Γεννημένος το 1925 στην Ύδρα, ο Παναγιώτης Τέτσης, αναπόσπαστο κομμάτι της μεταπολεμικής ελληνικής ζωγραφικής, απεβίωσε σε ηλικία 91 ετών στις 5 Μαρτίου 2016. Νεαρός μαθητής του Πικιώνη και του Χατζηκυριάκου – Γκίκα, ξεκινάει τις σπουδές του στο προπαρασκευαστικό τμήμα της Ανώτατης Σχολής Καλών Τεχνών της Αθήνας υπό την καθοδήγηση των Δ. Μπισκίνη και Π. Μαθιόπουλο, ενώ μαθητεύει στο εργαστήριο του Κ. Παρθένη. Αποφοίτησε από την Σχολή Καλών Τεχνών το 1949 και έγινε μέλος της ομάδας Αρμός Α και ύστερα της ομάδας Αρμός Β. Εργάστηκε ως επιμελητής στην έδρα του ελεύθερου σχεδίου στην Ανώτατη Σχολή Αρχιτεκτόνων του ΕΜΠ ενώ το 1953 μετακομίζει στο Παρίσι όπου διδάσκει την τεχνική της χαλκογραφίας στην Σχολή Καλών Τεχνών του Παρισιού.
Το έργο του εκτίθεται το 1958 στο Μουσείο Γκούγκενχάιμ στα πλαίσια της υποψηφιότητας του για το διεθνές βραβείο του θεσμού, ενώ συμμετέχει στην Μπιενάλε του Sao Paulo το 1957 και στην Μπιενάλε της Αλεξάνδρειας το 1959. Παρότι το 1970 επιλέγεται να εκπροσωπήσει την Ελλάδα στην Μπιενάλε της Βενετίας, λόγω πολιτικών συνθηκών, ο ίδιος αποσύρεται από την υποψηφιότητα. Από το 1976 μέχρι το 1991, ο Τέτσης διδάσκει στο Γ’ Εργαστήριο Ζωγραφικής της Ανώτατης Σχολής Καλών Τεχνών και το 1989 εκλέγεται πρύτανης για να κατακτήσει τον τίτλο του ακαδημαϊκού τέσσερα χρόνια αργότερα.
Τα έργα του Τέτση, αγγίζουν στοιχεία εξπρεσιονισμού και φοβ ενώ κατακλύζονται θεματικά από την δύναμη του τοπίου, το ελληνικό χρώμα, το δυνατό φως αλλά και σκηνές από την καθημερινότητα των πόλεων. Ο ζωγράφος έχει ασχοληθεί εκτενώς και με την χαρακτική και την τοιχογραφία σε εκκλησίες και δημόσια κτήρια, ενώ έχει χαρακτηρίσει κύρια επιρροή του τον Χατζηκυριάκο – Γκίκα.
Η Σίφνος Ι είναι ένα έργο του Παναγιώτη Τέτση. Πρόκειται για ελαιογραφία σε μουσαμά διαστάσεων 138×138 εκ., την οποία ο καλλιτέχνης φιλοτέχνησε κατά το διάστημα 1971-1972. Η Σίφνος είναι ένα από τα πρώτα έργα της σειράς τοπίων του ομώνυμου νησιού, μιας θεματικής ομάδας που αποτελεί μεγάλο μέρος του συνόλου του έργου του Τέτση και η οποία τον απασχόλησε από το 1966 έως το 1978. Η δημιουργία αυτή εκτίθεται στο Παράρτημα Κέρκυρας της Εθνικής Πινακοθήκης και Μουσείου Αλεξάνδρου Σούτζου.
Το συγκεκριμένο έργο ανταποκρίνεται στην ώριμη περίοδο της δημιουργίας του Τέτση. Το κυκλαδίτικο νησί αποτελεί ένα μοτίβο που επαναλαμβάνεται σε αρκετούς πίνακες του καλλιτέχνη, ο οποίος τύγχανε συχνός επισκέπτης του, απεικονίζοντας μέσα από το εικαστικό του έργο διάφορα τοπία της Σίφνου με κύρια γνωρίσματά του η σχέση του φωτός με το ανάγλυφο της επιφάνειας και τη δυναμική του χρώματος.
Το πράσινο και το βαθύ καφέ της γης λαμβάνουν πιο σκούρες αποχρώσεις ώστε να αποδώσουν την ένταση του μεσημεριάτικου φωτός. Οι αξίες του μαύρου θα αποδοθούν σε ένα μονοχρωματικό, μεγάλων διαστάσεων τόπο της Σίφνου. Στην ενότητα της Σίφνου έχει περισσότερο από όλους τους κύκλους της ζωγραφικής του χρησιμοποιήσει όλο το οπλοστάσιό του. Το έργο Σίφνος Ι χαρακτηρίζεται από την ιδιαίτερη εξπρεσιονιστική διάθεση του Τέτση.
Ο Τέτσης διαμόρφωσε μια προσωπική αντίληψη του εξπρεσιονισμού. Τα έργα του περιλαμβάνουν σκηνές της καθημερινότητας, προσωπογραφίες, τοπία αλλά και νεκρή φύση. Στα έργα του παρατηρείται μια σημαντική μέριμνα στα χρώματα και στο φως. Πέραν από τη ζωγραφική, ο Τέτσης ασχολήθηκε και με τη χαρακτική αλλά και με τη δημιουργία τοιχογραφιών σε εκκλησίες και δημόσια κτήρια. Ο Τέτσης έθεσε από νωρίς ως έναν από τους κύριους άξονες του έργου του, τη μελέτη της έντασης του φωτός και τη μεταμόρφωσή του σε χρώμα και ζωγραφικές αξίες. Όπως αναφέρει η Ελένη Βακαλό «Το σημαινόμενο της ζωγραφικής του δεν είναι η ιστόρηση του θέματος (η παράσταση και το νόημά της) αλλά η ίδια η ζωγραφική. Σημαίνον και σημαινόμενο ταυτίζονται» ενώ σύμφωνα με την Μαρίνα Λαμπράκη-Πλάκα, «Το ελληνικό φως, σύμφωνα με το ζωγράφο, «ισοπεδώνει δημοκρατικά» τους τόνους και ξεθωριάζει τα δυνατά χρώματα. Πώς να παραμείνεις πιστός σε δύο αντίπαλες ερωμένες; στην ζωγραφική του βλέμματος, που έχει ν’ αναμετρηθεί μ΄ένα αμείλικτο φως και στην ζωγραφική του χρώματος, που φιλοδοξεί να διατηρήσει την καθαρότητα και την ένταση του τόνου; Ο ζωγράφος κατάφερε να κερδίσει αυτή τη μάχη. Δημιούργησε έτσι μια ζωγραφική ελληνική, που είναι ταυτόχρονα φωτοτροπική και χρωματική.»
ΠΗΓΕΣ: https://el.m.wikipedia.org/wiki/Σίφνος_Ι_(Παναγιώτης_Τέτσης) , http://www.exostispress.gr/Article/o-panagiotis-tetsis-mesa-apo-ta-rga-tou