Δώρος Λοΐζου, ένας μεγάλος αγωνιστής, ένας αδικοχαμένος ποιητής

Λίγα λόγια για την ζωή του

Πρώτα χρόνια

Ο Δώρος Λοΐζου ήταν Κύπριος ποιητής, καθηγητής και πολιτικός Δώρος Λοΐζου γεννήθηκε στις 23 του Φλεβάρη 1944. Ως μαθητής του Παγκυπρίου Γυμνασίου έζησε την ανάταση του απελευθερωτικού αγώνα, μυήθηκε στη νεολαία της ΕΟΚΑ, συμμετείχε ως μικρό παιδί στις μαχητικές μαθητικές αντιβρετανικές διαδηλώσεις. Όταν είχαν γίνει τα επεισόδια στη Σεβέρειο, την περίοδο της ΕΟΚΑ, ο Δώρος είχε συλληφθεί από τους Άγγλους. Ήταν μαθητής τότε. Κι όταν φοιτούσε στο Παγκύπριο Γυμνάσιο, ο Δώρος συμμετείχε ενεργά στη νεολαία της ΕΟΚΑ, την ΑΝΕ.

Υπηρέτησε στη μόλις ιδρυθείσα Εθνική Φρουρά, το 1964. Ο πατέρας του τού έλεγε να σπουδάσει ξενοδοχειακά, επειδή ο θείος ο Λούης είχε το τουριστικό γραφείο. Κι έτσι, ξεκίνησε να σπουδάζει με υποτροφία στη Ρόδο. Αλλά ήταν η εποχή που είχε γίνει η Χούντα και πιεζόταν πολύ στην Ελλάδα. Αντιδρούσε. Αποβλήθηκε τελικά από τη Σχολή επειδή, σε μία γιορτή, είχε καλύψει τη φωτογραφία του βασιλέα. Επέστρεψε μετά στην Κύπρο το 1968, τέλειωσε το στρατιωτικό του κι ύστερα πήγε στην Αμερική, στη Βοστώνη για να σπουδάσει ιστορία. Τα «πιστεύω» του τα βρήκε στην ΕΔΕΚ. Γι’ αυτό και αρθρογραφούσε στα «Νέα», στη «Σοσιαλιστική Έκφραση» και στον «Ανεξάρτητο», μαζί με τον Ρένο Πρέντζα. Αποφοίτησε με διάκριση το 1972.

Επιστρέφοντας στην Κύπρο, νυμφευμένος από τον Οκτώβριο του 1971 με τη Βαρβάρα, ήταν πια ώριμος και κατασταλαγμένος και είχε καταφέρει να καλλιεργήσει τα παιδικά και νεανικά του ταλέντα και την κλίση στην ποίηση, το θέατρο, τη ζωγραφική, τη συμμετοχή στα κοινά, την ενασχόληση με την πολιτική και τη δημοσιογραφία. Το 1972-1974 εργάζεται σαν καθηγητής στην Αγγλική Σχολή Λευκωσίας. Αρχίζει να εμπλέκεται στο πολιτικό γίγνεσθαι της πατρίδας του ενεργά και μαχητικά.

Η δολοφονία

Την 1η Αυγούστου τον είχαν ήδη συλλάβει άντρες της ΕΟΚΑ Β’, αλλά τους απείλησε η γυναίκα του, η οποία ήταν πολίτης των ΗΠΑ, ότι θα τους καταγγείλει στην αμερικανική πρεσβεία, διότι είχε και διεθνή δημοσιογραφική ταυτότητα. Και έτσι τον είχαν αφήσει τότε ελεύθερο. Αλλά ήδη είχε στοχοποιηθεί. Το βράδυ της 29ης Αυγούστου 1974 ο Πρόεδρος της ΕΔΕΚ Βάσος Λυσσαρίδης, ο οποίος μετακινείτο για λόγους ασφαλείας από το ένα σπίτι στο άλλο, διανυκτέρευσε στο σπίτι του Οργανωτικού Γραμματέα της ΕΔΕΝ Δώρου Λοΐζου. Το πρωί της 30ης Αυγούστου 1974, στις 8:30, ο Δώρος Λοϊζου ανέλαβε να μεταφέρει τον Βάσο Λυσσαρίδη στο γραφείο του στην οδό Κων/νου Παλαιολόγου, στο κέντρο της Λευκωσίας. Καθώς το αυτοκίνητο με οδηγό τον Δώρο, συνοδηγό τη σύζυγό του Βαρβάρα και στο πίσω κάθισμα τον Βάσο Λυσσαρίδη, περνούσε από τη γέφυρα της οδού Κάννιγκος (σήμερα οδός Δώρου Λοΐζου), ο Δώρος, , είχε γυρίσει και είχε πει στον Λυσσαρίδη: «Παρακολουθούν μας, είναι ένα αυτοκίνητο χωρίς νούμερα, πίσω μας».

Όταν πια έφτασαν στο «ΟΧΙ», ξεκίνησαν οι σφαίρες. Δέχθηκεαν τα πυρά τριών οπλοφόρων που διέφυγαν με δύο αυτοκίνητα. Τα πυρά των αυτομάτων δεν βρήκαν τον κύριο τους στόχο, που ήταν ο Βάσος Λυσσαρίδη, αλλά τραυμάτισαν θανάσιμα τον Δώρο Λοΐζου. Ο Οργανωτικός Γραμματέας της ΕΔΕΝ δέχθηκε μεγάλο αριθμό σφαιρών στο κεφάλι και πέθανε ακαριαία. Από το καταιγισμό ριπών, τρεις περαστικοί τραυματίστηκαν και ο ένας από αυτούς, ο Χρυσήλιος Μαυρομάτης, υπέκυψε αργότερα στα τραύματα του. Ο Βάσος Λυσσαρίδης τραυματίστηκε από τα σπασμένα γυαλιά του αυτοκινήτου και είχε αιμορραγία ενώ η Βαρβάρα Λοΐζου έπαθε νευρικό κλονισμό.

Η ομίχλη γύρω από τους δράστες

Κι όμως, σε αυτές τις συνθήκες της εθνικής συμφοράς βρέθηκαν χέρια Ελλήνων Κυπρίων να οπλίσουν τη σκανδάλη των όπλων για να δολοφονήσουν τον Βάσο Λυσσαρίδη και τη συνοδεία του, την πρώτη μέρα που θα επέστρεφε στο γραφείο του μετά το πραξικόπημα. Και να σκοτώσουν, τελικώς, τον Δώρο Λοΐζου και τον περαστικό Χρυσήλιο Μαυρομμάτη. Την ώρα που οι κατακτητές νέμονταν τα λάφυρά τους, την Κερύνεια, τη Μόρφου, την Καρπασία και την Αμμόχωστο και στον Πενταδάκτυλο ανέμιζε η σημαία με το μισοφέγγαρο, στο κέντρο της Λευκωσίας στηνόταν δολοφονικό καρτέρι μισαλλοδοξίας και αδελφοκτόνου μίσους, σε μια τραγική κορύφωση των πιο μαύρων σελίδων της σύγχρονης κυπριακής ιστορίας. Το πρωτεύον ήταν, για εκείνους, η συνέχιση του αιματοκυλίσματος και η ολοκλήρωση της καταστροφής της πατρίδας.

«Ξέρω ποιοι σκότωσαν τον Δώρο, αλλά τότε δεν μπορούσα να μιλήσω για τους δολοφόνους γιατί φοβόμουνα» είχε αναφέρει η σύζυγός του. Και ο Λυσσαρίδης σημειώνει στις μαρτυρίες του: «Είναι οι γνωστοί-άγνωστοι δολοφόνοι». Ο πατέρας, μάλιστα, του ποιητή είχε πάει να δει τον Μακάριο, μετά τα γεγονότα. Του είπε: «Ξέρετε, Μακαριότατε, ποιοι εσκότωσαν τον γιο μου;». «Ξέρω, ξέρω…», του απάντησε ο Μακάριος. «Ε, αφού ξέρεις, να τους φέρεις μπροστά μου. Να πάρω δικαιοσύνη». «Σιγά σιγά, θα τα δούμε όλα», του είπε ο Μακάριος. Μία κοπέλα, η οποία μαρτύρησε, δύο μέρες μετά τη δολοφονία βρέθηκε πνιγμένη μέσα στο μπάνιο της, «από ηλεκτροπληξία». Σύμφωνα δε με τη μαρτυρία του Ηρακλή Χατζηρακλέους, που είχε την εφημερίδα «Ελεύθερος Λαός», η CIA πλήρωσε τότε εννέα χιλιάδες λίρες – πολλά χρήματα για την εποχή εκείνη. Αν αναλογιστεί κανείς πως ο Λυσσαρίδης ήταν επικηρυγμένος για δώδεκα χιλιάδες λίρες, τότε γίνεται αντιληπτή αυτομάτως και η αξία του ποιητή. Η επιταγή βγήκε από την Αμερική. Και εξαργυρώθηκε!

Για άλλοθι στους υπόπτους και προσπάθεια συγκάλυψης του εγκλήματος έκανε λόγο ο Κώστας Βενιζέλος αναφορικά με το γιατί δεν οδηγήθηκε η υπόθεση της δολοφονίας ενώπιον Δικαιοσύνης. Υπήρξε μόνο μια σύλληψη. Η εν λόγω σύλληψη διήρκησε μόλις 24 ώρες. Ο ίδιος είπε ότι όταν ολοκλήρωσε το βιβλίο του αναφέρθηκε σε τρία ονόματα. Τα ονόματα αυτά τα είχε πει το 1976 στη Βουλή ο Βάσος Λυσσαρίδης. Όταν έκανε την έρευνα αιτήθηκε πρόσβαση στον φάκελο της υπόθεσης με επιστολή του στον ίδιο τον Αρχηγό της Δύναμης. Η απάντηση ωστόσο ήταν αρνητική αφού όπως του αναφέρθηκε η υπόθεση είναι ανοικτή.

Τον Ιανουάριο του 2019 συνέχισε, με επιστολή του στον Γενικό Εισαγγελέα ζητούσε να μάθει κατά πόσο θα μπορούσε ουσιαστικά να ανοίξει εκ νέου η υπόθεση. Λόγω της αφυπηρέτησης του τέως Γενικού δεν κατέστη δυνατό κάτι τέτοιο (λόγω χρόνου), σκοπεύει να αποστείλει εκ νέου επιστολή στον νέο Γενικό με την ελπίδα ότι η υπόθεση αυτή δεν θα μείνει στα αζήτητα.

Η κηδεία

Την επόμενη μέρα έγινε η κηδεία του Δώρου Λοΐζου και, όπως γράφει ο Τύπος της εποχής, κατά τη μεταφορά του νεκρού σώματος του Δώρου από το σπίτι του στο ναό των Αγίων Κωνσταντίνου και Ελένης, όπου θα γινόταν η νεκρώσιμη ακολουθία, «στα πεζοδρόμια πλήθη κόσμου χαιρετούσαν το μεγάλο νεκρό». Χιλιάδες κόσμου είχε συγκεντρωθεί ! Η πομπή έγινε από το «ΟΧΙ» ώς το κοιμητήριο. Κρατούσαν λουλούδια, έλεγαν συνθήματα, τραγουδούσαν – ήταν σαν μια μεγάλη διαδήλωση, όπως και εκείνος θα το επιθυμούσε.

Η προσωπικότητα και η ποιητική

Ποιητής, λογοτέχνης, ζωγράφος, ερασιτέχνης ηθοποιός, άνθρωπος των ανατροπών και έντονα πολιτικοποιημένος, ο Δώρος ήταν προετοιμασμένος για τη ζωή, αλλά και για τον θάνατο. Η ευαισθησία του ως ποιητής και ανθρώπου των τεχνών σε συνδυασμό με την πολιτική του δράση σε ένα χώρο με δυναμική αντίληψη των δεδομένων, δημιουργούσε μια ολοκληρωμένη προσωπικότητα που έβλεπε διαφορετικά το μέλλον, που έβλεπε διαφορετικά τη ζωή.

Ως πότε πια να κάθομαι

να γεμίζω τα χαρτιά με μελάνι

να πνίγομαι μέσα σε φτωχές αναμνήσεις;

Τί μου στέλνεις τούτα τα πρόσωπα

που ν’ αγαπήσουν, ούτε ν’ αγαπηθούν ξέρουν;

που δε μπορούν ν’ αγαπήσουν

ούτε τα μάτια μου, ούτε την ποίηση;

τί μου τα στέλνεις

και μου γεμίζουν τα χέρια αγκάθια

το πουκάμισο κόκκινους λεκέδες

τη ψυχή μου μουχλιασμένα σύννεφα;

ΜΑ ΩΣ ΠΟΤΕ ΠΙΑ!, Δώρος Λοΐζου

«Το Δώρο πρέπει να τον σκιαγραφήσει κανείς, να τον περιγράψει λαμβάνοντας υπόψη την περίοδο που έχει ζήσει και δράσει. Αλλά όχι μόνο. Γιατί ο Δώρος Λοΐζου ήταν προχωρημένος για την εποχή του. Ο Δώρος ήταν από τους λίγους εκείνους που την πυρωμένη τους εσωτερική επανάσταση δεν την ξεδιακρίνεις στις εξωτερικές αντιδράσεις τους, έστω κι εάν έχεις την τύχη να τους ζήσεις από κοντά. Είναι από τους απλούς εκείνους που τη ζωή διαβαίνουν χωρίς τυμπανοκρουσίες και κάθε λογής θορύβους. Είναι από τους διαλεχτούς εκείνους που την πολυδιάστατη αξία τους τη συνειδητοποιείς άμα τους χάσεις. Πόσο παράξενο αλήθεια που τόσο καιρό δεν τον υποψιαστήκαμε; Κι ερχόμαστε τώρα να πελαγοδρομήσουμε στο βάθος της εξωτερικής και εσωτερικής ιστορίας του, να εξαφανιστούμε μέσα στην προσπάθεια μας να βυθομετρήσουμε την απύθμενη του υπόσταση ‘θέλω ν’ απλώσω να γίνω απέραντος, απύθμενος’, έγραψε νωρίς ο ίδιος και τα κατάφερε…».

Ο Δώρος Λοΐζου έγραφε ποιήματα από μικρός αν και δεν συνήθιζε να τα απαγγέλλει – ορισμένα μόνο. Η ζωή ολόκληρη του ήταν η ποίηση και το τραγούδι: Χατζιδάκι, Μούτση, Θεοδωράκη, το «Φορτηγό» του Σαββόπουλου, Μάνο Λοΐζο, Κώστα Χατζή, πολλή κλασική μουσική -κυρίως Τσαϊκόφσκι, Βιβάλντι και Μότσαρτ- μέχρι και Olympians, Γιώργο Μουζάκη, Δαλιδά, John Lennon και Beatles. Μαζί με τον αδελφικό του φίλο, τον Γιώργο Νικολάου, έπαιζαν μονίμως κιθάρα και τραγουδούσαν.

Τα πρώτυπα του ήταν ο Τσε Γκεβάρα, ο Νίκος Μπελογιάννης, ο Φεδερίκο Γκαρθία Λόρκα, ο Νίκος Καζαντζάκης, ο Νίτσε, ο Μίκης Θεοδωράκης. Τη μέρα της δολοφονίας του, κατά τραγική ειρωνεία, μέσα στο αυτοκίνητο, ο Δώρος τραγουδούσε εκείνο το τραγούδι του Θεοδωράκη που λέει: «Ήταν πρωί του Αυγούστου κοντά στη ροδαυγή / βγήκα να πάρω αέρα στην ανθισμένη γη / βλέπω μια κόρη κλαίει, σπαρακτικά θρηνεί / σπάσε καρδιά μου, εχάθη το γελαστό παιδί…».

Συνήθως έγραφε για την ελευθερία, για την πατρίδα αλλά και για τον έρωτα. Από τότε το έλεγε η καρδιά του! Συνήθιζε να λέι στην αδελφή του: «Να κοιμάσαι πολύ λίγο, γιατί ο ύπνος είναι χάσιμο από τη ζωή!». Και «να ζεις την κάθε στιγμή σαν να ‘ναι η τελευταία. Γιατί ποτέ δεν ξέρεις…».

Αύριο το πρωί

θα βρεθούμε στα πανιά τα μεγάλα

τραγουδώντας.

SINE SOLE SILEO, Δώρος Λοΐζου

Ο Δώρος Λοΐζου ήταν ένας οραματιστής ιδεολόγος που δεν αρκείτο όμως στις θεωρίες αλλά μετουσίωνε σε πράξη τους οραματισμούς του. Ήταν ένας ανήσυχος νέος, ένας εραστής της ελληνικής γλώσσας και της ελληνικής ιστορίας, ένας συνειδητός σοσιαλιστής. Πάνω απ’ όλα ήταν ένας ολοκληρωμένος ποιητής. Ένας «επικίνδυνος ποιητής» για όλα τα κατεστημένα, για όλους τους φορείς της αδικίας που έπρεπε, όπως έλεγαν προφητικά οι στίχοι του, «να πυροβοληθεί χωρίς προειδοποίηση». Ήταν ένας μεγάλος ανθρωπιστής «που μοίρασε σαν ψωμί την καρδιά του και δεν του ‘μεινε κανένα ψίχουλο». Ήταν ένας στρατευμένος της πολιτικής και της ποίησης που αν τον ρωτούσες «ποιοι τάχατες αλλάζουν τον κόσμο, οι ποιητές ή τα κόμματα» δεν ντρεπόταν να σου απαγγείλει δυο – τρεις στίχους».

Για τον αδικοχαμένο ποιητή

Προς τιμήν του έχουν γραφτεί ποιήματα, διηγήματα και τραγούδια. Για να μας θυμίζουν ακόμα και σήμερα πως ακόμα και όταν σκοτώνουμε έναν ποιητή, εκείνος δεν πεθαίνει ποτέ στην ψυχή του κόσμου. Τα λόγια του παίρνουν την πνοή του. Μάχονται τον φασισμό, υπερασπίζονται την πατρίδα και τον άνθρωπο!

Ποιήματα

Του Δώρου Λοΐζου (Χρίστος Χατζήπαπας)
O τόπος δεν πάει καλά, Δώρο.
Οι ελιές συστρέφονται
από ντροπή
αφότου ο μακρόθυμος
τον κλάδο ελαίας
από τη σημαία ξεμασχάλισε
δώρο τον πρόσφερε, Δώρο,
στους ολετήρες
ο ολέθριος…
Δέντρα αιώνια
σε αιώνιο μαρασμό –
αντηχούν οι κουφάλες
της ψυχής το κενό
τον θρήνο
από το επερχόμενο κακό.

Διήγημα του Γιώργου Μολέσκη

Την Πέμπτη, 29 Αυγούστου 1974, το πρωί, δανείστηκα το ποδήλατο της Ανθής για να πάω στο ταχυδρομείο στην πλατεία Μεταξά, που μετά την τραγωδία εκείνη μετονομάστηκε σε Πλατεία Ελευθερίας, για να ταχυδρομήσω κάποιες επιστολές σε φίλους στο εξωτερικό, να τους πω ότι ζούσα, ότι ήμουν καλά και ότι έλπιζα να τους δω ξανά κάποια μέρα. Πέρασα μέσα από τους στενούς δρόμους της παλιάς Λευκωσίας, πήρα την οδό Τρικούπη και βγήκα στον κυκλικό κόμβο του ΟΧΙ, που πήρε τη λαϊκή της αυτή ονομασία από το γνωστό περίπτερο της περιοχής και τη διατηρεί μέχρι σήμερα, έστριψα δεξιά, πήρα την Κωνσταντίνου Παλαιολόγου, πέρασα μπροστά από το εστιατόριο «Προπύλαια», που βρισκόταν στο ισόγειο της γνωστής πολυκατοικίας Λυσσαρίδη, πάνω στην οποία βρισκόντουσαν και τα γραφεία του κόμματός του και κατευθύνθηκα προς το ταχυδρομείο. Στους δρόμους επικρατούσε μια ασυνήθιστη κίνηση. Οι καταστηματάρχες είχαν ανοίξει τα καταστήματά τους και στέκανε έξω στους δρόμους συζητώντας μεταξύ τους, ενώ κυκλοφορούσαν και αρκετοί άλλοι, κατά πάσα πιθανότητα πρόσφυγες, που αναζητούσαν δικούς τους ανθρώπους ή έψαχναν για κάποια στέγη. Στο ταχυδρομείο υπήρχαν ελάχιστοι άνθρωποι. Ταχυδρόμησα γρήγορα τις επιστολές και επέστρεφα στο φυλάκιο ακολουθώντας τον ίδιο δρόμο.
Στο τέλος της Κωνσταντίνου Παλαιολόγου, ακριβώς απέναντι από την πολυκατοικία Λυσσαρίδη, πάνω στον τσιμεντένιο τοίχο που χώριζε το πεζοδρόμιο από την τάφρο, καθόταν ο Δώρος Λοΐζου μαζί με τη γυναίκα του, τη Βαρβάρα. Χάρηκα που τους είδα. Είχαμε γνωριστεί στη Λευκωσία στα χρόνια της μπουάτ, όταν ήταν ακόμη φοιτητής στις Ηνωμένες Πολιτείες. Τα καλοκαίρια ερχόταν για διακοπές, έπαιρνε μέρος στις λογοτεχνικές βραδιές που οργανώναμε, διάβαζε ποιήματα, συζητούσε. Έτσι συνδεθήκαμε με μια φιλική σχέση. Όταν έφευγε μετά το καλοκαίρι, ανταλλάζαμε επιστολές και ποιήματα. Όταν τέλειωσε τις σπουδές του, επέστρεψε μαζί με την Αμερικανίδα γυναίκα του. Εγώ τότε ήμουν μαθητής σε κολέγιο στη Λευκωσία και εργαζόμουν τα βράδια στο Σοβιετικό Πολιτιστικό Κέντρο. Εκεί είχαν έρθει να με συναντήσουν ένα βράδυ το καλοκαίρι του προηγούμενου χρόνου. Είχαμε μια εγκάρδια και φιλική κουβέντα. Έμειναν μαζί μου μέχρι την ώρα που σχόλασα και ύστερα πήγαμε μαζί μέχρι το σπίτι τους, στην οδό Κλήμεντος στον Άγιο Αντώνιο, όπου ανεβήκαμε για ποτό και για συνέχιση της κουβέντας μας. Μιλούσαμε περισσότερο για τη λογοτεχνία και την τέχνη, παρόλο που ο Δώρος ήταν έντονα πολιτικοποιημένος, αντίθετα από εμένα που τοποθετούσα τον εαυτό μου στην αριστερά γενικά, εκτός οποιουδήποτε κόμματος, και η σκέψη μου ήταν στο ταξίδι στη Σοβιετική Ένωση, όπου θα πήγαινα σύντομα για σπουδές.
Η απρόσμενη εκείνη συνάντησή μας, αυτοί να κάθονται πάνω στο περιτοίχισμα της τάφρου κι εγώ να έρχομαι με στρατιωτικά ρούχα πάνω σε γυναικείο ποδήλατο, μέσα στις συνθήκες των ημερών και των όσων είχαμε βιώσει όλοι μας, είχε κάτι το ξαφνικό και το ιδιαίτερο. Χαρήκαμε. Ανταλλάξαμε εγκάρδιους χαιρετισμούς. Ακούμπησα το ποδήλατο στο περιτοίχισμα και κάθισα πλάι τους. Μιλήσαμε για τα γεγονότα, τα οποία ο Δώρος έζησε από τη μεριά του αγωνιστή της αντίστασης στο πραξικόπημα, θέτοντας συνειδητά σε κίνδυνο τη ζωή του. Μιλήσαμε και για τη Σοβιετική Ένωση και για τις σπουδές μου.
Περίμεναν τον αρχηγό του κόμματός του, τον Βάσο Λυσσαρίδη, να κατέβει από το γραφείο του για να τον μεταφέρουν σε κάποια συνάντηση ή σύσκεψη. Κατέβηκε σε δεκαπέντε περίπου λεπτά, αποχαιρετιστήκαμε, μπήκαν όλοι στο αυτοκίνητο του Δώρου που ήταν σταματημένο δίπλα κι έφυγαν. Έφυγα κι εγώ με το ποδήλατο της Ανθής για το φυλάκιο. Ένιωθα ευτυχής που ζούσα και που μπορούσα να συναντήσω στον δρόμο κάποιον παλιό φίλο.
Την επόμενη μέρα η είδηση ήταν καταπέλτης: Σκότωσαν τον Δώρο. Τα γεγονότα έγιναν γρήγορα γνωστά. Ήταν το πρωινό της 30ης Αυγούστου. Ο Δώρος με τη Βαρβάρα μετέφεραν τον Βάσο Λυσσαρίδη, ο οποίος καθόταν στο πίσω κάθισματου αυτοκινήτου τους, από το σπίτι όπου είχε διανυκτερεύσει το προηγούμενο βράδυ για σκοπούς ασφάλειας, στα γραφεία του κόμματος. Εκεί, στον κυκλικό κόμβο, μπροστά από το περίπτερο, κάποιοι τους είχαν στήσει καρτέρι με σκοπό να σκοτώσουν τον Λυσσαρίδη, που η στάση που κρατούσε ενάντια στους πραξικοπηματίες και η επιμονή του να επιστρέψει ο Μακάριος για να επέλθει στον τόπο δημοκρατική τάξη, τους ενοχλούσαν. Από τις ριπές που ρίχτηκαν ενάντια στο αυτοκίνητο σκοτώθηκε ο Δώρος, ο οποίος ήταν ο οδηγός με συνοδηγό τη σύζυγό του τη Βαρβάρα. Σκοτώθηκε κι ένας περαστικός από την περιοχή, ο Χρυσήλιος Μαυρομμάτης, ξεχασμένος τώρα, με το όνομά του να κρατά μια υποσημείωση σε κάποιο βιβλίο ιστορίας. Ο Βάσος Λυσσαρίδης, ο οποίος καθόταν στο πίσω κάθισμα, τραυματίστηκε από τα θραύσματα των γυάλινων παραθύρων του αυτοκινήτου.
Με το άκουσμα της είδησης εκείνης σοκαρίστηκα, ο κόσμος σκοτείνιασε μέσα μου, ένιωθα πόνο, θλίψη αλλά και οργή και αγανάκτηση. Ύστερα από όλα όσα έγιναν να έρχονται κάποιοι και να συνεχίζουν το ίδιο βιολί! Τι τόπος είμαστε, τι ανθρώπους έχουμε!
Την επόμενη μέρα γινόταν η κηδεία του Δώρου. Αξύριστος όπως ήμουν τον ενάμιση εκείνο μήνα και με τα παλιά και λερωμένα στρατιωτικά μου ρούχα, έφυγα από το φυλάκιο χωρίς να ζητήσω την άδεια κανενός. Περπάτησα μέχρι την αγορά του Αγίου Αντωνίου και κατευθύνθηκα προς το σπίτι του Δώρου. Έξω ήταν μαζεμένος πολύς κόσμος. Η θλίψη και η οργή ήταν ζωγραφισμένες στα πρόσωπα όλων. Η ατμόσφαιρα ηλεκτρισμένη, ο κόσμος έτοιμος να ξεσπάσει, αλλά η συναίσθηση του τραγικού αδιεξόδου που βίωνε ο τόπος τον συγκρατούσε.
Εκεί συνάντησα και κάποιους γνωστούς, κυρίως από τον χώρο του σοσιαλιστικού κέντρου, και περιμέναμε. Φίλοι του Δώρου μετέφεραν το φέρετρο στα χέρια έξω από το σπίτι, η Βαρβάρα ακολουθούσε κλαίγοντας ασταμάτητα. Ξαφνικά με είδε, ήρθε κοντά μου, αγκαλιαστήκαμε και κλάψαμε μαζί. Εκείνη για τον άνθρωπο που αγαπούσε και είχε συνδέσει μαζί του τη ζωή της, αφήνοντας πίσω της την πατρίδα της και όσα τη συνέδεαν μ’ αυτήν. Εγώ για τον Δώρο και για ό,τι χανόταν για πάντα μαζί του, αλλά και για τον τόπο, για μένα και για τη χαμένη ελπίδα.
Φίλοι και σύντροφοί του από το σοσιαλιστικό κόμμα αλλά και πλήθος κόσμου ακολουθούσαν πεζοί τη νεκροφόρα που μετέφερε το φέρετρο μέχρι τον ναό των Αγίων Κωνσταντίνου και Ελένης στο Νέο κοιμητήριο Λευκωσίας όπου έγινε η κηδεία. Ο κόσμος ήταν οργισμένος με τους πραξικοπηματίες και τους δολοφόνους. Είχαν φέρει τόσα κακά στον τόπο και ακόμη ήταν αμετανόητοι. Υπήρχαν και πολλή θλίψη και πόνος. Για τον Δώρο και για τον τόπο.
Επέστρεψα στο φυλάκιο μετά την κηδεία σε πολύ άσχημη κατάσταση. Ένας θάνατος τόσο άδικος, ένας φόνος τόσο εγκληματικός!
Δεκαπέντε χρόνια αργότερα κατοικούσα στη Λευκωσία με την οικογένειά μου. Όταν έβγαινα το πρωί για να πάω στη δουλειά ή τις Κυριακές και τις γιορτές για να περπατήσω με τα μικρά παιδιά μου, έπεφτα πάντα πάνω στο άγαλμα του Δώρου. Στεκόμουν και τον χαιρετούσα:
Καλημέρα, Δώρο. Σε χαιρετώ
μέσα στον θόρυβο και τ’ αυτοκίνητα
που δεν μ’ αφήνουν να σου πω δυο λόγια.
-Οξειδωθήκαμε, θα ’λεγες,
μέσα στις γειτονιές του κόσμου,
μας νίκησαν οι πολυκατοικίες και τα μικρόβια-.
Μα εσύ βγήκες, Δώρο, βγήκες
αφήνοντας τις πράξεις και τους στίχους σου
να υπερασπίζονται το αίμα σου, αφήνοντάς με χρεωμένο
μ’ εκείνη τη μισοτελειωμένη συνομιλία μας
παραμονή του θανάτου σου,
με τα γράμματα και τα ποιήματά σου
που χάθηκαν σε κατεχόμενα σπίτια.
Σήμερα είναι Πάσχα, Δώρο, κι η άνοιξη
πολυβολεί αδιάκριτα τη μοιρασμένη Λευκωσία,
πολυβολεί φονιάδες, εκμεταλλευτές και ποιητές.
Καλό Πάσχα, Δώρο. Το δάκρυ μου θα το κρατήσω
και θα συνεχίσω να καρφώνω λέξεις
σ’ αυτήν την άσφαλτο της ρουτίνας και της ισοπέδωσης,
θα συνεχίσω να πιστεύω στην πατρίδα, στην ελευθερία,
στον άνθρωπο και στον σοσιαλισμό.
Και να ελπίζω.

Τραγούδι

Πηγές:

Κώστας Βενιζέλος, Δώρος Λοΐζου, Οι δολοφόνοι κυκλοφορούν ελεύθεροι, εκδόσεις Hippasus, Λευκωσία 2019

Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *