Wonderland: μια ταινία για την ψηφιακή μετενσάρκωση

Η ταινία Wonderland (2024), σε σκηνοθεσία του Kim Tae-yong, κυκλοφόρησε το καλοκαίρι στην πλατφόρμα Netflix. Μετρώντας στο δυναμικό της πολλά γνωστά ονόματα της κορεάτικης- και όχι μόνο- μικρής και μεγάλης οθόνης η κυκλοφορία της ήταν πολυαναμενόμενη. Το φιλμ επιχείρησε να δημιουργήσει ένα αφήγημα επιστημονικής φαντασίας περιπλεγμένο με την πάντοτε επίκαιρη θεματική των ανθρώπινων σχέσεων: οικογενειακών ή ερωτικών. Παρά την εμφανή προσπάθεια να αγγίξει ευαίσθητα ζητήματα με το τεχνολογικό περίβλημα πανταχού παρόν, αποτυγχάνει να το πράξει εις βάθος και καταλήγει άνευ νοήματος και ίσως άνευ αφηγήματος.

Στην ταινία περιηγούμαστε σε έναν κόσμο στο απροσδιόριστο μεν, εγγύς δεν, μέλλον όπου η τεχνολογία επιτρέπει ψηφιακές επανενσαρκώσεις. Μέσω μιας ειδικής υπηρεσίας, οι άνθρωποι που χάνουν τους αγαπημένους τους δύνανται πλέον να συνδέονται με “αναστημένες” ψηφιακές εκδοχές τους, οι οποίες δομούνται μέσα από τις αναμνήσεις και βάσει των επιθυμιών τους. Τα ψηφιακά δίδυμα αγνοούν ότι έχουν φύγει από τη ζωή, ενώ η καθημερινότητά τους στον νέο- ηλεκτρονικό κόσμο ονόματι Wonderland μετατρέπεται στη νέα τους πραγματικότητα.

Η ταινία παερουσιάζει τις ιστορίες διάφορων χρηστών της υπηρεσίας, μιας γιαγιάς που έχει χάσει τον εγγονό της, μιας κόρης που η μητέρα της έφυγε νωρίς, μιας νέας γυναίκας που ο αγαπημένος της βρίσκεται σε κόμμα, ενός μεσήλικα που αποφασίζει στο τέλος της ζωής του να χρησιμοποιήσει την υπηρεσία και μιας εκ των προγραμματιστών της Wonderland που είχε χάσει τους γονείς της. Οι νεκροί ή οι συγγενείς τους έχουν επιλέξει τους δικούς τους εικονικούς κόσμους και έτσι περνούν τις παράλληλες ζωές τους που σημείο τομείς βρίσκουν αποκλειστικά μέσω βιντεοκλήσεων που κάνει ο ένας στον άλλο.

Η ταινία έχει ονειρική φουτουριστική ατμόσφαιρα. Στο μεγαλύτερό της μέρος ο θεατής απολαμβάνει εξωπραγματικές τοποθεσίες, από ερημικές εκτάσεις μέχρι διαστημικά τοπία. Ωστόσο, οι σκηνές που διαδραματίζονται στον πραγματικό μας κόσμο δεν προκαλούν την ίδια έκπληξη. Μάλιστα, ορισμένες όπως αυτή στο αεροδρόμιο φαίνονται “τεχνητές” και αποπροσανατολίζουν τον θεατή, προκαλώντας σύγχυση μεταξύ των δύο κόσμων. Ίσως, βέβαια, το μπέρδεμα αυτό να ήταν κάπως ηθελημένο. ​Οι ερμηνείες είναι ως επί το πλείστον, εξαιρετικές, αποδίδοντας τους πολυδιάστατους χαρακτήρες που ισορροπούν μεταξύ δυο κόσμων, ακόμα και στα σημεία που το σενάριο εμφανώς χωλαίνει.

Παρά το γεγονός ότι υπάρχει μια ροπή η ταινία να καταπιαστεί με βαθιά θέματα, όπως η απώλεια και η διαχείριση του πένθους, αλλά και ο τρόπος με τον οποίο η τεχνολογία μπορεί να επηρεάσει την αντιμετώπιση αυτής της θλίψης. Ταυτόχρονα, θέτει ηθικά ερωτήματα αναφορικά με τη δυνατότητα αντικατάστασης του προσώπου από ένα “ψηφιακό δίδυμο” που έχει διαμορφωθεί κατ’ εικόνα και καθ’ ομοίωσή του. Η απάντηση είναι ακόμα, μάλλον, πολύ νωρίς για να δοθεί. Η ταινία επιχειρεί να δώσει τη δική της (δε θα σας αποκαλύψουμε αν είναι θετική ή αρνητική).

Οι πολλαπλές ταυτόχρονα εξελισσόμενες ιστορίες δεν άφηναν καμιά να αναπτυχθεί λίγο παραπάνω, ώστε να περάσει τα μηνύματα στα οποία προφανώς στόχευε το σενάριο και η σκηνοθεσία. Το καστ με την υποκρτική του δεινότητα δεν κατόρθωσε να γεφυρώσει το κενό. Αν και η ώρα περνά ευχάριστα, στο τέλος ο θεατής αισθάνεται σίγουρα ανολοκλήρωτος. Ωστόσο, μπαίνει σε ένα ηθικό δίλημμα. Είναι το μέλλον μιας ψηφιακής μετενσάρκωσης άραγε τόσο μακρινό; Η απάντηση είναι σίγουρα όχι. Είναι, όμως, και επιθυμητό; Αυτό θα το απαντήσει ο ίδιος, Ίσως αυτή η ταινία να είναι μια καλή αφορμή για προβληματισμό.

Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *