Επιτάφιος του Γιάννη Ρίτσου

(Θεσσαλονίκη. Μάης τοῦ 1936. Μιὰ μάνα, καταμεσὶς τοῦ δρόμου,
μοιρολογάει τὸ σκοτωμένο παιδί της. Γύρω της καὶ πάνω της,
βουΐζουν καὶ σπάζουν τὰ κύματα τῶν διαδηλωτῶν – τῶν ἀπερ-
γῶν καπνεργατῶν. Ἐκείνη συνεχίζει τὸ θρῆνο της):

I

Γιέ μου, σπλάχνο τῶν σπλάχνων μου, καρδούλα τῆς καρδιᾶς μου,
πουλάκι τῆς φτωχιᾶς αὐλῆς, ἀνθὲ τῆς ἐρημιᾶς μου,

πῶς κλείσαν τὰ ματάκια σου καὶ δὲ θωρεῖς ποὺ κλαίω
καὶ δὲ σαλεύεις, δὲ γρικᾷς τὰ ποὺ πικρὰ σοῦ λέω;

Γιόκα μου, ἐσὺ ποὺ γιάτρευες κάθε παράπονό μου,
Ποὺ μάντευες τί πέρναγα κάτου ἀπ᾿ τὸ τσίνορό μου,

τώρα δὲ μὲ παρηγορᾶς καὶ δὲ μοῦ βγάζεις ἄχνα
καὶ δὲ μαντεύεις τὶς πληγὲς ποὺ τρῶνε μου τὰ σπλάχνα;

Πουλί μου, ἐσὺ ποὺ μοῦ ῾φερνες νεράκι στὴν παλάμη
πῶς δὲ θωρεῖς ποὺ δέρνουμαι καὶ τρέμω σὰν καλάμι;

Στὴ στράτα ἐδῶ καταμεσὶς τ᾿ ἄσπρα μαλλιά μου λύνω
καὶ σοῦ σκεπάζω τῆς μορφῆς τὸ μαραμένο κρίνο.

Φιλῶ τὸ παγωμένο σου χειλάκι ποὺ σωπαίνει
κι εἶναι σὰ νὰ μοῦ θύμωσε καὶ σφαλιγμένο μένει.

Δὲ μοῦ μιλεῖς κι ἡ δόλια ἐγὼ τὸν κόρφο δές, ἀνοίγω
καὶ στὰ βυζιὰ ποὺ βύζαξες τὰ νύχια, γιέ μου μπήγω.

II

Κορώνα μου, ἀντιστύλι μου, χαρὰ τῶν γερατειῶ μου,
ἥλιε τῆς βαρυχειμωνιᾶς, λιγνοκυπάρισσό μου,

Πῶς μ᾿ ἄφησες νὰ σέρνουμαι καὶ νὰ πονῶ μονάχη
χωρὶς γουλιά, σταλιὰ νερὸ καὶ φῶς κι ἄνθο κι ἀστάχυ ;

Μὲ τὰ ματάκια σου ἔβλεπα τῆς ζωῆς κάθε λουλούδι,
μὲ τὰ χειλάκια σου ἔλεγα τ᾿ αὐγερινὸ τραγούδι.

Μὲ τὰ χεράκια σου τὰ δυό, τὰ χιλιοχαϊδεμένα,
ὅλη τη γῆς ἀγκάλιαζα κι ὅλ᾿ εἴτανε γιὰ μένα.

Νιότη ἀπ᾿ τὴ νιότη σου ἔπαιρνα κι ἀκόμη ἀχνογελοῦσα,
τὰ γερατειὰ δὲν τρόμαζα, τὸ θάνατο ἀψηφοῦσα.

Καὶ τώρα ποὺ θὰ κρατηθῶ, ποὺ θὰ σταθῶ, ποὺ θἄμπω,
ποὺ ἀπόμεινα ξερὸ δεντρὶ σὲ χιονισμένο κάμπο;

Γιέ μου, ἂν δὲ σοὖναι βολετὸ νἀρθεῖς ξανὰ σιμά μου,
πᾶρε μαζί σου ἐμένανε, γλυκειά μου συντροφιά μου.

Κι ἂν εἶν᾿ τὰ πόδια μου λιγνά, μπορῶ νὰ πορπατήσω
κι ἂν κουραστεῖς, στὸν κόρφο μου, γλυκὰ θὰ σὲ κρατήσω.

III

Μαλλιὰ σγουρὰ ποὺ πάνω τους τὰ δάχτυλα περνοῦσα
τὶς νύχτες ποὺ κοιμόσουνα καὶ πλάϊ σου ξαγρυπνοῦσα,

Φρύδι μου, γαϊτανόφρυδο καὶ κοντυλογραμμένο,
καμάρα ποὺ τὸ βλέμμα μου κούρνιαζε ἀναπαμένο,

Μάτια γλαρὰ ποὺ μέσα τους ἀντίφεγγαν τὰ μάκρη
πρωινοῦ οὐρανοῦ, καὶ πάσκιζα μὴν τὰ θαμπώσει δάκρυ,

Χείλι μου μοσκομύριστο ποὺ ὡς λάλαγες ἀνθίζαν
λιθάρια καὶ ξερόδεντρα κι ἀηδόνια φτερουγίζαν,

Στήθεια πλατιὰ σὰν τὰ στρωτὰ φτερούγια τῆς τρυγόνας
ποὺ πάνωθέ τους κόπαζε κ᾿ ἡ πίκρα μου κι ὁ ἀγώνας,

Μπούτια γερὰ σὰν πέρδικες κλειστὲς στὰ παντελόνια
ποὺ οἱ κόρες τὰ καμάρωναν τὸ δείλι ἀπ᾿ τὰ μπαλκόνια,

Καὶ γώ, μὴ μοῦ βασκάνουνε, λεβέντη μου, τέτοιο ἄντρα,
σοῦ κρέμαγα τὸ φυλαχτὸ μὲ τὴ γαλάζια χάντρα,

Μυριόρριζο, μυριόφυλλο κ᾿ εὐωδιαστό μου δάσο,
πῶς νὰ πιστέψω ἡ ἄμοιρη πῶς μπόραε νὰ σὲ χάσω;

VI

Μέρα Μαγιοῦ μοῦ μίσεψες, μέρα Μαγιοῦ σὲ χάνω,
ἄνοιξη, γιέ, που ἀγάπαγες κι ἀνέβαινες ἀπάνω

Στὸ λιακωτό καὶ κοίταζες καὶ δίχως νὰ χορταίνεις
ἄρμεγες μὲ τὰ μάτια σου τὸ φῶς τῆς οἰκουμένης

Καὶ μὲ τὸ δάχτυλο ἁπλωτό μοῦ τἄδειχνες ἕνα-ἕνα
τὰ ὅσα γλυκά, τὰ ὅσα καλά κι ἀχνά καὶ ροδισμένα

Καὶ μοὔδειχνες τὴ θάλασσα νὰ φέγγει πέρα, λάδι,
καὶ τὰ δεντρά καὶ τὰ βουνά στὸ γαλανό μαγνάδι

Καὶ τὰ μικρά καὶ τὰ φτωχά, πουλιά, μερμήγκια, θάμνα,
κι αὐτές τὶς διαμαντόπετρες που ἵδρωνε δίπλα ἡ στάμνα.

Μά, γιόκα μου, κι ἂν μοὔδειχνες τ’ ἀστέρια καὶ τὰ πλάτια,
τἄβλεπα ἐγὼ πιό λαμπερά στὰ θαλασσιά σου μάτια.

Καὶ μοῦ ἱστοροῦσες μὲ φωνὴ γλυκειά, ζεστή κι ἀντρίκια
τόσα ὅσα μήτε τοῦ γιαλοῦ δέ φτάνουν τὰ χαλίκια

Καὶ μοὔλεες, γιέ, πὼς ὅλ’ αὐτά τὰ ὡραῖα θἆναι δικά μας,
καὶ τώρα ἐσβήστης κ’ ἔσβησε τὸ φέγγος κ’ ἡ φωτιά μας.

XV

Στὸ παραθύρι στέκοσουν κ’ οἱ δυνατές σου οἱ πλάτες
φράζαν ἀκέρια τὴν μπασιά, τή θάλασσα, τίς στράτες.

Κι ὁ ἴσκιος σου σάν ἀρχάγγελος πλημμύριζε τὸ σπίτι
καὶ κεῖ στ’ αὐτί σου σπίθιζε ἡ γαζία τοῦ ἀποσπερίτη.

Κ’ εἴταν τὸ παραθύρι μας ἡ θύρα ὁλου τοῦ κόσμου
κ’ ἔβγαζε στόν παράδεισο ποὺ τ’ ἄστρα ἀνθίζαν, φῶς μου!

Κι ὡς στέκοσουν καὶ κοίταζες τὸ λιόγερμα ν’ ἀνάβει,
σάν τιμονιέρης φάνταζες κ’ ἡ κάμαρα καράβι.

Καὶ μές στὸ χλιό καὶ γαλανό το απόβραδο – ἔγια λέσα! –
με ἀρμένιζες στὴ σιγαλιά τοῦ γαλαξία μέσα.

…Καὶ τὸ καράβι βούλιαξε κι ἔσπασε τὸ τιμόνι
καὶ στοῦ πελάγου τὸ βυθό πλανιέμαι τώρα μόνη.

Κι ἀκόμα μήτε νὰ πνιγῶ, μήτε ν’ ἀνέβω πάνω –
κάνω ἀπὸ κάπου νὰ πιαστῶ καὶ φύκι μόνο πιάνω

Τὸ φύκι σπάει κι ὁ ὠκεανός μὲ σέρνει στὰ νερά του
κι οὔδε γνωρίζω τώρα ποιό τὸ πάνου ποιό τὸ κάτου.

XVII

Βασίλεψες, ἀστέρι μου, βασίλεψε ὅλη ἡ πλάση,
κι ὁ ἥλιος, κουβάρι ὁλόμαυρο, τὸ φέγγος του ἔχει μάσει.

Κόσμος περνᾶ καὶ μὲ σκουντᾶ, στρατός καὶ μὲ πατάει
κ’ ἐμέ τὸ μάτι οὐδέ γυρνᾶ κι οὐδέ σὲ παρατάει.

Καὶ δές, μ’ ἀνασηκώνουνε… χιλιάδες γιούς ξανοίγω,
μά, γιόκα μου, ἀπ’ τὸ πλάγι σου δέ δύνουμαι νὰ φύγω.

Ὅμοια ὡς ἐσένα μοῦ μιλᾶν καὶ μὲ παρηγορᾶνε
καὶ τὴν τραγιάσκα σου ἔχουνε, τὰ ροῦχα σου φορᾶνε.

Τὴν ἄχνα ἀπ’ τὴν ἀνάσα σου νοιώθω στὸ μάγουλό μου,
ἄχ, κ’ ἕνα φῶς, μεγάλο φῶς, στὸ βάθος πλέει τοῦ δρόμου.

Τὰ μάτια μου σκουπίζει τα μιά φωτεινή παλάμη,
ἄχ, κ’ ἡ λαλιά σου, γιόκα μου, στὸ σπλάχνο μου ἔχει δράμει.

Καὶ νά ποὺ ἀνασηκώθηκα, τὸ πόδι στέκει ἀκόμα –
φῶς ἱλαρό, λεβέντη μου, μ’ ἀνέβασε ἀπ’ τὸ χῶμα.

Τώρα οἱ σημαῖες σὲ ντύσανε. Παιδί μου, ἐσύ, κοιμήσου,
καὶ γώ τραβάω στ’ ἀδέρφια σου καὶ παίρνω τὴ φωνή σου.

XX

Γλυκέ μου, ἐσὺ δέ χάθηκες, μέσα στὶς φλέβες μου εἶσαι.
Γιέ μου, στὶς φλέβες ὁλουνῶν, ἔμπα βαθιά καὶ ζῆσε.

Δές, πλάγι μας περνοῦν πολλοί, περνοῦν καβαλλαραίοι –
ὅλοι στητοί καὶ δυνατοί καὶ σὰν κ’ ἐσένα ὡραῖοι.

Ἀνάμεσά τους, γιόκα μου, θωρῶ σε ἀναστημένο –
τὸ θώρι σου στὸ θώρι τους μυριοζωγραφισμένο.

Καὶ γώ ἡ φτωχή καὶ γώ ἡ λιγνή, μεγάλη μέσα σ’ ὅλους,
μὲ τὰ μεγάλα νύχια μου κόβω τὴ γῆ σὲ σβώλους

Καὶ τοὺς πετάω κατάμουτρα στοὺς λύκους καὶ στ’ ἀγρίμια
ποὺ μοὔκαναν τῆς ὄψης σου τὸ κρούσταλλο συντρίμμια.

Κι ἀκολουθᾶς καὶ σύ νεκρός, κι ὁ κόμπος τοῦ λυγμοῦ μας
δένεται κόμπος τοῦ σκοινιοῦ γιὰ τὸ λαιμό τοῦ ὀχτροῦ μας.

Κι ὡς τὄθελες (ὡς τὄλεγες τὰ βράδια μὲ τὸ λύχνο)
ἀσκώνω τὸ σκεβρό κορμί καὶ τὴ γροθιά μου δείχνω.

Κι ἀντίς τ’ ἄφταιγα στήθειά μου νὰ γδέρνω, δές, βαδίζω
καὶ πίσω ἀπὸ τὰ δάκρυα μου τὸν ἥλιο ἀντικρύζω.

Γιέ μου, στ’ ἀδέλφια σου τραβῶ καὶ σμίγω τὴν ὀργή μου,
σοὺ πῆρα τὸ ντουφέκι σου – κοιμήσου, ἐσύ, πουλί μου.

Πηγή: Επιτάφιος (αποσπάσματα), Ανθολογία Γιάννη Ρίτσου, εκδόσεις Κέδρος

Ακούστε το εδώ:

Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *