Τα “Μήλα” (Apples) είναι η πρώτη μεγάλου μήκους ταινία του Χρήστου Νίκου με πρωταγωνιστή τον Άρη Σερβετάλη και αφηγείται το χρονικό μιας αναπάντεχης επιδημίας, όταν οι άνθρωποι μιας πόλης εμφανίζουν ξαφνική αμνησία και δεν μπορούν να θυμηθούν τίποτα για τον εαυτό τους και την ζωη τους. Παρά την δύσκολη κινηματογραφική χρονιά λόγω της πανδημίας τα Μήλα διέγραψαν μια λαμπρή διαδρομή σε φεστιβάλ, όπως αυτό του Τορόντο, στο διεθνές διαγωνιστικό τμήμα Ορίζοντες του 77ου Φεστιβάλ Βενετίας και φυσικά στο Φεστιβάλ Θεσσαλονίκης. Προβλήθηκε σε πάνω από 35 χώρες και υποβλήθηκε και για τα Όσκαρ, αν και δεν κατάφερε να βγει υποψήφια. Στην απήχηση της ταινίας βοήθησε η στήριξη της Κέιτ Μπλάνσετ η οποία προώθησε την ταινία στην Αμερική ως executive producer χαρακτηρίζοντας την «μια αξέχαστη κινηματογραφική εμπειρία».
Eνας 40χρονος άντρας, ο Άρης, τριγυρίζει στο απεριποίητο, ακατάστατο διαμέρισμά του με εμφανή σημάδια κατάθλιψης. Κλείνει την πόρτα πίσω του και βγαίνει στο δρόμο. Σε έναν κόσμο αλλόκοτο. Σε μια Αθήνα χτυπημένη από μία ανεξήγητη πανδημία: οι κάτοικοί της, ξαφνικά, ξεχνούν. Ποιοι είναι, τι κάνουν, πού πήγαιναν, πού είναι το σπίτι τους, υπάρχει κάποιος που τους περιμένει εκεί; Την μία στιγμή τον παίρνει ο ύπνος στη νυχτερινή διαδρομή του αστικού λεωφορείου κι την άλλη ξυπνά στο τέρμα χωρίς να θυμάται τίποτα. Χαμένος. Ένα ακόμα κρούσμα. Το Νο 14842. Στο σιωπηλό χάος της πανδημίας, ο Άρης μένει φαινομενικά μόνος και «αδιεκδίκητος» από συγγενείς και φίλους και, όπως ορίζει το πρωτόκολλο έκτακτης ανάγκης, γιατροί τον περιμαζεύουν και τον οδηγούν στα ειδικά κέντρα αποκατάστασης μνήμης. Ολοι στα γύρω δωμάτια, γυναίκες και άντρες διαφορετικών ηλικιών, χωρίς ταυτότητα, περιμένουν να τους αναζητήσουν οι αγαπημένοι τους. Εκτός κι αν κι εκείνοι πάσχουν από την ίδια μυστηριώδη αμνησία. Εκτός κι αν δεν τους αγαπά κανείς.
Οι μέρες περνούν, κι ο Άρης θα δεχθεί να πάρει μέρος σ’ ένα πειραματικό πρόγραμμα μιας ομάδας θεραπευτών που θέλει τους ασθενείς να ξαναχτίζουν τη ζωή και τις αναμνήσεις τους από την αρχή. Νέο διαμέρισμα, νέα ρούχα, νέα ταυτότητα. Το πρόγραμμα περιλαμβάνει μια σειρά από ασκήσεις στον έξω κόσμο για την εκμάθηση εμπειριών. Mια βόλτα με ποδήλατο, μια ταινία, ένα one night stand. Κάθε φορά που ολοκληρώνουν μια αποστολή, θα βγάζουν μια polaroid – ως απόδειξη, ως κερδισμένο ενθύμιο. Ο Άρης ακολουθεί τις οδηγίες με μουδιασμένη πειθαρχία. Με το ίδιο χαμένο βλέμμα. Με την ίδια θλίψη. Μέσα από αυτές τις φωτογραφίες επιχειρεί την ανασύσταση μιας ζωής ξεχασμένης, αλλά όχι χαμένης. Το μόνο που μοιάζει να τον συνδέει ενστικτωδώς με το πριν, το μόνο που του προσφέρει μία οικεία αίσθηση εαυτού, είναι η αγάπη του για τα μήλα. Από τον τρόπο που τα καθαρίζει και τα απολαμβάνει, του ξεφεύγει για μία στιγμή μια μικρή λαχτάρα για ζωή. Και καθώς προσπαθεί να βρει απάντηση σε αναπάντητα ερωτήματα όπως: Πόσο επώδυνο είναι να θυμόμαστε; Και τελικά χωρίς τις αναμνήσεις μας υπάρχουμε; Όλα όσα θυμόμαστε συνέβησαν στα αλήθεια ή είναι κατασκευασμένες αναμνήσεις ενός προγράμματος που μας έχει ταξινομήσει στην κατηγορία «αγνώστων στοιχείων»; μαθαίνει να ζει από την αρχή.
Ο Χρήστος Νίκου (συνεργάτη του Γιώργου Λάνθιμου στον «Κυνόδοντα» (2009) και στο «Πριν τα μεσάνυχτα» (2013) του Ρίτσαρντ Λινκλέιτερ), με μόνο την μικρού μήκους «Km» στις δικές του σκηνοθετικές αποσκευές, κάνει το σκηνοθετικό του ντεμπούτο με εντυπωσιακή αυτοπεποίθηση, σιγουριά και οικονομία (και budget μόλις 250.000 ευρώ). Ο σκηνοθέτης και συν-σεναριογράφος της ταινίας χρησιμοποιεί ένα ουδέτερο αφαιρετικό στιλ, χρησιμποποιεί την επιδημία σαν αλληγορικό εργαλείο και παίζει με τους συμβολισμούς σε πολλαπλά επίπεδα. Κάτω από τα λόγια των πρωταγωνιστών κρύβεται ο μελαγχολικός διάλογος της μνήμης με τον πόνο, της απώλειας με την ταυτότητα, του κυνισμού των πολλών και της προσωπικής αντίστασης.
Για αυτό κι η ησυχία της ταινίας είναι θορυβώδης. Τα καθαρά κάδρα, η αυστηρότητα με την οποία κρατά ο Νίκου τη θερμοκρασία και τον ρυθμό σταθερό, το υποδηλώνουν. Ο τρόπος του είναι απαλός, ήρεμος και βαθιά θλιμμένος, χωρίς, όμως κανέναν εκβιασμό. Τα κοντινά στα πρόσωπα που πολλές φορές μοιάζουν ανέκφραστα, θλιμμένα σαν να μην αντιλαμβάνονται ακριβώς αυτό που συμβαίνει, και η λακωνική μελαγχολία του Σερβετάλη (σε μία αριστοτεχνική ερμηνεία βλεμμάτων που δραπετεύουν από το μουδιασμένο, ακίνητο σώμα) το μαρτυρούν. Καθώς ο φακός πλησιάζει το πρόσωπο του και αποτυπώνει το συγκινημένο βλέμμα του, φανερώνεται αυτή η αλήθεια που κρατά για τον εαυτό του, αυτή που κρατάμε όλοι για τον εαυτό μας.
Η κινηματογράφηση είναι προσεγμένη, ενδιαφέρουσα και πολλές φορές καταφέρνει να στοχεύσει την σύγχρονη (και όχι μόνο) πραγματικότητα με εντελώς αλληγορικό τρόπο, καθώς βλέπουμε μια πόλη που σίγουρα εξελίσσεται στο σήμερα αλλά δεν έχει καμία σχέση με αυτό. Η περίεργη μοναχική διαδρομή του πρωταγωνιστή, η προσπάθεια του να δεθεί με άτομα ή καταστάσεις, να θυμηθεί το παρελθόν και να συμφιλιωθεί με το παρόν, είναι όλα στημένα σε ενάν αόριστο χρόνο, σαν να βρισκόμαστε όλοι, θεατές και πρωταγωνιστές σε λίμπο, σε μία δυστοπική πόλη που μοιάζει σαν να αιωρείται πάνω από την σύγχρονη Αθήνα και να κινείται παράλληλα με αυτήν. Η φωτογραφία του Bartosz Świniarski συμβάλει στην υποβόσκουσα χωροχρονική αοριστία δίνοντας το σωστό τόνο μέσα από ένα μπλε-γκρι φίλτρο που δίνει την εντύπωση του ξεθωριάσματος. Η ταινία προβληματίζει τον θεατή και γενικότερα προσφέρει μια πολύ δυνατή εμπειρία διαφορετική από τις συνηθισμένες, με ένα ασυνήθιστο χιούμορ που δεν είναι εμφανές, και μία αληθινή ταύτιση με τον χαρακτήρα, ιδιαίτερα σε κάποιες άβολες σκηνές που μας φέρνουν αντιμέτωπους με τους εαυτούς μας, όπου ο Άρης Σερβετάλης πραγματικά κλέβει την παράσταση με την συγκινητική ερμηνεία του.
Η απροσδιόριστα παράξενη και αμήχανη ατμόσφαιρα που δημιουργείται από τα στεγνά, αργόσυρτα, αλλά ενδιαφέροντα πλάνα και τα νοήματα που κρύβονται πίσω από τις λέξεις κάνει το ένα πόδι της ταινίας να πατά στο ρεαλισμό και το άλλο στην αλληγορία, χωρίς να χάνει τον ρυθμικό βηματισμό της, της προσδίδει κινηματογραφική χάρη και αφηγηματική γοητεία. Ταυτόχρονα, το σχόλιό της για έναν προγραμματισμένο κόσμο, όπου ο φόβος της ενηλικίωσης (ως απώλεια της αθωότητας) οδηγεί στον κομφορμισμό και την ομοιογένεια, είναι διεισδυτικό και σαρκαστικά βιτριολικό. Τα «Μήλα» μας υπενθυμίζουν πως αυτός που ξεχνά είναι όποιος δεν θέλει να πονέσει, όποιος δεν μπορεί να αντιμετωπίσει την αλήθεια και όποιος προσπαθεί να κρυφτεί από τη ζωή.
Ο Χρήστος Νίκου διαθέτει μια σουρεαλιστική και αινιγματική πρώτη ύλη που, με την σκηνοθετική δεξιοτεχνία του και το ταλέντο του Άρη Σερβετάλη, καταλήγει ως μια γοητευτική εξερεύνηση της ταυτότητας και των ορίων της πραγματικότητας, σε μια κοινωνία που θα πρέπει να αντιμετωπίσει μια μη αναστρέψιμη επιδημία και να καταφέρει να βγει νικήτρια ή να χαθεί στο πηγάδι της λήθης για πάντα.
«Τα «Μήλα» είναι μία λεπτή σάτιρα για την τεχνολογία, για τα apple στις τσέπες μας που μας κλέβουν τη μνήμη και την προσωπική μας ταυτότητα. Mια αλληγορία […] ανέκφραστη, σκοτεινή και σουρεαλιστική, που με προσεκτικό τρόπο καταλήγει ως μια τρομακτική περισυλλογή πάνω στην χειραγώγηση της μνήμης, και που είναι δύσκολο να πάρεις τα μάτια από πάνω της».
– David Rooney, Hollywood Reporter (στις 3 καλύτερες ξενόγλωσσες -Μη Αμερικάνικες- του 2020)
Πηγές:
https://flix.gr/cinema/apples-review.html
https://www.athinorama.gr/cinema/article/mila-2549313.html
https://www.lifo.gr/guide/cinema/movies/mila
Διθυραμβικές οι κριτικές για την ταινία «Μήλα» του Χρήστου Νίκου