«Ο Επιστάτης» (The Caretaker) είναι θεατρικό έργο του Χάρολντ Πίντερ αποτελούμενο από τρεις πράξεις. «Ο Επιστάτης» γράφτηκε το 1951 και είναι το έργο που έκανε διάσημο τον Πίντερ στην Αγγλία και σε ολόκληρο τον κόσμο.
Ο Χάρολντ Πίντερ (1930 – 2008) σκηνοθέτης, ηθοποιός, ποιητής, είναι ο συγγραφέας που ταυτίστηκε με τη σύγχρονη πρωτοπορία και άσκησε τη μεγαλύτερη επιρροή στο στο μεταπολεμικό θέατρο. Έγραψε έργα για θέατρο, τηλεόραση, ραδιόφωνο και ταινίες. Το έργο του Πίντερ έχει επηρεαστεί πολύ από τον Σάμουελ Μπέκετ με τον οποίο τον συνέδεσε βαθιά και μακροχρόνια φιλία. Το 2005 τιμήθηκε με το Βραβείο Νόμπελ Λογοτεχνίας ενώ είχε λάβει και το βραβείο Φραντς Κάφκα. Το ύφος του ήταν τόσο διακριτό ώστε ο όρος «πιντερικό» εισήχθη στο αγγλικό λεξικό της Οξφόρδης.
«Ο Επιστάτης» παρουσιάστηκε στις 27 Απριλίου 1960 στο Arts Theatre London και ένα μήνα αργότερα μεταφέρθηκε στο Duchess όπου έδωσε 444 παραστάσεις. Έχει παρουσιαστεί σε όλες τις πρωτεύουσες του κόσμου κι έχει παιχτεί στον κινηματογράφο και την τηλεόραση. Στην Ελλάδα παρουσιάστηκε με μεγάλη επιτυχία το 1965 από το Θέατρο Τέχνης σε σκηνοθεσία Κάρολου Κουν, ενώ το 2014 παρουσιάστηκε και στη σκηνή του Θεάτρου Δημήτρης Χορν με τον Γιώργο Κιμούλη στον πρωταγωνιστικό ρόλο.
Ο Ντέιβις, ένας άστεγος ηλικιωμένος βρίσκει καταφύγιο σε ένα ακατάστατο δωμάτιο ενός εγκαταλελειμμένου σπιτιού. Ο ίδιος εισβάλλει σε ένα χώρο που διεκδικούν δύο αδέλφια. Ο πρώτος, ο Άστον, ο «καλός Σαμαρείτης» ζει σε μια συναισθηματική απομόνωση. Βρίσκει διέξοδο με το να επισκευάζει τις μηχανές του, ενώ κάνει όνειρα ότι κάποια στιγμή θα φτιάξει στην αυλή ένα υπόστεγο. Ο δεύτερος αδελφός, ο Μικ, έχει επιχειρηματικές ανησυχίες και ζει σε έναν ονειρικό-εφιαλτικό σύμπαν. Ο άστεγος, δέχεται τη δουλειά του επιστάτη που του προσφέρουν τα δύο αδέλφια, χωριστά ο καθένας, αλλά παραμένει καχύποπτος. Δεν εμπιστεύεται κανένα, μισεί τους ξένους, κρατά σε απόσταση τους «εργοδότες» του και υπονομεύει τη μεταξύ τους σχέση προς ίδιον όφελος.
Πρόκειται για έργο μινιμαλιστικό στη σύλληψή του, που οι σκηνικές του απαιτήσεις περιορίζονται σε ένα δωμάτιο γεμάτο πράγματα και τρία πρόσωπα. Ο χώρος δράσης του Επιστάτη είναι ένα δωμάτιο που ανήκει σε κάποιο φθαρμένο από το χρόνο σπίτι, τοποθετημένο σε μια φτωχογειτονιά του δυτικού Λονδίνου.
Είναι ένα δράμα πάνω στην αδυναμία επικοινωνίας των ανθρώπων και θεωρείται ένα από τα σπουδαιότερα έργα του σύγχρονου δραματολογίου παγκοσμίως. Σε πρώτη προσέγγιση έχει ένα αναγνωρίσιμο απλό πυρήνα, αλλά όπως όλα τα έργα του Πίντερ κρύβει πολλαπλά επίπεδα. Στην υπόθεση του έργου, ένας άστεγος μεσήλικας βρίσκει καταφύγιο σε ένα ακατάστατο δωμάτιο ενός εγκαταλελειμμένου σπιτιού. Πρόκειται για την εισβολή ενός παρείσακτου σε ένα χώρο που τον διεκδικούν δύο αδέλφια. Ο ένας, ο Άστον, ζει σε μια συναισθηματική απομόνωση, μαστορεύοντας τις διάφορες μηχανές του και κάνοντας όνειρα ότι θα φτιάξει στην αυλή ένα υπόστεγο. Ο άλλος, ο Μικ με επιχειρηματικές ανησυχίες μοιάζει πολυάσχολος αλλά, κατά βάση ζει σε ένα δικό του εφιαλτικό κόσμο. Ο άστεγος δέχεται την δουλειά του Επιστάτη που του προσφέρουν τα δύο αδέλφια, χωριστά ο καθένας, χωρίς όμως να εμπιστεύεται κανέναν. Μισεί τους ξένους, φοβάται και κρατάει σε απόσταση τα δύο αδέλφια και νοιώθει να απειλείται ακόμη και μέσα από την προσφορά και υπονομεύει τη σχέση και των δύο αδελφών προς ίδιον όφελος. Μέσα από τις ταραγμένες σχέσεις τριών προσώπων, ο Πίντερ σχολιάζει καυστικά τα πολλαπλά πρόσωπα της εξουσίας, τους κοινωνικούς κανόνες αλλά και τις απέλπιδες προσπάθειες του ανθρώπου να συμβιώσει και να συνυπάρξει αρμονικά.
Σημαίνουσα θέση στο κείμενο του Πίντερ είναι η «εμφανώς κρυμμένη» σχέση γιων – πατέρα, είτε Πραγματικά, είτε Φαντασιακά είτε Συμβολικά. Ο Πατέρας είναι παρών απών σε όλο το έργο. Η λακανική προσέγγιση βοηθά την ανάλυση του κειμένου, αλλά την ίδια στιγμή αρχίζει παραστασιακά ένα μεγάλο πρόβλημα: πώς να μιλήσεις για τον Πατέρα, όταν στο έργο, επειδή ακριβώς ο Πίντερ θέλει να δηλώσει την έλλειψη αυτή, δεν ακούγεται πουθενά το Όνομά του, ενώ παράλληλα υπάρχει ένας διαρκής υπαινιγμός σ’ αυτόν; «Μου θυμίζεις τον αδελφό του θείου μου, είσαι φτυστός αυτός», λέει κάποια στιγμή ένας εκ των αδελφών στον Επιστάτη, αρνούμενος να εκφέρει το όνομα Πατέρας. Την ίδια στιγμή που και ο Επιστάτης ψεύδεται: αποφεύγει ή αρνείται να ονοματίσει τον εαυτό του. «Πώς σε λένε;», ρωτούν τα δύο αδέλφια πάλι και πάλι, ξανά και ξανά τον Επιστάτη, κι εκείνος είτε λέει ένα ψεύτικο όνομα και επώνυμο, Μπέρναρντ Τζένκινς, είτε λέει ένα υποτιθέμενα αληθινό επώνυμο χωρίς όνομα: Ντέιβις, για να αναγκαστεί ο ένας απ’ τα δύο αδέλφια να τον ρωτήσει στο τέλος: «Έχεις δύο ονόματα. Ποια είναι τα άλλα;» Ενώ παράλληλα και τα δύο επώνυμα, που έχει χρησιμοποιήσει αυτός, κρύβουν ετυμολογικά… από ένα πατρώνυμο: Τζένκινς, ο γιος του Τζον, και Ντέιβις, ο γιος του Νταβίντ. Η εβραϊκή καταγωγή του Πίντερ είναι εμφανής στην επιλογή των ονομάτων που δίνει στα πρόσωπα του έργου.
Το κείμενο του Πίντερ είναι τόσο συμπυκνωμένο και κλειστό, που σου απαγορεύει κάθε παραστασιακή επεξήγηση. Αγαπάει να είναι κρυμμένο, ως κάτι το πολύ φυσικό. “Ο Επιστάτης δεν είναι τίποτ’ άλλο από μια συγκεκριμένη κατάσταση, που έχει δημιουργηθεί από τη σχέση τριών ανθρώπων, οι οποίοι δεν έχουν τίποτα το συμβολικό. Το έργο μου είναι ρεαλιστικό, αυτό που κάνω εγώ δεν είναι”, λέει ο Πίντερ.
ΠΗΓΕΣ: https://el.wikipedia.org/wiki/%CE%9F_%CE%95%CF%80%CE%B9%CF%83%CF%84%CE%AC%CF%84%CE%B7%CF%82 , https://www.athinorama.gr/theatre/performance/o_epistatis-10003022.html , https://www.lifo.gr/guide/culturenews/theater/40921 , http://www.avgi.gr/article/10971/1804771/-eisai-idios-me-ton-adelpho-tou-theiou-mou-e-e-elleipse-tou-patera-