ΡΕΜΠΡΑΝΤ: Η ΛΑΜΨΗ ΚΑΙ Η ΔΙΕΙΣΔΥΤΙΚΗ ΜΑΤΙΑ ΣΤΗΝ ΑΝΘΡΩΠΙΝΗ ΨΥΧΗ

Η ζωή

Σαν σήμερα, στις 15 Ιουλίου 1606, γεννιέται στο Λέιντεν της Ολλανδίας, ο μεγαλύτερος ζωγράφος της χώρας, που σηματοδότησε την λεγόμενη «χρυσή εποχή» της ολλανδικής ζωγραφικής. Πρόκειται για τον Ρέμπραντ, Ρέμπραντ Χάρμενσοον φαν Ράιν, ο οποίος έμεινε στην ιστορία για το όχι μόνο πλούσιο, αλλά και αντισυμβατικό ζωγραφικό και χαρακτικό του έργο.

Ο Ρέμπραντ ήταν το δεύτερο νεότερο από τα δέκα παιδιά ενός πλούσιου μυλωνά και το μόνο από τα αδέρφια του που φοίτησε στο πανεπιστήμιο της περιοχής του, αφού τελείωσε το λατινικό σχολείο. Δεν ολοκλήρωσε ωστόσο τις σπουδές του, γιατί θέλησε να στραφεί στην ζωγραφική.

Η ζωγραφική

Πρώτος του δάσκαλος ήταν ο φημισμένος ζωγράφος Γιάκομπ φαν Σβάνενμπουρχ, κοντά στον οποίο φοίτησε για τρία χρόνια. Ο Γιάκομπ φαν Σβάνενμπουρχ ήταν γνωστός για τις απεικονίσεις σκηνών από την κόλαση και τον κάτω κόσμο, καθώς και για την παραστατικότητα με την οποία ζωγράφιζε την φωτιά και τις αντανακλάσεις της πάνω σε αντικείμενα και μορφές. Οι τεχνικές του πρώτου του δασκάλου θεμελίωσαν τις βασικές γνώσεις του Ρέμπραντ και επηρεάζουν το μετέπειτα στυλ του, ιδιαίτερα στην φωτοσκίαση. Δυστυχώς από τα πρώιμα έργα του Ρέμπραντ, που δημιουργήθηκαν κατά τη μαθητεία του κοντά στον φαν Σβάνενμπουρχ έχουν διασωθεί μόνο δυο, αμφισβητούμενης όμως γνησιότητας.

Δεύτερος δάσκαλος του, με καθοριστική επίδραση στην τέχνη του, υπήρξε ο Πίτερ Λάστμαν, του οποίου το εργαστήριο βρισκόταν στο Άμστερνταμ. Ο Λάστμαν ζωγράφιζε ιστορικούς πίνακες, βασισμένος τόσο σε γεγονότα, όσο και σε βιβλικές αφηγήσεις, με μια τεχνοτροπία επηρεασμένη από τον Ραφαήλ. Ο Ρέμπραντ, όπως καθοδηγούσε αργότερα και τους δικούς του μαθητές να κάνουν, άντλησε έμπνευση από τις σκηνές που ζωγράφιζε ο δάσκαλος του, ενώ επίσης χρησιμοποιούσε σε κάποιους πίνακές του λεπτομέρειες και μορφές που είχε απεικονίσει ο Λάστμαν. Χαρακτηριστικά ας παρατηρήσουμε τα έργα «Ο γάιδαρος του προφήτη Βαλαάμ» και «Η βάφτιση του ευνούχου».

Ολοκληρώνοντας την μαθητεία του κοντά στον Λάστμαν, ο Ρέμπραντ επιστρέφει στο Λέιντεν για να εργαστεί ως αυτόνομος ζωγράφος σε ένα εργαστήρι όπου διατηρούσε από κοινού με τον Γιάν Λίφενς. Δημιουργεί τα πρώτα του χαρακτικά με την τεχνική της οξυγραφίας και αρχίζει να καθιερώνεται τόσο ως ζωγράφος, όσο και ως δάσκαλος, με όλο και περισσότερους μαθητές να επιδιώκουν την φοίτηση κοντά του.

Το έργο

Εκείνη την περίοδο αρχίζει επίσης να πειραματίζεται με τη χρήση του φωτός και των αντιθέσεων στους πίνακες του. Ο ιδιαίτερος τρόπος φωτοσκίασης είναι ένα από τα χαρακτηριστικά γνωρίσματα των έργων του. Επηρεασμένος από τον πρώτο δάσκαλό του, αλλά και από τον πρωτοπόρο στην χρήση του κιαροσκούρο Καραβάτζιο, δημιουργεί πίνακες σε σκούρες αποχρώσεις με έντονες σκιές. Τα έργα του μοιάζουν να είναι ζωγραφισμένα σε τόνους του καφέ. Επιλέγει να φωτίσει μόνο συγκεκριμένα σημεία με πολύ ανοιχτές αποχρώσεις, τα οποία έρχονται σε πλήρη αντίθεση με τις σκιές και μοιάζουν να λάμπουν, δημιουργώντας την αίσθηση του σχεδόν εκτυφλωτικού φωτισμού. Ιδιότυπη αυτή η χρήση του φωτός ενισχύει την δυναμική και την δραματικότητα των απεικονιζόμενων σκηνών. Την τεχνοτροπία αυτή χρησιμοποιεί και στα χαρακτικά του έργα.

Μερικά χρόνια αργότερα, σε ηλικία 25 ετών ο ζωγράφος μετακομίζει στο Άμστερνταμ που ήταν το κυριότερο πολιτιστικό και εμπορικό κέντρο της πατρίδας του. Εκεί καθιερώνεται ως προσωπογράφος και η φήμη του εξαπλώνεται διεθνώς, με τις παραγγελίες για ατομικές και ομαδικές προσωπογραφίες να γίνονται όλο και περισσότερες.

Ο Ρέμπραντ δεν έδινε έμφαση στην απόλυτα πίστη μεταφορά των φυσιογνωμιών χαρακτηριστικών στον καμβά. Ασχολείται με με την ενέργεια που θα αποτυπωθεί στις εκφράσεις του προσώπου και τη στάση του σώματος. Με το βάθος του βλέμματος και την απόδοση χαρακτήρα σε κάθε μορφή. Τα μάτια γίνονται ο καθρέφτης της ψυχής, το σώμα εκφράζει συναίσθημα με έναν τρόπο φυσικό, απόλυτα ρεαλιστικό απαλλαγμένο από κάθε θεατρικότητα. Η ομορφιά και η ασχήμια γίνονται έννοιες βαθύτερες από την εξωτερική εμφάνιση και ο ζωγράφος μελετά την ανθρώπινη μορφή με ειλικρίνεια, χωρίς να διστάζει να αποδώσει δυσαρμονικά χαρακτηριστικά. Την ίδια στάση έχει και απέναντι στον εαυτό του. Οι αυτοπροσωπογραφίες του αποτυπώνουν όχι μόνο τη φυσική, αλλά και την πνευματική- ψυχική εξέλιξη του ως ανθρώπου στο πέρασμα των χρόνων και είναι η πιο ουσιαστική πηγή πληροφοριών για τη ζωή του.

Ο γάμος

Μετά από τα δυο πρώτα χρόνια παραμονής στο Άμστερνταμ ο Ρέμπραντ παντρεύεται την Σάσκια φαν Όιλενμπουρχ, με την οποία θα αποκτήσουν τέσσερα παιδιά, από τα οποία έζησε μόνο ο τελευταίος τους γιος. Η Σάσκια απεικονίζεται σε πολλούς πίνακές του ως θεά της ομορφιάς και της γονιμότητας. Λίγα χρόνια αργότερα φεύγει από τη ζωή, αφήνοντάς του μεγάλη περιουσία.

Η παρακμή

Η ζήτηση για τα έργα του, όμως σταδιακά θα αρχίσει να μειώνεται, όπως και η καλλιτεχνική του παραγωγή. Ο ζωγράφος χρεώνεται και μετά από 14 χρόνια αναγκάζεται να παραδώσει την περιουσία και τα έργα του στους δανειστές του, οι οποίοι θέτουν τα έργα σε δημοπρασία και πωλούν το σπίτι. Σε πολύ δεινή οικονομική κατάσταση καταφέρνει να ζωγραφίσει τα τελευταία έργα του με τη βοήθεια της ερωμένης του, Χέντρικγε Στόφελς -με την οποία είχαν μια κόρη-και του γιου του. Οι τελευταίοι, με διακανονισμό τον «προσλαμβάνουν» τυπικά σε μια επιχείρηση εμπορίου έργων τέχνης με ιδιοκτήτες τους ίδιους, στο πλαίσιο της οποίας δημιουργεί αλλά και αναλαμβάνει μαθητές. Η περιορισμένη ζήτηση και το πλήθος οικονομικών και νομικών προβλημάτων που αντιμετώπισε ο ζωγράφος δεν αμαύρωσαν τη φήμη του, ωστόσο δεν ήταν αρκετά για να του εξασφαλίσουν ένα ικανοποιητικό επίπεδο διαβίωσης. Μέσα σε διάστημα πέντε ετών η ερωμένη και ο γιος του πεθαίνουν. Την ίδια χρόνια με το γιο του, το 1669 ο ζωγράφος φεύγει από τη ζωή, αφήνοντας του μόνο μερικά παλιά ρούχα και τα σύνεργά του.

Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *