Στο σημερινό μας αφιέρωμα σάς παρουσιάζουμε τη ζωή και το έργο ενός σημαντικού ζωγράφου και αγιογράφου της μεταπολεμικής Ελλάδας, τον Ράλλη Κοψίδη. Ο Κοψίδης, γεννημένος το 1929, ήταν Λημνιός καλλιτέχνης με καταγωγή από την Ανατολική Θράκη. Φοίτησε στην Παιδαγωγική Ακαδημία Αλεξανδρουπόλεως και από το 1949 και για τέσσερα χρόνια σπούδασε στην Ανωτάτη Σχολή Καλών Τεχνών στο εργαστήριο του Ανδρέα Γεωργιάδη, εγκατέλειψε όμως τελικά τις σπουδές του. Από το 1953 έως το 1959 μαθήτευσε κοντά στον Φώτη Κόντογλου, ο οποίος εξελίχθηκε σε μέντορά του και τελικά συνεργάστηκαν στην εικονογράφηση εκκλησιών (π.χ. στην αγιογράφηση της Καπνικαρέας).
«Συλλογιέμαι πως η ρίζα μας είναι αλλού, μέσα σ’ ένα χωράφι που το βλέπει όλη μέρα ο ήλιος, που το λένε Ελλάδα, που το λένε και Ανατολή. Η πίστη μας είναι ο ήλιος. Γι’ αυτό τον ζωγραφίσαμε στα παράθυρα της εκκλησιάς με ώχρα και κόκκινο που λάμπει, ολοστρόγγυλος και γελαστός σαν πρόσωπο μικρού παιδιού»
– Ράλλης Κοψίδης
Η μαθητεία του κοντά στους δυο αυτούς καλλιτέχνες, σε συνδυασμό με τα βιώματά του από τη Λήμνο, διαμορφώνουν την καλλιτεχνική του προσωπικότητα. Ο Ράλλης Κοψίδης χάραξε τη δική του πορεία και δημιούργησε ένα προσωπικό στυλ, με κύριο οδηγό την λαϊκή τέχνη, αλλά ισορροπώντας άρτια μεταξύ Ελληνικότητας και Μοντερνισμού. Στο έργο του συνδυάζει τα βιώματα από τη λαϊκή, μεταβυζαντινή παράδοση και τις σπουδές του κοντά στους τεχνίτες του χρωστήρα. Εκτός από τη ζωγραφική καταπιάστηκε με την χαρακτική, την εικονογράφηση βιβλίων, τη συγγραφή, την αρθρογραφία και την αγιογραφία. Αγιογραφίες του κοσμούν διάφορες εκκλησίες στην Ελλάδα, αλλά και στο εξωτερικό. Κορυφαία θεωρείται το “Όραμα του Αποστόλου Παύλου” στο ναό του Αγ. Παύλου του Ορθοδόξου Κέντρου του Οικουμενικού Πατριαρχείου στο Chambésy της Γενεύης με τα έντονα οικολογικά στοιχεία, όπου απεικονίζεται η σύγχρονη αγωνία για την περιβαλλοντική καταστροφή. Το έργο αυτό γνώρισε πανευρωπαϊκή προβολή. Οι εικόνες του χαρακτηρίστηκαν ως μια καινοτόμος προσπάθεια να συνδυαστεί η παραδοσιακή εικαστική μορφολογία με ένα μοντέρνο στυλ στην αγιογράφηση των ορθοδόξων εκκλησιών. Επίσης, αγιογραφίες του υπάρχουν στο μοναστήρι Chevetogne του Βελγίου.
Ο Κοψίδης δούλεψε ταπεινά αφήνοντας παρακαταθήκη ένα τεράστιο καλλιτεχνικό έργο, αφήνοντας τελικά την τελευταία του πνοή στη Γλυφάδα, όπου έζησε και εργάστηκε αθόρυβα ολόκληρη τη ζωή του.
Τὰ ἀνεξήγητα
Ὅταν πρόκειται γιὰ τὴν ζωγραφική, τὰ λόγια φεύγουν μέσα ἀπ᾽ τὰ χέρια μου. Πετοῦν σὰν σιωπηλὰ πουλιὰ καὶ χάνονται μακρυά.»
– Ράλλης Κοψίδης (1992, Γλυφάδα)
Γράψε δυὸ λόγια γιὰ τὴν ζωγραφική», σημαίνει: ἔμπα μέσ᾽ στὴν καρδιὰ τῆς σιωπῆς γιατὶ αὐτὸ εἶναι ἡ ζωγραφική.
Κι ἀφοῦ ἀντικρύσεις τὰ ἄδηλα καὶ τὰ κρύφια, τὰ νομιζόμενα καὶ οὐ βλεπόμενα, κατανοεῖς τὴν πτωχεία τῶν λέξεων, τὴν ἀνεπάρκεια τῆς λογικῆς.
Τὸ πρόβλημα ὑπάρχει μέσ᾽ τὴν καρδιὰ τῶν ἐποχῶν: Πόσο εἶναι μπορετὸ νὰ ἑρμηνεύσεις; Κατανοῶντας τὸ ἀνυπέρβλητο, κάθομαι σὲ μιὰ πέτρα ἔξω ἀπ᾽ τὴν κεκλεισμένη θύρα τοῦ νοητοῦ κήπου, ὅπου μαντεύω τὰ εὐφρόσυνα ἄνθη χωρὶς νὰ μπορῶ νὰ τ᾽ ἀντικρύσω, καὶ συλλογιέμαι τὴν δυσκολία τοῦ ἐγχειρήματος. Δέος μὲ κυριεύει μπροστὰ σ᾽ αυτό. Κι ἔτσι πιάνω καὶ ζωγραφίζω. Δουλεύω σ᾽ αὐτὴν τὴν τέχνη τῆς σιωπῆς, ἀπὸ τότε ποὺ θυμᾶμαι τὸν ἑαυτό μου, παιδὶ σ᾽ ἕνα μακρυνὸ νησί, κι ἔπειτα σ᾽ ἕνα θρακιώτικο ἀκρογυάλι μὲ τὴν βαθύτατη ἐπίγνωση πὼς κι ἡ ἁπλὴ γειτονία κι ἡ ἁπλὴ προσέγγιση σ᾽ ἕναν τέτοιο κῆπο εἶναι δώρημα μέγα καὶ πρέπει νὰ εἶμαι ἕτοιμος πάντα γιὰ ἕνα μεγάλο εὐχαριστῶ. Καὶ ἴσως, ποιός ξέρει, ὅταν ὁ ζόφος κάπως λιγοστέψει, κι ἀνοίξουν στιγμιαῖα οἱ οὐρανοί, ν᾽ ἀξιοποιηθεῖ κι ἐγώ, ὁ τῶν σχημάτων καὶ χρωμάτων θηρευτὴς καὶ θεωρὸς τῶν ἀνεξήγητων, ν᾽ ἀκιωθῶ τὴν πολυπόθητη ἐνατένιση…
Στὸ μεταξὺ διάγω κι ἐγὼ ἐν μεγίστῃ ἀπορίᾳ, ὅπως ὅλοι, ὑπηρετώντας τὴν τέχνη τῆς Σιωπῆς, κατὰ νοῦν ἔχων πάντοτε τὰ πανάρχαια ἀρχέτυπα.
Αὐτὰ ποὺ ὅλοι οἱ ζωγράφοι ὀνειρεύονται νὰ προσεγγίσουν. Ὅλοι, πιστέψτε με, ὅλοι.
Περισσότερες πληροφορίες για τη ζωή και το έργο του μπορείτε να αντλήσετε και από την ιστοσελίδα του καλλιτέχνη πατώντας εδώ.