«Σκέφτομαι να βάλω ένα τέλος. Από τη στιγμή που θα εμφανιστεί αυτή η σκέψη, παραμένει. Κολλάει. Αντέχει στον χρόνο. Κυριαρχεί. Ως προς αυτό, δεν μπορώ να κάνω και πολλά. Πιστέψτε με. Δεν φεύγει. Είναι εκεί, άσχετα αν μ’ αρέσει ή όχι. Είναι εκεί όταν τρώω. Όταν ξαπλώνω στο κρεβάτι. Είναι εκεί όταν κοιμάμαι. Εκεί κι όταν ξυπνάω. Είναι εκεί διαρκώς. Διαρκώς.»
To «Σκέφτομαι να βάλω ένα τέλος» είναι η καινούργια δημιουργία του Τσάρλι Κάουφμαν που ξεκίνησε να προβάλλεται πριν λίγο διάστημα και στο ελληνικό Netflix. Η ταινία βασίζεται στο ατμοσφαιρικό ψυχολογικό θρίλερ του Ίαν Ριντ. Με συνεχείς ανατροπές κι ένα τέλος που σου κόβει την ανάσα, ο Ριντ σε αυτό το έργο του διερευνά την έννοια της ταυτότητας, βουτά στην άβυσσο του ανθρώπινου ψυχισμού και θέτει ερωτήματα για την ελεύθερη βούληση, την αξία των σχέσεων, τον φόβο και τα όρια της μοναξιάς.
Η υπόθεση της ταινίας αφορά μια νεαρή γυναίκα, την Λούσι, που σκέφτεται να τερματίσει την σχέση της με τον φίλο της, τον Τζέικ, ωστόσο τον συνοδεύει για πρώτη φορά σε μια επίσκεψη στους γονείς του. Η ταινία χωρίζεται σε τρία μέρη ουσιαστικά, το road trip προς την φάρμα που μένουν οι γονείς του, την σύντομη διαμονή τους με το γεύμα με τους γονείς εκεί και την επιστροφή. Και τα δύο ταξίδια, με έντονη χιονόπτωση.
Αρχικά, η ταινία ακολουθεί την πρώτη εντύπωση που μας δίνει, ώσπου στην σκηνή στο σπίτι, ο Κάουφμαν αποφασίζει να μας βυθίσει σε ένα επαναλαμβανόμενο σκηνικό (βλέπουμε την ίδια σκηνή με μικρές αλλαγές κάθε φορά). Εκεί, πρωταγωνιστεί ο Τζέικ, ο οποίος φαίνεται να φροντίζει στοργικά τους γονείς του και παράλληλα να ασφυκτιά στην συνύπαρξή του μαζί τους και γενικότερα να δυσανασχετεί με την παρουσία του στο πατρικό του. Στην επιστροφή, η συζήτηση του ζευγαριού μπαίνει σε βαθύτερα νερά, με πολλές φιλοσοφικές αναφορές, εξερευνώντας την ηλικία, τον χρόνο, τις επιλογές, την φιλοδοξία, με τρόπο που οι περισσότεροι ίσως δεν έχουμε σκεφτεί. «Φαίνεται απελπιστικό. Σαν να νιώθεις γέρος, το σώμα σου φθίνει, η ακοή σου, η όραση σου, δεν μπορείς να δεις, είσαι αόρατος, πήρες πολλές λάθος στροφές. Το όλο ψέμα, ότι κάτι θα βελτιωθεί, ότι ποτέ δεν είναι αργά, ότι ο Θεός έχει ένα πλάνο για σένα, ότι η ηλικία είναι ένας αριθμός, ότι το πιο βαθύ σκοτάδι είναι πριν την αυγή, ότι ουδέν κακό αμιγές καλού». (Απόσπασμα από την ταινία)
Ακόμα και τα μέλη του καστ εξακολουθούν να μελετούν τα αινίγματα και τις βαθύτερες έννοιες της ταινίας, την οποία ο Kaufman σχεδίασε σκόπιμα για να ανταμείψει τις επαναλαμβανόμενες προβολές. «Ξέρω τι σήμαινε για μένα ενώ γυρνούσαμε τις σκηνές, αλλά ήταν διαφορετική εμπειρία να το παρακολουθώ», λέει ο Τζέσε Πλέμονς. «Με κλόνισε πραγματικά που το παρακολούθησα. Είναι ακόμα μυστηριώδες». «Στην πραγματικότητα, πρόκειται για τόσες πολλές, ανθρώπινες εμπειρίες και συναισθήματα που μπορεί να είναι ό,τι θέλετε», λέει η Κολέτ. «Δεν χειραγωγεί το κοινό. Και ο Τσάρλι… του αρέσει έτσι. Είναι απλώς μια ιστορία πάνω σε μια ιστορία πάνω σε μια ιστορία, πολύ όμορφα περίπλοκη. Υπάρχει μια απλή αφήγηση για να προσκολληθούμε σε αυτή, και υπάρχει κι αυτό που αφορά πραγματικά αυτή η ταινία». Η ταινία διερευνά θέματα μηδενισμού, υπαρξισμού και ηδονισμού σε πολλές σκηνές. Οδηγώντας μας προς το τέλος της ταινίας, ο Κάουφμαν προσδίδει μια έντονη δόση λυρικότητας στις ως τότε φιλοσοφικές αναζητήσεις, με αναφορές στην λογοτεχνία και τον κινηματογράφο. Όσον αφορά το τέλος, η ταινία δείχνει δύο διαφορετικούς τρόπους με τους οποίους η ζωή θα μπορούσε να έχει κυλήσει για τον Τζέικ. Είναι δελεαστικό να έχεις κάποιον να τα φορτώσεις. Ειδικά αν είναι η μητέρα σου. Στην παράσταση της ζωής του Τζέικ, ο πατέρας του βρίσκεται μεν στην πρώτη θέση, αλλά η μητέρα του είναι πάνω στην σκηνή. Ίσως να δένει έτσι, την προσπάθεια απενοχοποίησης της μητέρας κάποια στιγμή στο αυτοκίνητο.
«Δεν συμμερίζομαι ότι η μητέρα είναι η αιτία όλων των ψυχολογικών προβλημάτων και αηδίες. Είναι μισογυνιστικές μπούρδες. Φροϋδικές μαλακίες. Είναι δελεαστικό να έχεις κάποιον να τα φορτώσεις, όμως. Που νιώθεις κάπως, που είσαι κάπως. Ένα άτομο, ένας ενήλικας, πρέπει σε κάποια φάση να αναλάβει την ευθύνη για το ποιος είναι. Οι μητέρες είναι άνθρωποι με τον δικό τους πόνο. Την δική τους ιστορία παραμέλησης και κακοποίησης. Όμως τον 20ο αιώνα τις κατηγόρησαν για κάθε γαμημένο παιδικό θέμα». (Απόσπασμα από την ταινία)
Ακόμη κι αν δεν κατάλαβες τι ήθελε να πει ο Κάουφμαν, σίγουρα αντιλήφθηκες το υποκριτικό μεγαλείο των δυο γυναικείων ρόλων της ταινίας του Netflix. Ο Τζέσι Πλέμονς μπορεί να μην είναι Φίλιπ Σέιμουρ Χόφμαν. Και ερμηνευτικά είναι μάλλον άλλοι οι δρόμοι τους. Αλλά χρόνο με τον χρόνο, ερμηνεία την ερμηνεία, ξεχωρίζει όλο και πιο πολύ, αφήνει το αποτύπωμά του όλο και πιο βαθιά. Η φυσικότητα που βγάζει στον ρόλο του Τζέικ, ο ανεπιτήδευτος τρόπος με τον οποίο παίζει, αυτό το «μη παίξιμο» παίξιμό του, αυτή η τεράστια υποκριτική του δύναμη που εκδηλώνεται με τα ελάχιστα, με το σχεδόν τίποτα, είναι εντελώς συγκινητική. Πολύ μεγάλος ηθοποιός. Δίπλα του η Τζέσι Μπάκλεϊ είναι αποκάλυψη. Στις σκηνές που θυμίζουν θεατρική παράσταση (στο αυτοκίνητο μέσα στην χιονοθύελλα) η ερμηνεία της είναι δοσμένη χωρίς καμία ατέλεια. Ο Κάουφμαν τους σκηνοθετεί με μεγάλη τρυφερότητα και οι δυο τους συνθέτουν ένα ζευγάρι ηρώων, στο οποίο θα επανερχόμαστε ξανά και ξανά τα επόμενα χρόνια, όσο οδηγούν μέσα στο χιόνι, με τους υαλοκαθαριστήρες να πηγαίνουν πέρα δώθε, κάνοντας τον χαρακτηριστικό τους ήχο, συνοδεύοντας τα λόγια που ανταλλάσσουν μεταξύ τους και τα λόγια που παραμένουν στο μυαλό τους ως σκέψεις. Ακόμη, η Τόνι Κολέτ στο ρόλο της πιο εκκεντρικής, κάπως πειραγμένης μητέρας αξίζει Όσκαρ. Είναι ανατριχιαστική σε όλες τις εκδοχές της μητέρας. Είναι άλλωστε πάντοτε εξαιρετική σε πληθωρικούς ρόλους.
Όποια κι αν είναι η ταυτότητά σου, είτε είσαι ο Τζέικ, είτε η Λούσι, είτε θα δοθεί ένα τέλος στη σχέση σας, είτε όχι και θα ζήσετε μια ζωή μαζί σαν καρικατούρες σαν τους γονείς του Τζέικ, είτε θα ζήσετε μια ζωή ολομόναχοι σαν τον επιστάτη του σχολείου, όποιος κι αν είναι ο επιστάτης του σχολείου, η υπαρξιακή άβυσσος ή εν πάση περιπτώσει η ακροβασία πάνω στο τεντωμένο σχοινί της ύπαρξης είναι εκεί. Αλλά εκεί είναι και το νόημα των πραγμάτων. Και ανεξάρτητα από το περιεχόμενο όσων λέει ο Κάουφμαν, περισσότερη σημασία ίσως κι από αυτά, έχει ο τρόπος που τα κινηματογραφεί, στην τρίτη σκηνοθετική του δουλειά. Ό,τι κι αν σκέφτεται και αν θέλει να πει ο Τσάρλι Κάουφμαν (διασκευάζοντας και κάνοντας τελείως δικό του υλικό άλλου, το ομώνυμο μυθιστόρημα του Ίαν Ριντ που γράφτηκε πριν λίγα χρόνια), το δείχνει πάντως με έναν τρόπο εντελώς αγαπησιάρικο και τρυφερό. Δεν ξέρουμε αν αυτό είναι που θα ήθελε να ακούσει ο ίδιος ως έπαινο, πιθανότατα όχι. Όπως και να ‘χει όμως, στο «Σκέφτομαι να βάλω ένα τέλος» σκηνοθεσία, φωτογραφία, μουσική, μοντάζ, ντεκόρ, ηθοποιοί, εφέ, σενάριο, όλα μαζί συνθέτουν ένα τελικό αποτέλεσμα κατάφασης στη ζωή και όχι απόγνωσης· ομορφιάς και όχι απελπισίας.
ΠΗΓΕΣ: https://www.politeianet.gr/books/9789601687568-reid-iain-patakis-skeftomai-na-balo-ena-telos-311481, https://www.elculture.gr/blog/article/skeftome-na-valo-ena-telos-tou-tsarli-kaoufman-ypnotistika-yparxiako-road-trip-sto-chioni/, https://provocateur.gr/femme/19348/skeftomai-na-balw-ena-telos-bathia-ypoklish-sth-toni-kolet-kai-th-tzesi-mpakle , https://www.andro.gr/empneusi/%CE%99m-thinking-of-ending-things-review/