Η ζωή του
Ο Στέφαν Τσβάιχ υπήρξε ένας από τους πιο παραγωγικούς και πιο γνωστούς, ακόμα και όσο ζούσε συγγραφέας του 20ου αιώνα. Ήταν γιος του Μόριτς Τσβάιχ, πλούσιου Εβραίου υφασματοβιομηχάνου και της Ίντα Μπρετάουερ , κόρης ιουδαϊκής οικογένειας τραπεζιτών. Σπούδασε φιλοσοφία στο Πανεπιστήμιο της Βιέννης, όπου το 1904 έλαβε το διδακτορικό του δίπλωμα με διατριβή στη φιλοσοφία του Ιππολύτου Ταΐν. Η εβραϊκή θρησκεία ελάχιστα επηρέασε την οικογενειακή ζωή και τη μόρφωσή του. «Η μητέρα και ο πατέρας μου ήταν εβραϊκής καταγωγής μόνο στα χαρτιά» δήλωσε αργότερα σε μια συνέντευξη. Ωστόσο, ο ίδιος δεν αποκήρυξε την εβραϊκή πίστη του και έγραψε επανειλημμένως άρθρα σχετικά με την εβραϊκή ζωή.
Κατά τη διάρκεια του Α΄ Παγκοσμίου Πολέμου υπηρέτησε στο γερμανικό Υπουργείο Άμυνας. Παρόλα αυτά, παρέμεινε ειρηνιστής σε όλη του τη ζωή, τασσόμενος υπέρ της ενοποίησης της Ευρώπης. Το 1934, μετά την άνοδο του Χίτλερ στην εξουσία, κατέφυγε στην Αυστρία. Στη διάρκεια του σύντομου, αιματηρού εμφύλιου πολέμου της χώρας εκείνον τον Φεβρουάριο, όταν ο Ενγκελμπερτ Ντόλφους, ο πρώην καγκελάριος και δικτάτορας πλέον της Αυστρίας, είχε καταστρέψει τη σοσιαλιστική αντιπολίτευση, η αστυνομία είχε πραγματοποιήσει έρευνα στο σπίτι του στο Ζάλτσμπουργκ ψάχνοντας δήθεν για κρυμμένα όπλα που προορίζονταν για τους αριστερούς αντάρτες. Ο Τσβάιχ ήταν την εποχή εκείνη ένας από τους πλέον γνωστούς ουμανιστές/πασιφιστές διανοούμενους της Ευρώπης: ο παραλογισμός και η χοντροκοπιά της αστυνομικής ενέργειας τον εξόργισαν τόσο που άρχισε να μαζεύει τα πράγματά του την ίδια εκείνη νύχτα.
Από την Αυστρία, ο Στέφαν Τσβάιχ πήγε μαζί με τη δεύτερη σύζυγό του, τη Λότε, στην Αγγλία και κατόπιν στον Νέο Κόσμο: βάση του έγινε η Νέα Υόρκη, παρά την απέχθεια που του προκαλούσαν η πολυκοσμία και η κουλτούρα του σκληρού ανταγωνισμού της. Τον Ιούνιο του 1941, λαχταρώντας ένα διάλειμμα από τους άλλους εμιγκρέδες που τον πολιορκούσαν εκλιπαρώντας για κάθε λογής βοήθεια, το ζευγάρι νοίκιασε ένα ταπεινό σπιτάκι στο Οσάινινγκ, μια κωμόπολη της Πολιτείας της Νέας Υόρκης, κοντά στις φυλακές Σινγκ Σινγκ. Την ίδια χρονιά πήγε στη Βραζιλία, στην ορεινή πόλη Πετρόπολις, 68 χλμ βόρεια του Ρίο ντε Τζανέιρο , όπου στις 23 Φεβρουαρίου 1942 ο ίδιος και η δεύτερη σύζυγός του, Lotte, αυτοκτόνησαν απελπισμένοι για το μέλλον της Ευρώπης και του πολιτισμού της.
Το έργο του
Τόμας Μανν για τον Στέφαν Τσβάιχ:
Η λογοτεχνική του δόξα έφτανε ως την τελευταία γωνιά της Γης – ένα αξιοπερίεργο φαινόμενο σε σχέση με την περιορισμένη δημοτικότητα που απολαμβάνει κατά τα άλλα η γερμανική λογοτεχνία συγκριτικά με την αγγλική και τη γαλλική. Ίσως από την εποχή του Έρασμου […] να μην υπήρξε κανένας συγγραφέας τόσο διάσημος όσο ο Στέφαν Τσβάιχ
«Ο Στέφαν Τσβάιχ ήταν διάσηµος σ’ ολόκληρο τον κόσµο. Το όνοµα του
ήταν παγκοσµίως γνωστό όσο ελάχιστων άλλων, και δεν ήξερα κανέναν που
να µοιράζεται µαζί του µια τόσο ευρεία και διαρκή διεθνή επιτυχία. Το
κοινό δεν αγαπούσε µόνο ένα, αλλά τα περισσότερα έργα του, και δεν του
έµεινε πιστό ένα χρόνο, αλλά σχεδόν δύο δεκαετίες. Είτε πήγαινε κανείς
στο Κάιρο είτε στο Κέιπ Τάουν, στη Λισσαβώνα ή στη Σαγκάη, στην Τζακάρτα ή στην Πόλη του Μεξικού, δεν υπήρχε βιβλιοπωλείο, στο οποίο
τα βιβλία του Στέφαν Τσβάιχ να µην λάµπουν στην πρώτη σειρά, και
µάλιστα σχεδόν αδιάκοπα».
Μ’ αυτά τα λόγια περιγράφει ο Φραντς Βέρφελ την πρωτοφανή παγκόσµια
απήχηση του Αυστριακού συγγραφέα Στέφαν Τσβάιχ (1881-1942), που υπήρξε στον Μεσοπόλεµο, σύµφωνα και µε τα αρχεία της διεθνούς οργάνωσης ΡΕΝ, ο πιο επιτυχηµένος και πολυµεταφρασµένος συγγραφέας του κόσµου.
Τα περισσότερα έργα του γνώρισαν αλλεπάλληλες µεταφράσεις σ’ ολόκληρο τον κόσµο: σύµφωνα µε την έρευνα του Αµερικανού καθηγητή Randolph J. Klawiter, τα έργα του Τσβάιχ έχουν µεταφραστεί σε περισσότερες από 55 γλώσσες, από τις οποίες ξεχωρίζουν η πορτογαλική µε 276 µεταφράσεις, η ρωσική µε 214 και η γαλλική και αγγλική γλώσσα µε 198 µεταφράσεις έκαστη. Η βιβλιογραφία που συνέταξε ο R. Klawiter είναι φυσικά, λόγω του τεράστιου όγκου δεδοµένων, απλά ενδεικτική: η Ελλάδα αντιπροσωπεύεται από περίπου 50 µεταφράσεις.
Ξεκίνησε την λογοτεχνική του πορεία ως ποιητής, χωρίς η λυρική ποίηση στην οποία επιδόθηκε να περιλαμβάνεται, πλέον, μεταξύ των διακεκριμένων του έργων. Οι νουβέλες του, οι βιογραφίες, τα δοκίμια του και ένα θεατρικό του έργο θεωρούνται τα πιο φημισμένα του δημιουργήματα.
Ρομαίν Ρολλάν για τον Στέφαν Τσβάιχ
Το κύριο χαρακτηριστικό του Στέφαν Τσβάιχ στην Τέχνη είναι ακριβώς η σημασία που δίνει στη σύνθεση όχι μόνο μιας νουβέλας ή μιας μελέτης, αλλά στη συλλογή μιας ομάδας από νουβέλες. Κάθε βιβλίο του είναι μια αρμονία, υπολογισμένη και δοσμένη με μια λεπτή και ακριβή ευαισθησία. Αυτή η εκλεπτυσμένη μουσική αίσθηση, που το πολυθόρυβο της εποχής μας δεν την προσέχει αρκετά, με κάνει ν’ αγαπώ πιο πολύ το έργο του Τσβάιχ.
Ο Τσβάιχ έχει ένα ζωντανό αφηγηματικό ύφος, εικονοπλαστικό και μια δύναμη να διεισδύει στην ψυχοσύνθεση των χαρακτήρων του. Ο Τσβάιχ, χρησιμοποιώντας τη ρεαλιστική περιγραφή, τη διεισδυτική κοινωνική ανάλυση και την αμείωτη δραματική ένταση, παρατηρεί και ανατέμνει υποδειγματικά τα ατομικά βιώματα και τις κοινωνικές συνιστώσες τους, τις διαβαθμίσεις των εντάσεών τους, το φάσμα των συναισθημάτων που τα συνοδεύουν. Δεν εστιάζει στο εξατομικευμένο, αλλά μέσω συνήθως της ενασχόλησης με μια συγκεκριμένη περίπτωση επεκτείνεται στο γενικό και το καθολικό με έναν τρόπο που φέρει την υπογραφή του. Η μετάβαση από το πρόσωπο στο έθνος ή στον κόσμο ολόκληρη είναι χαρακτηριστική στο έργο του Τσβάιχ.
Ο ανθρωπισμός και το ευρωπαϊκό ιδανικό στο έργο του Τσβάιχ
Τόσο στην ζωή του όσο και στο έργο του, ο Στέφαν Τσβάιχ ήταν ένας πολιτιστικός διαμεσολαβητής. Καθ’ όλη την διάρκεια του βίου του ήταν κατά μια έννοια ένας μεταφραστής που προσπαθούσε διαρκώς να ενημερώνει, να μορφώνει, να εμπνέει και να εγείρει τον ενθουσιασμό και την εκτίμηση πέρα από λογοτεχνικά, πολιτισμικά, εθνικά και προσωπικά όρια και σύνορα. Κάποτε είχε σημειώσει πως στόχος του είναι να προσεγγίσει οτιδήποτε οι άνθρωποι βλέπουν ως ξένο, να αξιολογεί τους ανθρώπους, τις περιόδους, και τα έργα μόνο από μια οπτική θετική και δημιουργική. Αυτήν την επιθυμία του για γνώση και κατανόηση θα την χρησιμοποιούσε προκειμένου να υπηρετήσει πιστά και ταπεινά το ιδανικό που ενστερνιζόταν όσο κανένα: την ανθρώπινη επικοινωνία και τον διάλογο μεταξύ προσώπων, ιδεολογιών, κουλτούρων και εθνών.
Για δεκαπέντε χρόνια, το εντυπωσιακό του σπίτι στο γραφικό Kapuzinerberg στο Σαλτσβούργο αποτέλεσε το ιερό της κοσμοθεωρίας του: της διανοητικής συνένωσης της Ευρώπης και ένα καταφύγιο της πολιτιστικής ελίτ, πολλοί από τους οποίους υπήρξαν φίλοι του συγγραφέα. Τα ταξίδια του ανά τον κόσμο και οι ανέκαθεν βιβλιοφιλικές του τάσεις, ιδίως η θρυλική του συλλογή λογοτεχνικών και μουσικών χειρογράφων επηρέασαν βαθύτατα την τέχνη του και καθόρισαν τις πολιτισμικές και ανθρωπιστικές του δραστηριότητες. Στην αλληλογραφία του με τον Martin Buber κατά την διάρκεια του Α’ Παγκοσμίου Πολέμου αλλά και σε άλλα αρχεία του αποδίδει στην εβραϊκή του καταγωγή την ευκαιρία να καταστεί πολίτης του κόσμου, αφού σύμφωνα με τον ίδιο στόχος του Ιουδαϊσμού είναι ίσως να καταδείξει πως μια κοινότητα μπορεί να επιβιώσει χωρίς δικιά της χώρα, μέσω των δεσμών αίματος, της διανόησης, μέσω των γραμμάτων και της πίστης της.
Από νεαρή ηλικία, ο Τσβάιχ αντιλήφθηκε την κρίση που αντιμετώπιζε η εποχή που ζούσε και για πολλά χρόνια παλλόταν ανάμεσα στον αναχωρητισμό που χαρακτήριζε πολλούς από τους ανθρώπους του πνεύματος του καιρού του και της ενεργούς πολιτικής και κοινωνικής δράσης. Αν και οι ιστορικές και ανθρωπολογικές, ψυχολογικές του γνώσεις καταστούσαν σαφή στα μάτια του την ανάγκη για αλλαγή, εκείνος υιοθέτησε και διατήρησε ως το τέλος μια καθαρά απολιτίκ στάση.
Στους αναχωρητές αναγνώριζε σαφώς επίγνωση της ανθρώπινης αξίας και πνευματική ανωτερότητα που άθελά τους παγιδεύονταν στον απρόσωπο και μηχανοκρατικό κόσμο της πολιτικής και των συγκρούσεων. Ο homo politicus, όπως απεικονίζει χαρακτηριστικά τον υπουργό ασφαλείας του Ναπολέοντα, Joseph Fouché, ήταν για αυτόν κάτι ανήθικο και επαίσχυντο που παρέσερνε τους ανθρώπους στην καταστροφή. Διερωτώμενος αν η ιστορία αποδίδει δικαιοσύνη, ο Τσβάιχ επιχείρησε να παραχωρήσει ένα ανθρωπιστικό αντίδοτο και αντίστροφο της ωμής δύναμης, προειδοποιώντας την μάζα να μην καταλήξουν να ηρωοποιούν τους καταπιεστές τους και να λατρεύουν τις αλυσίδες τους. Τόνισε, ότι πολύ συχνά η ιστορία ξαναγράφεται ευνοώντας όσους επιδεικνύουν δύναμη, αφήνοντας στο περιθώριο όλους εκείνους τους έντιμους αγωνιστές της καθημερινότητας. Ακόμα και την ιστορία προσεγγίσει ανθρωπιστικά, καλώντας τους αναγνώστες του να μην τυφλώνονται από την δόξα και την στείρα επιτυχία.
Στον κόσμο του χθες, ο Τσβάιχ χαρακτηρίζει τον εαυτό του ως έναν Αυστριακό, εβραίο, συγγραφέα, ανθρωπιστή και ειρηνιστή που έζησε στα μέρη όπου οι παγκόσμιες συγκρούσεις υπήρξαν πιο έντονες. Η αντίδρασή του σε αυτές ήταν μια διαρκής αντικειμενικότητα, μια ουδετερότητα, ένας δισταγμός να μετέχει στο πολιτικό γίγνεσθαι και μια ακόρεστη απαξίωση όλων εκείνων που μετείχαν. Η στάση του αυτή πολλές φορές αποτυπώνται και στην απραξία που αγγίζει τα όρια της παράλυσης των Βιεννέζων. Αν και έβλεπε την Ευρώπη σαν την γη της επαγγελίας, μπορούσε να αποτυπώσει τις σκέψεις του μονάχα στις σελίδες των βιβλίων του.
Καίριος είναι, επίσης, ο τρόπος που ο Τσβάιχ επιτυγχάνει να αναδείξει τη διαχρονικότητα της ολοκληρωτικής ιδεολογίας και των καταστροφικών συνεπειών της. Αντί να μιλήσει ευθέως για τη ναζιστική ή σταλινική ιδεολογία της ύστερης δεκαετίας του 1930, ο Τσβάιχ επιλέγει ευφυώς να αναλύσει μια περίπτωση ολοκληρωτισμού που εδραιώθηκε σταδιακά στα μέσα του 16ου αιώνα, με απώτερο στόχο να εκπαιδεύσει τους συγχρόνούς του κατά του φασισμού.
Θεωρώντας, ίσως, ότι μια πιο άμεση προσέγγιση που θα εξέφραζε απλώς την απέχθειά του προς τον εθνικοσοσιαλισμό και τον κομμουνισμό θα ήταν αναγνωστικά λιγότερο λειτουργική, και θα τον εξίσωνε με τους λαϊκιστές, προπαγανδιστές πολιτικούς, ο Τσβάιχ επιλέγει έναν άλλο δρόμο, πιο έμμεσο, μα και περισσότερο αποτελεσματικό. Κάνοντας χρήση μιας γλώσσας νοηματικά και υφολογικά πλούσιας, αλλά με τρόπο αποστασιοποιημένο και περιγραφικό, αποδίδει με θαυμαστή ενάργεια την αέναη αντιπαράθεση μεταξύ ελευθερίας και απολυταρχισμού.
Αντί επιλόγου
Χωρίς ποτέ να πάρει ενεργό πολιτική θέση κατόρθωσε με την πένα του να στηλιτεύσει τα ολοκληρωτικά καθεστώτα και να αγωνιστεί, έστω και αν απεχθανόταν τις μάχες για μια Ευρώπη των λαών και του πνεύματος που ακόμα οραματιζόμαστε και προσπαθούμε να υλοποιήσουμε. Ο Τσβάιχ είναι ένας συγγραφέας βαθύς, στοχαστικός και ένας άνθρωπος με ουσιαστική παιδεία και καλλιέργεια. Πολυταξιδεμένος, πολυδιαβασμένος και πολυγραφότατος θα συνεχίζει να διαβάζεται από όλους εκείνους που ανιχνεύουν την διαχρονικότητα και την οικουμενικότητα των έργων του και αγαπούν την διεισδυτική ματιά του στην άβυσσο της ανθρώπινης ψυχής και του κόσμου.
Πηγή:
https://www.athensvoice.gr/culture/book/621269_o-stefan-tsvaih-kai-oi-oloklirotismoi»