Αντί προλόγου
Στις κλειστές από τον χιονιά αίθουσες θα φιλοξενούνταν “Η Έρημη Χώρα (Wasteland) του Ιρανού Ραχμάντ Μπαχραμί, το κινηματογραφικό του ντεμπούτο και βραβείο Καλύτερης Ταινίας στο τμήμα «Ορίζοντες» του Φεστιβαλ της Βενετίας. Με βάθος και μια άρρυθμη ροή ο ιρανικός κινηματογράφος μας αποδεικνύει για άλλη μια φορά ότι είναι πανταχού παρόν και μπορεί να συναγωνιστεί με μια μοναδική δυναμική τον ευρωπαϊκό και τον χολιγουντιανό που αγκομαχούν να τον φτάσουν σε ποιότητα και έκταση. Αν θέλετε να επιχειρήσετε μια γνωριμία μαζί του, αυτή είναι μια καλή ταινία για να κάνετε την αρχή! Ας μπούμε, λοιπόν, στην ουσία της.
Λίγα λόγια για την υπόθεση
Τα πρώτα λεπτά της ταινίας μας προετοιμάζουν για το τι έπεται τόσο ως προς το θέμα όσο και ως προς την δομή του έργου. Έτσι, στο αρχικό πλάνο συναντάμε τον κεντρικό ήρωα, έναν επιστάτη ενός εργοστασίου που παράγει οικοδομικά υλικά, να μεταφέρει πάγο για τους συναδέλφους τους με ταπεινότητα κι ανιδιοτέλεια. Εκείνη την ημέρα, ο ιδιοκτήτης της μονάδας και εργοδότης του θα τους κάνει μια ανακοίνωση. Λόγω χρεών, το εργοστάσιο πρόκειται να κλείσει και να μεταβιβαστεί στην τράπεζα. Στο μεγαλύτερο μέρος του φιλμ, παρακολουθούμε ένα κυκλικό μοτίβο επαναλήψεων της σκηνής της ανακοίνωσης, τις πρότερες και μετέπειτα ενέργειες κάθε εργαζομένου, αλλά και τις προσωπικές του συναντήσεις με το αποκαλούμενο “αφεντικό” που μοιάζει να απολαμβάνει την θέση ισχύος του. Μέσα από αυτές αλλεπάλληλες κατ’ ιδίαν συναντήσεις, ο εργοδότης γίνεται το φερέφωνο όλων εκείνων των παθογενειών της νεώτερης ιρανικής πραγματικότητας. Υπόσχεται ακατάσχετα, συμβουλεύει, ενώ επιδεικνύει τις εξουσιαστικές του διαθέσεις επί τον πρώην, πλέον, υπαλλήλων του.
Στο επαναπομείναν έργο του εστιάζει στον τραγικό ήρωά του, τον 40χρονο Λοτφολά, που γεννήθηκε και μεγάλωσε στην Έρημη και άνυδρη αυτή χώρα, δίχως ποτέ να μάθει τίποτε άλλο στη ζωή του. Αν αναλογιστεί κανείς και το θρησκευτικό υπόβαθρο ίσως να σκεφτεί την συμβολική διάσταση της επιλογής αυτής της ηλικίας, αφού στα 40 του έτη ο Μωάμεθ έγινε προφήτης. Σε αυτό το σημείο, η ταινία απολύει οριστικά την επαναλαμβανόμενη αφήγησή της. Ο Λοτφολά που συνειδητοποιεί τι πρόκειται να κάνει ο αφέντης και τις συνέπειες που θα έχει μια τέτοια του κίνηση τους εγαζομένους παύει να είναι το πειθήνιο όργανο και ο διαμεσολαβητής που έλυε τις συγκρούσεις ανάμεσα στις δυο πλευρές. Θα εξαναγκαστεί για πρώτη φορά να πάρει μια διαφορετική θέση για να προστατέψει τη γυναίκα με την οποία είναι ερωτευμένος.
Στο συνταρακτικό φινάλε, αναδεικνύεται με γλαφυρότητα το δίπολο της ταινίας, όπως και αυτή έχει δομικά χτισθεί. Από την μια αποκαλύπτεται η διάστασή της ως ένας ύμνος της αντίδρασης που πηγάζει από την ελεύθερη βούληση και από την άλλη ο αδιάλειπτος αγώνας όλων εκείνων των χαμένων σε έρημες χώρες ψυχών ενάντια σε όσους διαφεντεύουν όχι απλώς την εργασία, αλλά την καθημερινότητα και την ίδια τους την ζωή.
Λίγα λόγια για την σκηνοθεσία
Έμπνευση του σκηνοθέτη, όπως μαρτυρά ο ίδιος, αποτέλεσε ο πατέρας του που δούλευε σαν εργάτης για 30 χρόνια. Προτού γυρίσει την ταινία, φρόντισε να κάνει μεγάλη έρευνα για αυτά τα εργοστάσια τούβλων, να διαβάσει και να επισκεφθεί 100 από αυτά μέσα σε ένα χρόνο, μιλώντας με τους ανθρώπους εκεί. Αναζητώντας μία μεταφορά για την καθημερινότητα, οδηγήθηκε στο συγκεκριμένο τοπίο και στην επαναληπτική εργασία της κατασκευής τούβλων.
Χαμένο σε μια χωροχρονική λούπα, με αργόσυρτους, σχεδόν νωχελικούς ρυθμούς δανεισμένους από τον κινηματογράφο της ανατολής που έχει επανεδαφικοποιηθεί τα τελευταία χρόνια, ο Μπαχραμί ζωγραφίζει μια αδιέξοδη, ζοφερή κατάσταση ρουτίνας, προκαλώντας στον θεατή που πρέπει να επιδείξει το ανάλογο ανθρώπινο ενδιαφέρον για την εξέλιξη του έργου μια αίσθηση ασφυξίας. Οι μεμονωμένες διηγήσεις αρχικά, τα μονόπλανα και οι επιλογές στην φωτογραφία, οι ρυθμοί χωρίς ρυθμικότητα προσπαθούν να μας μεταδώσουν το αίσθημα της πεζότητας και της απουσίας αλλαγής. Αυτό θα έρθει να διαταράξει το δεύτερο μέρος της ταινίας που θα λειτουργήσει επαναστατικά και διαφωτιστικά.
Η σκηνοθεσία και οι διάλογοι εκφράζουν πράγματα που έχει ζήσει, είναι βιωματική και μιλούν για έναν φαύλο κύκλο , για μια κατάσταση που συνεχώς επαναλαμβανόταν. Η ζωή των εργατών είναι, κατ΄ εκείνον, ασπρόμαυρη. Όσον αφορά το κάδρο, οι χαρακτήρες φαίνονται πιο στριμωγμένοι σε αυτό το πλαίσιο, ένας άλλος τρόπος για να εκφράσει την καταπίεση που αισθάνονται. Παρ’ όλα αυτά, για να κάνει μια αναφορά στον αγαπημένο μου σκηνοθέτη, τον Μπέλα Ταρ, και εξομολογείται πως αν δεν είχε μεγάλη ελπίδα (για το μέλλον του κόσμου) δεν θα έκανε ταινίες.
Λίγα λόγια για το νόημα
Μαθητής του Κιαροστάμι, αλλά πολύ πιο σκοτεινός κι απαισιόδοξος από τον μέντορα του, ο Αχμέντ Μπαχραμί ενδιαφέρεται για την ταξική ανισότητα, το δίκιο του εργάτη και την εκμετάλλευση των αφεντικών.Η ταινία μιλά ουσιαστικά για το τέλος της αθωότητας. Αυτό που κάνει ο ήρωας στην ταινία είναι να σπάσει τον φαύλο κύκλο μη πηγαίνοντας με τους άλλους εργάτες και επιλέγοντας έναν άλλο τρόπο ύπαρξης. Βλέποντας την ταινία, ο σκηνοθέτης αποκαλύπτει πως στόχευε οι περισσότεροι άνθρωποι θα σκεφτούν να αλλάξουν τη ρουτίνα τους. Θα τολμήσουν να επιλέξουν έναν άλλο τρόπο να συνεχίσουν. Σε έναν πιο ιδανικό κόσμο, οι εργάτες που φεύγουν από αυτό το εργοστάσιο για να βρουν δουλειά σε ένα άλλο, θα διαμαρτύρονταν στο αφεντικό που τους καταπίεζε και τους κορόιδευε τόσο καιρό.
Μέσα από μια δεξιοτεχνική αλληγορία, ο Μπαχραμί αποκτά φωνή και στην συνέχεια την χαρίζει σε όλους εκείνους τους δέσμιους ενός καθεστώτος καπιταλιστικού και άνισου, όχι μόνο εντός του στενού χωρικού πλαισίου του εργοστασίου κατασκευής οικοδομικών υλικών, της πόλης ή της ίδιας της χώρας. Πρόκειται για μια ταινία οικουμενική και διαχρονική, που δεν έρχεται να επαναλάβει τα χιλιοειπωμένα περί ταξικής αντίστασης, αλλά έρχεται να μας παρουσιάσει την ωμή πραγματικότητα και το μοναδικό αντιστάθμισμα σε αυτήν: την αγάπη, το πάθος για κάτι, άνθρωπο ή ιδέα, ικανό να ξυπνήσει οτιδήποτε κείτεται μέσα μας νεκρό ή σε λήθαργο. Αυτή είναι η δυναμική του ιρανικού αυτού φιλμ και του πολλά υποσχόμενου νέου σκηνοθέτη του.
Αντί επιλόγου
Ένα αντιστάθμισμα στην πεζότητα και στην επιφανειακότατα των σύγχρονων ταινιών είναι το ιρανικό σινεμά που επανέρχεται να μας υπενθυμίσει πως όπλο σε όλη την καταπίεση που μπορεί να υφιστάμεθα: στην εργασία, στην καθημερινότητά μας, στον κόσμο είναι η ελεύθερή μας βούληση. Είναι πράγματι, ώρα ο Λοτφολά να πάρουμε θέση και να υπερασπιστούμε εκείνους και εκείνα που αγαπάμε και έχουν πραγματικά σημασία στην ζωή. Μια σινεφίλ ταινία που δεν πρέπει να χάσετε!