Το “Judas And The Black Messiah“, αναπόφευκτα μία από τις πολλές μαύρες φωνές στα φετινά Όσκαρ, πρόκειται για ένα ιστορικό δράμα, αρκετά πληροφοριακό, και επίκαιρο, με καταιγιστική και έντονα φορτισμένη εξέλιξη που προσφέρει ένα σαρωτικό καταγγελτικό σινεμά, χωρίς να λαϊκιζει ή να δημιουργεί μελόδραμα, με εκπληκτικές ερμηνείες, ιδιαίτερα από τους 2 πρωταγωνιστές.
Στο “Judas and the Black Messiah” ο Shaka King ασχολείται με το κόμμα των Μαύρων Πανθήρων και έναν από τους πιο επιδραστικούς του ηγέτες, τον Fred Hampton. Ο Hampton υπήρξε ένας ιδιαίτερα χαρισματικός και δυναμικός ηγέτης, σοσιαλιστής, και επικεφαλής του τμήματος των Πανθήρων στο Ιλινόι του Σικάγο, που αποτέλεσε στόχο του FBI και θύμα του ζυγού παραφροσύνης του διευθυντή του J. Edgar Hoover, ο οποίος πολέμησε συστηματικά τον μαύρο ακτιβισμό και θεωρούσε τον Hampton «την μεγαλύτερη απειλή για την εθνική ασφάλεια». Δολοφονήθηκε το 1969, μόλις 21 ετών, στο κρεβάτι του, σε μια οργανωμένη επιχείρηση που όφειλε την επιτυχία της στον πληροφοριοδότη του FBI και υπεύθυνο ασφαλείας των Πανθήρων του Σικάγο, William O’Neal. Ο μόλις 17 ετών O’Neal ήταν επαγγελματίας μικροαπατεώνας, και στρατολογήθηκε με σκοπό την παροχή πληροφοριών, για να αποφύγει 6,5 χρόνια φυλάκισης, και φυσικά για μερικές χιλιάδες δολάρια.
Η ταινία δεν αποτελεί βιογραφία, καθώς ο σκηνοθέτης έξυπνα δεν προσπάθησε να ιχνηλατήσει την πλήρη ζωή αυτών των προσώπων, την άνοδο και την πτώση τους, αλλά ούτε και την ιστορία του Κόμματος των Μαύρων Πανθήρων αυτού καθαυτού. Άλλωστε υπάρχουν πολλές αξιόλογες και βραβευμένες ταινίες με την συγκεκριμένη θεματολογία (διόλου τυχαία, η πρώτη απόπειρα για την κινηματογραφική βιογραφία του Φρεντ Χάμπτον συνέπεσε με τη δημιουργία του κινήματος «Black Lives Matter» το 2013). Έδω, όμως, δεν παρακολουθούμε την πορεία του Hampton, αλλά το χρονικό της πιο ισχυρής του στιγμής και της επακόλουθης δολοφονίας του και μέσα σε αυτό, το πορτρέτο του άνδρα που σαν άλλος Ιούδας διευκόλυνε την πτώση του.
Το σενάριο είναι βασισμένο στην μία και μοναδική συνέντευξη που έδωσε ο O’Neal και αφηγείται το πώς έγινε πληροφοριοδότης του FBI και το πώς η επιχείρηση η οποία θα κατέληγε στο να χάσει ο Hampton τη ζωή του ήταν το άμεσο αποτέλεσμα της συνεργασίας του με την ομοσπονδιακή αστυνομία. Η επιτυχία της ταινίας βασίζεται κατά ένα μεγάλο ποσοστό στο γεγονός ότι ο Χάμπτον, παρότι είναι αναπόσπαστο (και φυσικά κεντρικό) κομμάτι της συγκεκριμένης ιστορίας, από το δεύτερο μισό της ταινίας, κατά ένα τρόπο παραμερίζεται και το ανακριτικό φως του κινηματογραφικού φακού πέφτει στον Ιούδας. Ο O’Neal, λοιπόν, είναι μια φιγούρα βασανισμένη, που ψάχνει σπασμωδικά τρόπο να ξεφύγει από το λάκκο που του σκάβουν στο πεδίο μιας κοινωνικής αντιπαράθεσης η οποία τον ξεπερνά κατά πολύ. Έχει φτάσει στο ηθικό αδιέξοδο του ανθρώπου που γνωρίζει πως είναι απλά ένα γρανάζι της Ιστορίας. Αντίθετα όμως απ’ τον Ιούδα των Ευαγγελίων, δεν έχει κανέναν που να μοιράζεται το δράμα του, εκτός από ένα έτερο ανδρείκελο που φοράει το σήμα του FBI.
Ο LaKeith Stanfield υποστηρίζει άριστα την τραγική αβεβαιότητα της διπλής υπόστασης του O’Neal, ενός ανθρώπου χαμένου ανάμεσα στις πράξεις του, που δεν αντιλαμβάνεται πολλά πέρα από το προσωπικό του κέρδος, και τελικά γκρεμίζεται υπό το βάρος τους. Ο Daniel Kaluuya από την άλλη είναι άκρως σαγηνευτικός, τόσο στις ηλεκτροφόρες ομιλίες του Hampton όσο και στις πιο προσωπικές του στιγμές, που προδίδουν την ευαισθησία και την ανησυχία του νεαρού ηγέτη, και καταλαβαίνουμε εύκολα γιατί αποτέλεσε μια φιγούρα «Μεσσία» την οποία έτρεμε το κρατικό καθεστώς. Η εκπληκτική ερμηνεία του απογείωσε την ταινία και δικαίως του χάρισε το Όσκαρ Β’ Ανδρικού Ρόλου (μαζί με πόλλα αλλά βραβεία, ανάνεσα τους το Golden Globe και το Sag Award).
H ταινία δεν αναλώνεται σε φλυαρίες ή ηθικολογίες που πιθανότατα να έκανε μια ακόμα ταινία με τέτοια θεματολογία. Το Judas and the Black Messiah, με ιδιαίτερη τόλμη, δείχνει τις δυο όψεις του ίδιου νομίσματος. Από τη μια δείχνει τις διεφθαρμένες πρακτικές του FBI, αλλά από την άλλη δείχνει και τις ακραίες πρακτικές των Μαύρων Πανθήρων, χωρίς να προσπαθήσει να ωραιοποιήσει καμία από τις δύο.
Χωρίς υπερβολές και περιττές εξάρσεις αλλά με εξαιρετικά δουλεμένο σενάριο και διαλόγους, η ταινία λειτουργεί σαν μάθημα ιστορίας, αλλά τρέχει γρήγορα τις σελίδες για να συναντήσει τη γένεση ενός μάρτυρα, που το έργο και ο σύντομος βίος του τον έφεραν ένα σκαλί κάτω απ’ τα είδωλά του (Μάρτιν Λούθερ Κινγκ, Mάλκολμ X και Μοχάμεντ Άλι με τη σειρά που αναφέρονται στην ταινία). Και για να συναντήσει φυσικά το σήμερα, μιας και είναι έκδηλη πλέον η ανάγκη που τροφοδοτεί το όραμα του νέου Μαύρου σινεμά.
Έτσι, αντικατοπτρίζεται με ανατριχιαστική ακρίβεια η τεράστια πολυφυλετική εξέγερση που προκλήθηκε στην Αμερική μέσα στο 2020, μετά από μια ανελέητη σειρά εγκληματικών περιστατικών ασυδοσίας εκ μέρους του νόμου και της κυβέρνησης απέναντι στις μαύρες κοινότητες και εκτινάχτηκε μετά την δολοφονία του George Floyd, αποτελεί μια οργισμένη αντίδραση σε ένα βαθιά ρατσιστικό και θεσμικά κακοποιητικό status quo και μια φυσική συνέχεια της μαύρης μητροπολιτικής ριζοσπαστικότητας και δράσης που ξεκίνησε στα 60s και ακολουθεί μέχρι και σήμερα την Αμερικανική κοινωνία.
Το πιο συγκλονιστικό όμως έιναι ο τρόπος με τον οποίο αποδίδεται κινηματογραφικά η πράξη του William O’Neal, όχι σαν μία απλή προδοσία που επηρέασε μόνο τον Fred Hampton, αλλά με βαριές επιπτώσεις στην οικογένεια του αλλά και στο κίνημα για τα δικαιώματα των Αφροαμερικάνων. Στο τέλος, μάλιστα, της ταινίας εμφανίζεται ο πραγματικός Ο’ Νιλ σε μια σκηνή από το ντοκιμαντέρ “Eyes on the Prize 2”, όπου δίνει τη δική του οπτική πάνω στην ιστορία. Ψυχρός και απόμακρος ομολογεί πως έπαιξε απλώς τον δικό του ρόλο, σε μια παρτίδα στημένη από την αρχή. «Ήμουν μέρος του αγώνα. […] Θα αφήσω την ιστορία να μιλήσει για μένα.» δηλώνει. Το ίδιο απόγευμα του 1990 ο O’Neal έδωσε τέλος στη ζωή του, σφραγίζοντας με έναν τραγικό επίλογο την διχασμένη, αγωνιώδη ιστορία που έγραψε ο ίδιος για τον εαυτό του. Το ότι τα κίνητρά του παραμένουν σε έναν βαθμό απροσδιόριστα μέχρι και το τέλος του καθιστά ακόμα πιο ισχυρή μία αφήγηση που φαίνεται να καταδικάζει λιγότερο την βασανισμένη του υπόσταση και περισσότερο ένα διεφθαρμένο και καταπιεστικό σύστημα βιαιότητας και ρατσιστικών πρακτικών, όπου «η αστυνομική ταυτότητα είναι πιο τρομακτική από ένα όπλο».
Το “Judas and the Black Messiah” σίγουρα δεν είναι τέλειο και σε σημεία χάνει τον ρυθμό του. Αποφεύγει όμως τις κοινοτοπίες και παίρνει ξεκάθαρη θέση χωρίς πινελιές πόλωσης, ενώ έχει εκτελεστεί με τέτοια συνολικότητα και προσοχή, που δύσκολα αφήνει κάποιον ασυγκίνητο. Η δύναμη που κουβαλά στις συνυποδηλώσεις και στις ιδέες που εξερευνά καθ’ όλη τη διάρκεια της καθηλωτικής του δράσης είναι ένα έντονο και πλούσιο δείγμα σύγχρονης ιστορίας, μεγάλης σημασίας και ουσιαστικής επικαιρότητας. Μέσα από αυτές τις δραματικές συνθήκες, ο Κινγκ καταφέρνει να αποφύγει τον διδακτισμό, επενδύοντας στο πώς τελικά το προσωπικό και το κοινωνικό γίνονται ένα, αφήνοντας απλώς το πυρηνικό κήρυγμα του Χάμπτον που με πάθος δηλώνει ότι «μπορείς να σκοτώσεις όποιον μάχεται για την ελευθερία, αλλά όχι την ελευθερία» να στείλει ένα ξεκάθαρο μήνυμα στην Αμερική του σήμερα.
Πηγές:
https://www.moveitmag.gr/home-cinema-vod/judas-and-black-messiah/64059
https://www.bovary.gr/art/analyse/judas-and-black-messiah-tainia