– To δικό σου όνειρο;
– Για απόψε είσαι εσύ.
Έχουν περάσει περισσότερα από 20 καλοκαίρια, από τότε που ο Ρένος Χαραλαμπίδης κυκλοφόρησε τα “Φθηνά Τσιγάρα”. Μια ταινία, που μας διηγείται την ιστορία του Νίκου και της Σοφίας, μια τρυφερή ιστορία αγάπης, με τη συνοδεία της ποίησης και της μουσικής της θερινής, νυχτερινής Αθήνας, που μόνο οι ποιητές ή οι ερωτευμένοι μπορούν να ακούσουν…
“Φθηνά Τσιγάρα”: Κάτι περισσότερο από μια ιστορία αγάπης
Ωστόσο τα “Φθηνά Τσιγάρα” είναι κάτι περισσότερο από μια απλή ιστορία αγάπης… Μπροστά στα μάτια του θεατή, αναπτύσσεται ένας έρωτας, αναπάντεχος, που όμως μένει πλατωνικός και σε ένα βαθμό ανεκπλήρωτος, όχι επειδή έτσι το θέλησαν ο Νίκος και η Σοφία, αλλά επειδή μερικές φορές ο έρωτας τοφοδοτείται από όσα δεν πρόφτασαν να γίνουν.
Εκείνος μποέμ και αθεράπευτα ρομαντικός, εκ πεποιθήσεως εργένης και επίμονα νοσταλγός μιας άλλης εποχής, συλλέκτης στιγμών. Εκείνη νέα, δυναμική, γεμάτη ζωή και με έναν πιο αντικειμενικό τρόπο αντίληψης των πραγμάτων. Η συνάντησή τους κινηματογραφική, με φόντο την Αυγουστιάτικη Αθήνα. Η γνωριμία τους κρατά όμως μόνο μια βραδιά…
Και ενώ ο Νίκος προσπαθεί να σταματήσει να σκέφτεται τη βραδιά με τους περιπάτους, τις συζητήσεις και τα… φθηνά τσιγάρα, επιχειρεί να επανέλθει στην καθημερινότητά του. Οι σκηνές από την καθημερινή του ζωή: άδεια τρόλεϊ, “η σιωπή του πλήθους”, συναντήσεις με ύποπτους τύπους , καφέδες, η τρέλα του φίλου του, Μανώλη και τη μοναξιά των πρωϊνών ξυπνημάτων, ραδιόφωνα και νοητά ταξίδια…
Ίσως κάποια μέρα, στην Αθήνα που γνώρισαν και αγαπήθηκαν, θα ξανασυναντηθούν, ίσως και όχι… όπως λέει και ο Νίκος: “η ζωή ξέρει και εγώ την εμπιστεύομαι“……
Ρένος Χαραλαμπίδης
Ως σκηνοθέτης, ο Ρένος Χαραλαμπίδης πρωτοεμφανίστηκε το 1997 με το “No Budget Story”, μια ασπρόμαυρη ρομαντική ταινία που σημάδεψε την δεκαετία του ’90 και ξεκίνησε μια ολόκληρη σχολή με τη φιλοσοφία του γύρω από τον κινηματογράφο.
Ακολούθησε το 2000 η ταινία “Φτηνά τσιγάρα”, μια ταινία που στιγμάτισε την γενιά του τέλους της δεκαετίας του ’90. Γυρισμένη ώστε να θυμίζει “τζαζ αυτοσχεδιασμό”, η ταινία μοιάζει πλέον σαν ένα αποχαιρετιστήριο άσμα σε μια Αθήνα που δεν υπάρχει πια και αποτελεί σημαντικό δείγμα γραφής ενός ιδιαίτερου δημιουργού.
Το 2005, βασισμένος στο ομότιτλο βιβλίο του Πέτρου Τατσόπουλου, σκηνοθέτησε την ταινία «Η Καρδιά του Κτήνους» και κατάφερε για ακόμα μία φορά να κερδίσει κοινό και κριτικούς.
Τα «4 Μαύρα Κουστούμια» είναι η τέταρτη σκηνοθετική του δουλειά με την οποία καθιέρωσε το στιλ του σαν κινηματογραφιστής, δίνοντας ξεκάθαρα πια το προσωπικό του στίγμα στο ελληνικό σινεμά.
Η έμπνευση της ταινίας
Ο Ρένος Χαραλαμπίδης άρχισε να γράφει το σενάριο της ταινίας το 1998. Έμπνευσή του, -όπως έχει δηλώσει ο ίδιος σε συνέντευξή του- ένα μικρό καφενείο στο οποίο καθόταν καθημερινά για να γράψει, τα ταξίδια του σε τροπικά μέρη, όπως το Μαρόκο και σαφώς η γνωριμία του με τον Paul Bowles.
Με έναν έντονο υπερβατικό μινιμαλισμό και επιρροές από Γαλλικό νεορεαλισμό, καταφέρνει να απεικονίσει μια έρημη Αθήνα… Κόσμος, καφέ για αυτούς που ξενυχτούν, κίτρινο φως και δυο άνθρωποι άγνωστοι να μετράνε τις δυνάμεις τους μπροστά στο άγνωστο που ξεδιάντροπα τους κλείνει το μάτι.
Φυσικά, η ταινία που προσεγγίζει το θέμα του έρωτα με ένα ρομαντικό λυρισμό, χωρίς ποτέ να γίνεται μελό και δραματική, διαθέτει πολλές σκηνές χιουμοριστικές.
Συνωμότες σε όλο αυτό είναι η μουσική της ταινίας, η οποία ανήκει στο συνθέτη Παναγιώτη Καλατζόπουλο και φυσικά η φωνή της Έλλης Πασπαλά, στα τραγούδια Λευκό μου Γιασεμί και Το Δάκρυ.
Αποσπάσματα
Θα ‘θελα τόσο πολύ να σε εντυπωσιάσω
η μοναδική μας νύχτα ήταν ξαφνική και σύντομη
σαν μια μπόρα
ούτε που πρόλαβα να αρχίσω
Ούτε που πρόλαβα να σου πω την μοναδική μου ιδιότητα
είμαι συλλέκτης
μαζεύω το πιο σκληρό και άγριο πράγμα του κόσμου:
στιγμές
Όταν έχω αυτό το ξαφνικό πόθο να πετάξω,
και δεν έχω πού να πετάξω,
κρύβομαι στην συλλογή μου
γεμάτη καφέδες, μποξέρ, χορευτές,
τυχαία αγγίγματα, βρισιές,
τρυφερούς παρανόμους, στοές, συναντήσεις, κραυγές,
σιωπές χωρισμούς,
λόγια, λόγια, λόγια
Έτσι και αλλιώς τα πράγματα θα κυλήσουν όπως θέλουν αυτά
η ζωή ξέρει
και εγώ την εμπιστεύομαι
Είμαι από αυτούς που πάντα κάπνιζαν φθηνά τσιγάρα
Έχουν περάσει μία βδομάδα και τέσσερις μέρες που δεν σ’ έχω ξαναδεί. Μία βδομάδα και τέσσερις μέρες μοιρασμένες σε καφέδες, μποξέρ, χορευτές, στοές με ύποπτους τύπους, με την τρέλα του Μανώλη, τη μοναξιά των πρωινών ξυπνημάτων
Στο καντράν του ραδιοφώνου μου
με περιμένουν όλες οι πόλεις που ονειρεύτηκα
Βαγδάτη,
Πράγα,
Νέα Ορλεάνη.
Στέλνουν τους ήχους τους μέσα απο μεσαία κύματα και σύννεφα παρασίτων.
Είναι απο κείνα τα παλιά ραδιόφωνα
τότε που όλα τα ταξίδια έξω από την πόλη ήταν πολύ μακρινά
έως και αδύνατα
Τότε λοιπόν
με μια κίνηση της βελόνας
βρισκόσουν απ’ την Αθήνα στη Βαγδάτη
και με μια πιο απαλή κίνηση
απ’ τη Βαγδάτη στη Ταγγέρη.
Ίσως σε κάποιο μέρος του κόσμου
σε κάποιο άλλο καντράν
κάποιος ακούει μέσα απ’τα παράσιτα την Αθήνα
Μια τοσο μακρινή πόλη γι’αυτόν
Όσο μακρινή και για μένα
Αγαπώ τα καφέ
όπως άλλοι αγαπούν τα ταξίδια
Μια βαριά βιομηχανία χαμένου χρόνου,
ένα απόλυτο μυστήριο:
η τέχνη του να επιτρέπεις στον καιρό να κυλάει
και να μην αφήνει πάνω σου σημάδια
Μια ευγενική πράξη απέναντι στον εαυτό σου
και γιατί όχι,
απέναντι στην ανθρωπότητα
Στα άδεια τρόλεϋ ακούω τη σιωπή του πλήθους
Μια σιωπή γεμάτη από τον πόθο να πετάξεις
χωρίς να έχεις πού να πετάξεις
Καμιά φορά σκέφτομαι οτι
μετά από εβδομήντα χρόνια
κάποιος μπορεί να σταθεί σε ένα άδειο αντίστοιχο τρόλεϋ
και να ακούσει την σιωπή του πλήθους
…Ναι…
Αλλά δεν θα είναι η ίδια σιωπή
Θα είναι η σιωπή ενός άλλου πλήθους
Δε θα είμαστε εμείς
Κλείνω τα μάτια
και μέσα από το πλήθος έρχεται
μια θάλασσα
μέσα από τη θάλασσα έρχονται
τα φτερουγίσματα των πουλιών
μέσα απ’ τα φτερουγίσματα,
θα ‘ρθεις εσύ..