Με αφορμή τον εορτασμό των 200 χρόνων από την Ελληνική Επανάσταση του 1821 σήμερα τιμάμε τη μνήμη του Λόρδου Βύρωνος, ενός από τους σπουδαιότερους εκπροσώπους του ρομαντισμού και της βρετανικής ποίησης, που έχει ταυτιστεί όσο κανείς άλλος φιλέλληνας με την Ελληνική Επανάσταση του 1821.
Ω! είναι από πέτρα όποιος για σε δε νιώθει, ωραία Ελλάδα.
“Το προσκύνημα του Τσάιλντ Χάρολντ”, Λόρδος Βύρων
ΙΣΤΟΡΙΚΗ ΑΝΑΔΡΟΜΗ
Αφού συνέδεσε το όνομα του με την στήριξη των επαναστατικών κινημάτων στην Ιταλία, το 1823 ο αεικίνητος Λόρδος αναλαμβάνει την πρόσκληση να υποστηρίξει ενεργά τον ελληνικό αγώνα για ανεξαρτησία από τον οθωμανικό ζυγό. Στο έπος “Ο Κουρσάρος”, και στον “Γκιαούρ”, εισάγεται ένας χαρακτήρας που αυτοθυσιάζεται και που υπηρετεί υψηλές ιδέες, γνωστός ως “Byronic Hero“ (ήρωας του Μπάυρον), μια μορφή του ρομαντικού αμφισβητία και μοναχικού εξεγερμένου στα πρότυπα του Έλληνα Κλέφτη. Ο ηρωισμός για τον Μπάυρον είναι έκφραση πάθους, και ένας ποιητής που εξυμνεί τον ενθουσιασμό και το έντονο πάθος, δεν διαφέρει σε τίποτα από έναν ήρωα· κι αυτόν τον ήρωα-ποιητή ο Μπάυρον θέλησε να μιμηθεί.
Μέσα από το ημερολόγιο του Γκάμπα φτάνουν σ’ εμάς τα λόγια του Λόρδου Βύρωνος για την απόφασή του να ταξιδέψει στην Ελλάδα και να διαθέσει τις δυνάμεις του στις υπηρεσίες των Ελλήνων:
«Αφού δεν έχω άλλην τινά ασχολίαν και διαθέτω αρκετόν περίσσευμα εκ των εισοδημάτων μου πώς άλλως θα ηδυνάμην να χρησιμοποιήσω καλλίτερα τον καιρόν και τα χρήματά μου; […] Θα ηδυνάμην να ζήσω ή μάλλον να φυτοζωήσω μεγαλοπρεπώς εις κάποιαν άλλην χώραν ευρωπαϊκήν, ολιγώτερον ενδιαφέρουσαν. Αλλά τι αξίζουν τάχα όλα αυταί αι τέρμεις αι τόσον περιζήτητοι, αφού κανείς τας απολαύση μίαν φοράν; […] Οι φίλοι μου θα επροτίμων να με ιδούν επιστρέφοντα εις την Αγγλίαν, και ίσως θα επέστρεφα εκεί προσκαίρως. Θα το πράξω αυτό μάλιστα, αλλά δεν επιθυμώ και να διαμείνω εκεί μονίμως. Μετά οκταετή απουσίαν και αι συνήθειαι του βίου και το κλίμα της χώρας εκείνης, δεν συμβιβάζονται πλέον με τον χαρακτήρα μου».
Ο ίδιος δαπάνησε ένα τεράστιο ποσό της προσωπικής του περιουσίας για την επισκευή του ελληνικού στόλου και συγκρότησε δικό του στρατιωτικό απόσπασμα, αποτελούμενο από σουλιώτες μαχητές. Έγραφε σχετικά στο “Ημερολόγιο της Κεφαλλονιάς” τον Ιούνιο του 1823: “Οι σκλάβοι ξεσηκώθηκαν / κι εγώ θα κάνω πίσω; / Το στάχυ ξαναωρίμασε / κι εγώ δεν θα θερίσω;”.
Θέλω να πολεμήσω, τουλάχιστον με λόγια και αν ευτυχήσω και με έργα, όλους όσους καταπολεμούν τη σκέψη. Θα ξεσηκώσω, αν μπορέσω, και τις πέτρες ακόμα ενάντια στους τυράννους της γης.
Παράλληλα με το μέλημά του για τη στρατιωτική πορεία της Επανάστασης, αναλαμβάνει τον ρόλο να γεφυρώσει το χάσμα μεταξύ των οπλαρχηγών. Παρατηρεί σε επιστολή του: “Καθώς ήρθα εδώ για να υποστηρίξω όχι μια φατρία, αλλά ένα έθνος και για να συνεργαστώ με τίμιους ανθρώπους και όχι με κερδοσκόπους ή καταχραστές, θα χρειαστεί πολλή περίσκεψη για να αποφύγω τη μομφή ότι μεροληπτώ και αντιλαμβάνομαι ότι αυτό θα είναι πολύ δύσκολο, γιατί έχω ήδη λάβει προσκλήσεις από περισσότερα του ενός από τα αλληλοσπαρασσόμενα κόμματα, πάντα με τη δικαιολογία ότι αυτοί είναι οι γνήσιοι εκπρόσωποι του έθνους”. Και σε επιστολή που εμπιστεύεται σε φίλο του, διαμαρτύρεται: “Οι Έλληνες φαίνεται να κινδυνεύουν περισσότερο από τη διχόνοιά τους, παρά από τις επιθέσεις του εχθρού”.
Έγραφε στη μητέρα του: “Ποτέ δε συνάντησα στρατιώτες τόσο συμπαθητικούς, αν και έχω ζήσει με Ισπανούς, Γάλλους, Σικελούς και Βρετανούς στρατιώτες. Δεν έχουν κλέψει τίποτα και πάντα μου προσέφεραν φαγητό και γάλα, απ’ τις δικές τους προμήθειες.”
Ο Μπάυρον στο Μεσολόγγι με αρναούτικη στολή, Thomas Phillips,1835
Βόλια και λάβαρα!
“22 ΙΑΝΟΥΑΡΙΟΥ ΣΗΜΕΡΟΝ ΣΥΝΕΠΛΗΡΩΣΑ ΤΟ ΤΡΙΑΚΟΣΤΟΝ ΕΚΤΟΝ ΕΤΟΣ ΤΗΣ ΗΛΙΚΙΑΣ ΜΟΥ”, Λόρδος Βύρων
Αχός, Ελλάδα φως μου, πώς με καλείς.
Πολεμιστές και πάλι στης ασπίδας
την απλάδα πεθαίνουν νικητές.
Προσπαθώντας να ισορροπήσει ανάμεσα στις έριδες των ηγετών της επανάστασης, ο Βύρων προσβάλλεται και πάλι από ασθένεια τον Φεβρουάριο του 1824. Επιδεινώνεται η κατάστασή του, λέει τα τελευταία του λόγια “θέλω να κοιμηθώ”, και πέφτει σε λήθαργο. Ο μεγάλος φιλέλληνας πέθανε στις 19 Απριλίου 1824 στο Μεσολόγγι, σε ηλικία 36 ετών. Ο θρήνος για τον χαμό του απλώθηκε όχι μόνο στην επαναστατημένη Ελλάδα -η οποία τον έκλαψε ως ήρωα-, αλλά και την Αγγλία, που πένθησε τον θάνατο του ρομαντικού ποιητή.
ΛΟΡΔΟΣ ΒΥΡΩΝ ΚΑΙ ΤΕΧΝΗ
Ο Διονύσιος Σολωμός συνθέτει μακρά ωδή (“Εις τον Θάνατον του Λορδ Μπάιρον”) στη μνήμη του, ενώ στην τελευταία του κατοικία τον συνοδεύει το λιτό επίγραμμα του εθνικού μας ποιητή, με τη μαχόμενη Ελλάδα να μένει παγωμένη και να βυθίζεται σε βαθιά περισυλλογή: Λευτεριά για λίγο πάψε / να χτυπάς με το σπαθί / κι έλα σίμωσε και κλάψε / εις του Μπάιρον το κορμί”.
Τα ψηφιοποιημένα χειρόγραφα του έργου “Εις τον Θάνατον του Λορδ Μπάιρον” του Διονυσίου Σολωμού (από το Ηλεκτρονικό αρχείο του Μουσείου Σολωμού)
Στου Μωριά τα κορφοβούνια, πορφυρά ντυμένος κάλλη
“Ο Κουρσάρος”, Λόρδος Βύρων
Αργοκατεβαίνει ο ήλιος μες της Δύσης την αγκάλη…
Αποχαιρετά την Ύδρα και το βράχο της Αιγίνης
Με στερνό χαμόγελο ο Θεός της Ρωμιοσύνης.
Πάντοτε ποθεί να βλέπει την αγαπητή του χώρα,
Αν κι αυτή λαμπρές θυσίες δεν του κάνει πλέον τώρα.
Ακόμη, το παρακάτω ποίημα βρέθηκε στο ημερολόγιο του Λόρδου Βύρωνος και μεταφράστηκε από τον Σπύρο Τρικούπη:
«22 ΙΑΝΟΥΑΡΙΟΥ ΣΗΜΕΡΟΝ ΣΥΝΕΠΛΗΡΩΣΑ ΤΟ ΤΡΙΑΚΟΣΤΟΝ ΕΚΤΟΝ ΕΤΟΣ ΤΗΣ ΗΛΙΚΙΑΣ ΜΟΥ
Η καρδιά μου καιρός έινε ανερώτευτη να ζη,
Αφού έπαυσε ν’ ανάφτη σ’ άλλους φλόγα ερωτική
Πλην αν έπαυσε ν’ ανάπτη σ’ άλλους φλόγα ερωτική
Η καρδιά μου πάντα θέλει με τον έρωτα να ζη
Μου εμαράθηκαν τα νειάτα, πάνε τ’ άνθη κι οι καρποί
Της αγάπης τώρα τάφος και καϋμός μ’ ακαρτερεί
Με θειαφότοπον ομοιάζει των στηθιών μου η φωτιά
Όπου καίεται και δεν καίει, είνε νεκρόκαυστη πυρά.
Φόβος, ελπίδες, πόνοι, ζάλαι την καρδιά μου δεν κινούν
Δεν ισχύει μήτε η αγάπη, στον ζυγόν πλην με κρατούν.
Μακρυά τώρα απ’ την ψυχή μου, μακρυά τέτοιοι στοχασμοί
Εις τον τάφο τώρα η δόξα τον ανδρείον ξεπροβοδεί.
Και του κλεί τα μάτια αν πέση θύμα της ελευθεριάς.
Τώρα γύρω μας τουφέκι, φλάμπουρο, δόξα, Ελλάς!
Ο Σπαρτιάτης βασταμένος στην ασπίδα ένα καιρόν
Πλειό ελεύθερος δεν ήτον απ’ τον τωρινό Γραικόν!
Ψυχή, ξύπνησε, ψυχή μου! Την Ελλάδα δεν ξυπνώ
Έξυπνη είνε η Ελλάς μου! Ψυχή, ξύπνα απ’ το βυθό.
Την αθάνατη στοχάσου, την ουράνια πηγή
Που ποτίζει το κορμί σου. Όθεν ήρθες τρέχα εκεί.
Πάθη όπου ξανανειώνουν καταπάτα τα ψυχή!
Άχρηστο για με του κάλλους είν’ το γέλιο κ’ η οργή.
Αν τη νειότη σου λυπάσαι, γιατί θέλεις πιο να ζείς
Της τιμής εδώ είνε ό τάφος, τρέξε αυτού να σκοτωθείς.
Δεν σου μένει παρά να εύρης ό,τι εγύρευες παντού.
Και αν το εύρης δεν μπορούσες, μνήμα ανδρός πολεμικού.
Βρίσκοντάς το, κύττα γύρω, πιάσ’ τη θέση που ποθείς.
Για τη δόξα πολεμώντας πέσ’ εκεί ν’ αναπαυθής.
Η αγάπη και η θυσία του Λόρδου Βύρωνος για την Ελλάδα και τον ελληνικό απελευθερωτικό αγώνα σχολιάστηκε και ενέπνευσε φυσικά πολλούς συγγραφείς ανά τα χρόνια. Εμείς επιλέγουμε να κλείσουμε αυτό το αφιέρωμά μας με μερικούς όμορφους πίνακες εμπνευσμένους από την ζωή του.
«Η Μάχη του Γκιαούρη με τον Πασά», πίνακας του Ευγένειου Ντελακρουά εμπνευσμένος από το ποίημα «Ο Γκιαούρ»
«Η άφιξη του Λόρδου Βύρωνα στο Μεσολόγγι», πίνακας του Θεόδωρου Βρυζάκη, 1861
Πορτραίτο του Λόρδου Βύρωνα
«Ο Λόρδος Βύρωνας στο νεκροκρέβατο», πίνακας του Joseph-Denis Odevaere (1826)
ΠΗΓΕΣ: Ενας Αγγλος ποιητής στην Ελληνική Επανάσταση | Η ΚΑΘΗΜΕΡΙΝΗ, Ξύπνησα ένα πρωί κι ήμουν ο Λόρδος Μπάυρον | ασσόδυο, Οι Ήρωες του 1821 – Λόρδος Βύρων, Λόρδος Βύρωνας: Ο ρομαντικός μαχητής της Ελληνικής Επανάστασης | in.gr, Εις τον Θάνατον του Λορδ Μπάιρον / Μουσείο Σολωμού & Επιφανών Ζακυνθίων, Τέχνη | Λόρδος Βύρωνας