Η Ελίζαμπεθ Τζέιν Γκάρντνερ (Elizabeth Jane Gardner Bouguereau – 4 Οκτωβρίου 1837 – 28 Ιανουαρίου 1922) ήταν ακαδημαϊκός και ζωγράφος από το Έξετερ του Νιού Χάμσαϊρ. Έζησε το μεγαλύτερο μέρος της ζωής της στο Παρίσι (στην αγαπημένη της πόλη όπως την είχε χαρακτηρίσει), οπού και πέθανε. Όπως ήταν συνηθισμένο με τις φιλόδοξες γυναίκες εκείνης της εποχής, η Γκάρντνερ προσπαθούσε διαρκώς να σπάσει την ‘γυάλινη οροφή’. Έκανε αίτηση σε πολυάριθμες σχολές τέχνης στη Γαλλία, και ποτέ δεν πτοήθηκε από το γεγονός ότι η ζωγραφική θεωρούταν «ανδρικό» επάγγελμα. Με την επιμονή, την υπομονή και το ταλέντο της κατάφερε να γίνει μία από τις πιο δημοφιλείς και σπουδαίες ζωγράφους στα σαλόνια του Παρισιού στα τελη του 19ου και τις αρχές του 20ου αιώνα.
Η Γκάρντνερ παρακολούθησε την Ακαδημία για Νεαρές Γυναίκες στο Έξετερ και μετά μετακόμισε στο Auburndale της Μασαχουσέτης, όπου σπούδασε τέχνη και γλώσσες στο Lasell Female Seminary. Στην ίδια σχολή αργότερα δίδαξε γαλλικά και ζωγραφική. Το 1864 εκείνη και η δασκάλα της, Imogene Robinson, έφυγαν για τη Γαλλία. Εκεί, για να πληρώσει το ενοίκιο της, η Ελίζαμπεθ περνούσε το χρόνο της αντιγράφοντας πίνακες σύγχρονων καλλιτεχνών αλλά και μεγάλων ζωγράφων σε δημοφιλείς γκαλερί και στο Μουσείο του Λουξεμβούργου. Σιγά σιγά το στούντιο της έγινε ανάρπαστο. Πολλοί πλούσιοι Αμερικανοί έκαναν παραγγελίες των αγαπημένων τους ευρωπαϊκών έργων. Σε μια επιστολή προς τον αδερφό της, η Γκάρντνερ σημείωσε, “Οι Αμερικανοί αγοράζουν πολλούς από τους πίνακες μου. Μέχρι τώρα, είχα πάντα την ικανοποίηση να ευχαριστήσω εκείνους για τους οποίους έχω ζωγραφίσει. Ένας κύριος ήταν τόσο ικανοποιημένος με ένα αντίγραφο που έκανα γι ‘αυτόν που με πλήρωσε περισσότερα απ’όσα ζήτησα.”.
Το φθινόπωρο του 1864, η Γκάρντνερ αποφάσισε να κάνει αίτηση στο École des Beaux-Arts, την πιο διάσημη ακαδημία τέχνης στο Παρίσι. Η αίτησή της απορρίφθηκε. Όπως τα περισσότερα αν όχι όλα τα ιδρύματα τέχνης εκείνη την εποχή ήταν μόνο για άνδρες. Η απαγόρευση των αιτήσεων για γυναίκες δεν καταργήθηκε μέχρι το 1897, τριάντα πέντε χρόνια μετά την υποβολή της αίτησης της Ελίζαμπεθ. Ωστόσο, η Γκάρντνερ δεν τα παρατήρησε. Συνέχισε να εγγράφεται σε ιδιωτικά μαθήματα και να χτίζει ένα εξαιρετικό πορτοφόλιο έργων τέχνης.
Το 1868, η Γκάρντνερ ήταν η πρώτη Αμερικανίδα που παρουσίασε τα έργα της στο Σαλόνι του Παρισιού. Επίσης κατά τη διάρκεια αυτής της περιόδου, οι πίνακές της έγιναν δεκτοί σε 25 παριζιανά σαλόνια. Το 1872 της απονεμήθηκε χρυσό μετάλλιο στο Σαλόνι του Παρισιού και έγινε η πρώτη γυναίκα που έλαβε ποτέ τέτοια τιμή. Τα έργα της έγιναν δεκτά στα παριζιανά σαλόνια περισσότερο από οποιαδήποτε άλλη γυναίκα ζωγράφος στην ιστορία και περισσότερο ακόμαο και από όλους τους άνδρες ζωγράφους εκτός από μερικές εξαιρέσεις.
Η μεγαλύτερη πρόκληση για την εκπαίδευσή της ήταν ο περιορισμός στις γυναίκες να συμμετέχουν στο μάθημα της ανατομίας καθώς δεν θεωρούταν σωστό να δουν τα γυμνά μοντέλα. Αγνοώντας τον περιορισμό, φόρεσε ανδρικά ρούχα και εισήχθη στη σχολή σχεδίου ανδρών στο Manufacture Nationale des Gobelins et de la Savonnerie. Το 1873, η Γκάρντνερ εισήχθη τελικά στην προηγούμένως-μόνο-για-άνδρες Académie Julian, οπού σπούδασε υπό τους σπουδαίους ζωγράφους Hugues Merle, Jules Joseph Lefebvre, και τέλος υπό τον William-Adolphe Bouguereau, ο οποίος έγινε μέντορας της και αργότερα σύζυγός της.
Η σχέση τους άρχισε λίγο μετά τον θάνατο της γυναίκας του Bouguereau, όμως ο γάμος τους έγινε 17 χρόνια αργότερα, το 1896, μετά τον θάνατο της μητέρας του, η οποία ήταν κατά της σχέσης τους και της ένωσης τους. Η Γκάρντνερ εμπνεύστηκε έντονα από τον σύζυγο της και υιοθέτησε τα θέματα, τις συνθέσεις του, ακόμη και την υφή των χρωμάτων πάνω στο καμβά. Πάρ’οτι υπάρχουν κάποιες χαρακτηριστικές διαφορές ανάμεσα στους πίνακες του, μερικά έργα της λανθασμένα έχουν παλαιότερα αποδοθεί στον Bouguereau.
Η Γκάρντνερ ήταν μία πολύ ανεξάρτητη και μαχητική γυναίκα αλλά και καταπληκτική επαγγελματίας ζωγράφος. Ήταν μια πολύ έξυπνη επιχειρηματίας και μια εξαιρετική γλωσσολόγος, αλλάζοντας εύκολα από τη μητρική της γλώσσα, την αγγλική στην γαλλική, την ιταλική ή την γερμανική γλώσσα για να κάνει τους επισκέπτες και τους πιθανούς πελάτες της να αισθάνονται πιο άνετα. Ήξερε πώς να διαχειριστεί τη δημοσιότητα και να καλλιεργήσει σχέσεις που θα βοηθούσαν στην προώθηση της καριέρας της. Η απίστευτες κοινωνικές της δεξιότητες της επέτρεψαν να ανέλθει στην υψηλή κοινωνια του Παρισιού και χάρισε σε εκείνη αλλά και στον σύζυγο της υψηλές προμήθειες πωλήσεων και άμέτρητες παραγγελίες πορτραίτων.
Μερικά από τα πιο γνωστά έργα της Ελίζαμπεθ Γκάρντνερ είναι το The Shepherd David Triumphant (1895), το οποίο δείχνει τον νεαρό βοσκό με το αρνί που έχει σώσει, αλλά και τα Cornelia and Her Jewels, Corinne, Fortune Teller, Maud Muller, Daphne and Chloe, Ruth και η Naomi, Farmer’s Daughter, The Breton Wedding, και πολλά ακόμη πορτραίτα.
Το πιο γνωστό ίσως έργο της είναι το “La Confidence” (ο τίτλος του έργου σημαίνει «το μυστικό» στα γαλλικά), το οποίο φιλοτεχνήθηκε περίπου 1880 και μέχρι σήμερα βρίσκεται στη συλλογή του Μουσείου Τέχνης της Τζόρτζια στις Ηνωμένες Πολιτείες. Ο συγκεκριμένος πίνακας απεικονίζει δύο νεαρά κοριτσιά, μαλλόν ταπεινής καταγωγής, ποιυ μοιράζονται ένα μυστικό, το οποίο πιθανότατα σχετίζεται με το γράμμα που κρατά η κοπέλα που ψιθυρίζει στο αυτί της άλλης. Καθώς αποτελεί ένα από τα πιο σημαντικά έργα του Μουσείου, το 1991, ο ζωγράφος, σκηνοθέτης του Πανεπιστημίου της Τζόρτζια, Τζέιμς Χέρμπερτ, χρησιμοποίησε τον πίνακα (και αρκετούς άλλους από τη συλλογή του Μουσείου Τέχνης) για το βιντεοκλίπ του τραγουδιού “Low” (από το άλμπουμ Out of Time) του γνωστού συγκροτήματος R.E.M. .
Σε όλη την επιφάνεια του πίνακα (ο οποίος είναι το ίδιο ψηλός με τον παρατηρητή), η Gardner χρησιμοποιεί πολλαπλά σύμβολα για να μεταφέρει ιδέες ιδιωτικότητας, καθαρότητας και εμπιστοσύνης. Για παράδειγμα, η στάμνα και τα σταυρωμένα πόδια των κοριτσιών αντιπροσωπεύουν γυναικεία σεμνότητα. Η πέτρινη βρύση και ο σταυρός πίσω τους σηματοδοτούν την ηθική καθαριότητα σε συνδυασμό με τα μακριά, κλειστά ενδύματα τους που καλύπτουν το μεγαλύτερο μέρος του σώματος τους.
Γι’αυτούς τους λόγους ο πίνακας για πολλά χρόνια θεωρούταν σύμβολο ηθικής και καθωσπρεπισμού. Μάλιστα, το συγκεκριμένο έργο τέχνης, από το 1859 έως το 1931, παραχωρήθηκε στο Ινστιτούτο Lucy Cobb, ένα σχολείο θηλέων στην Τζόρτζια, και αποτέλεσε κόσμημα στη συλλογή του σχολείου ενώ ταυτόχρονα θεωρήθηκε ότι είχε έναν «σκοπό ηθικοποίησης» για τις νεαρές μαθήτριες.
Ωστόσο, η Γκάρντνερ δεν είχε αυτόν τον στόχο στο μυαλό της. Η θέση των υποκειμένων υποδηλώνει μία ιδιωτική συζήτηση, ίσως και μία εξομολόγηση. Είναι σαφές ότι οι δύο κοπέλες έχουν μία πολύ καλή σχέση, μία δυνατή φιλία. Η έκφραση του κοριτσιού που βρίσκεται ακριβώς απέναντι μας υπαινίσσεται έναν έντονο σκεπτικισμο. Όμως δεν μας επιτρέπει να διεισδύσουμε στις σκέψεις της, να μάθουμε το μυστικό, καθώς η εχεμύθεια μεταξύ τους είναι απόλυτη και αδιαπέραστη. Το βλέμμα της κυριολεκτικά καρφώνει τον θεατή στην θέση του και υπό μία έννοια οριοθετεί τον πίνακα. Έτσι, το μυστικό των δύο κοριτσιών αποκτά ένα διαφορετικό νόημα. Δεν μπορούμε πλέον να το αγνοήσουμε σαν μία μορφή κουτσομπολιού ή παιδαριώδους συμπεριφοράς. Πλέον, οι λεξεις που ανταλλάσουν μεταξύ τους αποκτούν μία ιδιαίτερη μυστικότητα την οποία ο θεατής δεν επιτρέπεται να αγγίξει και έτσι απομένει να αναρωτιέται για την σημασία και το περιεχόμενο του μυστικού αλλά και του πίνακα.
Η Ελίζαμπεθ Γκάρντνερ συχνά μεταφέρει τα πορτρέτα των νεαρών γυναικών σε ένα άλλο επίπεδο, το οποίο την διαφοροποιεί και την ξεχωρίζει από τον άντρα της. Ζωγραφίζει γυναίκες και κορίτσια που μοιράζονται μυστικά, παίζουν, σπρώχνουν η μία την άλλη στο έδαφος, αγκαλιάζονται, κάνουν τις δουλειές τους, ταίζουν κότες ή μαζεύουν σταφύλια. Είναι πραγματικές, φυσιολογικές, καθημερινές γυναίκες και όχι αιθέριες υπάρξεις ή θεότητες. Μπορεί η Γκάρντνερ να μιμήθηκε συνειδητά τους μεγάλους άνδρες ζωγράφους, τόσο για το εισόδημα όσο και για την πρακτική εξάσκηση (και επειδή η μίμηση έγινε ένα μέσο για να εκφράσει την τέχνη της) αλλά παράλληλα έδωσε στα κορίτσια που ζωγράφιζε μία διαφορετική οπτική, μία ανθρώπινη πλευρά. Τους έδωσε πνοή, απτά, αληθινά χαρακτηριστικά. Απεικόνισε την γυναικεία φύση μεσα από τα μάτια μίας γυναίκας, οπώς ακριβώς ήταν εκείνη την εποχή, απλή, ταπεινή, ανέμελη αλλά και γεμάτη περιορισμούς, εμπόδια και δυσκολίες. Για τον λόγο αυτό, οι πίνακές της θυμίζουν στον θεατή μεγάλους καλλιτέχνες προκατόχους της, όμως τον αφήνουν να αναζητά μια ασυμφωνία που δεν μπορεί να κατανοήσει. Εκτός, βέβαια, αν είναι γυναίκα.
Πηγές:
https://en.wikipedia.org/wiki/Elizabeth_Jane_Gardner
https://www.artrenewal.org/artists/elizabeth-jane-gardner-bouguereau/372