Στὸν Πρόδρομον στὸν Ἀσέληνο
Πίσω στὸν Ἀσέληνο, στὸ ρέμα
ὅπου σταλάζουν τὰ ὅρη γλυκασμὸν
καὶ τὸ δάσος ὅλον φαίνεται ἔμψυχον
ἀπ’ τὸ πλῆθος τῶν κοσσυφιῶν ὁπού λαλοῦν
Πάν’ ἂπ’ τὸ(ν) Ἀσέληνο γιαλό,
στὸν κατήφορο ποὺ φέρνει κατὰ τὴν ἄμμο
ἐκεῖ λάμπει τὸ μικρό, παλαιὸ Μοναστηράκι
μὲ τὴν ἐκκλησία τοῦ τὴν ἁγιασμένη.
Ἐκεῖ ἡ χάρις τοῦ τιμίου Προδρόμου ἐπισκιάζει
τῆς Ἐλισάβετ καὶ τοῦ Ζαχαρίου ὁ βλαστός,
ὁπού ἐβλάστησε στὸ γῆρας καὶ τὴν στείρωσιν,
ἐκεῖ ἀνθεῖ καὶ θάλλει κ’ εὐωδιάζει.
Ἀπὸ τοῦτο τὸ δάσος, γύρω γύρω
ἄγρια δέντρα, κι ἀρεοὶ καὶ θιλύκια,
ἐκεῖ εἶναι τὸ μυστηριῶδες Δασκαλειὸ
ποῦ ἀπὸ μέσ’ ἂπ’ τὴν κουφάλα μίας δρυὸς
ὡραία βρύσις παραδόξως βγαίνει.
Ἀπὸ τὴν ἐρημία σου Ἅι μου Γιάννη
ποῦ ἤχησε τὸ πάλαι ἡ φωνὴ σὸ
θυμήσου μᾶς κ’ ἐμᾶς κ’ ἐμᾶς λυπήσου
ποῦ λυώνομε μέσα σὲ μία ἐρημία
γεμάτη ἀπὸ πληθυσμὸν ἀνθρώπινον.