Αντί Προλόγου
Με αφορμή την παράσταση “Προδοσία” του Χάρολντ Πίντερ στο θέατρο Βρετάνια σε σκηνοθεσία του Αιμίλιου Χειλάκη αποφασίσαμε να παρουσιάσουμε εν συντομία μια ιστορία εξωσυζυγικής απιστίας που μετατρέπεται σε ένα χρονικό προδοσίας του άλλου και του εαυτού. Μέσα από 9 σκηνές που διαδέχονται η μια την άλλη και μέσα από ελάχιστα πρόσωπα ο Πίντερ πετυχαίνει να θίξει ένα θέμα βαθύ και δύσκολο, πάλλεται μεταξύ εμπιστοσύνης και προδοσίας, αναδεικνύοντας ότι οι δυο αυτές έννοιες είναι πράγματι σύμφυτες.
Λίγα λόγια για το έργο
Με την Προδοσία ολοκληρώνεται η περίοδος των «έργων μνήμης» του Πίντερ. Η Προδοσία γράφτηκε το 1978 είναι ένα από τα σημαντικότερα έργα του σπουδαίου Βρετανού δραματουργού, πρωτοανέβηκε στο Εθνικό Θέατρο της Αγγλίας, στο Λονδίνο, την ίδια χρονιά, σε σκηνοθεσία του Πήτερ Χωλ. Διηγείται την επτάχρονη ιστορία ενός ερωτικού τριγώνου: μια γυναίκα προδίδει τον άντρα, συνάπτοντας μια πολύχρονη σχέση με τον καλύτερό του φίλο.
Πρόκειται για μια συνηθισμένη, σχεδόν κλισέ ιστορία έρωτα και προδοσίας, η αφήγηση της οποίας γίνεται με αμιγώς ρεαλιστικό τρόπο. Εκ πρώτης όψεως φαντάζει μια ιστορία απλή και λιτή, μα η διεισδυτική πένα του Πίντερ της προσδίδει βάθος. Έτσι, την μετατρέπει σε έναν στοχασμό πάνω στο θέμα της συζυγικής απιστίας, του πάθους, της φιλίας, κατ’ ουσίαν μια σπουδή πάνω στη φύση της προδοσίας και στις διάφορες εκδοχές της. Προδοσία μεταξύ φίλων, προδοσία μεταξύ συζύγων, εν τέλει ίσως και προδοσία του ίδιου του εαυτού, των προσδοκιών και των ελπίδων. Είναι μια ιστορία όπου δεν διακρίνει ο θεατής εύκολα τους θύτες από τα θύματα, τους νικητές από τους ηττημένους, αφού οι προδοσίες, άλλες σημαντικές και άλλες ασήμαντες, άλλες καθημερινές και άλλες πιο σπάνιες, ενοχοποιούν τους πάντες. Όλοι προδίδουν, σύζυγοι, εραστές, φίλοι, συνάδελφοι, όλοι βλέπουν τις σχέσεις τους να διαλύονται, καθώς έχει χαθεί πια η εμπιστοσύνη. Η εμπιστοσύνη όχι μονάχα απέναντι στον άλλο αλλά και απέναντι στον ίδιο τους τον εαυτό, στα σχέδια και τα ιδανικά του καθενός.
Παρά το γεγονός ότι το έργο γράφτηκε για το θέατρο, η δομή του είναι χαρακτηριστικά κινηματογραφική. Σύντομες σκηνές που εναλλάσσονται και που, πέρα από την αντιστροφή της ροής του χρόνου, μας μεταφέρουν σε διαφορετικούς χώρους, συμβάλλοντας στον γρήγορο ρυθμό της δράσης. Βασικός χώρος ανάμεσά τους –και ο μόνος που επαναλαμβάνεται στην αφήγηση– το «κρυφό» διαμέρισμα που έχουν νοικιάσει ο Τζέρι και η Έμμα για να συναντιούνται τα ελεύθερα απογεύματά τους. Εκεί διαδραματίζονται τρεις από τις εννιά σκηνές του έργου, στις οποίες παρακολουθούμε την αντίστροφη πορεία της σχέσης του ζευγαριού, από την παρακμή στο αποκορύφωμά της.
Λίγα λόγια για τα πρόσωπα
Τα πρόσωπα του έργου είναι η ατίθαση Έμμα, ο σύζυγός της υπολογιστικός και πιο καυστικός Ρόμπερτ και ο Τζέρι, ο καλύτερος φίλος του Ρόμπερτ, συνάδελφος του, πιο ευαίσθητος και ιδεαλιστής. Η αφήγηση ξεκινά από το τέλος της ιστορίας, με την τελευταία συνάντηση των δυο πρώην παράνομων εραστών και ξετυλίγεται χρονολογικά αντίστροφα και σταδιακά γινόμαστε μάρτυρες όλου του χρονικού τις σχέσης τους και όλου εκείνου του φαύλου κύκλου της προδοσίας. Μέσα από 9 σκηνές και μια πολυφωνική αφήγηση την οποία διακόπτουν εξίσου θορυβώδεις σιωπές προβάλλονται ισοσκελώς όλα τα πρόσωπα, αναδεικνύονται οι επιμέρους οπτικές, προσδίδοντας μια χροιά αντικειμενικότητας στην τελική κρίση του θεατή.
Λίγα λόγια για το νόημα
Ο τίτλος μπορεί να επηρεάσει δριμύτατα την ερμηνεία του έργου. Αυτό που πετυχαίνει ο Πίντερ με την αριστοτεχνική του γραφεί είναι ότι αποδομεί την έννοια της προδοσίας, εγκαταλείποντας στους θεατές την αρμοδιότητα να αποφασίσουν αν νοείται «προδοσία» όταν όλοι έχουν προδώσει και προδοθεί. Κανείς δεν προδίδει κανέναν. Αντιθέτως, όλοι προσπαθώντας να μείνουμε πιστοί στις κοινωνικές συμβάσεις, διατηρούμε τις αυταπάτες μας για να μπορέσουμε να επιβιώσουμε. Αλλά σε αυτό το σημείο ο θεατρικός συγγραφέας μας γειώνει. Όλες οι σχέσεις, ακόμα και όσες ξεκινούν ως εξωσυζυγικές περιπέτειες υποκύπτουν στην τριβή του χρόνου. Τελικά, αυτό που φαίνεται να διεκδικούν οι ήρωες της Προδοσίας είναι η εξουσία να ελέγχουν ο ένας τον άλλο.
Η σχεδόν παγερή στάση των τριών ηρώων απέναντι στις καθημερινές προδοσίες με τις οποίες έρχονται αντιμέτωποι, φανερώνει ότι οι ίδιοι επιλέγουν να αυταπατώνται. Ενδεχομένως και για να προστατέψουν τους εαυτούς τους από το βάρος των συναισθημάτων τους που θα μπορούσε να τους συνθλίψει, ή ακόμα επειδή
οι πιο εξωστρεφείς αντιδράσεις δεν θα ταίριαζαν σε άτομα της κοινωνικής τους τάξης. Έτσι, διεκδικούν τις σχέσεις τους με πλάγιους τρόπους, επειδή, όπως παρατηρεί η Γουέλς, «φοβούνται ότι η ειλικρίνεια θα σήμαινε το τέλος των
εύθραυστων αλλά θεμελιωδών κοινωνικών δομών τους».
Πρόκειται ένα αυτοβιογραφικό και ρεαλιστικό έργο, όπου ο χώρος, ο χρόνος και τα πρόσωπα του έργου είναι με σαφήνεια δηλωμένα, κάτι που ο Πίντερ δεν μας συνηθίζει. Ο συγγραφέας εκθέτει με σκωπτικό και καυστικό τρόπο τις διάφορες εκδοχές του εαυτού μας που συναντάμε διάσπαρτες μέσα στον χρόνο. Για αυτό και δημιουργεί ένα έργο οικουμενικό και διαχρονικό, αλλά κυρίως ανθρώπινο.
Αντί Επιλόγου
Αν και η συγκεκριμένη απόδοση του έργου του Πίντερ σκηνοθετικά δεν μας συνεπήρε, οι ερμηνείες ήταν αρκετά καλές. Ίσως το μονότονο κλίμα που χαρακτηρίζει το έργο του μαζί με το στοιχείο της παρακμής να συνέβαλε στην εντύπωση αυτή. Ωστόσο, δεν μπορεί κανείς να πει πως η ιστορία αυτή δεν βάζει τον θεατή να διερωτηθεί, να έρθει αντιμέτωπος με καταστάσεις ανθρώπινες και καθημερινές με μια ματιά περισσότερο διεισδυτική που δεν διακρίνει μεταξύ ενόχων και αθώων, προδομένων και προδοτών.
Πηγές:
http://ikee.lib.auth.gr/record/132956/files/GRI-2013-11141.pdf