Με τα «Μαγνητικά πεδία», ο Γιώργος Γούσης, που μας εξέπληξε με τα graphic novels “Ερωτόκριτος”, “Φεστιβάλ” και “Ληστές”, τώρα μας αποκαλύπτει το σκηνοθετικό του ταλέντο και στη μυθοπλασία με ένα λιτό, χειροποίητο, όσο και αφοπλιστικά συγκινητικό road movie. Οπλισμένος με μια miniDV κάμερα και αξιοποιώντας τα καταπράσινα τοπία της Κεφαλονιάς, τα οποία τον χειμώνα έχουν μια σχεδόν απόκοσμη ομορφιά, παρέα με τον Γιώργο Κουτσαλιάρη στη διεύθυνση φωτογραφίας, ο Γούσης παραδίδει μια ταινία που μοιάζει βγαλμένη από τα ‘90s και φωλιάζει στην καρδιά του θεατή με έναν σχεδόν αθόρυβο τρόπο, αποπνέοντας αυτή τη ζεστασιά που σταδιακά νιώθουν οι δύο ήρωες να δημιουργείται ανάμεσά τους. Απαλλαγμένος από οποιαδήποτε πρόθεση εντυπωσιασμού, ακολουθεί την Έλενα και τον Αντώνη, δύο ανθρώπους που κουβαλάνε το δικό τους φορτίο και αναζητούν αυτό το αίσθημα οικειότητας που κάνει όλα τα πράγματα στη ζωή λίγο πιο υποφερτά. Η ταινία αναπάντεχα κέρδισε 6 βραβεία στο φεστιβάλ Θεσσαλονίκης κι είναι υποψήφια για 7 βραβεία Ίρις της Ελληνικής Ακαδημίας Κινηματογράφου.
Το χάρτινο σύμπαν του Γούση δεν έχει να κάνει με υπερήρωες, επιστημονική φαντασία και δυσδιάστατους χαρακτήρες. Η διεισδυτική ματιά του σε περιθωριοποιημένους αντιήρωες και μια ελληνική επαρχία γεμάτη ισχυρές παραδόσεις και λαογραφικούς θησαυρούς αναγνωρίζεται και σε μια απλή, μινιμαλιστικής πλοκής, αλλά κάθε άλλο παρά κοινότοπη ιστορία, η οποία ξεκινάει πάνω στο φέρι μποτ προς Κεφαλονιά. Εκεί ανεβαίνει η Έλενα στην προσπάθειά της να δραπετεύσει –χωρίς προορισμό– από την Αθήνα και τις υποχρεώσεις της. Ο Αντώνης, πάλι, έχει πάρει το πλοίο επειδή έχει δώσει μια υπόσχεση στη θεία του. Όταν, όμως, το αυτοκίνητό του χαλάει κατά την αποβίβαση, θα μπει στον Ζορζ, το καταταλαιπωρημένο σαραβαλάκι της Έλενας, αρχικά για να φτάσει σε ένα ξενοδοχείο και κατόπιν για να ξεκινήσει μαζί της ένα ταξίδι με σκοπό να θάψει στο σωστό μέρος το μεταλλικό κουτί που έχει μαζί του.
Tι τους έφερε κοντά; Τι θα μείνει από τη σύντομη συνάντησή τους; Οι απαντήσεις βρίσκονται “στον αέρα”, δηλαδή στην αόρατη πλευρά όλων όσων λέγονται και γίνονται μπροστά στα μάτια μας, με τους ήρωες και τα πλάνα της ταινίας να αλληλοεπιδρούν σαν μαγνητικά πεδία φορτισμένα με κινηματογραφική αλήθεια και συναισθηματική ενέργεια.
Οι άνθρωποι είμαστε μαγνητικά πεδία και κολλάμε ο ένας στον άλλον – με προσμονή ή εντελώς τυχαία, αταίριαστα ή ταιριαστά, για λίγο ή για πάντα.
Σε ελεύθερη μορφή, δίνοντας την εντύπωση ενός συνεχούς αυτοσχεδιασμού για 78 λεπτά, όσο διαρκεί η πρώτη του ταινία μυθοπλασίας, μετά το βραβευμένο, «οικογενειακό» του ντοκιμαντέρ “Χειροπαλαιστής”, ο Γούσης στηρίζει την πλοκή στους δυο ηθοποιούς του, αποτυπώνοντας τους αληθινούς τους χαρακτήρες σε ένα εσωτερικής δύναμης φιλμ με τα όρια του βιώματος και της φαντασίας υπέροχα μπλεγμένα ‒ και σίγουρα ένα από τα πλέον απροσδόκητα και αξιέπαινα σενάρια των τελευταίων ετών.
Ο Γούσης μπαίνει κι αυτός στον Ζορζ, χωρίς να τον ενδιαφέρει πραγματικά ο προορισμός. Αλλά με αυτοπεποίθηση οδηγού, που αν τον εμπιστευτείς, θα σε πάει μια αξέχαστη βόλτα – έξω από τις γραμμές του χάρτη. Αλλοτε επιτρέπει στα χειμερινά, υγρά, άγρια τοπία να τρέχουν κι άλλοτε σταματά καδράροντας από διακριτική απόσταση τους ήρωες του, κινηματογραφώντας τη μη-δράση, τις κλεμμένες στιγμές, τις αμηχανίες, τους αληθινούς διαλόγους ανθρώπων που αποφασίζουν να είναι αληθινοί.
Είναι σημαντικό ότι συνυπογράφει το σενάριο με τους δύο ηθοποιούς του, επιτρέποντας τους να σμιλεύουν τους χαρακτήρες τους μέσα από αυτοσχεδιασμούς, αυθορμητισμό, τόλμη, και κρατόντας τα πραγματικά τους ονόματα σε αυτή τη μοιραία συνάντηση που οφείλει μεγάλο μέρος της γοητείας της στο δέσιμο των δύο πρωταγωνιστών. Ένα δέσιμο φυσικό και απέριττο, χωρίς πολλές λεπτομέρειες ή κινήσεις εντυπωσιασμού. Η Έλενα Τοπαλίδου και ο Αντώνης Τσιοτσιόπουλος κάνουν κτήμα τους τις ταυτότητες των ηρώων τους σαν να πρόκειται για τους πραγματικούς εαυτούς τους. Βλέποντάς τους να λένε τα μικρά και ανείπωτα μυστικά τους με μια αθωότητα που ανακατεύεται με τη σκανδαλιά και με μια μελαγχολία που σπάνια αποτυπώνεται τόσο εύστοχα στο πανί, κυριολεκτικά θέλεις να τους πιάσεις και να τους αγκαλιάσεις.
Η Ελενα Τοπαλίδου αποδεικνύεται για ακόμα μία φορά εκφραστική, χειμαρρώδης, μία καλλιτέχνης που φορά τα μαύρα γυαλιά της, αλλά δεν κρύβει την μονίμως τεντωμένη ευαισθησία της. Το πιο μαγικό της ταλέντο είναι ότι η τρέλα της είναι αναγνωρίσιμη, οικεία, δική σου. Αν ποτέ τολμούσες κι εσύ να βουτήξεις στην αλήθεια σου χωρίς δίχτυ προστασίας. Οδηγεί την ταινία χωρίς να μας προετοιμάζει για τις στροφές που θα επιχειρήσει, σαν να μην είναι κι εκείνη σίγουρη για την επόμενη κίνηση. Σιωπά και μιλά με ισόποση σημασία, αδράχνοντας τις στιγμές και διασκευάζοντας τις σκέψεις της σε δραματικές βινιέτες. υποδύεται μια εκδοχή του εαυτού της που μας κάνει να αναρωτιόμαστε και να συμπάσχουμε μαζί της. Κι έτσι η «Ελενα» της θα μένει χαραγμένη στην μνήμη γιατί της έχει δώσει ψυχή, ταυτότητα κι έναν τηλεφωνικό μονόλογο που δεν θα ξεχάσεις ποτέ.
Ο Αντώνης Τσιοτσιόπουλος, από την άλλη, παίζει με τις αντιθέσεις, το ημιάγριο παρουσιαστικό του και την στιβαρή φιγούρα του, με το γλυκό βλέμμα του, την νατουραλιστική ευγένεια και την συνεσταλμένη τρυφερότητα. Ενας άντρας που χαλαρώνει σταδιακά, επιφυλακτικά στην φλύαρη οικειότητα μιας γυναίκας, αλλά την κοιτά μαγεμένος, με κλεφτά λαμπερά βλέμματα έκπληξης και παραδοχής. Αντιδρά με αυθεντική ανθρωπιά: αναλαμβάνει τον δύσκολο ρόλο του ακροατή, αυτού που δέχεται με στωικότητα τα δικά του προβλήματα, ακούει με συμπόνια το βάρος της συνοδοιπόρου του και προχωρά την πλοκή με το κουτί, τον προφανή συμβολισμό του και τα ιλαρά θέματα που ανακύπτουν από την ηθική και πρακτική «απόθεσή» του. Όμως, ο «Αντώνης» του δεν θα μας ανοίξει ποτέ όλα τα χαρτιά του. Δε χρειάζεται. Η μοναξιά του πάλλεται στον αέρα και είναι αυτό ακριβώς που χρειάζεται η ταινία.
Επιπλέον, ο Γούσης αξιοποιεί το νησί, την Κεφαλονιά εν προκειμένω, ως έναν χώρο επιστροφής και περιπέτειας. Γίνεται καταφύγιο για δυο ανθρώπους που δεν τον γνωρίζουν, αλλά εκεί αισθάνονται καλύτερα, μαζί, σε προοδευτική έλξη με απρόοπτα και λύτρωση, ανταμωμένοι από μια δύναμη που αγνοούν, αλλά δεν φοβούνται, το μαγνητικό πεδίο του τόπου.
Ένα σοφό, ντελικάτο και ευαίσθητο κινηματογραφικό τραγούδι είναι τα «Μαγνητικά Πεδία», που αποκαλύπτει με τον πιο ειλικρινή –και για αυτό απέραντα επώδυνο– τρόπο τη σημασία του να ζεις απρόσκοπτα, ελεύθερα και δίχως την έγνοια της τακτοποιημένης, συμβιβασμένης ζωής. Ένα road movie δυο ανθρώπων που θα κουβαλήσουν με χαρά ένα μεταλλικό φορτίο για να αποτινάξουν το πραγματικό φορτίο από τις πλάτες τους. Μία ωδή στην αλήθεια μιας ελεύθερης ζωής.
Πάνω απ’ όλα, πιστεύω πως ο κινηματογράφος οφείλει να δίνει στιγμές στους θεατές του. Ηρωικές, αντιηρωικές, δραματικές, αστείες ή τρομαχτικές, δεν έχει σημασία, αρκεί να είναι στιγμές ειλικρίνειας και αγνής έκφρασης. Τότε μόνο και οι πιο καταφρονημένοι κινηματογραφικοί χαρακτήρες μετατρέπονται σε κινηματογραφικούς ήρωες.
– Γιώργος Γούσης
Πηγές:
https://www.athinorama.gr/cinema/cinema-reviews/3004809/3004809-magnitika-pedia/
https://flix.gr/cinema/magnetic-fields-review.html
https://www.lifo.gr/guide/cinema/movies/magnitika-pedia
https://www.moveitmag.gr/festival-thessalonikis/festival-thessalonikis-magnitika-pedia-kritiki/65473
https://www.athensvoice.gr/culture/cinema/758016-kritiki-tainias-magnitika-pedia