Ο Ιάκωβος Καμπανέλλης συνετέλεσε ώστε το νεοελληνικό θέατρο να βγει από την απομόνωση που βρισκόταν και το οδήγησε από την ηθογραφία και την επιθεώρηση, στον κοινωνικό ρεαλισμό, στον ποιητικό συμβολισμό, στη σάτιρα και στην αφαίρεση. Θεωρείται ο πατριάρχης του νεοελληνικού θεάτρου και ο κύριος εκφραστής των καταστάσεων που βιώνει η κοινωνία μας το τελευταίο ήμισυ του 20ου αιώνα. Τα θεατρικά του έργα, που υπερβαίνουν τα 40, διδάχτηκαν και διδάσκονται από όλους σχεδόν τους νεοέλληνες σκηνοθέτες και έχουν παιχτεί από τις κρατικές σκηνές (Εθνικό Θέατρο, ΚΘΒΕ και διάφορα ΔΗ.ΠΕ.ΘΕ.) της Ελλάδας, της Κύπρου (Θ.Ο.Κ.), καθώς και από ιδιωτικούς θιάσους. Τα κείμενα του έχουν μεταφραστεί και παιχτεί στις ΗΠΑ, Αγγλία, Γαλλία, Γερμανία, Ιταλία, Ισπανία, Αυστρία, Ουγγαρία, Πολωνία, Σουηδία, Ρουμανία. Βουλγαρία, Νορβηγία, Λιθουανία, Τουρκία, Ισραήλ, Αυστραλία και Κίνα.
Ο γεννήτορας του ελληνικού μεταπολεμικού θεάτρου, όπως έχει χαρακτηριστεί, γεννήθηκε στη Νάξο στις 2 Δεκεμβρίου 1921. Ήδη από μαθητής στο δημοτικό σχολείο ο μικρός Ιάκωβος διακρίνεται για την κλίση του στη λογοτεχνία. Το 1934, η οικογένειά του μετακόμισε, λόγω οικονομικών προβλημάτων, στην Αθήνα και ο Καμπανέλλης αναγκάστηκε να εργάζεται την ημέρα και να σπουδάζει σε μια νυχτερινή Τεχνική Σχολή. Διψασμένος για γνώση, νοίκιαζε βιβλία από τα παλαιοβιβλιοπωλεία και μέχρι να τελειώσει το γυμνάσιο είχε γνωρίσει όλους τους ευρωπαίους κλασικούς.
Με το ξέσπασμα του Β’ Παγκοσμίου Πολέμου, σχεδιάζει μαζί μ’ ένα φίλο του να καταφύγουν στη Μέση Ανατολή. Στη διαδρομή όμως συλλαμβάνονται και μεταφέρονται στην Βιέννη για ανάκριση. Από εκεί ο Καμπανέλλης καταλήγει στο στρατόπεδο συγκεντρώσεως και εξοντώσεως Μαουτχάουζεν. Εκεί θα παραμείνει ως τις 5 Μαΐου 1945, όταν το στρατόπεδο απελευθερώθηκε από τον αμερικανικό στρατό.
Ήταν ένας από τους ελάχιστους επιζήσαντες, και επέστρεψε το 1945. Την τραυματική του εμπειρία κατέγραψε στο μοναδικό του πεζογράφημα, “Μαουτχάουζεν” (1963).
Όταν γυρίζει στην Αθήνα, εντυπωσιάζεται από μια παράσταση του Θεάτρου Τέχνης και αποφασίζει να ασχοληθεί με το θέατρο. Πρωτοεμφανίστηκε στο θέατρο το 1950 με το έργο “Χορός πάνω στα στάχυα” (Θίασος Λεμού), αλλά γνωστός έγινε με τα επόμενα έργα του, που ανέβηκαν από το Θέατρο Τέχνης του Καρόλου Κουν και το Εθνικό Θέατρο. Η αναγνώριση ως θεατρικού συγγραφέα έρχεται με το έργο “Έβδομη μέρα της Δημιουργίας” (1956), που ανεβαίνει σε σκηνοθεσία Κ. Μιχαηλίδη στο Εθνικό Θέατρο και αγκαλιάζεται από κοινό και κριτικούς.
Το έργο σταθμός στη σταδιοδρομία του θεωρείται “Η αυλή των θαυμάτων” (1957). Το έργο ανεβαίνει σε σκηνοθεσία Κ. Κουν στο Θέατρο Τέχνης, με σκηνικά Γ. Τσαρούχη και μουσική Μ. Χατζιδάκι, μετά τη θερμή υποδοχή του από το κοινό, θεωρείται καλλιτεχνικό γεγονός και καθιερώνει τον Καμπανέλλη ως αναμορφωτή της νεοελληνικής δραματουργίας. Η απήχηση της παράστασης οδηγεί στην ανανέωση της συνεργασίας του με τον Κουν και την επόμενη σεζόν. “Η αυλή των θαυμάτων” και το “Παραμύθι χωρίς όνομα” υπήρξαν τα δύο πιο αγαπητά και πολυπαιγμένα θεατρικά έργα του.
Η επιβολή της δικτατορίας στις 21 Απριλίου 1967, αναστέλλει την καλλιτεχνική δραστηριότητα της χώρας, και, όπως όλοι οι συγγραφείς, αποφασίζει και ο Καμπανέλλης να σιωπήσει. Διακόπτει τη σιωπή του με το έργο “Αποικία των τιμωρημένων” (1972), ενώ το έργο “Το μεγάλο μας τσίρκο” (1973), που ανεβάζει ο θίασος Καρέζη – Καζάκος, με μουσική Στ. Ξαρχάκου εξελίσσεται σε αντιδικτατορική εκδήλωση.
Ο Καμπανέλλης, εκτός από θεατρικός συγγραφέας, πεζογράφος και δοκιμιογράφος, υπήρξε και στιχουργός. Έγραψε τραγούδια, που η μελοποίηση τους με τη μουσική των Μ. Χατζιδάκι, Μ. Θεοδωράκη, Στ. Ξαρχάκου, συνέβαλαν στην εξέλιξη του νεοελληνικού τραγουδιού, έγιναν επιτυχίες και τραγουδιούνται μέχρι σήμερα.
Εξίσου γόνιμη ήταν και η συμβολή του στον νεοελληνικό κινηματογράφο ως σεναριογράφου. Έγραψε τα σενάρια σε πολλές ταινίες σταθμούς του ελληνικού κινηματογράφου («Στέλλα» του Μ. Κακογιάννη, «Δράκος» του Ν. Κούνδουρου, «Η Αρπαγή της Περσεφόνης» του Γ. Γρηγορίου), ενώ σκηνοθέτησε ο ίδιος, σε δικό του σενάριο, την ταινία «Το κανόνι και το αηδόνι», το 1968. Αξιοσημείωτη είναι και η εξαιρετική του επίδοση στη στιχουργία, αφού το «Παραμύθι χωρίς όνομα» (μουσ. Μάνου Χατζιδάκη), το «Μαουτχάουζεν» (μουσ. Μίκη Θεοδωράκη), το «Μεγάλο μας Τσίρκο» (μουσ. Σταύρου Ξαρχάκου) και άλλα σημαντικά έργα της ελληνικής μουσικής φέρουν την υπογραφή του.
Για την όλη προσφορά του ως συγγραφέα αλλά και ως ευαισθητοποιημένου πολίτη, τιμήθηκε με πολλές διακρίσεις και αναγορεύθηκε επίτιμος δημότης πολλών πόλεων. Εκλέχτηκε επίτιμος διδάκτωρ της Φιλοσοφικής Σχολής του Πανεπιστημίου της Κύπρου (1996), της Ανωτάτης Σχολής Καλών Τεχνών του ΑΠΘ (1999) και του τμήματος Θεατρικών Σπουδών της Φιλοσοφικής Σχολής του Πανεπιστημίου Αθηνών (1999). Εξελέγη παμψηφεί και αναγορεύθηκε Ακαδημαϊκός (1999), εγκαινιάζοντας την έδρα του Θεάτρου στην Ακαδημία Αθηνών. Ο Πρόεδρος της Δημοκρατίας του απένειμε το παράσημο του Ανώτερου Ταξιάρχη του τάγματος του Φοίνικα.
Πέθανε στις 29 Μαρτίου 2011, λίγο μετά την εκδημία της γυναίκας του.
Παρακάτω παραθέτουμε το τελευταίο μεγάλο μάθημα ζωής του σπουδαίου θεατράνθρωπου που έφυγε από τη ζωή σαν σήμερα το 2011:
Έχουν συμβεί μερικά γεγονότα στη ζωή μου όπου αυτό που ήταν δυστυχία έγινε τύχη χρυσή. Πιστεύω πάρα πολύ στην τύχη. Είναι φοβερό πράγμα, «διαβολεμένο». O καημός μου που δεν μπόρεσα να πάω στο πανεπιστήμιο, γιατί έπρεπε να δουλεύω από πολύ μικρός και κατάφερα να τελειώσω μονάχα μια νυχτερινή τεχνική σχολή, μου έσωσε αργότερα τη ζωή. Γιατί, όταν βρέθηκα στο στρατόπεδο συγκεντρώσεως του Μαουτχάουζεν, αντί να με στείλουν σε κάποιο εξωτερικό συνεργείο, όπου οι συνθήκες ήταν φριχτές, βλέποντας ότι ήμουν τεχνικός σχεδιαστής με έβαλαν να αντιγράφω τα στοιχεία των κρατουμένων σε καρτέλες. Μήνες αργότερα, όταν εργαζόμουν στο τεχνικό τους γραφείο, ο επικεφαλής SS που μας φρουρούσε κατηγόρησε εμένα και κάποιους άλλους για συνεργασία σε κατασκοπεία. Μας πήγαινε για εκτέλεση, αλλά, καθώς επιστρέφαμε στο στρατόπεδο από ένα εργοτάξιο, μια μοτοσικλέτα που ερχόταν από την αντίθετη κατεύθυνση τον σκότωσε και έτσι γλιτώσαμε.
Χαρακτηριστικό της γενιάς μου είναι ότι μας κυοφορούσε η εποχή. Δύσκολα χρόνια, με φόβο αλλά και ελπίδες για να αγωνιστούμε και να νικήσουμε τις δυσκολίες με το πάθος και το μυαλό μας. Θέλαμε να μιλήσουμε, να έχουμε έναν «λόγο». Γι’ αυτό γράψαμε. Και αυτή είναι η αιτία που υπήρξαμε μια δημιουργική γενιά.
Όταν μου έρχονται η διάθεση και η ανάγκη καταπιεστικά, αφήνω τα πάντα και πηγαίνω να γράψω. Από εκείνη τη στιγμή, δύσκολα θα «εγκαταλείψω» τους χαρακτήρες μου για να κάνω κάτι άλλο. Φορές που έχει χρειαστεί να διακόψω, έχω «τσακώσει» τον εαυτό μου να τους λέει: «Περιμένετε και καθήστε φρόνιμα, δεν θ’ αργήσω».
‘Ενας θεατρικός συγγραφέας δεν ζει μόνο με τους δικούς του χαρακτήρες, αλλά και με αυτούς του παγκόσμιου θεάτρου. Κουβεντιάζει μαζί τους, δημιουργεί συμπάθειες και αντιπάθειες. Εγώ, για παράδειγμα, αγαπώ την Κλυταιμνήστρα και αντιπαθώ την Ηλέκτρα.
Για να γράψεις για κάποιον χαρακτήρα πρέπει να νιώσεις όπως αυτός. Είναι μια διαδικασία «μεταμόρφωσης». Γίνεσαι κι εσύ ένα από τα πρόσωπα του έργου. Χρειάζεται να είσαι καλός παρατηρητής και να μπορείς να δεις βαθιά μέσα στην ανθρώπινη ψυχή, για να καταφέρεις να ζωντανέψεις έναν χαρακτήρα ώστε να συμπεριφερθεί με συνέπεια και πειθώ, σαν να ήταν ένας πραγματικός άνθρωπος.
Το θέατρο μπορεί να αναπαριστά κάτι και αυτό να συγκλονίσει περισσότερο απ’ όσο όταν το ίδιο γεγονός συμβαίνει στην πραγματική ζωή. Αυτή είναι η μαγεία του θεάτρου. Αυτή με συνάρπασε και με πήγε στον έρωτα του θεάτρου.
Πρέπει να είμαστε πολύ απαιτητικοί με τον εαυτό μας. Υπάρχει πάντοτε η καλύτερη μορφή αυτού που γράφουμε και είναι απόλαυση να εξαντλήσεις τις ικανότητές σου, όσο είναι δυνατόν.
Ο λόγος για να γράψει κανείς δεν μπορεί να είναι απλώς επειδή του αρέσει το θέατρο. Το κίνητρο πρέπει να έχει σχέση με την ύπαρξή του. Στις μέρες μας βέβαια, αυτό είναι πιο δύσκολο από άλλοτε. Oχι γιατί δεν υπάρχει τραγωδία στην κοινωνία μας. Το δράμα όμως στα χρόνια της δεκαετίας ’50-’60 ήταν πιο διακριτό απ’ όσο τώρα. Το να γράψεις δράμα λόγω φτώχειας είναι λιγότερο δύσκολο από το να γράψεις το δράμα ενός ανθρώπου που υποφέρει από μοναξιά.
Η τέχνη δεν διδάσκει. Διαπιστώνει και ύστερα αποκαλύπτει. Το θέατρο είναι η «διάγνωση» της περιπέτειας της ανθρώπινης συνείδησης. Φανερώνει, αλλά δεν δίνει λύσεις. Πρόκειται στην ουσία περί επιστροφής του προβλήματος. O θεατής δεν μπορεί να δει το πρόβλημά του και ο συγγραφέας τού το παραδίδει σε μορφή που να μπορεί να δει τι του συμβαίνει και γιατί.
Όταν βγήκα από το στρατόπεδο συγκεντρώσεως, είχα μια αίσθηση ματαιότητας και έβλεπα τη ζωή με την ωριμότητα ενός γέρου. Αυτή η εμπειρία μου αφαίρεσε στη μελλοντική μου ζωή την τάση που έχει κάθε άνθρωπος να είναι κάποιες στιγμές κακός. Δεν παριστάνω τον άγιο, δεν λέω ότι το κατάφερα. Αλλά ο συναισθηματικός μου κόσμος, η διανόησή μου, η προσωπικότητά μου, συγκροτήθηκαν εκεί. Αν δεν είχα ζήσει αυτή την εμπειρία, δεν θα ήμουν αυτός που είμαι.
Οφείλω πολλά στη γυναίκα μου. Παρ’ ότι περάσαμε πολύ δύσκολα χρόνια, δεν την πείραζε που δεν μπορούσα να της εξασφαλίσω μια ευχάριστη ζωή. Αγάπησε όχι μόνο τον άνθρωπο αλλά και τον συγγραφέα Καμπανέλλη και με τα χρόνια έγινε ο καλύτερος κριτής της δουλειάς μου.
Πυρήνας της ευτυχίας είναι η αγάπη στους δικούς μας. Δεν συγκρίνω καμία χαρά από τη συγγραφική μου ζωή με τη χαρά που παίρνω παίζοντας σκάκι με τη μεγάλη μου εγγονή ή ακούγοντας τα παραμύθια που μου διηγείται η μικρή. Είναι οι πιο ουσιαστικές ώρες ευτυχίας μου.
Θεωρώ τον εαυτό μου ερασιτέχνη συγγραφέα. Δεν γράφω επειδή μπορώ, αλλά επειδή θέλω. Το «θέλω» είναι εσωτερική ανάγκη, το «μπορώ» είναι εμπορευματοποίηση. Το γράψιμο για μένα πρέπει να είναι ανάγκη – υπαρξιακή, ψυχική και εξομολογητική.
ΠΗΓΕΣ:
http://www.kambanellis.gr/?page_id=105 ,
https://www.kedros.gr/author/187/kampanellis-iakwbos.html ,
https://www.lifo.gr/team/sansimera/34106 ,
https://www.tovima.gr/2011/03/29/afieromata/to-teleytaio-mathima-zwis-apo-ton-iakwbo-kampanelli/
2 thoughts on “Αφιέρωμα στον γεννήτορα του ελληνικού μεταπολεμικού θεάτρου, Ιάκωβο Καμπανέλλη”