Αντί προλόγου
Αν και καθυστερήσαμε πάνω από ένα μήνα από τότε που “προσγειώθηκε” στο Netflix, η σειρά “Beef” του ανεξάρτητου studio A24 που τα τελευταία χρόνια μας εκπλήσσει διαρκώς ευχάριστα άξιζε όλη την αναμονή. Σε μόλις 10 επεισόδια, μια σειρά που δε θυμίζει σε τίποτα το συνηθισμένο περιεχόμενο της πλατφόρμας μας εξέπληξε ευχάριστα, μας άγγιζε, μας στεναχώρησε, μας νευρίασε, μας έφερε αντιμέτωπους με τους ήρωές της και με τον ίδιο μας τον εαυτό.
Λίγα λόγια για την υπόθεση και τα πρόσωπα
Όλα ξεκινούν για τους δύο ήρωές μας, την κινέζικης καταγωγής ιδιοκτήτρια επιχείρησης φυτών Έιμυ Λάου (Ali Wong) και τον κορεάτικης καταγωγής όψιμο ιδιοκτήτη κατασκευαστικής και νυν πολυτεχνίτη Ντάνυ Τσο (Steven Yeun) από ένα περιστατικό οδηγικής βίας ανάμεσά τους που θα περιπλέξει τις ζωές τους. Μετά από αυτό, ορμώμενοι και οι δυο από έναν ανεξέλεγκτο, διαφορετικού μεν είδους θυμού, ξεκινούν ένα ιδιόμορφο παιχνίδι εκδίκησης με βάθος χρόνου που περιπλέκει και τα άλλα πρόσωπα που υπάρχουν στις ζωές τους και τους οδηγεί σε ένα ξεκαθάρισμα του τοπίου της ζωής και της ίδιας της ύπαρξής τους.
Η Έιμυ, μια φιλόδοξη μαμά που επιχειρεί μανιωδώς να κλείσει μια συμφωνία για την επιχείρησή της που θα της εξασφαλίσει το χώρο και το χρόνο με την κόρη της Τζούνι αντιπροσωπεύει το σύγχρονο αμερικανικό όνειρο. Μια μετανάστρια δεύτερης γενιάς που ζει σε μια πλούσια γειτονιά του ΛΑ και είναι παντρεμένη με τον ιαπωνικής καταγωγής καλλιτέχνη Τζορτζ (Joseph Lee) και, κατά κάποιον τρόπο και με την μητέρα του (Patti Yasutake). Είναι ένα ζευγάρι που μένει μαζί, όχι απαραίτητα από έρωτα, αλλά από μια παθογενή αγάπη. Ο ένας αναζητά κάτι διαφορετικό στο πρόσωπο του άλλου: ο Τζορτζ επιβεβαίωση και αυτοπεποίθηση και η Έιμυ την ανιδιοτελή αγάπη που δεν έλαβε ποτέ από τους γονείς της. Ταυτόχρονα, το οικονομικό ζήτημα είναι πανταχού παρόν, ακόμα και στο ανάμεσά τους, με τη σχέση τους να μοιάζει ανά στιγμές σαν μια συναλλαγή, βασιζόμενη στο δούναι και λαβείν.
Ο Ντάνυ είναι μια εξίσου προβληματική μορφή. Έχοντας υποστεί μπούλινγκ από τα παιδικά του χρόνια και με το βάρος του μεγάλου αδελφού που είναι ένα κοινό μοτίβο στις ασιατικές κουλτούρες, επιχειρεί όλη του τη ζωή να κρύβεται πίσω από άλλους. Όταν αυτοί οι άλλοι δεν είναι πλέον οι γονείς του, γίνεται ο σχεδόν ευνουχισμένος αδελφός του, Πολ (Young Mazino) ή ο παραβατικός ξαδελφός του Άιζακ (David Choe). Ενώ επιχειρεί διαρκώς να βελτιώσει τη ζωή του, βρίσκει κωλύματα που και ο ίδιος θέτει αλλά μοιάζει σαν όλα να είναι μια σειρά από ατυχή γεγονότα. Αναζητά από κάπου να πιαστεί όταν αυτό δεν το βρίσκει στο περιβάλλον του, και ενώ ξεκινά από το Θεό και την εκκλησία φαίνεται πως καταλήγει στο θυμό του απέναντι στην Έιμυ.
Λίγα λόγια για τη σειρά
Το “Βeef” δε θα μπορούσε να ενταχθεί αποκλειστικά σε κάποιο είδος. Έχει έντονα το στοιχείο το κωμικό, ενίοτε και σατιρικό που λειτουργεί και ως μέσο παύσης της έντασης από την οποία διακατέχεται η ιστορία. Το γεγονός ότι σύμφωνα με τον εμπνευστή της Lee Sung Jin στηρίζεται σε πραγματικό συμβάν οδηγικής βίας στο οποίο αναμείχθηκε ο ίδιος δηλώνει ότι αυτό που βλέπουμε να εκτυλίσσεται ανάμεσα στους δύο πρωταγωνιστές δεν είναι κάτι άπειρα μακριά από εμάς, σε πρώτο τουλάχιστον επίπεδο. Γιατί όσα έπονται φαντάζουν να είναι βγαλμένα από μια περιπέτεια καταδίωξης, από ένα παιχνίδι εκδίκησης με κατά καιρούς στοιχεία θρίλερ. Η υπερβολή που υπάρχει μάλλον και στον επιφανειακά λιτό αμερικανικό τρόπο ζωής που έμμεσα στηλιτεύει συναντάται και στις αντιδράσεις των προσώπων του έργου. Όλα βιώνουν έναν ιδιόμορφο και προσωπικό είδος θυμού, άλλοτε αναμεμειγμένο με τραύματα, άλλοτε με τύψεις, άλλοτε με ματαιότητα και άλλοτε με καταστροφική μανία. Παρότι σχεδόν κάθε επεισόδιο έχει γραφεί και σκηνοθετηθεί από άλλο πρόσωπο όλα παρουσιάζουν μια αλληλουχία και μια ομοιομορφία, μια κοινή αισθητική. Ίσως αυτό να είναι το ταυτόσημο θέμα που τα νοηματοδοτεί και τους δίνει υπόσταση και συνέχεια: ο θυμός.
Λίγα λόγια για το νόημα
Ξεκινώντας τη θέαση της σειράς κανείς καταλήγει πρόχειρα στο συμπέρασμα πως οι πρωταγωνιστές πάσχουν από κάποιο πρόβλημα διαχείρισης θυμού. Αυτό διευκολύνει το θεατή να αποστασιοποιηθεί και να τους παρακολουθεί σαν υπερβολικά οξύθυμες καρικατούρες. Όσο, όμως, οι ιστορίες τους ξετυλίγονται και ο ένας αλληλεπιδρά με τον άλλο και με τα πρόσωπα που τον περιστοιχίζουν βλέπουμε, συναισθανόμαστε, αντιλαμβανόμαστε τις πολλαπλές πηγές της απογοήτευσης, της κατάθλιψης, της ματαιότητας που αισθάνονται και ενσαρκώνεται σε θυμό. Το βάρος που κουβαλά κάποιος από τις προσδοκίες της οικογένειάς του, τα διαρκή ψέματα και η ανοχή που ήταν παρούσα στις σχέσεις των γονιών, η μη ανοικτότητά τους, το αίσθημα κατωτερότητας που καλλιεργήθηκε σε βάθος χρόνου ως αποτέλεσμα συνεχών αποτυχιών, η ανυπαρξία πάθους και ειλικρινούς αγάπης είναι μερικές από τις πληγές που κουβαλούν οι ήρωές μας και τις εκφράζουν με διαφορετικούς τρόπους.
Ο ιαπωνικός καταπιεσμένος και ήσυχος θυμός, ο κορεάτικος αυτοκαταστροφικός και συναισθηματικός θυμός, ο κινέζικος έκρυθμος και εγωιστικός θυμός, ο δυτικός μικροπρεπής και εγωιστικός θυμός συνυπάρχουν σε ένα έργο σπουδή στην δεύτερη γενιά ασιατών μεταναστών στις ΗΠΑ, αλλά που πάει πολύ πέρα από αυτήν. Γίνεται ένα άσμα στο σύγχρονο άνθρωπο που είναι παγιδευμένος στις μικρότητες, ώστε να χάνει αυτά που πραγματικά έχει ανάγκη στη ζωή του: τη συντροφικότητα, την αγάπη, τη φιλία, την ειλικρίνεια, τη διαφάνεια.
Αντί επιλόγου
Αν είστε σαν και εμάς από αυτούς που καθυστέρησαν να δουν αυτό το διαμαντάκι παρά τις τόσες θετικές κριτικές, εδώ έχετε άλλη μια και άλλον έναν λόγο για να μη χρονοτριβήσετε περαιτέρω. Ένα δοκίμιο για το θυμό και το τραύμα που κουβαλάμε όλοι μέσα μας ανεξαρτήτως εθνικότητας, αλλά που ο καθένας μας εκδηλώνει με διαφορετικό τρόπο και ένταση που αξίζει να παρακολουθήσουμε για να στοχαστούμε και, γιατί όχι, να κάνουμε και μια εσωτερική ενδοσκόπηση.