«Συχνά με ρωτούν πώς συλλαμβάνω τα έργα μου. Δεν μπορώ να απαντήσω. Ούτε μπορώ να τα συνοψίσω. Το μόνο που μπορώ να πω είναι ότι στα έργα μου συνέβει αυτό, αυτά ειπώθηκαν, οι ήρωες έκαναν εκείνα. Τα περισσότερα έργα μου γεννήθηκαν από μια φράση, μια λέξη ή μια εικόνα.»
Ο Χάρολντ Πίντερ αποτελεί έναν από τους πιο σημαντικούς Άγγλους θεατρικούς συγγραφείς που σημείωσε μεγάλη διεθνή επιτυχία ως ένας από τους πιο πολύπλοκους και ιδιαίτερους δραματουργούς μετά τον Β ΄Παγκόσμιο Πόλεμο. Τα έργα του σημειώνονται για τη χρήση σιωπής, την αυξανόμενη ένταση, και τη συγκρατημένη και αινιγματική μικρή σε έκταση συζήτηση. Αυτό τo χαλαρό του ύφος και το χάρισμά του να δημιουργεί ένταση και τρόμο μέσα από εξαιρεικά λητές περιγραφές και ελάχιστα λόγια τον έκαναν έναν από τους πιο σεβαστούς θεατρικούς συγγραφείς της εποχής του, ενώ μέχρι το θάνατό του το 2008, ο Πίντερ αναφερόταν ως ένας από τους σημαντικότερους δραματουργούς που βρισκόταν εν ζωή και απολάμβανε τη φήμη που είχε πάρει η δουλειά του. Πέθανε στις 24 Δεκέμβρη του 2008, σε ηλικία 78 ετών, μετά από μακρόχρονη μάχη με τον καρκίνο. Η επίδρασή του υπήρξε τόσο μεγάλη, που το επίθετο “Pinteresque” (Πιντερικός) ανήκει επίσημα στο βρετανικό λεξιλόγιο. Του απονεμήθηκε το Νομπέλ Λογοτεχνίας το 2005. Με τα περισσότερα από τα 30 έργα του – γραμμένα μεταξύ 1957 και 2000 – συνέλαβε την ανησυχία και την ασάφεια της ζωής στο δεύτερο μισό του 20ου αιώνα. Ανάμεσα σε αυτά είναι και τα αναγνωρισμένα αριστουργήματα του, το “Πάρτι γενεθλίων”, “Ο επιστάτης”, “Ο γυρισμός”, και η “Προδοσία”.
Το “Πάρτι Γενεθλίων” (” The Birthday Party”) ήταν το πρώτο μεγάλου μήκους θεατρικό του έργο, το τρίτο θεατρικό που εγραψε μετά το “The Room” και το “Τhe Dumb Waiter”. Η πρώτη παράσταση ανέβηκε το 1958 στο Arts Theatre στο Cambridge και αποδοκιμάστηκε ολοκληρωτικά από τους κριτικούς και το κοινό, για να φτάσει να θεωρείται σήμερα ένα από τα πιο αντιπροσωπευτικά έργα της πρωτοπορίας, το οποίο παίζεται ξανά και ξανά στα θέατρα όλου του κόσμου.
Η ιστορία εκτυλίσσεται στη διάρκεια μιας μέρας, σε μία μίζερη παραθαλάσσια πανσιόν, την οποία διατηρεί μια καλοσυνάτη γυναίκα με τον σύζυγό της. Εκεί, έχει βρει καταφύγιο ο Στάνλεϋ, ένας νεαρός, γύρω στα 30, μάλλον πρώην πιανίστας, ο οποίος είναι ο μοναδικός ένοικος της πανσιόν, και δείχνει να απολαμβάνει τις υπηρεσίες των ιδιοκτητών, μέχρι τη στιγμή που καταφθάνουν δύο μυστηριώδεις άνδρες, για να τον πάρουν μαζί τους. Μετά από μια παράλογη και εξουθενωτική ανάκριση, οι δύο άνδρες οργανώνουν ένα πάρτι γενεθλίων για έναν τρομοκρατημένο Stanley, ο οποίος επιμένει ότι δεν είναι τα γενέθλιά του. Ένα υποτιθέμενο αθώο πάρτι εξελίσσεται σε καφκικό εφιάλτη, καθώς το κλίμα φορτίζεται με απειλές και υποσχέσεις βίας και το μυστήριο για την ενοχή του Στάνλεϊ κλιμακώνεται με τελική κατάληξη την απαγωγή του από τους δύο άντρες.
Όλοι οι χαρακτήρες που με μαεστρία έχει πλάσει ο Πίντερ, έχουν μία ιδιαίτερη, ιδιόρρυθμη προσωπικότητα με πολλά ψυχολογικά προβλήματα να κρύβονται κάτω από την επιφάνεια. Ο νωχελικός, μυστήριος Στάνλεϊ που έχει συμβιβαστεί με την ζωή στην πανσιόν και επιζητά την αφάνεια αλλά δεν μπορεί να ξεφύγει από το παρελθόν του που τον κυνηγάει. Η Μεγκ, μια νοικοκυρά δέσμια σ’ έναν προβληματικό γάμο, ανεκτική, αφελής, κολλημένη σ’ ένα νοσηρό ένδοξο παρελθόν, γεμίζει όλη τη σκηνή με το ταμπεραμέντο, τη γλύκα, τη χάρη και τη φιλαρέσκειά της. Ζει και αναπνέει για τον Στάνλεϊ, στον οποίο έχει μεγάλη αδυναμία γι’ αυτό και τον αποκαλεί «παιδί». Αυτή η ιδιότυπη σχέση έχει μητρικά και ερωτικά στοιχεία και τη βοηθά να καλύψει τα προσωπικά της κενά. Ο Πιτ, ένας άβουλος βαρετός μικροαστός, είναι παντρεμένος με την Μεγκ εδώ και πολλά χρόνια αλλά είναι ανίκανος να της προσφέρει όσα πραγματικά επιθυμεί. Είναι, βέβαια, ο μόνος που αντιδρά όταν οι δύο άντρες απαγάγουν τον Στάνλεϊ, φωνάζοντας του: «Μην αφήσεις να σε κουμαντάρουν», όταν όλοι οι άλλοι σιωπούν.
Ο Γκόλντμεργκ και ο Μακ Καν, οι δύο ξένους-εισβολείς που διαταράσσουν την φαινομενική ηρεμία των κατοίκων της πανσιόν, συμβολίζουν ο πρώτος το μυαλό και ο δεύτερος το σώμα που εκτελεί. Η παρουσία τους είναι έντονη και νευραλγική, η γλώσσα που χρησιμοποιούν κυνική, πυροδοτούν τη δράση προσφέροντας στη δομή του έργου εξαιρετική πυκνότητα. Έρχονται, επίσης, σε άμεση αντιπαράθεση με την ιδιοσυγκρασία η Λούλου, την νεαρή όμορφη γειτόνισσα της Μεγκ και του Πιτ, η οποία, είναι πάντα γεμάτη με θετική ενέργεια, φρεσκάδα, φωτεινότητα, αλλά και αδιάκριτη περιέργεια.
«Είναι μια παράξενη στιγμή, η στιγμή της δημιουργίας προσώπων που μέχρι τότε δεν υπήρχαν. Ό,τι ακολουθεί είναι σπασμωδικό, αβέβαιο, μοιάζει με παραίσθηση, ακόμα κι αν μερικές φορές είναι καταιγιστικό. Η θέση του συγγραφέα είναι παράδοξη. Τα πρόσωπα που δημιουργεί δεν τον καλωσορίζουν. Του αντιστέκονται, δεν είναι εύκολο να τα βρει μαζί τους και είναι αδύνατο να τα ορίσει. Σίγουρα δεν μπορεί να τους επιβληθεί.»
Ιστορικός χρόνος δεν ορίζεται, δηλώνεται όμως των ατόμων μέσα από τη ροή του. Επίσης δεν δηλώνεται το ενδιαφέρον κάθε ατόμου για τα υπόλοιπα, μιας και η διαβρωτική απομάκρυνση του καθενός από τα άλλα έχει ήδη συντελεστεί. Με αυτή την αδιαφορία όλων προς όλους δηλώνεται και ο κύριος στόχος του συγγραφέα: να καταδείξει ότι έχει προϋπάρξει η διάλυση του κοινωνικού ιστού που συνάρμοζε τα άτομα προγενεστέρων εποχών σε ένα φαινομενικά ενιαίο σύνολο, ένα σύνολο που αντιμετώπιζε με αίσθημα συλλογικής ευθύνης κάθε κοινό πρόβλημα.
Το «Πάρτυ Γενεθλίων» είναι εν μέρει μια αντίδραση στις θεατρικές τάσεις της περιόδου, επιδεικνύοντας πολλά χαρακτηριστικά του θεάτρου του παραλόγου.Το ότι οι ήρωες συχνά παύουν να μιλούν μένοντας στη σιωπή είναι ενδεικτικό στο έργο του Πίντερ και δείχνει πως ο λόγος δεν είναι μόνο αυτό που εκφωνείται αλλά αυτό που δεν τολμά να ειπωθεί, δηλαδή το άφαντο και το οριακό. Αυτό φαίνεται ειδικά όταν ο Στάνλεϊ είναι καθισμένος στο αναπηρικό καρότσι. Η δράση δεν καταστέλλεται, αντίθετα επαναπροσδιορίζεται, χωρίς να αποκλείει την λογική αλλά με μία σταθερή κλίση προς τον παράλογο.
Όπως ο Σάμιουελ Μπέκετ, έτσι και ο Πίντερ αρνείται να παράσχει λογικές εξηγήσεις για τις ενέργειες των χαρακτήρων του. Το νόημα του έργου δεν εξαρτάται από το να γνωρίζουμε τι έκανε ο Στάνλεϋ. Αυτό, που πρέπει να ξέρουμε, είναι ότι, σε κάποιο σημείο του παρελθόντος του, αυτός – όπως όλοι µας – έκανε κάτι, είναι ένοχος. Καθώς το έργο εξελίσσεται, βλέπουμε ένα χαρακτήρα να αντιστέκεται στην εξουσία ή να αρνείται πεισματικά την υποταγή -ενώ στην αρχή του έργου έδινε την εικόνα του παραιτημένου-, σταδιακά ο Στάνλεϋ κλεισμένος στον ασφυκτικό κλοιό που δημιουργείται μέσα από το δαιμονικό παιχνίδι της τυφλόμυγας -ίσως το δυνατότερο στοιχείο του μύθου-, αναπτύσσει συναισθήματα οργής και μανίας και καταρρέει έχοντας απολέσει τη συνειδησιακή του διαύγεια, επιστρέφοντας στην αρχική του κατάσταση. Η σωματική κατάρρευση του Στάνλεϋ, µε τη συνακόλουθη απάλειψη της ανθρώπινης συνείδησης και την αχρήστευση του ανθρώπινου μυαλού, βρίσκονται συχνά στην καρδιά του πιντερικού ενδιαφέροντος.
Η τελική απαγωγή του Στάνλεϊ, μετά την κατάρρευση του, μπορεί να αποτελεί αλληγορία για επανένταξη του ατόμου στον κοινωνικό ιστό ή να συμβολίζει τη θνητότητα που καταγγελτικά μας οδηγεί στο αμετάκλητο του θανάτου. Ο θεατής βέβαια μπορεί να βρει πολλές άλλες εκδοχές ερμηνείας, αφού τα πιντερικά έργα προσφέρονται αφειδώς γι’ αυτό το σκοπό. Η αντίδραση του Στάνλεϊ στους βασανιστές του κατοχυρώνει την κοσμοθεωρία του Πίντερ που δεν είναι άλλη από την απεριόριστη αγάπη για την ελευθερία και αυτοδιάθεση του ατόμου.
«Η γλώσσα στην τέχνη παραμένει ένα εξαιρετικά αμφίσημο πεδίο συναλλαγής, κινούμενη άμμος, τραμπολίνο, μια παγωμένη λίμνη, τον πάγο της οποίας μπορεί να σπάσει ανά πάσα στιγμή ο συγγραφέας όταν βαδίζει πάνω του.Αλλά, όπως είπα, η αναζήτη της αλήθειας είναι μια ατέρμονη διαδικασία. Δεν αναβάλλεται, ούτε ματαιώνεται. Οφείλεις να την αντιμετωπίσεις εδώ και τώρα.»
Πηγές:
Κριτική θεάτρου – «Πάρτυ Γενεθλίων»
https://m.naftemporiki.gr/story/1168511/parti-genethlion-pou-metatrepetai-se-efialti
https://www.capital.gr/story/1121005/xarolnt-pinter-to-xioumor-piso-apo-ti-siopi