσους μεταξύ μιας ηθοποιού και ενός σκηνοθέτη τίθενται ερωτήματα και για την τέχνη του κινηματογράφου. Η Μαρί κατηγορεί τους σκηνοθέτες για εγωκεντρικότητα, αφού όπως λέει απαξιώνουν την συνεισφορά της υπόλοιπης ομάδα εκτέλεσης. Ενώ ο Μάλκολμ περιφρονεί τους κριτικούς μοντέρνων ταινιών που βιάζονται να πολιτικοποιήσουν την ταινία λόγω του χρώματος δέρματός του, αντί να δώσουν έμφαση στην γραφή, στην σκηνοθεσία και στην ερμηνέια των ηθοποιών. Καταφέρεται εναντίον των λευκών κριτών που βλεπουν την ταινία μεσα απο το πρίσμα της ταυτότητας, βασισμένο στο χρώμα. Δηλώνει την αφοσίωση του στην μαγεία και το μυστήριο της τέχνης και αναζητά να τον κρίνουν για αυτό.
Στην ταινία εγείρονται σοβαρά ερωτήματα, όπως το χρέος που έχει ο καλλιτέχνης προς την μούσα του, την αυθεντικότητα, και το πώς η θεματολογία μιας ταινίας καθορίζεται ή επιρρεάζεται απο τις ρίζες και το χρώμα του σκηνοθέτη. Ερωτήματα που δεν αφορούν μόνο το σινεμά, αλλά επεκτείνονται ευρύτερα στη σύγχρονη κουλτούρα και στην εξέταση πλέον των πάντων υπό το πρίσμα της ταυτότητας, του φύλου, της φυλής, της σεξουαλικής προτίμησης, των προνομίων. Έτσι βλέπουμε πως ο Σαμ Λέβινσον βρίσκει έδαφος στις διαφωνίες του ζευγαριού να χωρέσει τις δικές του σκέψεις – για τη «σωτηρία» των ανθρώπων, για το λευκό πλεονέκτημα, για την κριτική στην τέχνη (φαίνεται βέβαια ότι ο ίδιος έχει απορρίψει την κριτική εν γένει), για την υποκρισία του δημιουργού, το τίμημα της επιτυχίας και το ξεπούλημα. Την αληθινή ζωή και τη ζωή της οθόνης.
Οι διάλογοι, όμως, είναι γραμμένοι με τόση επιτήδευση, με «μεγάλες λέξεις», χωρίς το βάθος ή την πρωτοτυπία που θα ξυπνήσουν όντως τη σκέψη. Είναι πομπώδεις και γεμάτοι στόμφο και βερμπαλισμούς, αυτό που οι κριτικοί χαρακτήρισαν ως μπανάλ φλυαρία. Βέβαια ποιός είπε πως ο κινηματογάφος πρέπει να απεικονίζει την πραγματικότητα; Άλλωστε, σ’ όλη τη διάρκειά της ταινίας, τα τραγούδια συμπληρώνουν ή αντικαθιστούν τις σκέψεις και τα λόγια των δυο ηρώων, βοηθώντας τον διάλογο να βγάλει νόημα και να ερμηνευτεί.
Η Ζεντάγια του Euphoria (σκηνοθέτης του οποίου είναι ο Σαμ Λέβινσον) υποδύεται την Marie, ενώ ένας ανερχόμενος εν μέσω καραντίνας Τζον Ντέιβιντ Γουάσινγκτον, γιός του Ντένζελ Γούανσινγκτον, υποδύεται τον σύντροφο της, Malcolm. Από τους δύο, η Ζεντάγια είναι η αποκάλυψη, και ένα από τα λίγα πράγματα που λάτρεψαν οι κριτικοί στην ταινία. Αλλάζει γρήγορα, συναισθάνεται, μαζεύει υλικό και αφορμές όταν υπομένει τους τόνους λέξεων με τις οποίες την κατακλύζει ο σύντροφός της. Και ξαφνικά, εκεί που δεν το περιμένεις, αντιστρέφει την άμυνα σε μια επίθεση, πολύπλοκη, διάφανη, απολαυστική. Είναι φανερό ότι χορεύει στον δικό της εσωτερικό ρυθμό σε ολόκληρη την ταινία, παίζοντας μια ευάλωτη γυναίκα που επίσης παίζει την ηθοποιό στη σχέση, όποτε το κρίνει σκόπιμο.
Η εξαιρετική της ερμηνεία σε συνδυσμό με την μονοχρωμία, και την επιλογής ενός μοναδικού σκηνικού μας επιτρέπει να παρακολουθήσουμε την αλληλεπίδραση αυτών των χαρακτήρων κάτω από ένα ακατέργαστο και απογυμνωμένο, και θεατρικό θα έλεγε κανείς, φως.
Με αυτήν την μινιμαλιστική προσέγγιση, ο Σαμ Λέβινσον κι οι ηθοποιοί του θέλησαν να μιλήσουν για όλα, για τον έρωτα, την τέχνη και τη ζωή. Μέσα σ’ αυτά, ξέχασαν βέβαια αυτό που, όπως τονίζει η Μαρί, είναι η μονάδα μέτρησης του καλού σινεμά. Την αυθεντικότητα, την πρωτοτυπία στα σημεία. Παρ’όλα αυτά, κατάφεραν να χτυπήσουν το συναίσθημα και έτσι, να διχάσουν κριτικούς και κοινό. Το μόνο που μένει είναι να δούμε από ποιον φακό το βλέπουν οι επιτροπές των κινηματογραφικών βραβείων.
Πηγές:
https://flix.gr/cinema/malcolm-and-marie-review.html
“Malcolm & Marie”, μια ταινία για την σχέση παθους και τοξικότητας – Κριτικη
https://gr.ign.com/malcolm-marie/85984/review/netflix-malcolm-marie-review