Δέκα χρόνια μετά το γνωστό πλέον «Still Life», ο Αυστριακός Σεμπάστιαν Μάιζε βυθίζεται ξανά στην οδύνη της ανθρώπινης σκληρότητας, μ’ ένα πρωτότυπο και δυνατό δράμα και όπλο του τον πολλά υποσχόμενο Φραντς Ρογκόφσκι. To “Great Freedom” (“Μεγάλη Απόδραση”) αποτελεί μια ερωτική ιστορία στα χρόνια του μεταπολέμου και του διωγμού της ομοφυλοφιλίας, αποτελώντας ένα από τα ωραιότερα δράματα που έχουμε δει τα τελευταία χρόνια και το οποίο προτάθηκε από την Αυστρία για το Οσκαρ Διεθνούς Ταινίας και για το βραβείο Lux του Ευρωκοινοβουλίου.
Η διαβόητη παράγραφος 175 του γερμανικού ποινικού κώδικα από τον 19ο αιώνα όριζε την ομοφυλοφιλία ως διαστροφή και ποινικό αδίκημα. Το 1935, το χιτλερικό καθεστώς αναθεώρησε την παράγραφο για να καταστήσει παράνομο ένα ευρύτερο φάσμα συμπεριφορών μεταξύ ανδρών, οδηγώντας χιλιάδες στη φυλακή και αργότερα στα στρατόπεδα συγκέντρωσης. Το σημείο-κλειδί ήταν ότι η ομοφυλοφιλική σεξουαλική συνεύρεση συνιστά έγκλημα και τιμωρείται με ποινή φυλάκισης και, δυνητικά, απώλεια των πολιτικών δικαιωμάτων του καταδικασμένου.
Στην αρχή του φιλμ, λοιπόν, βλέπουμε πλάνα τραβηγμένα από κρυφές κάμερες της αστυνομίας σε δημόσια ουρητήρια της Γερμανίας του 1968, όπου απεικονίζονται άντρες σε ερωτικές περιπτύξεις. Ο Χανς πρωταγωνιστεί σε αυτά τα πλάνα και έτσι, με βάση την παράγραφο 175, καταδικάζεται σε 24 μήνες φυλάκισης χωρίς αναστολή. Οδηγείται με συνοπτικές διαδικασίες στη φυλακή για να εκτίσει την ποινή του, κι εκεί συναντά πρόσωπα οικεία από το παρελθόν. Ένα από αυτά είναι ο βαρυποινίτης Βίκτορ, δολοφόνος και έμπορος ναρκωτικών, με τον οποίο ο Χανς έχει μεγάλη ιστορία. Ήταν ο πρώτος άνθρωπος με τον οποίο μοιράστηκε ένα κελί στη μεταπολεμική Γερμανία. Τα τείχη που χωρίζουν τους δύο άντρες σιγά σιγά θα γκρεμιστούν καθώς μαθαίνουμε την ιστορία τους και κυρίως του Χανς. Μια ιστορία που εκτυλίσσεται περίπου από το 1945, μόλις έχει ολοκληρωθεί ο Β΄ Παγκόσμιος Πόλεμος, μέχρι το 1969, την χρονιά της προσελήνωσης. Δεν αναφέρονται τυχαία τα δύο αυτά ιστορικά γεγονότα, καθώς έστω και αμυδρά ως ιστορικό πλαίσιο αναφέρονται στην ταινία. Ιδιαιτέρως ο πόλεμος έχει μεγαλύτερη σημασία, μιας και ο Χανς, επιβίωσε από τα ναζιστικά στρατόπεδα συγκέντρωσης, όπου βρισκόταν λόγω της ομοφυλοφιλίας του.
Η ματιά του Σεμπάστιαν Μάιζε πηγαινοέρχεται στον χρόνο με μια θαυμάσια αφήγηση, που χρωστάει πολλά στην υποδειγματική δουλειά της μοντέρ Τζοάνα Σκρίντζι. Το δράμα φυλακής που ξεδιπλώνεται μπροστά μας δεν έχει τα κλισέ των αντίστοιχων ‘σκληρών’ ταινιών του είδους. Είναι μια αντισυμβατική ιστορία αγάπης που δεν «ανοίγει» καν την κάμερα στη φρίκη των ναζιστικών στρατοπέδων. Αντί της εκβιαστικής συγκίνησης ή της χρήσης αποτρόπαιων εικόνων, ο Μάιζε πριμοδοτεί την ιστορική μαρτυρία και την πολιτική ανάλυση με οδηγό του κάποιες σκηνές μοναδικής ανθρωπιάς. Η κριτική του όμως γίνεται αμείλικτη όταν εξισώνει το απολυταρχικό καθεστώς του Χίτλερ με τη δημοκρατική Γερμανία των 50s και 60s, στο ζήτημα της δίωξης των γκέι και της καταπάτησης των ανθρώπινων δικαιωμάτων τους. Εδώ τα σχόλια περιττεύουν και απλώς υπογραμμίζεται το θέμα του εγκλεισμού και των συνεπειών του μέσω της τραγικής μοίρας ενός ανθρώπου που έζησε τα πιο μεγάλα γεγονότα της ζωής του κλεισμένος στους τέσσερις τοίχους μιας φυλακής προσπαθώντας να είναι «ελεύθερος».
Με αυτό τον τρόπο ο σκηνοθέτης μας δείχνει μια συνέχεια καταστολών και διώξεων εναντίων των ομοφυλόφιλων ανθρώπων, που δεν σταματά σε απολυταρχικά καθεστώτα, όπως το Τρίτο Ράιχ, αλλά συνεχίστηκε και σε «δημοκρατίες». Η Μεγάλη Απόδραση βέβαια, Great Freedom στα αγγλικά που είναι πιο ακριβές, μιας και δεν συντελείται καμία απόδραση, εστιάζει περισσότερο στα 50s και στα 60s, δείχνοντάς μας τις αλλαγές μέσα από την προσωπική ιστορία του κεντρικού ήρωα και των σχέσεων που αναπτύσσει με συγκρατούμενούς του, σχέσεις που εξελίσσονται και μεταβάλλονται καθώς περνούν τα χρόνια. Εύστοχα ο σκηνοθέτης δεν ακολουθεί μια γραμμική χρονική ακολουθία αλλά εισχωρεί η μία χρονική περίοδος μέσα στην άλλη και αναμειγνύονται. Από πλευράς σεναρίου βέβαια, όσο πιο πολύ αναμειγνύονται οι χρονικές περίοδοι τόσο πιο πολύ θολώνουν ορισμένα στοιχεία και κάποια γίνονται ασαφή ή δεν αναλύονται όσο θα μπορούσαν. Παρόλα αυτά, είναι έξυπνη επιλογή του σκηνοθέτη να παρεμβάλλεται η μια φυλάκισή του με την άλλη γιατί και κρατά σε εγρήγορση τον θεατή αλλά και βλέπουμε σε παράλληλο χρόνο πως οι σχέσεις του Χανς εντός φυλακής επανακαθορίζονται κάθε φορά διαφορετικά.
Η ταινία που κέρδισε το βραβείο της επιτροπής στο τμήμα Ένα Κάποιο Βλέμμα στο πρόσφατο Φεστιβάλ των Καννών, χρωστάει πολλά στην μεγάλη έκπληξη που λέγεται Γκέοργκ Φρίντριχ ως Βίκτορ με τις ανεπαίσθητες και τόσο ουσιαστικές μεταβολές στο ύφος και τις κινήσεις του, αλλά κυρίως, στον Φραντς Ρογκόφσκι στο ρόλο του Χανς, ο οποίος παραδίδει μια από τις καλύτερες αντρικές ερμηνείες της χρονιάς, σε μια μετάλλαξη της εικόνας του καθώς περνούν τα χρόνια, που θυμίζει ηθοποιούς της μεθόδου, αλλά και μια ερμηνεία τόσο σαρωτική που καλύπτει τα όποια σεναριακά κενά της ταινίας. Μέσα σε δυο ώρες, με εκπληκτική αυτοσυγκράτηση, περνά από τον τρόμο στην τρυφερότητα, την απάθεια, την απόγνωση, την αποδοχή, που δίνουν στην ταινία βάθος, δύναμη και σπαρακτική πειστικότητα.
Ο Μέιζε παρακολουθεί τον Χανς να προσπαθεί να ζει την ζωή του χωρίς συμβιβασμούς χωρίς να δραματοποιεί τις πράξεις του και να μεγεθύνει τα συναισθήματά του. Ρεαλιστής, ψύχραιμος, μα και βαθιά ρομαντικός σκηνοθέτης, αντιμετωπίζει τον ήρωά του περισσότερο σαν έναν ασυμβίβαστο καλλιτέχνη που δεν μπορεί να ζωγραφίσει ή να γράψει περιορίζοντας την αυθόρμητη έκφρασή του και λιγότερο σαν έναν ακτιβιστή που διεκδικεί τα στοιχειώδη δικαιώματά του. Ο Χανς είναι ένας ήσυχος, εσωστρεφής άνθρωπος που απλά ξέρει να αγαπά χωρίς (φυλετικούς, φυσικούς, κοινωνικούς) περιορισμούς.
Η στάση του είναι ένα είδος αντεξουσιαστικής εξέγερσης ενταγμένης αθόρυβα σε μια καθημερινή ρουτίνα εγκλεισμού, η οποία αποκτά εφιαλτικές, καφκικές διαστάσεις καθώς “διαστέλλεται” μέσα στο πέρασμα του χρόνου. Από το 1968 θα μεταφερθούμε στο 1945 κι από εκεί στο 1957, με την αφήγηση να πηγαινοέρχεται ανάμεσα στις δεκαετίες και τις προσπάθειες του Χανς να ικανοποιήσει τον ασίγαστο πόθο του για ερωτική ελευθερία. Σταδιακά, η παράξενα οικεία σχέση που θα αναπτύξει με τον Βίκτορ, ο οποίος αρχικά τον απεχθάνεται, θα εξελιχθεί στο μοναδικό σημείο αναφοράς του σ’ έναν κόσμο ανελεύθερο, καταπιεστικό και εκδικητικό. Μια σύντομη, αφοπλιστικά απλή σκηνή στο τέλος της ταινίας φέρνει σε ευφυή αντιδιαστολή το μικρόκοσμο μιας ευρωπαϊκής φυλακής με την ιστορία της ανθρωπότητας (ο άνθρωπος στο φεγγάρι), την τεχνολογική και κοινωνική πρόοδο με τις “μικρές” ηθικές αξίες που αυτή συντρίβει στο πέρασμά της. Γιατί η ελευθερία, όπως αποδεικνύει το αριστουργηματικά βουβό φινάλε, είναι τελικά μια πολύ διφορούμενη έννοια.
Πηγές:
https://www.athensvoice.gr/culture/cinema/744167-kritiki-tainias-i-megali-apodrasi-great-freedom?&
https://www.moveitmag.gr/tainies/megali-apodrasi/65868
https://www.athinorama.gr/cinema/cinema-reviews/3001375/3001375-megali-apodrasi/