Δεν είχε μείνει πλέον ούτε τόσον νερόν εις την μικράν λίμνην, όσον διά να καραβίσουν ο Παντελής ο Φάντης και ο Χαράλαμπος ο Σανταβελής τα καραβάκια τους, όταν εδραπέτευον κάθε δειλινόν από το σχολείον, με τους «φύλακας» κρεμαστούς υπό μάλης, και τρέχοντες ανεσήκωναν τας περισκελίδας των μακρόθεν, ούτε τόση μούργα, όσον διά να γεμίζει κάθε πρωί και βράδυ την μικράν φιάλην της η γρια-Παναγιού η Κοτρωνιώτισσα, μεταβαίνουσα από βούρκον εις βούρκον, και ξεχωρίζουσα με τον πήχυν της και με το τενεκεδένιο πενηνταράκι της το κατακάθισμα του λαδιού από το νερόν και από την λάσπην. Ο Κύριος εισήκουσε τας δεήσεις των πτωχών και τους στεναγμούς των πενήτων, και εσώρευσε τόσας νεφέλας εις τον αιθέρα, και ήστραψε και εβρόντησε τόσον τρομακτικά εις το στερέωμα, και έρριψε τόσον άφθονον νερόν εις το παραθαλάσσιον χωρίον, ώστε να εξαλειφθεί πάσα ακαθαρσία εις την γειτονιάν και να γίνει έν η γη και ο ουρανός και η θάλασσα.
Ήτο ώρα δειλινού και από πρωίας ο αιθήρ ήτο θολωμένος και σκότος επεκρέματο και συννεφιά μεγάλη. «Ορώρει δ’ ουρανόθεν νυξ». Τέλος οι καταρράκται του ουρανού ηνοίγησαν και έγινε βροχή, θάλασσα, καταποντισμός. Το κατώγειον της γρια-Ραγιάδαινας εγέμισε νερόν ως δύο πήχεις. Το ελαιοτριβείον του Λαυκιώτη επατήθη μέχρις αναστήματος και πλέον από το νερόν και οι κοπάνες εγέμισαν, αι ελαίαι παρεσύρθησαν από τον χαμηλόν σοφάν, το άλογον εσταμάτησε, και ο Γιάννης ο Αρμαμέντος έμεινε με το πτυάριον εις την χείρα. Η θεια-Μαριώ η Κατσικάκαινα εβγήκεν έξω εις το χαγιάτι και συνέπλεκε τας χείρας εις προσευχήν αγωνίας.
Ο σταύλος του γερο-Κουμενή είχε πλημμυρήσει και το γαϊδούρι έπλεεν εις το νερόν. Ο κύριός του άλλο μέσον δεν εύρε, παρά να τραβήξη την τριχιάν από την κλαβανήν επάνω εις το πάτωμα, ώστε το ζώον να πλέει το σώμα κάτω και την κεφαλήν ν’ ανατείνει επάνω, με κίνδυνον να πνιγεί από το σχοινίον πριν γλυτώσει από το νερόν. Πέραν εις τον κήπον του Σαραφιανού, η πλημμύρα είχε ρίψει κάτω τους τοίχους, και το νερόν εξέσπασε μέσα εις τον κήπον, παρασύρον καλύβας, σταύλους, φυτείας και δένδρα. Ο Σαραφιανός με τον κηρωτόν επενδύτην του, με τα υποδήματα μέχρι των μηρών, επροσπάθει να εμβαλώσει εκ των ενόντων το ρήγμα του τοίχου, κουβαλών χονδρά ξύλα και κούτσουρα και σωρεύων ταύτα διά να φράξει την ρωγμήν. Η γρια-Χιόνω από το παράθυρον εφώναζε:
— Κάψε τα, γυιέ μου, κάψε τα!
Ίσως εφαντάζετο ότι ο υιός της εσώρευε τα ξύλα διά να ανάψει φωτιάν.
Κάτω εις το ποτόκι όλα ήσαν θάλασσα.
Τα κατώγεια των οικιών είχον πλημμυρήσει όλα. Το βαρελάδικον του μαστρο-Στεφανή είχε γεμίσει νερόν ως δύο μπόια· ο βρόχινος ποταμός είχε ρίψει κάτω, πρώτον το τσαρδάκι ή το μικρόν παράπηγμα του Στεφανή, είτα παρέσυρε τα βαρέλια εις χορόν όλα, όσα ήσαν αποκάτω εις το τσαρδάκι, είτα εισώρμησεν εις το εργαστήριον του καλού χειρώνακτος και το έκαμε να πλέει. Αλλ’ η πλημμύρα ήτο εις όλα τα ισόγεια και όπου τα πατώματα ήσαν χαμηλά εκινδύνευε να τα φθάσει. Η γρια-Ραγιάδαινα, εφώναζεν απ’ αντικρύ να πάγουν να την γλυτώσουν.
Θα εχρειάζετο βάρκα, διά να της κάμουν την χάριν. Αλλά βάρκα δεν υπήρχεν άλλη ειμή τα βαρέλια του μαστρο-Στεφανή, οπού έπλεαν όλα εις την σειράν με γραφική νωθρότητα. Ο υιός του βαρελά, ο μικρός, είχε καβαλικεύσει το έν τούτων, και εύρε μεγάλην διασκέδασιν, αλλά δεν κατώρθωσε ν’ ανακαλύψει το πηδάλιον του αυτοσχεδίου πλοιαρίου. Έκλινε πότε με τον ένα πόδα, πότε με τον άλλον κατά το ρεύμα και ήτο έτοιμος κάθε στιγμήν να δώσει βουτιάν.
Επάνω εις το υψηλότερον μέρος της συνοικίας, το ανατολικόν, δεν ήτο φόβος να φθάση το νερόν εις τας οικίας. Εκεί ήσαν τα Κοτρώνια, υψηλοί βράχοι, καμωμένοι επίτηδες διά να κτίζουν φωλεάς τα νυχτοπούλια και διά να αναβαίνουν τα παιδιά να παίζουν με τους χαρτίνους αετούς, διά να κάμουν τρέλας και να φωνάζουν. Η γρια-Σακαβάραινα είχεν εξέλθει εις τον εξώστην και ετραβούσε τα μαλλιά της και εφώναζε:
— Τ’ είν’ αυτό, Θε μου, τ’ είν’ αυτό! Αμαρτωλοί είναι και θα τους βουλιάξει;
Και η θεια-Καρπέταινα, σύζυγος πλοιάρχου, ενθυμουμένη τον άνδρα της και τους υιούς της, οπού εταξίδευαν με το καράβι, έκραζε:
— Παναγιά μ’, στο πέλαγο! Παναγιά μ’, στο πέλαγο!
Ο γέρων πατήρ, ο καλός οικογενειάρχης, μιας πτωχής οικίας δίπλα εις το βαρελάδικον, είχεν οπλισθεί προχείρως με σκαπάνην και με κουβάν και είχε καταβεί εις το ισόγειον. Επροσπάθει να αδειάσει το νερόν από το κατώγι, επαιδεύετο να φράξει έως δύο πιθαμάς το κατώφλιον και επάσχιζε να δέσει το πιθάριον του ελαίου εις ένα κρίκον επί του τοίχου. Εγώ — ήμην κι εγώ εκεί — ιστάμην εις το παράθυρον, έβλεπα κι επροσπαθούσα να διώξω τον φόβον, να διασκεδάσω. Το είχα πάρει πονηρά, και δεν επήγα εις το σχολείον — άλλως πολύ αραιά επήγαινα. — Γυναίκες ανασκουμπωμέναι μέχρι γονάτων, πατούσαι εις τα νερά, ο βαρελάς κοπιάζων να εξασφαλίσει το εργαστήριόν του, να μαζώξει τα βαρέλια του, να βάλει στην άκρην τα κλαδιά και τα ξύλα από το χαλασμένον παράπηγμά του, όλα απετέλουν παιδικόν θέαμα. Η φουρνάρισσα εφώναζεν απ’ αντικρύ να πάγουν να γλυτώσουν τις κλάρες της, οπού τας είχε παρασύρει το ρεύμα. Δύο ή τρεις γέροντες της γειτονιάς ήσαν μέχριν βουβώνων εις το νερόν διά να γλυτώσουν ολίγες κουτσούρες και καυσόξυλα, οπού έπλεαν εις τον ποταμόν. Η γρια-Μερεγκλίνα, από το στενόν μέσα εφώναζε να της γλυτώσουν την σκαφίδα της, οπού την είχε πάρει το ρεύμα και την έσπρωχνε κάτω προς την θάλασσαν.
Τα παιδία από το σχολείον είχαν κάμει γενικήν έξοδον, καθώς εκόπασεν η βροχή και το ρεύμα της πλημμύρας εφούσκωνεν ακόμη. Εξήλθον δρομαίως με ατάκτους φωνάς και έτρεχαν, έτρεχαν εις την μεγάλην λίμνην του νερού κάτω προς τον αιγιαλόν, διά να προφθάσουν να χορτάσουν καράβισμα και παιγνίδι εις τα νερά μίαν φοράν, να βραχούν, να παίξουν με το ρεύμα. Και δύο κοπάδια πάπιες, οπού έπεσαν εις τα νερά άμα εσταμάτησεν η βροχή, κι εβουτούσαν, ετράπησαν εις φυγήν έντρομοι.
Πτωχή χήρα, η Μαριώ η Λιβαδάκαινα, μαζί με την κόρην της την Ματώ, ευρίσκοντο εις τον μεμονωμένον οικίσκον των, εις το χαμηλότερον μέρος του Λιβαδιού, προς την εξοχήν, εις την άκρην του χωρίου. Άμα ήρχισεν η καταιγίς και τα θεμέλια της οικίας ταχέως κατεπλημμύρισαν. Αλλά η Μαριώ δεν επρόσεχε κατ’ αρχάς εις τούτο. Είχε το μάτι υψηλά κατά το βουνόν. Ήτον αφηρημένη.
— Μάννα, θα πλημμάρουμε, εφώναξεν η κόρη της.
Η μήτηρ εξηκολούθει να κοιτάζει υψηλά εις το βουνόν.
— Ας πα να πλημμάρουμε, εψιθύρισε.
— Μάννα, πλημμάραμε! επανέλαβε μετ’ ολίγον η Ματώ.
Η χήρα έστρεψε το βλέμμα προς τα παρά πόδας. Όλη η στεφάνη του εδάφους ολόγυρα είχε πλημμυρήσει και το ισόγειον της οικίας ήτο γεμάτο νερόν. Το χαμηλόν πάτωμα εκινδύνευε να το φθάσει. Θάλασσα, ποταμός, πέλαγος.
— Πω, πω, πω! έκαμεν η μήτηρ συμπλέκουσα τας χείρας.
Από την στέγην της οικίας είχαν ανοίξει δέκα έως δώδεκα σταλαγμοί. Τα φορέματα, η «τέμπλα» με τα στρώματα και τα σινδόνια, τα πενιχρά έπιπλα, όλα ήσαν καταβρεγμένα.
Η κόρη τα μετέφερε και τα εσώρευεν όλα μαζί, πότε εις την μίαν γωνίαν και πότε εις την άλλην· αλλά και εκεί ήνοιγε σταλαγμός. Τέλος τα εκουβάλησεν όλα εις την μέσην· αλλ’ εκεί ήνοιξε μέγας σταλαγμός εις τον «καβαλάρην» της στέγης.
Την προηγουμένην εβδομάδα είχαν ξανασύρει την σκεπήν. Να το ήξευραν να μη βάλουν μάστορην!
Αλλά και τι τον ήθελαν τον μάστορην; Μήπως ήτον ιδικόν τους σπίτι; Ο κυρ Αργυρός ο Ξυγκοχέρης, ο πιστωτής των, τους εφοβέριζε καθημερινώς να τους βγάλει από το σπίτι. Προ δύο ημερών ακόμη είχε περάσει απ’ εκεί και τους είπε ότι θα τους πάρει το ποτάμι… Ας χαρεί τώρα.
— Πω, πω! θα πνιγούμε, μάννα! ωλόλυξεν η κόρη συμπλέκουσα τας χείρας, κοιτάζουσα διά του παραθύρου κάτω και βλέπουσα όλον το Λιβάδι θάλασσαν. Δεν εφαίνετο πουθενά πάτημα διά να πατήση τις. Και η βροχή εξηκολούθει ακόμη.
— Θα πνιγούμε! εθρήνησε η μήτηρ, τραβούσα τα μαλλιά της, και ο αδερφός σου, ο αδερφός σου που λείπει απ’ το πρωί στο χωράφι, δεν θα πνιγεί;
Σπαρακτική ήτο η φωνή της μητρός.
٭٭٭٭٭
Απέναντι, προς το μεσημβρινόν μέρος, πεντακόσια βήματα μακράν εκατοικούσεν η Μαργαρώ η Μποστανού, εντός του λαχανοκήπου τον οποίον εκαλλιέργει ο σύζυγός της. Ο οικίσκος των υψηλά, επί λοφίσκου, αψηφούσε την πλημμύραν. Η γυνή είχεν ανοίξει το παράθυρον και εφώναξε προς την Μαριώ τη Λιβαδάκαινα:
— Θα πνιγείτε, χριστιανές!
Η Μαριώ ήτον αφωσιωμένη όλη εις τον στοχασμόν του υιού της, ήτον παραδομένη εις την ανησυχίαν της. Εκοίταζε το βουνόν με όμμα απλανές, ως να έβλεπεν οπτασίαν. Ο υιός της πού να είναι με αυτόν τον κατακλυσμόν;
— Πνιγήκατε, χριστιανές, εφώναξεν πάλιν η Μαργαρώ η Μποστανού.
Όλον το Λιβάδι πέλαγος. Και αν επροθυμείτο τις να υπάγει εις βοήθειαν των αγωνιώντων, δεν θα ηδύνατο πλέον.
Ο σύζυγος της Μαργαρώς ήτο κάτω εις το ισόγειον και διώρθωνε τα τσαπιά, και ετρόχιζε με οξύν τριγμόν μικρόν πριόνιον, το οποίον του εχρησίμευε διά το κλάδευμα των δένδρων. Το νερόν έπρεπε ν’ αναβεί δύο μπόια ακόμη διά να τους φθάσει. Διά της μικράς θυρίδος έβλεπε και αυτός την τεφράν, χωματόχρουν, κυματώδη θάλασσαν, την κατακλύζουσαν όλα τα αλώνια και τους κάμπους.
— Καλέ, δεν ακούς τι γίνεται, δεν βλέπεις! εφώναξεν άνωθεν διά της καταπακτής η σύζυγός του. Θα χαλάσει ο Θεός τον κόσμο.
Ο κηπουρός κάτωθεν απήντησεν εις την ερώτησιν δι’ άσματος, ψάλλων με την βραχνήν φωνήν του:
Βρέχει ουρανός και βρέχουμαι,
ξενάκ’ είμαι και ντρέπουμαι.
٭٭٭٭٭
Η θέσις των δύο γυναικών, εις το μοναχικόν σπιτάκι του Λιβαδιού, ήρχισε να γίνεται απελπιστική. Η κόρη έκφρων ωλόλυζεν. Εκοίταζε βλοσυρά το παράθυρον, τον εξώστην, την ξυλίνην σκάλαν, όλα απειλούμενα και σαλευόμενα από την πλημμύραν. Η μήτηρ είχε παύσει αρτίως να τραβά τα μαλλιά της. Έσχιζε τας παρειάς, εκόπτετο, κι εμοιρολογούσε. Δεν έκλαιε το σπίτι, δεν έκλαιε την κόρην της, ούτε τον εαυτόν της, έκλαιε τον υιόν της, όστις ήτο μακράν. Εκοίταζε κατά το βουνόν, αλλά δεν το διέκρινε πλέον. Ο πελώριος σίφων, στύλος φοβερός ενώνων τον ουρανόν με την γην, οπού διά πενθίμου ανταυγείας εφώτιζεν εκ διαλειμμάτων τα πέριξ και έκαμνε το βουνόν να ξεχωρίζη, εσχίσθη ήδη, διερράγη και διελύθη, και το βουνόν, μαύρος ατμός, έγινεν εν με τον αιθέρα.
Εφαντάζετο ήδη πνιγμένον τον υιόν της, πτώμα ελεεινόν, φοβερόν την θέαν, παρασυρόμενον από το ρεύμα, κτυπώντα την κεφαλήν από βράχου εις βράχον, αγκιστρούμενον και σφηνούμενον εις τους βάτους και τους θαμνώνας, από αιμασιάν εις αιμασιάν. Ηυτοσχεδίαζεν ακουσίως εν μοιρολόγιον:
Πώς θα σε φέρουν, γυιόκα μου, πνιμένον μες στο ρέμα!
Πώς θα σε ιδώ!…
Η Μαργαρώ η Μποστανού εφώναζε τον άνδρα της:
— Καλέ, έλα πάνω να ιδείς! Να μπορούσε κανείς να τις γλυτώσει!…
Ο άνθρωπος απήντησε με το βραχνόν τραγούδι του:
Έρχουμαι, κυρά μ’, δεν έρχουμαι,
όξω στην πόρτα στέκουμαι,
βρέχει ουρανός και βρέχουμαι.
٭٭٭٭٭
Η βροχή είχε παύσει, και η πλημμύρα δεν είχε καταπέσει. Είχαν κατέλθει όλα τα ανώνυμα ρεύματα του ποταμού, όλα των κοιλάδων τα θολά ποτάμια, όλα τα χειμέρια κατακαθίσματα των υπωρειών.
Το μικρόν σπιτάκι στο Λιβάδι έτριζεν, έτριζε, κατέρρεεν. Η βοή του καταποντισμού ανήρχετο εις τον αιθέρα, και εις την βοήν αυτήν δεν εχάνετο ο στεναγμός των πενήτων διά τους αγγέλους του Θεού.
Το σπιτάκι της πτωχής χήρας είχε καθίσει από το εν μέρος, και είχε λάβει στάσιν χωλού κλίνοντος προς τον ένα ώμον, πτωχού γέροντος στηριζομένου επί της ράβδου του. Δεν υπήρχεν ορατόν στήριγμα δι’ αυτό. Πλην αόρατος χειρ εφαίνετο να το κρατεί από το έν μέρος, διά να μη καταρρεύσει όλον.
Όταν εκόπασεν η βροχή, χωρικοί κατέβαινον τρέχοντες με τα υποζύγιά των. Επανήρχοντο από τους αγρούς μισοπνιγμένοι, βρεγμένοι ως το κόκκαλον. Διήρχοντο εις απόστασιν εκατοντάδων βημάτων. Η Μαριώ ίστατο εις το παράθυρον, παρακαλούσα εκθύμως την Παναγίαν, και ερωτώσα μεγαλοφώνως τους διαβαίνοντας μακράν:
— Μην είδατε τον Μανώλη, τον γυιό μου;
Ούτε φωνή, ούτε ακρόασις. Ο καθείς έσπευδε διά να ίδει τι έγινε το σπίτι του, η φαμιλιά του, και δεν ήκουε τι τον ηρώτα η χήρα του Λιβαδιού.
Αλλ’ αύτη δεν απέκαμνε να ερωτά, ενόσω διέβλεπεν εις το σκότος.
Η δεκεμβριανή ημέρα είχε δύσει, η πλημμύρα κατέπιπτε και το σκότος απειλητικός επεκρέματο εις τα φωσφορίζοντα νερά.
— Μην είδατε πουθενά το γυιό μου, τον Μανώλη;
— Δεν τον είδαμε…. της εφάνη ότι ήκουσεν άπαξ, και η απάντησις ήτο σπαραγμός δι’ αυτήν. Ω, Παναγία μου!
— Μάννα, αφού γλυτώσαμε ως τώρα, πάμε να κατεβούμε, κι ας πλέψουμε στο ποτάμι. Το σπίτι θα πέσει, μπορεί να γλυτώσουμε!
— Πάμε να ιδούμε τι γίνηκε ο Μανώλης.
Η κόρη εμπρός, η μήτηρ οπίσω, εδοκίμασαν να καταβώσι την σαλευομένην και σειομένην σκάλαν.
Είχον κατέλθει δύο σκαλοπάτια και πλατάγισμα ηκούσθη μέσα εις το νερόν. Εφάνη κάτι τι μεγαλόσωμον, διπλούν το σχήμα, τεράστιον, κενταυρικόν, κατά το ήμισυ πλέον, κατά το ήμισυ πατούν, πηδών και παραδέρνον, μέσα εις το ρεύμα.
— Μάννα, είστε καλά; Γλυτώσατε;
Ήτο η φωνή του Μανώλη.
— Ω, γυιέ μου! Ω, παιδί μου, παιδάκι μου! Είσαι καλά; Ήρθες;
Ήτον ο Μανώλης, καβάλα εις το άλογόν του. Επήδησε κάτω, έως την μέσην εις το νερόν, και ηγκαλίσθη την μητέρα του.
٭٭٭٭٭
Την εσπέραν εκείνην η πτωχή οικογένεια επήγε και διενυκτέρευσεν εις της Μαργαρώς της Μποστανούς. Ο κηπουρός εσυμβούλευσε τον Μανώλην:
— Να κάμεις νόμο-τρόπο, λέω ’γω, ν’ αγοράσεις ένα σπιτότοπο απάνω στα Κοτρώνια, ή στα Γελαδάδικα, ή στον Απάνω Μαχαλά, να χτίσετε κανένα σπιτάκι, να μη σας πατεί το νερό.
Η χήρα έλαβε τον λόγον:
— Καλά το λες, γείτονα, μα κείνος ο νταβατζής μας ο Ξυγκάκιας, του χρωστούμε, λέει, δεν ξέρω πόσα γίνονται, τριακόσιες δραχμές, όλο το διάφορο-κεφάλι, το διάφορο-κεφάλι… κι ας του πληρώναμε ταχτικά το διάφορο, μόνο δυο χρονιές δεν του πληρώσαμε… Θα μας έχει πάρει άλλα τόσα κι άλλα τόσα, κι ακόμα δώσ’ του, το διάφορο-κεφάλι του… κι εφοβέριζε να μας βγάλει από το σπίτι, να μας το πουλήσει στη δημοπρασία… και μας είπε τις προάλλες, θα πέσει, μας είπε, το σπίτι να μας πλακώσει…. Να που έπεσε τώρα, ας το χαρεί… Δεν έστελνε δα σήμερα κανένα κλήτορα ή κανένα ταχτικό να μας βγάλει απ’ το σπίτι, μεγάλη χάρη θα μας έκανε… όλοι μας δυο πήχες τόπο θα χρειαστούμε για να μας θάψουν…. Ας χορτάσουν πλια οι αναχόρταγοι…
Ο κηπουρός έσεισε τους ώμους, έπιε μίαν εις υγείαν της χήρας και των τέκνων της, και έψαλεν ευθύμως το βραχνόν άσμά του:
Έλα βαριά, σιγά και ταπεινά,
μην πάρουν τ’ άρματα φωτιά,
και κάψουνε τη γειτονιά.
Έρχουμαι, καλέ μ’, δεν έρχουμαι,
όξω στην πόρτα στέκουμαι,
ξενάκ’ είμαι και ντρέπουμαι.
Και η Μαργαρώ η γυναίκα του είπεν:
— Εγλύτωσεν ο κοσμάκης και τη φορά αυτή, δόξα να ’χει ο Θεός!
(1896)
Πηγή: https://www.sarantakos.com/kibwtos/mazi/ppd_libadi.html