Λίγα λόγια για τη ζωή του
Ο Νικόλαος Κάλας ή Νικήτας Ράντος με πραγματικό όνομα Νικόλαος Καλαμάρης γεννήθηκε στις 27 Μαΐου 1907 στη Λωζάνη της Ελβετίας. Ήταν γιος του Ιωάννη Καλαμάρη και της Ρόζας Καρατζά, η οποία καταγόταν από την παλιά φαναριώτικη οικογένεια Καρατζά. Σε μικρή ηλικία εγκαταστάθηκε με την οικογένειά του στην Αθήνα. Εκεί συνέχισε τις σπουδές του στη Νομική Σχολή του Πανεπιστημίου Αθηνών. Κατά τη διάρκεια της φοίτησής του υπήρξε μέλος της Φοιτητικής Συντροφιάς. Αργότερα, το 1933 έφυγε για το Παρίσι. Μέχρι το 1937 ζούσε ταξιδεύοντας μεταξύ Αθήνας και το Παρισιού, όπου τελικά εγκαταστάθηκε μέχρι το 1939. Τότε έφυγε για την Λισαβόνα, όπου έμεινε για ένα χρόνο, και αργότερα μετέβη στη Νέα Υόρκη. Στη δεκαετία του ’60 και του ’70 ταξίδεψε στην Ελλάδα και παρέμεινε για μικρό χρονικό διάστημα, αφού τελικά επέστρεψε στις Η.Π.Α.. Μετά την εγκατάστασή του στη Νέα Υόρκη αφοσιώνεται σχεδόν ολοκληρωτικά σε μια καινούρια δραστηριότητα, την τεχνοκριτική στην οποία θα διαπρέψει ιδιαίτερα, εγκαταλείποντας όχι μόνο την ποίηση αλλά στην ουσία και την κριτική δραστηριότητα στον τομέα αυτό, ενώ παραδίδει και μαθήματα Ανθρωπολογίας και Ιστορίας της Τέχνης για να ζήσει καθώς έχει στο μεταξύ απεμπολήσει την τεράστια πατρική του περιουσία. Έμεινε εκεί μέχρι το θάνατό του στις 31 Δεκεμβρίου 1988.
Ο Κάλας είχε στρατευθεί ενεργά στον τροτσκισμό ήδη από τα πρώτα χρόνια του στη Νομική και είχε συμμετάσχει στις ζυμώσεις του «Εκπαιδευτικού Ομίλου», ερχόμενος έτσι σε σύγκρουση με το πανεπιστημιακό κατεστημένο. Υπήρξε πολιτικοποιημένος καλλιτέχνης, που ασπάστηκε τον τροτσκισμό, χωρίς δογματισμούς. Για τις πεποιθήσεις του εισέπραξε χλευασμό και αποπέμφθηκε σιωπηλά από τα έντυπα της εποχής με το να μη γίνει καμιά αναφορά στο έργο του.
Η λογοτεχνική του διαδρομή
Ο Νικόλαος Κάλας εμφανίστηκε στα ελληνικά γράμματα πρώτα ως κριτικός (με το άρθρο του «Οι λιποτάχτες της ζωής» στο έντυπο του σοσιαλιστικού σωματείου «Φοιτητική Συντροφιά», το 1929), και στη συνέχεια ως ποιητής το 1930 (από τις σελίδες της «Ν. Εστίας» με το ποίημα «Ο Σταυρωμένος», εξοβελισμένο από τις συγκεντρωτικές εκδόσεις του έργου του). Kατακλύζει τα περιοδικά με ποιήματά του (αλλά και μεταφράσεις και κριτικές κινηματογράφου) και το 1932 (τυπ. ένδειξη 1933) εξέδωσε ως Νικήτας Ράντος την πρώτη του συλλογή με τίτλο Ποιήματα. Το 1933 και 1934 δημοσιεύει τρεις μικρές συλλογές (τα «Τετράδια» Α´, Β´, Γ´), αλλά εκτός εμπορίου. Η θεματική των ποιημάτων αλλάζει. Κοινός τόπος γίνεται το αίσθημα της αποτυχίας και οι τάσεις φυγής λόγω της σάτιρας και της υπονόμευσης που είχε συναντήσει το προγενέστερο έργο.
Ένα χρόνο αργότερα, το 1934 αναχώρησε για το Παρίσι, όπου εντάχθηκε στην υπερρεαλιστική ομάδα. Μάλιστα, στα προλεγόμενα ενός τρίτου μανιφέστου του υπερρεαλισμού, ο Αντρέ Μπρετόν τον κατέταξε στα «πιο φωτεινά και τα πιο τολμηρά» μυαλά της εποχής, λόγω της έκδοσης στο Παρίσι το 1938 των Εστιών Πυρκαγιάς που αναγνωρίστηκαν από τον ίδιο τον Μπρετόν ως ένα από τα εγχειρίδια του υπερρεαλισμού. Στο μεταξύ το 1936 γράφει το πρώτο υπερρεαλιστικό του ποίημα, στο επίσης εκτός εμπορίου «Τετράδιο Δ´», το εκτενές «Συμβόλαιο με δαίμονες» (απόσπασμα του ποιήματος θα αναδημοσιευθεί πάντως στα «Νέα Φύλλα» το 1937), στο οποίο ο τόνος είναι τελείως διαφορετικός από αυτόν των υπόλοιπων «Τετραδίων». Έγραψε ποιήματα στη γαλλική και στην αγγλική γλώσσα
Εκτός από το ποιητικό του έργο μετέφρασε Τ. Σ. Έλιοτ και Λουί Αραγκόν και συνεργάστηκε με ελληνικά και διεθνή περιοδικά όπου δημοσίευε θεωρητικά κείμενα και δοκίμια. Το 1977 τιμήθηκε με το Κρατικό βραβείο ποίησης για την συλλογή του Οδός Νικήτα Ράντου, που είχε δημοσιεύσει με το ψευδώνυμο Νικόλαος Κάλας. Χρησιμοποιούσε επίσης τα ψευδώνυμα Μ. Σπιέρος και N.Calas στα θεωρητικά και κριτικά του κείμενα.
Η ποιητική του
Ο Νικόλαος Κάλας έχει χαρακτηριστεί ως μια μοναχική φωνή πρωτοπορίας Μαρξιστών συνοδοιπόρων και των φίλων του αστών λογοτεχνών καθώς και ως αμφισβητίας. Γενικότερα ο Κάλας διαφοροποιήθηκε από την γενιά του ’30, άσχετα με το αν συγκαταλέγεται σε αυτή, αμφισβητώντας την ελληνικότητα που εκείνη εισήγαγε. Τα ποιήματά του ακολουθούν τα χνάρια του φουτουρισμού που κυριαρχούσε εκείνη την εποχή στην Ιταλία αλλά και τη Ρωσία. Πρόκειται για «μια ποιητική επεξεργασμένη έξω από τα ελληνικά σύνορα», κατά τον Vitti, με πολιτικές επιρροές που προχωρά με την αποδόμηση του στίχου και την εκτεταμένη χρήση πεζού λόγου. Σημάδεψε με αυτό τη μετάβαση από τον παραδοσιακό στον ελεύθερο στίχο στην Ελλάδα, αποτελώντας όπως χαρακτηριστικά ανέφερε ο Αργυρίου τον πρώτο μοντέρνο Έλληνα ποιητή.
Τα γαλλικά του ποιήματα έχουν έντονα προσωπικό στοιχείο και αναπαράγουν τα τραυματικό βίωμα της παιδικής του ηλικίας, αλλά και το προσωπικό αδιέξοδο που συνέχιζε να βιώνει, κρατώντας ζωντανή την επαναστατική διάθεση των πρώτων ποιημάτων και την πίστη στην επαναστατική δύναμη της ποίησης. Στα αγγλικά του συναντάμε περισσότερο λυρισμό και τρυφερότητα, ενώ ανάμεσά τους υπάρχουν και λιγοστά ερωτικά.
Στο κριτικό του έργο αρχικά υπήρξε δεικτικός και επιθετικός. Στράφηκε όχι μόνο εναντίον του Καρυωτάκη λέγοντας πως τα ποιήματά του «μυρίζουν πτωμαΐνη» αλλά και του Παλαμά και του ίδιου του Σολωμού, επηρεασμένος και από την πολεμική του φουτουρισμού ενάντια στην παράδοση. Υπήρξε ο πρώτος της γενιάς του που αναγνώρισε τη σημασία της ποίησης του Καβάφη. Στις αναλύσεις του συνδύασε μαρξισμό και φροϋδισμό μελετώντας τη σχέση του πρώτου με την τέχνη. Έγινε ένας από τους πρώτους απολογητές της αριστερής διανόησης στην Ελλάδα, ενώ ασχολείται παράλληλα και με τον υπερρεαλισμό κερδίζοντας τον τίτλο του Έλληνα «θεωρητικού του υπερρεαλισμού».
Μια δόση από το έργο του
ΑΝΑΧΩΡΗΣΗ ΔΙΧΩΣ ΑΣΤΕΡΙΑ
Καθώς ή ανάμνηση τό νερό κάτω από τό καράβι καί ή ώρα
των πιό μεγάλων μυστικών
Τό όνομά σου είναι μπλε ένα μπλέ της φωτιάς καί της έλπίδας
Θά ’θελα νά τό αφανίσω
Νά κηλιδώσω τό ζεστό σου αίμα καί νά πνίξω την τόλμη μου
Τό αίμα χάθηκε στά μοιρολόγια
Έχασα τό κλειδί των όνειροπολήσεών σου
Σέ έχασα σά μιά πεντάρα ανάμεσα σέ εκατομμύρια άλλες
Ζήλευα τόν ίδιο μου τόν εαυτό
Καί την απεραντοσύνη των θαλασσών
’Αλλά είναι εσένα πού λυπάμαι
Τά ταξίδια σου χωρίς όνειρα
Τίς άγονές σου νύχτες
Τά μαλλιά σου πού παίζουν μόνα τους
Τά όνειρά σου χωρίς καθρέφτες παγωμένα όπως ή έπιθυμία ένός άλλου
Ίχνη αίματος καταυγάζουν τό πρόσωπο
Είμαι άπείρως περισσότερος από τό πλούσιο καί ηδυπαθές χρώμα
ένός εγκλήματος
Πέρα από ένας καθρέφτης γιά τά μάτια σου
Πέρα από τήν αναχώρησή σου
Πέρα από ένα αβέβαιο μέλλον
Περπατάω χωρίς ηχώ
Ή επιστροφή σου δέ θά προσέθετε τίποτα
Μαζί είμαστε πάρα πολλοί γιά μάς τούς ίδιους
Πάρα πολλοί σάν ένας στρατός σέ άτακτη υποχώρηση ή μιά κακή σοδειά
“Ολα μυρίζουν προδοσία ένα όνειρο πού διακόπτεται μιά σκέψη
πού ξεφεύγει απ’ τόν αέρα
Ή αναμονή έκ γενετής τυφλή
Πριν σέ γνωρίσω ή φωτιά ήτανε ιερή
Τώρα είναι ή γη πού καταρρέει
Θά επινοήσουμε κάτι άλλο
Μιά καρδιά πού νά λειτουργεί σά δαιμόνια μηχανή
Μιά ήμιτονοειδή ή έναν καινούργιο χαρταετό
‘Έναν καινούργιο χώρο ένα καινούργιο επίχρισμα γιά την αύγή
Δεν τά ’κλεψαν δλα ούτε τά καταβρόχθισαν
Ό ουρανός είναι απέραντος καί πέφτοντας τό πιό μικρό αστέρι
θά τρόμαζε τά μάτια σου
(Παρίσι 1939)
Από το βιβλίο “Νικόλαος Κάλας – Δεκαέξι γαλλικά ποιήματα και Αλληλογραφία με τον Ουίλλιαμ Κάρλος Ουίλλιαμς”, Εκδόσεις “Ύψιλον”, Αθήνα 2002. Μετάφραση: Σπήλιος Αργυρόπουλος, Βασιλική Κολοκοτρώνη.
Πηγές:
https://www.poeticanet.gr/nikolaos-kalas-a-121.html?category_id=44