Απεικονίζοντας νυχτερινά τοπία, ανεμοδαρμένες σκηνές παραλίας και εξωγήινα πορτρέτα, το έργο του Λεόν Σπίλιερτ (Léon Spilliaert, 1881–1946) είναι συνδεδεμένο με την μελαγχολική γοητεία και με τον εσωτερικό συναισθηματικό κόσμο του. Όλο το έργο του χαρακτηρίζεται από συνταρακτικές σκοτεινές προοπτικές και μια υπερβολικά ήσυχη φωτεινότητα δηλώνοντας την εσωτερική του μοναξιά του. Καθ ‘όλη τη διάρκεια της ζωής του, ο Βέλγος καλλιτέχνης έδωσε έμφαση στις κρυφές πτυχές της γενέτειρας του, Οστάνδης, με πάνω από 80 δημιουργίες σε χαρτί που αποτυπώνουν τους σκοτεινούς δρόμους και την εντυπωσιακή ακτή της. Τα μυστηριώδη, συμβολιστικά έργα του αποδίδουν με απίστευτη συναισθηματική και τεχνική δεξιοτεχνία τις νυχτερινές αγωνίες και δραματικές εικόνες που αγκάλιαζαν το μυαλό και τύλιγαν τις σκέψεις και την ύπαρξη του.
Γεννημένος σε μια οικογένεια που διατηρούσε στο λιμάνι της βελγικής ακτής στη Βόρεια Θάλασσα μια πολυτελή επιχείρηση αρωμάτων -η οποία τροφοδοτούσε με τα προϊόντα της και τη βελγική βασιλική οικογένεια-, προοριζόταν να συμμετάσχει στην οικογενειακή επιχείρηση. Από την παιδική του ηλικία όμως έδειξε ενδιαφέρον για την τέχνη και το σχέδιο και ήταν παραγωγικός σκιτσογράφος. Περνούσε πολύ χρόνο σκιαγραφώντας αφηρημένα σκηνές της καθημερινής ζωής και της υπαίθρου στην όμορφη φλαμανδική περιοχή της Οστάνδης.
Πάντα βυθιζόταν σε ένα βιβλίο και διάβαζε έντονα και με πάθος λογοτεχνία και φιλοσοφία. Ηταν μεγάλος θαυμαστής του Φρίντριχ Νίτσε (1844-1900). Ο Γερμανός φιλόσοφος, ποιητής, συνθέτης και φιλόλογος επηρέασε καταλυτικά τον τρόπο σκέψης του καθοδηγώντας τις υπαρξιακές αναζητήσεις των 17 χρόνων του. Έτσι, η πρώιμη δουλειά του έχει ήδη αποκτήσει ένα συμβολικό στιλ που σφυρηλάτησε την καλλιτεχνική του ταυτότητα, η οποία διαμορφώθηκε από τη σχέση που ένιωθε με τους αγαπημένους τουσυγγραφείς, στοχαστές και καλλιτέχνες, καθώς μελέτησε επισταμένως το έργο τους οριοθετώντας με μαεστρία το δικό του προσωπικό στιλ.
Το 1889, σε ηλικία 18 ετών, ο Σπίλιερτ γράφτηκε στη Βασιλική Ακαδημία Καλών Τεχνών της Μπριζ, αλλά σύντομα αναγκάστηκε να αποσυρθεί από την πορεία λόγω προβλημάτων υγείας. Στη συνέχεια, δεν επέστρεψε στην επίσημη καλλιτεχνική εκπαίδευση και κατά βάση έγινε ένας αυτοδίδακτος ζωγράφος που πειραματίστηκε με τη δική του τεχνική.
Ως νεαρός έφηβος και άνδρας, ο Σπίλιερτ μαστιζόταν από μια δυσανεξία στομάχου που τον κρατούσε σε αγωνία και δεν τον άφηνε σχεδόν καθόλου να κοιμηθεί. Για να μπορέσει να αντεπεξέλθει, να χαλαρώσει και να απομακρύνει τις σκοτεινές σκέψεις από το μυαλό του, βρίσκει ως λύση τις νυχτερινές βόλτες στους άδειους δρόμους της πόλης του, μέσα στο σκοτάδι, περπατώντας κατά μήκος της όμορφης μεγάλης παραλίας. Έτσι, ανέπτυξε μια αγάπη για το περπάτημα και αυτές οι μοναχικές, σιωπηλές ώρες όχι μόνο τον βοήθησαν να παλέψει μέσα του με τα μεγάλα ερωτήματα της ύπαρξης, αλλά και του έδωσαν εικόνες, οπτική και έμπνευση στην τέχνη του για τις επόμενες δεκαετίες της δημιουργικής ζωής του.
Μετά τις σύντομες σπουδές του στην Ακαδημία της Μπρυζ, συνεργάστηκε με τους συγγραφείς Βαν Βυσελμπέργκε, Βερχέρεν και Μέτερλινκ που επηρέασαν στην εξέλιξη του συμβολισμού του. Ο Σπίλιερτ χρησιμοποιούσε συχνά παστέλ και σκοτεινές αποχρώσεις για να δημιουργήσει την αίσθηση μιας ομίχλης που μοιάζει με όνειρο, προσδίδοντας στο έργο του μια ξεχωριστή, απαλή αισθητική. Η ζωγραφική του και η τεχνική του στις υδατογραφίες, στο γκουάς αλλά και στο παστέλ θεωρούνται μνημειώδεις γεωμετρικές δημιουργίες και ανάγουν τον Βέλγο καλλιτέχνη στην κορυφή των συμβολιστών ζωγράφων. Από τον Φεβρουάριο του 1903 έως τον Ιανουάριο του 1904 μπόρεσε να εργαστεί για τον Edmond Deman (1857-1918) στις Βρυξέλλες, έναν εκδότη συμβολιστών συγγραφέων, όπως ήταν ο Έντγαρ Άλλαν Πόε, οι οποίοι καθόρισαν τον ψυχισμό και την ύπαρξή του.
Το 1904 ταξίδεψε στο Παρίσι, όπου και έγινε καλός φίλος με τον Βέλγο ποιητή και κριτικό τέχνης Emile Verhaeren (1855-1916), που τον βοήθησε να εξασφαλίσει μια βιτρίνα στην γκαλερί του Clovis Sagot (1854-1913) στην Πόλη του Φωτός. Το έργο του παρουσιάστηκε παράλληλα με εκείνο του Πάμπλο Πικάσο που «διένυε» την «Μπλε περίοδό» του. Την εποχή αυτή ανακάλυψε το έργο των Εντβαρτ Μουνκ και του Ανρί ντε Τουλούζ Λοτρέκ, των οποίων οι επιρροές υπήρξαν καταλυτικές. Οι ευμετάβλητες σκηνές της παραλίας και της θάλασσας στις δημιουργίες του καθώς και τα αχνά φωτισμένα πορτρέτα του υποδηλώνουν αυτό το «εσωτερικό σκοτάδι» που συναντάμε και στον Νορβηγό Μουνκ. Μετά από λίγο καιρό, επιστρέφει στη γενέτειρά του αλλά συνεχίζει να περνάει τους περισσότερους χειμώνες στο Παρίσι για να διατηρεί επαφή με την πολιτιστική ζωή της πόλης.
Ο Σπίλιερτ παντρεύτηκε τη Pέιτσελ Βέργκισον δύο μέρες πριν από τα Χριστούγεννα του 1916, ενάντια μάλιστα στη θέληση του πατέρα του. Η ευτυχία των νεόνυμφων δεν κράτησε για πολύ. Τρεις μήνες αργότερα, η Οστάνδη καταλήφθηκε από δυνάμεις της Γερμανικής Αυτοκρατορίας. Ο Α’ Παγκόσμιος Πόλεμος καταρράκωσε την Ευρώπη. Το νεαρό ζευγάρι θέλησε να μετακομίσει στη Γενεύη για να μπορούν να συμμετάσχουν στο ειρηνιστικό κίνημα, αλλά δεν έχουν τα χρήματα και ήδη περιμένουν το πρώτο τους παιδί. Αποφάσισαν να εγκατασταθούν στις Βρυξέλλες. Η κόρη τους (το μόνο παιδί που απέκτησαν), η Μαντλίν, γεννήθηκε τον Νοέμβριο του 1917. Από τότε και για το υπόλοιπο της ζωής του ο Λεόν ζούσε και εργαζόταν μεταξύ των δύο αυτών πόλεων, Παρίσι και Βρυξέλλες. Ο Λεόν Σπίλιερτ πέθανε στις 23 Νοεμβρίου 1946 στις Βρυξέλλες. Σήμερα, τα έργα του βρίσκονται στις συλλογές του Musée d’Orsay στο Παρίσι, του Μητροπολιτικού Μουσείου Τέχνης στη Νέα Υόρκη και του Μουσείου Καλών Τεχνών της Γάνδης, μεταξύ άλλων.
Ο Σπίλιερτ χαρακτηρίζεται από την απογοήτευση, το συναίσθημα και την παρακμή που αναδύεται από τα έργα του. Οι άνθρωποι που ζωγραφίζει, ιδιαίτερα οι γυναίκες, συχνά απεικονίζονται σε μία συνεχή κατάσταση αναμονής. Αυτό το κυρίαρχό και επαναλαμβανόμενο μοτίβο στα έργα του, μία μοναχική φιγούρα απομακρύνεται από τον θεατή και φαίνεται να κοιτάζει προς την ακτογραμμή ή μέσα από ένα παράθυρο. Αυτή η αίσθηση της λαχτάρας και του καημού μάλλον από τις σωματικές ασθένειες που ταλαιπώρησαν τον Βέλγο καλλιτέχνη και οδήγησαν σε διάφορες επιπλοκές στη ζωή του. Στο έργο του, αυτές οι μοναχικές φιγούρες αντικατοπτρίζουν τη δική του απομόνωση. Απεικονίζουν, στην πραγματικότητα, τον ίδιο καθώς περιμένει για κάτι που δεν υπάρχει ακόμα, ενώ μία αίσθηση ζωντάνιας και χαράς βρίσκεται κάπου αλλού, λίγο έξω από τον καμβά του. Η θλίψη επικρατεί στα χρώματα και τα τοπία καθώς χρησιμοποιεί τα προσωπικά του μελαγχολικά συναισθήματα και τις δικές του μοναχικές εμπειρίες ως σημείο αναφοράς για τις διάφορες θαλασσογραφίες και τα πορτρέτα του.
“I’m tired of waiting for luck to come my way, in the end that leads to abjection.”
Οι πιο γνωστοί από τους πίνακές του είναι η “Γυναίκα στο φράγμα” (1908), η “Εικόνα στον καθρέφτη” (1908), “Η πότρια του αψέντιου” (1907), η “Νεαρή Γυναίκα σε Σκαμπό” (1909), “Η Γυναίκα στην Ακτογραμμή” (1910) και “Η Λουόμενη” (1910). Στην “Λουόμενη” απεικονίζεται μια νεαρή γυναίκα με ανδρόγυνη μορφή που κάθεται στην σκάλα με γυρισμένη πλάτη ατενίζοντας την θάλασσα. Αν και είναι ακίνητη, το βλέμμα της απορροφάται από τις κινήσεις του νερού. Οι κυματιστές γραμμές τη γοητεύουν και την ζαλίζουν. Ο Σπίλιερτ ενώνει τις μορφές της κοπέλας και του σκύλου της, ο οποίος κάθεται στο πλευρό της σαγηνευμένος και αυτός από την κίνηση των κυμάτων, με την επιφάνεια του νερού δίνοντας ένα σχεδόν αφηρημένο παιχνίδι με σχήματα που ξεπερνά τα όρια του ορίζοντα και του καμβά. Γραμμές, επιφάνειες και χρώματα εξαλείφονται και μετατρέπουν αυτήν την εικόνα μία μοναδική στιγμή κολλημένη στον χρόνο, καθώς ο άνθρωπος βρίσκεται στην άκρη μεταξύ στερεού και ρευστού, μόνο ένα βήμα μακριά από το να γίνει ένα με το άπειρο.
Κατά τη διάρκεια μιας περιόδου δύο ετών, στα πρώτα του νεανικά χρόνια, παρήγαγε πολλές αυτοπροσωπογραφίες σε διαφορετικά επίπεδα παραμόρφωσης του προσώπου του ή ασάφειας. Όπως και με τις απεικονίσεις γυναικών που περιμένουν, οι αυτοπροσωπογραφίες του χρησιμεύουν επίσης ως μια ενδοσκοπική πύλη στην επιθυμία του να πετύχει περισσότερα, στα εσωτερικά βάσανα και την μοναξιά που επικρατούσε στην ζωή του. Ενσωματώνοντας διάφορα άδεια καρέ και συχνά προκαλώντας μια παράξενη αίσθηση, οι αυτοπροσωπογραφίες του παραμένουν σαν ένα όνειρο που συνορεύει με έναν εφιάλτη.
Ο Σπίλιερτ δεν απεικόνιζε μόνο τον εαυτό του με αυτόν τον στοιχειωμένο, αποτρόπαιο τρόπο. Σε πολλά έργα του, που είναι ιδιαίτερα επηρεασμένα από τον Edvard Munch, ο Βέλγος χρησιμοποιεί επίπεδα χρώματα με την χαρακτηριστική αντίθεση του ανάμεσα στο φως και το σκοτάδι για να απεικονίσει διαταραγμένους χαρακτήρες. Για παράδειγμα, το “The Absinthe Drinker” διαγράφει την εσωτερική αναταραχή μιας γυναίκας με ορθάνοιχτα μάτια και τρομαγμένο ύφος, παρά το μοντέρνο φόρεμα και τα αξεσουάρ της. Σ’αυτήν την εικόνα που ξεχειλίζει με άγχος, στεναχώρια και μιζέρια, ο Σπίλιερτ απεικονίζει το σκοτάδι του εθισμού σε ένα ιδιαίτερα τονισμένο ύφος.
Εν τω μεταξύ, παρόμοιες σκοτεινές αποχρώσεις εντοπίζονται και στο “A Gust of Wind”, καθώς μια σκούρα, μοναχική φιγούρα στέκεται με ανοιχτό στόμα σαν να ουρλιάζει και τα μαλλιά της να φυσούν στο αεράκι. Ο θεατής καλείται να ρωτήσει τι της συνέβη, τι προκάλεσε τον συναγερμό, τον πόνο στα πρόσωπά τους με τον ίδιο τρόπο που θα αναζητούσε τα αίτια του τρόμου της φιγούρας στην “Κραυγή”. Όπως και με τις αυτοπροσωπογραφίες του, υπάρχει ένας αέρας μυστηρίου που περιβάλλει αυτές τις προβληματικές φιγούρες. Οι δύο αυτές γυναίκες, μαζί με πολλούς άλλους χαρακτήρες του Σπίλιερτ, εμφανίζονται με τον έναν ή τον άλλο τρόπο στά όρια. Σωματικά, βρίσκονται πάντα στην άκρη της ακτογραμμής, περπατώντας τη γραμμή μεταξύ αστικής κοινωνίας και συναισθηματικής διαταραχής, και φαίνονται πάντα δευτερόλεπτα μακριά από την υπέρβαση. Είναι, όμως, περιορισμένοι από ένα μεταλλικό κιγκλίδωμα ή ίσως ένα σημαντικό εμπόδιο, το οποίο τους αποτρέπει από το να αφήσουν πίσω τους τον φυσικό κόσμο, εξού και η αναμονή και η μελαγχολία καθώς δεν μπορούν να κρύψουν την πραγματική συναισθηματική τους κατάσταση από τα πρόσωπά τους. Διαχωρίζοντας το διάστημα μεταξύ αποδοχής και απόρριψης, αυτές οι μελαγχολικές σκοτεινές φιγούρες ενσαρκώνουν τη νεανική αποξένωση του καλλιτέχνη.
Ο Σπίλιερτ βρήκε μέσα από τους άδειους δρόμους και την απέραντη παραλία του τόπου του την ευκαιρία να προβάλει στο έργο του το εξωτερικό ισοδύναμο της εσωτερικής του απομόνωσης. Μια σειρά αινιγματικών αυτοπροσωπογραφιών και οι ατμοσφαιρικές σκηνές που μέχρι το τέλος αποτύπωνε με το χέρι του είναι οι οπτικές του εξερευνήσεις για τον καταθλιπτικό εαυτό του και τις ισχυρές εικόνες της μοναξιάς που βίωνε. Στήνει αφηγήματα δίνοντας σκηνικό σασπένς και μια εντυπωσιακή μυστηριακή ατμόσφαιρα παλεύοντας να βγει από την αϋπνία που τον ταλανίζει. Οι πίνακές του αποτυπώνουν σκοτεινές ιστορίες, με τις ανθρώπινες φιγούρες και τις σκιές να παραπέμπουν σε μια διαφορετική λογοτεχνική, λυρική αφήγηση. Ετσι, τα έργα του με τις απόκοσμες σαγηνευτικές αποχρώσεις αποτελούν ένα παράξενο παζλ της πατρίδας του και της ψυχής του που τον ξεχωρίζει από τους υπόλοιπους συμβολιστές της εποχής του.
Πηγές:
https://www.efsyn.gr/nisides/241552_agkaliazontas-dramatika-skotadi
http://www.all-art.org/symbolism/spilliaert1.html
http://www.artnet.com/artists/l%C3%A9on-spilliaert/
whoah this weblog is excellent i really like studying your articles.
Stay up the great work! You know, lots of people are searching around for
this info, you can help them greatly.