Belfast: Η αυτοβιογραφική ιστορία μίας εμφύλιας διαμάχης μέσα από το πρίσμα της παιδικής αθωότητας

Το «Belfast» είναι η νεότερη ταινία του Κένεθ Μπράνα και το αντίπαλο δέος του “Power of the Dog” στα φετινά Όσκαρ σε 6 διαφορετικές κατηγορίες, ενώ έχει ήδη βραβευτεί με Golden Globe Καλύτερου Σεναρίου. Αποτελεί μία αφοπλιστική εξομολόγηση αγάπης του Μπράνα για τη γενέτειρα του αλλά και μία ιδιαίτερη ταινία για την παιδική φαντασία, το μίσος που πυροδοτεί η θρησκεία, την ευλογία του κινηματογράφου, και τη σημασία της πραγματοποίησης των ονείρων όσο άπιαστα κι αν δείχνουν, όλα αυτά με υπόβαθρο το σκοτάδι του Ιρλανδικού ζητήματος. Με τον εθνικό τραγουδιστή της Ιρλανδίας στην δημιουργία και τα τραγούδια του soundtrack και τα μεγαλύτερα ταλέντα Ιρλανδικής καταγωγής να ενσαρκώνουν τους ρόλους, έχουμε μπροστά μας την καλύτερη ίσως ταινία του Ιρλανδού σκηνοθέτη, που μας παραδίδει μία αυθεντική και αισιόδοξη ματιά στην καρδιά ενός έθνους αλλά και στην καρδιά ενος μικρού παιδιού.

Έχοντας πατήσει τα 60 του χρόνια ο Μπράνα αποφασίζει να κοιτάξει πίσω, να επιστρέψει στη γενέτειρά του και να διηγηθεί πώς βίωσε τους τελευταίους μήνες παραμονής του στο αγαπημένο του Μπέλφαστ, τη χρονιά κατά την οποία ξεκίνησε η πολυετής εθνικιστική σύγκρουση στη Βόρειο Ιρλανδία, γνωστή ως “The Troubles” (“οι Ταραχές”). Η προσέγγισή του είναι πρόδηλα νοσταλγική και δεδηλωμένη από τα πρώτα κιόλας πλάνα της ταινίας, όταν οι έγχρωμες εικόνες της σύγχρονης πόλης δίνουν γρήγορα τη θέση τους στον ασπρόμαυρο Αύγουστο του 1969, την ημέρα που τα βρετανικά στρατεύματα θα αναπτυχθούν στην κατεχόμενη Ιρλανδία. Οι βιαιότατες συγκρούσεις μεταξύ καθολικών, οι οποίοι επιθυμούν την ανεξαρτησία, και των φιλικών προς την αγγλική επικυριαρχία προτεσταντών, όπως η οικογένεια του εννιάχρονου Μπάντι, είναι καθημερινές και ο πατέρας του μικρού ήρωά μας έχει στοχοποιηθεί από τους φανατικούς της δικής του πλευράς. Ένας πατέρας ο οποίος λείπει συχνά σε ταξίδια για δουλειές και χρωστάει νοίκια και φόρους. Μια μητέρα η οποία αγωνίζεται σχεδόν μόνη να μεγαλώσει τα δυο αγόρια της, ενώ παππούς και γιαγιά δίνουν τις δικές τους συμβουλές στον περίεργο πιτσιρικά, ο οποίος προσπαθεί να καταλάβει την ταραγμένη πραγματικότητα που τον περιβάλλει.

Ο Κένεθ Μπράνα αποτυπώνει τη ζωή του με το Belfast. Και το κάνει όχι με τον μελαγχολικό και μουντό τρόπο του Κεν Λόουτς, αλλά με ευθυμία και με μία μοναδική αποδόμηση του δράματος. Παρά τις οικονομικές δυσκολίες που ταλανίζουν την οικογένεια, ο μικρός Μπάντι δε δείχνει να πνίγεται. Αντιθέτως, κολυμπάει και μένει στην επιφάνεια. Αναπνέει και χαμογελά και ονειρεύεται και απολαμβάνει. Κι όλο αυτό το μεταδίδει και στους γονείς του που αφήνουν στην άκρη τα προβλήματα για να ακολουθήσουν την αισιοδοξία του γιου τους. Σε μια εποχή που Το Μπέλφαστ κλυδωνίστηκε από βίαια επεισόδια σκληρής αντιπαράθεσης των Καθολικών και των Προτεσταντών, τα οποία τάραξαν την Ιρλανδική κοινωνία, ακόμα και με βομβιστικές επιθέσεις, ο Μπάντι επιβιώνει στη σκληρή πραγματικότητα έχοντας για όπλο τη μουσική και το σινεμά. Μαζί με τη γιαγιά και τον παππού του ταξιδεύει και βρίσκει ένα αόρατο αλεξίσφαιρο στη βαναυσότητα της εποχής.

Ο Κένεθ Μπράνα ένιωσε την ανάγκη να επιστρέψει στην παιδική του ηλικία και να γράψει αυτό το αυτοβιογραφικό σενάριο, κατά τη διάρκεια του περσινού οκτάμηνου lockdown. Ειρωνικά, το ιστορικό πλαίσιο έχει σημασία, για να εξηγηθούν οι λόγοι που επέλεξε να μην εστιάσει στο ιστορικό πλαίσιο του 1969. Η μαυρίλα της πανδημίας επηρέασε την απόφασή του να αφήσει σε απόσταση, στο φόντο, τα σοβαρά πολιτικά γεγονότα της παιδικής του ηλικίας, καθοδηγώντας τον κινηματογραφικό προβολέα να ρίξει ζεστό φως στην οικογένεια, την αγάπη, τη φιλία, την αθωότητα. Τη γειτονιά όπου όλοι ξέρουν το όνομά σου, το δρόμο σου που όταν είσαι παιδί αποτελεί όλο σου τον κόσμο. Τα 9χρονα μάτια του Μπάντι δεν μπορούν να καταλάβουν τη σύνθετη παλέτα της κοινωνικοπολιτικής πραγματικότητας. Κοιτούν τι συμβαίνει στη ζωή του σε άσπρο-μαύρο. Οι παιδικές μνήμες δεν μπορούν να αποτυπωθούν με αυστηρές, κυριολεκτικές αποχρώσεις. Αποδέχονται την εξιδανίκευση του ασπρόμαυρου που η νοσταλγία το περνάει από τόσα φίλτρα ώστε να φτάνει σε σένα τρυφερό, βελούδινο, ενώ δεν ήταν έτσι ποτέ.

Με τον ελληνικής καταγωγής Χάρι Ζαμπαρλούκο στην, όπως είναι επόμενο, ασπρόμαυρη φωτογραφία να τρίβει με γυαλόχαρτο κάθε κάδρο ώστε η εικόνα, ακόμα και των συμπλοκών, να αποτυπώνεται λαμπερά, έντονα, γοητευτικά, ο Μπράνα στήνει την κάμερα στην παιδική του γειτονιά με τρόπο που όλα τα πλάνα ξεχειλίζουν από αγάπη για κάτι που χάθηκε, αλλά ζει έντονα στην καρδιά του. Η ειπωμένη από τα μάτια ενός εννιάχρονου παιδιού ιστορία γίνεται ο καμβάς ώστε ν’ανθίσουν οι σκηνές και ν’αναπνεύσουν οι ερμηνείες, χωρίς να αποπροσανατολίζεται ο θεατής με περιττά πλάνα. Και αυτή είναι η μεγάλη αξία του φιλμ και συνάμα ο προσωπικός θρίαμβος του Μπράνα στην καλύτερη μέχρι τώρα ταινία της καριέρας του, ο τρόπος με τον οποίο το βλέμμα της κάμερας πάνω στα συμβάντα δεν ξεφεύγει ούτε στιγμή από το φίλτρο της παιδικής αθωότητας. Οι αφοπλιστικές απορίες του μικρού Μπάντι για όσα συμβαίνουν γύρω του, και κυρίως για το θέμα της θρησκευτικής αντιπαλότητας, αποκτούν συμβολική αξία για το ξεκίνημα μιας ζωής που δεν παραδίδεται στην προκατάληψη και τον διαχωρισμό αλλά αφήνει ελεύθερο χώρο για να δει τον κόσμο όπως πραγματικά είναι. Η καθοριστική γονεϊκή επίδραση, οι ιστορίες του σοφού ανθρακωρύχου παππού, ο πρώτος παιδικός έρωτας, η καλπάζουσα φαντασία που ενισχύεται από τις κινηματογραφικές εικόνες, το θρησκευτικό παραλήρημα του παπά της ενορίας, το ταξίδι στη Σελήνη, ο σχολικός ανταγωνισμός, η αγάπη για τον χορό και το τραγούδι, οι οικονομικές δυσκολίες, η βία που χτυπά αδιάκριτα τους πάντες. Όλα αυτά είναι στοιχεία που όχι απλώς διαμορφώνουν τον χαρακτήρα του μικρού ήρωα αλλά τον οδηγούν στην κινητοποίηση και στην απόφασή του να είναι ελεύθερος.

Μπορεί η μη ρεαλιστική παιδική αφέλεια που εμποτίζει την ιστορία να εκνευρίσει, ίσως δικαιολογημένα, έναν πολιτικοποιημένο θεατή. Ο Μπράνα, όμως, δεν νοιάζεται. Δεν ήταν άλλωστε ο στόχος του να μιλήσει για την φορτισμένη ιστορία της Ιρλανδικής πρωτεύουσας παρά τον τίτλο της ταινίας. Το Belfast αποτελεί ένα φόρος τιμής προς την αγαπημένη πόλη του 61χρονου σκηνοθέτη και μια ερωτική επιστολή προς τα αγαπημένα του πρόσωπα αλλά και προς έναν εαυτό που δεν υπάρχει πια. Ο Μπράνα φτιάχνει μια όμορφη, ξεχωριστή ταινία με υπέροχη ασπρόμαυρη κινηματογράφηση, η οποία διαθέτει ελάχιστες χρωματικές νότες εδώ κι εκεί, και τον Βαν Μόρρισον να την ντύνει με ένα άκρως νοσταλγικό, συγκινητικό και μελωδικό soundtrack. Έχει εμπιστοσύνη ότι τα φίλτρα του φακού του θα βουρκώσουν και τα δικά μας. Κανείς άλλωστε δεν μπορεί να αντισταθεί στη χημεία των υπέροχων Κατρίνα Μπαλφ και Τζέιμι Ντόρναν (είτε τσακώνονται, είτε χορεύουν), στο απαράμιλλο ταλέντο της Τζουντι Ντεντς, τις ιστορίες του στωικού Σαϊραν Χαϊντς ή στη φακιδομύτικη φάτσα του Τζουντ Χιλ. Το Belfast είναι μία υπέροχη ταινία για τα παιδικά όνειρα, τη σημασία των δεύτερων ευκαιριών και το νόημα της φυγής όταν αυτή δίνει πλέον φτερά στις ζωές κάποιων ανθρώπων, με τον Μπράνα στην πιο προσωπική στιγμή και ιστορία του, για την οποία χρειάστηκε σχεδόν σαράντα χρόνια για να βρει τον τρόπο για να τη διηγηθεί.

Πηγή:

https://www.athinorama.gr/cinema/cinema-reviews/3001205/3001205-belfast/

https://flix.gr/cinema/belfast-review.html

https://www.athensvoice.gr/culture/cinema/743384-kritiki-tainias-belfast

https://www.athensvoice.gr/culture/cinema/743615-belfast-odigei-tin-koyrsa-gia-ta-oskar

https://www.monopoli.gr/2022/01/27/reviews/oi-tainies-tis-evdomadas/553280/oi-tainies-tis-evdomadas-to-belfast-ki-o-mprana-sto-dromo-gia-ta-oskar/

https://menshouse.gr/sires-tenies/149991/belfast-i-tainiara-toy-2021-gia-tin-opoia-de-milaei-kaneis

https://mikrofwno.gr/2021/12/kritiki-gia-to-belfast/

Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *