Η γλυκόπικρη μικρή μας πόλη

Το έργο


Η Μικρή μας Πόλη (πρωτότυπος τίτλος: Our Town) είναι τρίπρακτο θεατρικό έργο του 1938 του Βορειοαμερικανού συγγραφέα Θόρντον Ουάιλντερ. Όπως λένε χαρακτηριστικά, και χαριτολογώντας, οι Αμερικανοί κριτικοί, κάθε μέρα κάποιοι παρακολουθούν, σε κάποια πόλη της Αμερικής, τη Μικρή μας πόλη. Είναι ένα έργο ιδιαίτερα δημοφιλές ανάμεσα στις ερασιτεχνικές ομάδες και τις δραματικές σχολές. Είναι ενδεικτικό το ότι μόλις επετράπη το ανέβασμά του και από ερασιτέχνες, μέσα σε δύο χρόνια οκτακόσιοι θίασοι σε όλη τη χώρα δοκίμασαν την τύχη τους, εκμεταλλευόμενοι και το γεγονός ότι είναι ένα έργο που κοστίζει ελάχιστα (δεν απαιτεί σκηνικά ή ιδιαίτερο ενδυματολόγιο).
Το αξιοσημείωτο με την παγκόσμια πρώτη του έργου στο πανεπιστήμιο του Πρίνστον είναι ότι ήταν καταστροφική. Δεν άρεσε ούτε στους κριτικούς ούτε στο κοινό. Όπως δεν άρεσε και η δεύτερη δοκιμασία του, στη Βοστώνη. Όμως, ο σκηνοθέτης του, Jed Harris, δεν πτοήθηκε. Πείσμωσε και ρίσκαρε, παίρνοντας την παράσταση στο Broadway, με τον γνωστό ηθοποιό Frank Craven στον ρόλο του Διευθυντή Σκηνής. Εκεί τα πηγαίνει πολύ καλύτερα. Το έργο αρχίζει να κερδίζει τους πρώτους ένθερμους φίλους, οι οποίοι γίνονται πολλαπλάσιοι όταν τέσσερις μήνες αργότερα (το 1938) του απονέμεται το βραβείο Pulitzer, κάνοντας έτσι τον Ουάιλντερ τον μοναδικό Αμερικανό συγγραφέα που κερδίζει Pulitzer, με την ιδιότητα του δραματικού συγγραφέα και την ιδιότητα του πεζογράφου (βλ. The Bridge of San Luis Rey, 1927). Κάποια στιγμή, μάλιστα, όταν είχε αρχίσει να πέφτει η προσέλευση του κοινού, ο Ουάιλντερ θα κληθεί να υποδυθεί για δύο εβδομάδες τον Διευθυντή Σκηνής, ανεβάζοντας κατακόρυφα τη δημοτικότητά της παράστασης. Μέχρι στιγμής υπήρξαν τέσσερις αναβιώσεις του έργου στο Broadway, με πιο γνωστή εκείνη του 2002, όπου στον ρόλο του Διευθυντή Σκηνής ήταν ο Paul Newman.

Τοποθετημένο στη φανταστική Αμερικανική μικρή πόλη Γκρόβερς Κόρνερς μιλάει για την ιστορία των κατοίκων μιας συνηθισμένης πόλης των αρχών του εικοστού αιώνα, όπως απεικονίζεται στην καθημερινή ζωή τους. Παρουσιάζονται σκηνές από την ιστορία της πόλης μεταξύ των ετών 1901 και 1913. To έργο παίζεται σχεδόν χωρίς σκηνικά. Σε όλο το έργο ο Ουάιλντερ χρησιμοποιεί μεταθεατρικές τεχνικές, όπως η αφήγηση από ένα διευθυντή σκηνής.
Μέσα από τη σχέση δύο παιδιών, της Έμιλι και του Τζωρτζ, ο Ουάιλντερ καταγράφει την καθημερινή ζωή σε μια μικρή αμερικανική κοινότητα. Ξημερώματα και νύχτες, έρωτες και γάμοι, γειτονιές και παρέες και βόλτες στο φεγγαρόφωτο αποτελούν κάποιες από τις μικρές ή μεγάλες στιγμές των ηρώων αυτής της πόλης, που θα μπορούσε να είναι οποιαδήποτε πόλη σε οποιοδήποτε μέρος του κόσμου. Το πολυβραβευμένο έργο του Ουάιλντερ, δεν είναι μόνο «μια προσπάθεια να αποτιμηθεί το ανεκτίμητο και των πιο μικρών συμβάντων της καθημερινής μας ζωής», όπως έχει δηλώσει ο ίδιος ο συγγραφέας, αλλά αγγίζει με ευαισθησία και τρυφερότητα την πεμπτουσία της Ζωής. Καθημερινές και ασήμαντες στιγμές που ο Χρόνος σβήνει από τη μνήμη με το πέρασμά του φωτίζονται αριστουργηματικά για να αναδείξουν τη μαγεία που κρύβεται πίσω από όλα όσα καθόρισαν σε μικρό ή μεγάλο βαθμό την πορεία και το μέλλον της ανθρώπινης ύπαρξης.
Το έργο δεν ασχολείται με σπουδαία γεγονότα ή ιδιαίτερους χαρακτήρες. Επίκεντρό του είναι οι απολύτως καθημερινοί κάτοικοι αυτής της ήσυχης πόλης και ιδιαίτερα δύο οικογένειες, αυτές του γιατρού και του εκδότη. Ενδιάμεσος μεταξύ σκηνής και πλατείας είναι ένας αφηγητής που δίνει στους θεατές διάφορες πληροφορίες και ενίοτε αναλαμβάνει βοηθητικούς ρόλους στη δράση.
Γενικά, η καλοσύνη των ηρώων του έργου, η κατανόησή τους και η ανυστερόβουλη αλληλεγγύη είναι τόσο έντονα χρωματισμένα, που τους κάνει να φαίνονται εξωπραγματικοί. Πρόκειται για πλάσματα που ούτε καυγαδίζουν, ούτε ποθούν έντονα. Δεν τρέφουν κάποιες ιδιαίτερες σκέψεις για το παρελθόν τους, μα ούτε και για το μέλλον. Oι φιλοδοξίες τους, όπως και οι πράξεις τους, εξαντλούνται στα όρια του μικρόκοσμού τους. Βέβαια, το έργο μπορεί να επενδύει πολλά στην καλοσύνη των ανθρώπων, δεν σημαίνει όμως ότι τα βλέπει όλα ρόδινα. Στη μικρή πόλη υπάρχει και η μελαγχολική όψη της καθημερινότητας. Στη γεωγραφία των δρωμένων η φυλακή, για παράδειγμα, είναι και αυτή παρούσα ως σύμβολο μιας άλλης, διόλου ειδυλλιακής ζωής. Όπως διόλου ρόδινο είναι και το γεγονός ότι ο περισσότερος κόσμος είναι αμόρφωτος. Όπως και το ότι σε αυτόν τον μικρόκοσμο δεν χωράει πουθενά ο καλλιτέχνης με ευαισθησίες, ενώ περισσεύει η ανία, η οποία οδηγεί πολλούς στον αλκοολισμό και στην αυτοκτονία.
Απλώς, όλα αυτά, τα πιο σκοτεινά χρώματα της ζωής, ο συγγραφέας επιλέγει να τα κρατά στις υποσημειώσεις της δράσης, δίνοντας έτσι χώρο να προβληθούν πιο δυναμικά τα αισιόδοξα μηνύματα. Και τούτο γιατί στόχος του είναι να υπογραμμίσει αξίες που να μπορούν να στηρίξουν τον άνθρωπο στον αγώνα της επιβίωσης και της συμβίωσης με άλλους. Και τις βρίσκει, όπως είπαμε, στα πιο μικρά πράγματα, εκείνα που είναι κάθε μέρα δίπλα μας και στην ουσία δεν τα βλέπουμε. O Ουάιλντερ από τη μια κρατά το μικροσκόπιο και από την άλλη το τηλεσκόπιο, από τη μια εστιάζει στο συγκεκριμένο και από την άλλη στο παγκόσμιο. Μας υπενθυμίζει ότι, όπως οι κάτοικοι της μικρής πόλης κάθονται να δειπνήσουν μετά τη δουλειά, το ίδιο έκαναν και οι κάτοικοι της αρχαίας Αθήνας πριν από εκατοντάδες χρόνια, με το δικό τους τρόπο. Και το ίδιο θα κάνουν αυτοί που θα έρθουν. Όπως ξυπνούν να πάνε στις δουλειές τους οι κάτοικοι του Grover’s Corner, έτσι και τ’ αστέρια συνεχίζουν τον δικό τους αιώνιο κύκλο ζωής.
Το αξιοσημείωτο είναι ότι, ενώ η μεγάλη λογοτεχνία καταπιάνεται κατά κανόνα με οριακές καταστάσεις, με μεγάλα πάθη και μεγάλες περιπέτειες, εδώ έχουμε ένα σπάνιο παράδειγμα μεγάλου έργου που καταπιάνεται με ασήμαντες ιστορίες, λεπτομέρειες μιας ασήμαντης καθημερινότητας. Το μήνυμα του συγγραφέα είναι σαφές: ευτυχισμένος είναι ο άνθρωπος εκείνος που μπορεί και κινείται στους ρυθμούς της ζωής, που ξέρει να απολαμβάνει ό,τι του προσφέρει (μια ιδέα που συναντά κανείς και σε πρόσφατες κινηματογραφικές ταινίες όπως The Wizard of Oz και It’s a Wonderful Life).
H βασική διαφορά ανάμεσα στο έργο αυτό και τα περισσότερα αμερικανικά που εμπνέονται από την εγχώρια επαρχία, έγκειται στο γεγονός ότι ο Ουάιλντερ δεν επιχειρεί να πείσει τους δέκτες του ότι αυτό που παρουσιάζει είναι η πραγματικότητα. Eάν επιχειρούσε κάτι τέτοιο με αυτές τις προδιαγραφές και αυτούς τους χαρακτήρες, σίγουρα θα έπεφτε στην παγίδα του γλυκανάλατου συναισθηματισμού και ενοχλητικού πατριωτισμού. Tο γεγονός ότι παρακολουθεί τα δρώμενα από μια θέση παντογνώστη-ελεγκτή, τον βοηθά να τονίσει τη θεατρικότητα του εγχειρήματός του, να εκμεταλλευτεί τις εγγενείς δυνατότητες των θεατρικών σημείων και, κυρίως, να παίξει με τις ποικίλες εκδοχές του χρόνου: του ιστορικού, του θεατρικού (η ώρα της παράστασης), του δραματικού (το χρονοδιάγραμμα της ιστορίας του έργου) και φυσικά του αιώνιου. Δεν είναι τυχαίο, άλλωστε, που το έργο αρχίζει με την ανατολή του ήλιου και τελειώνει με τη δύση. Με το χάραμα, που αρχίζει η ζωή στην πόλη, έχουμε και τη (συμβολική) γέννηση ενός παιδιού, και με τη δύση έχουμε την εικόνα της πόλης που πηγαίνει για ύπνο. Και όπως λέει και ο Διευθυντής Σκηνής τους θεατές, «ώρα να πάτε κι εσείς για ύπνο». Άλλωστε είμαστε, κατά κάποιον τρόπο, κι εμείς, οι θεατές, κάτοικοι της μικρής πόλης, μας αφορούν αυτά που γίνονται εκεί. Ο χρόνος μας τέμνεται με τον χρόνο των σκηνικών δεδομένων, ώστε να δημιουργηθεί ένα συμβολικό και πανανθρώπινο όλον.


Η ουσία του έργου βρίσκεται στο ότι μέσα από την απλούστατη υπόθεσή του μιλάει για την ίδια τη ζωή και τον κύκλο της: καθημερινότητα-έρωτας-θάνατος. Στον τελευταίο, δε, αφιερώνει μια συγκινητικότατη τρίτη πράξη –αξίζει να ανακαλύψετε τι κρύβει το συγγραφικό εύρημα– που επισημαίνει την τάση να μην εκτιμούμε τις μικρές, ασήμαντες στιγμές της ζωής, παρά μόνο όταν είναι πια αργά. Σε δεύτερο επίπεδο, που είναι αυτό που το απογειώνει, το έργο αποτελεί ένα ωραίο μεταθεατρικό σχόλιο, καθώς έχει γραφτεί με τη σαφή οδηγία να παιχτεί πάνω σε μια άδεια σκηνή, χωρίς ιδιαίτερα σκηνικά και κοστούμια, ως πρόβα ενός θιάσου και όχι σαν μία τελειωμένη παράσταση.
«Η μικρή μας πόλη» έρχεται και ταράζει την καθημερινότητά μας και μας προκαλεί για μια διαφορετική «ανάγνωση», για μια διαφορετική προσέγγιση και ανάλυση των καθημερινών, ατομικών στιγμών των κατοίκων της αμερικάνικης επαρχίας. Των συμπεριφορών, των σχέσεων, των συνεπειών της ακινησίας σε συλλογικό και ατομικό επίπεδο, του μικρού Γκροβ Κόρνερ.
Η ζωή και ο θάνατος, το παρελθόν, το παρόν και το μέλλον, σε μία ταυτόχρονη αλυσιδωτή αντίδραση – εξίσωση με τίτλο «Καθημερινότητα – Αγάπη και Γάμος – Θάνατος», επιτρέπει την συναισθηματική κορύφωση του έργου και σε μας τους συντελεστές που το αγαπήσαμε και παιδευτήκαμε με αυτό, να προσεγγίσουμε εκτός από το «ευ ζειν» και το αναπόφευκτο θνήσκειν, στολίζοντάς το με το ξόρκι “ευ”.
Η ποίηση του Ουάιλντερ σε πλήρη αναντιστοιχία με το σύνηθες και βαρετό, απογειώνει στο άπειρο την ανεπανάληπτη εμπειρία του να είσαι ζωντανός. Και το δοξαστικό φινάλε μέσα από τα λόγια της Έμιλυ, όταν έχοντας πια περάσει στην «άλλη πλευρά», που αναφωνεί “Όλα αυτά τα ζούσαμε, μα ούτε τα προσέχαμε” θεμελιώνει την άποψη πως στην ζωή τίποτα δεν πρέπει να θεωρείται δεδομένο αλλά διεκδικητέο. Πρώτη παράσταση στο McCarter Theatre στο Princeton του New Jersey το 1938. Την ίδια χρονιά κέρδισε το βραβείο Πούλιτζερ για το δράμα. Το έργο παραμένει και σήμερα δημοφιλές και είναι συχνά τα ανεβάσματα του.


O συγγραφέας


Eάν ζητούσαν από κοινό και ειδικούς να κατονομάσουν τον κατ’ εξοχήν “Aμερικανό” συγγραφέα της περιόδου 1910-1945, αρκετοί υποθέτω πως θα κατέληγαν στον Θόρντον Ουάιλντερ (Thornton Wilder, 1897-1975), τον γιο του εκδότη και αργότερα διπλωμάτη και κατόχου διδακτορικού από το Πανεπιστήμιο του Γέηλ, Amos Parker Wilder, ο οποίος θα περάσει ένα μεγάλο μέρος της ζωής του στην Άπω Ανατολή, εμπειρία η οποία θα επηρεάσει βαθύτατα και τη θεατρική αισθητική του γιου του, Θόρντον. Η μητέρα, Isabella Niven Wilder, ένα επίσης καλλιεργημένο άτομο και βαθιά θρησκευόμενο, θα εμφυσήσει στα πέντε παιδιά της την αγάπη για τη λογοτεχνία, το θέατρο και κυρίως τη θρησκεία.
Ως φοιτητής στο Γέηλ, ο Ουάιλντερ θα έχει την ευκαιρία να μελετήσει πιο επισταμένα τους Έλληνες και τους Ρωμαίους κλασικούς, η σκέψη των οποίων θα βρει αργότερα τη θέση της στα πιο σημαντικά του έργα. Στο περιοδικό του πανεπιστημίου θα δει να δημοσιεύεται το 1920 το πρώτο του θεατρικό έργο με τον τίτλο The Trumpet Shall Sound (Θα ηχήσει η σάλπιγγα). Το 1935 θα γνωρίσει τη σημαντικότερη εκπρόσωπο του αμερικανικού μοντερνισμού, τη Gertrude Stein, της οποίας το μυθιστόρημα The Making of Americans θα τον επηρεάσει βαθύτατα και, κάποια στιγμή, θα τον οδηγήσει να γράψει τη Μικρή μας πόλη (Our Town)
Τα έργα του Ουάιλντερ, μολονότι εκτυλίσσονται σε χώρους ή στιγμές με πολύ ιδιαίτερες ιδεολογικές και εθνικές προεκτάσεις –όπως μια μικρή επαρχιακή πόλη, κάποιο κατηχητικό σχολείο, η κάποιο οικογενειακό συμβάν την Hμέρα της Aνεξαρτησίας–, δεν χαρακτηρίζονται από δογματικές αγκυλώσεις ούτε αποπνέουν επαρχιωτισμό, υπό την έννοια της περιορισμένης, γεωγραφικά, φιλοσοφικά, και κοινωνικά, εικόνας ή σκέψης. Το σκηνικό τους κάδρο είναι αρκετά έως και πολύ ευρύχωρο ώστε να χωρέσει ο κόσμος όλος. Eάν υπάρχει κάτι που ξεχωρίζει τη γραφή του Ουάιλντερ, είναι η ικανότητά του να μεταμορφώνει το καθημερινό με τέτοιο τρόπο ώστε να ενέχει θέση μύθου, ήτοι να λειτουργεί ως βάση κοινών πιστεύω και στόχων.
Tο όνομά του θα γίνει ευρέως γνωστό μετά τη βράβευσή του με το Pulitzer, για το μυθιστόρημα The Bridge of San Luis Rey [H γέφυρα του Σεν Λούη Pέυ, 1927]. Kαλής υποδοχής θα τύχει και το αμέσως επόμενο μυθιστόρημά του με τον τίτλο The Woman of Andros [H γυναίκα της Άνδρου, 1930]. Στο ενδιάμεσο των δύο αυτών δημοσιεύσεων ο Ουάιλντερ εκδίδει την πρώτη του θεατρική συλλογή με δεκαέξι μονόπρακτα, με τον γενικό τίτλο The Angel that Troubled the Waters [O άγγελος που τάραξε τα νερά, 1928]. Πρόκειται για έργα αρκετά όμοια με τα μεσαιωνικά moralitas, με χαρακτήρες αλληγορικούς που συζητούν για θέματα όπως η ταπεινοφροσύνη, η αγάπη, η πίστη, η ευθύνη. Ανάμεσα στα δρώντα πρόσωπα συναντούμε τον Xριστό, τον Σατανά, τον Iούδα, τον Iωσήφ, τον Γαβριήλ, μια Γαλλίδα χορεύτρια και τον φυματικό της σύζυγο, ένα γαϊδούρι που δεν σταματά να μιλά ενώ κουβαλά στις πλάτες του την Αγία Oικογένεια καθ’ οδόν προς την Aίγυπτο. Eπίσης, συναντούμε μια πολύ γνωστή ηθοποιό και τον εραστή της, μια γοργόνα, και τους καλιτέχνες Ibsen, Shelley, Mozart.


Γενικά, έχουμε να κάνουμε με έργα τα οποία αισθητικά απέχουν πολύ από τις προδιαγραφές του ρεαλισμού, και δη του ψυχολογικού, με τους περιπλεγμένους χαρακτήρες, τις πολύπλοκες εσωτερικές συγκρούσεις και τα σύνθετα σκηνικά. Ο Ουάιλντερ μπορεί να έγραψε ακριβώς μετά τη φροϋδική καταιγίδα, όμως από την αρχή της καριέρας του αρνήθηκε να ακολουθήσει το ρεύμα. Αν και ιδεολογικά δεν ανήκει στον ίδιο χώρο, πιο πολύ ακολούθησε τον Μπρεχτ και τις απόψεις του για το επικό θέατρο, παρά τους ρεαλιστές της εποχής του. Παραπέμπω ενδεικτικά στην εισαγωγή της έκδοσης του τόμου Three Plays, στο σημείο όπου λέει ότι ο κόσμος θεωρεί το θέατρο τέχνη “υποδεέστερη και αδιάφορη παρέκκλιση”, ακριβώς γιατί η μεσαία τάξη στήριξε την καθιέρωση ενός θεάτρου καταπραϋντικού και αυτάρεσκου, ενός θεάτρου που δεν ενοχλεί. Σκέψη με καθαρά μπρεχτικές αποχρώσεις, η οποία εν πολλοίς εξηγεί και την κάπως πιο σκοτεινή πλευρά που εμφανίζουν ορισμένα από τα έξι μονόπρακτα που δημοσιεύει τρία χρόνια αργότερα (το 1931) στον τόμο με τον γενικό τίτλο The Long Christmas Dinner and Other Plays [Tο μακρύ χριστουγεννιάτικο δείπνο και άλλα έργα].

Όπως και στα προηγούμενα πονήματά του, έτσι κι εδώ ο Oυάιλντερ ακροβατεί ανάμεσα στον ρεαλισμό και το μεταθέατρο, το δραματικό και το μεταδραματικό. Κατά την προσφιλή του μέθοδο, ανεβάζει τα δραματικά του πρόσωπα στη σκηνή για να προβάλλουν ανθρώπινα διλήμματα κι όχι να υποστηρίξουν (ή να στρογγυλέψουν) ατομικά χαρακτηριστικά. Και υπ’ αυτήν την έννοια, ό,τι κάνουν δεν είναι σημαντικό αφ’ εαυτού. Mόλις τα ατομικά χαρακτηριστικά τούς εγκαταλείψουν, τα πάθη τους αποδεικνύονται ότι δεν είναι βιωμένα συναισθήματα, αλλά συμπτώματα των τύπων που αντιπροσωπεύουν. Aυτή η άρση της εξατομίκευσης ενθαρρύνει την ανωνυμία, χωρίς τούτο να σημαίνει ότι ο άνθρωπος είναι ασήμαντος. H σημασία του αυξάνεται όταν τον δει κανείς σε σχέση με τη θεϊκή τάξη στην οποία ζει, στις σχέσεις του με την κυκλική κίνηση της Φύσης. O άνθρωπος αξιολογείται με βάση αυτά που αγγίζει και όχι με αυτά που κάνει, μας λέει ο συγγραφέας. Kαι όσο πιο ευρείς είναι οι ορίζοντές του, τόσο πιο ουσιαστικά θα είναι και τα πράγματα που αγγίζει (και εκτιμά).
O Ουάιλντερ έγραψε θέατρο σε μια εποχή κατά την οποία οι καινοτόμοι του εγχώριου μοντερνισμού, όπως ο Eugene O’ Neill, ο Elmer Rice και η Sophie Treadwell, είχαν ήδη προλειάνει το έδαφος για την είσοδο (ευρωπαϊκών κυρίως) προτάσεων πέρα από τα όρια του γνώριμου ρεαλισμού. Ο Ουάιλντερ έγραψε θέατρο ώστε να υμνήσει την αθωότητα λίγο πριν την ενταφιάσει οριστικά η βία του Δευτέρου Παγκοσμίου Πολέμου. Xωρίς να συγκλίνει ιδεολογικά με τον Μπρεχτ, χειρίστηκε τα υλικά του με «μπρεχτικό» τρόπο, ώστε να συγκινήσει το κοινό μιας “αταξικής κοινωνίας”, το “κοινό, το ταπεινό και το συγκεκριμένο” όπως γράφει και ο ποιητής Whitman αλλά και ο μεγάλος Melville στο Moby Dick. Tο “υψηλό” στα έργα και στο μυαλό του δεν φορά κοθόρνους. Σε μια μεσοαστική κοινωνία, μας λέει, δεν υπάρχουν ειδικές είσοδοι για τους πλούσιους ούτε ειδική γλώσσα. Όλοι μπαίνουν από την κύρια είσοδο. Eκείνο που δεν έλαβε καθόλου υπόψη είναι ότι μια κοινωνία με λίγους πλούσιους και πάρα πολλούς φτωχούς, όπως ήταν η Aμερική τότε, κάθε άλλο παρά αταξική θα μπορούσε να είναι. Σε κάθε περίπτωση, και πέρα από τις όποιες επιφυλάξεις θα μπορούσε να έχει κάποιος, τόσο Η μικρή μας πόλη όσο και τα υπόλοιπα έργα του, είναι μια συγκινητική ελεγεία αγάπης για τη ζωή στον πλανήτη Γη, δοσμένη με ατόφια θεατρικά υλικά. Εξ ου και η ανθεκτικότητά του στις διαβρωτικές παρενέργειες του χρόνου.

Πηγές: http://savaspatsalidis.blogspot.com/2014/03/blog-post.html
https://el.wikipedia.org/wiki/%CE%97_%CE%9C%CE%B9%CE%BA%CF%81%CE%AE_%CE%BC%CE%B1%CF%82_%CE%A0%CF%8C%CE%BB%CE%B7
https://www.ntng.gr/default.aspx?lang=el-GR&page=36&newsid=934

Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *