Ίσως δεν είμαι τόσο άνθρωπος – αυτό που ήθελα να κάνω ήταν να ζωγραφίσω το φως του ήλιου στο πλάι ενός σπιτιού».
Ε. Χόπερ
Ο Καλλιτέχνης
Ο E. Ηopper γεννήθηκε στις 22 Ιουλίου 1882, στο Νίακ της Νέας Υόρκης όπου και πέρασε τα παιδικά και εφηβικά του χρόνια.
Τα πρώτα χρόνια
Προερχόταν από μια μεσοαστική οικογένεια εμπόρων Βαπτιστών, δανικής καταγωγής, στην οποία τις αποφάσεις έπαιρναν οι γυναίκες. Από τον πατέρα του έμαθε να αγαπά τη ρωσική και γαλλική κουλτούρα, ενώ και οι δύο γονείς του τον ενθάρρυναν να ασχοληθεί με τις τέχνες. Όταν έφτασε στην εφηβεία ήδη ζωγράφιζε με κάρβουνο, λαδομπογιές, νερομπογιές και μελάνι. Οι γονείς του, που ανησυχούσαν για την επαγγελματική του εξέλιξη, τον παρότρυναν να ασχοληθεί με την εικονογράφηση. Έτσι, το 1900 εγκαταστάθηκε στη Νέα Υόρκη προκειμένου να σπουδάσει πάνω στο αντικείμενο και το 1905 έπιασε δουλειά ως εικονογράφος στα περιοδικά μιας διαφημιστικής εταιρίας.
Η γνωριμία με την ποίηση
Σύντομα κατάλαβε ότι δεν του ταίριαζε το αντικείμενο και το 1906, σε ηλικία 24 ετών, έφυγε για το Παρίσι, όπου και ανακάλυψε την ποίηση του Μποντλαίρ, τα έργα του οποίου έμελλε να διαβάζει και να απαγγέλλει σε όλη την υπόλοιπη ζωή του. Δεν είναι δύσκολο να καταλάβουμε γιατί τα έβρισκε τόσο θελκτικά: έτρεφε κι εκείνος το ίδιο ενδιαφέρον για τη μοναξιά, για τη ζωή στην πόλη, για την μοντερνικότητα, για την παρηγοριά που προσφέρει η νύχτα και για τους χώρους που σχετίζονται με το ταξίδι.
Τα ταξίδια
Μέχρι το 1910 έκανε τρία ταξίδια στην Ευρώπη. Εκεί ήρθε σε επαφή με άλλους ομότεχνούς του και επηρεάστηκε βαθιά από την τεχνοτροπία ζωγράφων, όπως ο Βελάσκεθ και ο Γκόγια. Οι εικόνες που προσέλαβε από τη ζωή στην Ευρώπη ήταν πλημμυρισμένες από ζεστές διαπροσωπικές σχέσεις. Με την επιστροφή του στις ΗΠΑ ήρθε αντιμέτωπος με μια κοινωνία που του φάνηκε «τρομακτικά σκληρή και ωμή». Αυτήν ακριβώς την κοινωνία, αποτύπωσε στα έργα του. Νοίκιασε ένα στούντιο στη Νέα Υόρκη και δούλεψε σκληρά με στόχο να καλλιεργήσει το προσωπικό του στιλ.
Έμπνευση
Αντλούσε έμπνευση από τις μεγαλουπόλεις, τις μικρές επαρχιακές πόλεις και τα παραθαλάσσια τοπία. Ανέδειξε την Αμερική που οι περισσότεροι προσποιούνταν ότι δεν υπήρχε (διέσχισε την Αμερική πέντε φορές από το 1941 ως το 1955). Την εποχή που άλλοι καλλιτέχνες αποτύπωναν τον ενθουσιασμό και τη χαρά των πολύβουων δρόμων, τους εντυπωσιακούς ουρανοξύστες, τα σφύζοντα από ζωή νυχτερινά κέντρα και τις κομψές γυναίκες με τα ψηλά τακούνια, ο E. Ηopper επέμενε να ζωγραφίζει μια “άλλη όψη των πραγμάτων”, τη μοναξιά και την μελαγχολία που κουβαλούν οι ψυχές των ανθρώπων της μητρόπολης και την ανία της επαρχίας.
Η επιτυχία δεν ήρθε γρήγορα κι έτσι αναγκάστηκε να κάνει άλλες δουλειές προκειμένου να ζήσει. Παράλληλα έπαιρνε μέρος σε εκθέσεις, ελπίζοντας ότι μια μέρα θα έρθει η αναγνώριση. Και ήρθε, στις αρχές της δεκαετίας του 1920.
Στη δεκαετία του 20 ο E. Ηopper και η γυναίκα του αποφασίζουν να αφήσουν τη ζωή στην πόλη που τους φαίνεται ήδη εξαιρετικά σκληρή, να ζήσουν την απόδραση στα μεγάλα τοπία. Στην ερημιά του Cape Cod τα τοπία στους πίνακες του θα αλλάξουν. Η μεγάλη αμερικάνικη ενδοχώρα θα κυριαρχήσει. H πόλη θα υποχωρήσει και οι ανάσες θα έρθουν από το ύπαιθρο. Και μετά η επιστροφή. Τα χρόνια του πολέμου. Το Περλ Χάρμπορ. Ο πόνος. Η γυναίκα του Τζόζεφιν διαρκώς πλάι του. Η μοναδική μούσα του, εκείνη που τον υποχρέωνε μέχρι τέλους να του ποζάρει, ακόμα και σε προχωρημένη ηλικία γυμνή σε άδεια δωμάτια. Ο φίλος του και συνεργάτης του Charles Burchfiled, ο μοναδικός συνοδοιπόρος, ο άνθρωπος με τον οποίο συζητούσε για τα πάντα.
Ο πιο «κινηματογραφικός» ζωγράφος.
Ο E. Ηopper ήταν ένας από τους κυριότερους εκπροσώπους του ρεαλισμού στην αμερικανική τέχνη του μεσοπολέμου (μαζί με τον Andrew Wyeth αλλά σε εντελώς άλλον καλλιτεχνικό δρόμο από εκείνον) που αποτύπωσε τη μοναξιά του ανθρώπου των αρχών του 20ού αιώνα με έναν τρόπο πολύ διαφορετικό από τους καλλιτέχνες της εποχής του.
Ο E. Ηopper θεωρείται επίσης ο πιο «κινηματογραφικός» ζωγράφος. Για τη χρήση του φωτός και την έννοια της πλοκής στο έργο του έχουν γραφτεί πολλά. Το ίδιο και για την επιρροή που έχει ασκήσει διαχρονικά στον Χίτσκοκ, τον Βέντερς, τον Ντάριο Αρτζέντο, τον Σαμ Μέντες και τον Ρίντλεϊ Σκοτ.
Πέθανε στις 15 Μαΐου 1967, σε ηλικία 85 ετών στο στούντιο του στην Νέα Υόρκη.
Το έργο
Ο πίνακας “Μοναξιά”, τον οποίο ο E. Ηopper ζωγράφισε σε ηλικία 62 ετών, αποτυπώνει ένα σπίτι στην εξοχή. Ενταγμένο μέσα σε ένα φυσικό τοπίο, που χωρίζει στα δύο ένας ασφαλτοστρωμένος δρόμος ,ο οποίος φαίνεται να χάνεται στο βάθος του ορίζοντα, το σπίτι, που βρίσκεται στη δεξιά πλευρά του πίνακα, είναι φτιαγμένο από ξύλα, επιλογή που δίνει την εντύπωση πως βρίσκεται μακριά από τον πολιτισμό. Μοιάζει σαν να επιλέγει σκόπιμα την απομόνωση από το ανθρώπινο στοιχείο έτσι καθώς βρίσκεται “τοποθετημένο” μεταξύ των δένδρων. Παρατηρούμε επίσης ότι δεν υπάρχει προσβάσιμη διαδρομή ανάμεσα στο σπίτι και το δρόμο, γεγονός που εντείνει ακόμη περισσότερο την αίσθηση του αποκλεισμού.
Η πόρτα λευκή, όπως και το εξωτερικό του σπιτιού, χρωματική επιλογή που επέτρεπε στον E. Ηopper να αποδίδει το ανακλώμενο φως. Οι κορμοί των δένδρων, η στέγη και τα παράθυρα (κλειστά και ανοιχτά) είναι στο ίδιο χρώμα. Λίγα χρώματα κυριαρχούν ενώ οι πινελιές είναι αδρές και πυκνές. Η εντύπωση που προκαλείται από τη χρήση των χρωμάτων (κίτρινο-όχρα που θυμίζει Βαν Γκονγκ, πράσινο, μωβ, μπλε) και η θέση του σπιτιού μέσα στο κάδρο είναι πως κάτι “ξένο” έχει παρεισφρύσει στο φυσικό τοπίο.
Υπάρχει επίσης έντονη αντίθεση μεταξύ της δεξιάς και της αριστερής πλευράς του πίνακα, σαν να πρόκειται για δύο διαφορετικά έργα. Αυτή η θεματική της αντίθεσης φαίνεται να αποτελεί βασικό σημείο αναφοράς στη δουλειά του Χόπερ και μοιάζει σαν η επιλογή του αυτή να αυξάνει την αίσθηση της μη επικοινωνίας, της έλλειψης δράσης, της εσωτερικότητας, της θλίψης.
Πηγή