Nightcrawler: Όταν τα Όσκαρ σνόμπαραν τον Jake Gyllenhaal

Ο Νυχτερινός Ανταποκριτής είναι μια ταινία του 2014, σε σκηνοθεσία του Dan Gilroy, ο οποίος τότε έκανε το σκηνοθετικό του ντεμπούτο. Πρωταγωνιστής είναι ο Jake Gyllenhaal, ο οποίος πλαισιώνεται από ένα τίμιο cast, μεταξύ των οποίων συμπεριλαμβάνονται οι Rene Russo, Riz Ahmed και Bill Paxton.

Η ιστορία ακολουθεί έναν μικροαπατεώνα τον Louis Bloom, ο οποίος ψάχνοντας για δουλειά, αποκτά τυχαία μεγάλο ενδιαφέρον για το άγνωστο μέχρι τότε για αυτόν – ίσως και για εμάς – επάγγελμα του Νυχτερινού Ανταποκριτή, του ανθρώπου δηλαδή που προσπαθεί να φτάσει όσο το δυνατόν γρηγορότερα στις σκηνές του εγκλήματος, ώστε να βιντεοσκοπήσει το συμβάν και στη συνέχεια να το πουλήσει στις ειδήσεις για κάποια αμοιβή. Ξεκινάει όντας πρωτάρης, στη συνέχεια γίνεται αρκετά καλός στη δουλειά του και μετά γίνεται σε σημείο που και ο ίδιος πλέον κάνει εγκλήματα από μόνος του.

Θα μπορούσαμε να κατατάξουμε το συγκεκριμένο φιλμ στο είδος του νέο-νουάρ. Ωστόσο ακόμα και για όσους δεν αρέσουν πολύ αυτού του είδους οι ταινίες, νομίζω πως η συγκεκριμένη αποτελεί μια φωτεινή εξαίρεση. Η γρήγορη και συναρπαστική στην εξέλιξη της πλοκή με τις κατάλληλα τοποθετημένες ανατροπές, οι πολύ καλογραμμένοι διάλογοι και χαρακτήρες, η απίστευτη σκηνοθεσία και το βαθύ κοινωνικό μήνυμα που αναδύεται, σίγουρα δεν θα αφήσουν κανέναν αδιάφορο και σίγουρα θα αφήσουν στον θεατή ένα αίσθημα πληρότητας. Και αν αυτό δεν σας έπεισε μέχρι τώρα, μπορούμε με σιγουριά να πούμε πως η συγκεκριμένη ερμηνεία δεν είναι μόνο μία από τις καλύτερες στην καριέρα του Jake Gyllenhaal, αλλά και μία από τις καλύτερες ερμηνείες της τελευταίας δεκαετίας.

Όταν τελειώνεις λοιπόν μια ταινία, το πόσο καλή και πετυχημένη ήταν, το καταλαβαίνεις από τον αντίκτυπο τον οποίο είχε πάνω σου και από τα συναισθήματα τα οποία σου δημιούργησε, όχι μόνο κατά τη διάρκεια της, αλλά και αρκετά μετά τους τίτλους τέλους. Το συγκεκριμένο εγχείρημα είναι κάτι που σε κρατάει σε μια υπερένταση, σου δημιουργεί άγχος, σε κάνει ενεργό μέλος της πλοκής και προκαλεί τις αντιδράσεις σου απέναντι στο κάθε τι που συμβαίνει. Και μετά το πέρας της όμως, σε βάζει σε σκέψεις και σου προκαλεί δέος. Μιλώντας καθαρά υποκειμενικά, βρισκόμουν σε τέτοια εγρήγορση στις 2 ώρες που διήρκησε το όλο σκηνικό και κατάλαβα σε τέτοιο βάθος τον χαρακτήρα, που κάθισα άφωνος για τουλάχιστον 5 λεπτά μετά τη λήξη, κολλημένος στο όλο κλίμα που έζησα.

Όπως προαναφέρθηκε, το Nightcrawler, συνδυάζει το κοινωνικό μήνυμα με την ισχυρή παρουσία του πρωταγωνιστικού του ρόλου. Είναι εξάλλου πλέον κοινώς αποδεκτό, πως ένας ηθοποιός μπορεί να κουβαλήσει μια ταινία σε βαθμό που να τη θεωρούμε αριστούργημα, ακριβώς γιατί είμαστε συνεπαρμένοι από την ερμηνεία του και επειδή έχουμε δεθεί με τον χαρακτήρα του, επειδή τον θεωρούμε ενδιαφέρων. Ο Jake Gyllenhaal λοιπόν πετυχαίνει ακριβώς αυτό. Είναι τόσο απορροφημένος από τον ρόλο του, τον ζει σε τέτοιο βαθμό, ώστε σου δίνει την εντύπωση πως αυτός που βλέπεις στην οθόνη δεν είναι ο 38χρονος ηθοποιός. Θεωρείς πως ο Louis Bloom είναι όντως αληθινό πρόσωπο και από τη στιγμή που αισθάνεσαι έτσι, τότε μιλάς για αριστούργημα στον υποκριτικό τομέα.

Ο Louis Bloom λοιπόν είναι μια πολύ ενδιαφέρουσα φιγούρα και στην ταινία έχουμε την ευκαιρία να βουτήξουμε στα άδυτα της ψυχής του. Είναι ένας πρωτότυπος χαρακτήρας, μια ισχυρή προσωπικότητα, ίσως και λίγο περίεργη. Ως εκ τούτου κάθε λεπτό μαζί του είναι απολαυστικό. Είναι ένας άνθρωπος με υψηλές φιλοδοξίες και στόχους που κάνει σταθερά και γρήγορα την άνοδό του, μέσα από τους σκοτεινούς και επικίνδυνους δρόμους του νυχτερινού Los Angeles. Είναι ψυχρός, αλλά και γοητευτικός, συμπαθής, αλλά και μισητός, ψυχοπαθής, αλλά βγάζει νόημα αρκετές φορές στη συμπεριφορά του ακριβώς γιατί καταλαβαίνεις τα κίνητρα του. Αυτή η αντιφατικότητα είναι και το στοιχείο εκείνο που σου δημιουργεί μια υπερένταση, γιατί δεν ξέρεις πως να συμπεριφερθείς απέναντι του. Μπορεί να κατακρίνεις τις πράξεις του, να αναπτύσσεις αισθήματα μίσους εναντίον του, ωστόσο διαρκώς ενδιαφέρεσαι για την επιτυχία του και τον υποστηρίζεις, αγχώνεσαι για εκείνον και αντιδράς σε κάθε λεπτό παρουσίας του στην οθόνη. Ενώ θαυμάζεις την εξυπνάδα του και αισθάνεσαι δέος στο πόσο εύκολα χειραγωγεί τους γύρω του για να πάρει αυτό που θέλει, τρομάζεις για το γεγονός πως τα λόγια του έχουν αντίκτυπο στο δικό σου εγώ, για το γεγονός πως ίσως χειραγωγείσαι και εσύ στο να τον συμπαθήσεις. Όλο αυτό το μωσαϊκό συναισθημάτων δημιουργεί μια πανέμορφη εμπειρία, μια εμπειρία που σε αφήνει πλήρη και άφωνο στο τέλος.

Περνώντας στο κοινωνικό μήνυμα, αυτό παρουσιάζεται ωμά, ρεαλιστικά και δίνει τροφή για σκέψη. Ουσιαστικά γίνεται μια περιγραφή του δημοσιογραφικού κόσμου και της δίψας του ανθρώπου για κέρδος, ακόμα και αν αυτό καταπατά την ανθρώπινη συνείδηση και τα ανθρώπινα συναισθήματα. Ο τρόπος με τον οποίο πέφτουν όλοι σαν αρπακτικά για μερικές φωτογραφίες και εν τέλει για την προβολή της ανθρώπινης δυστυχίας και του θανάτου, απλά και μόνο για νούμερα στην τηλεθέαση και για χρήματα, είναι κάτι που προβάλλεται εδώ με πολύ μεγάλη ακρίβεια. Δεν προβάλλεται όμως μόνο το γεγονός αλλά και η ψυχρότητα που διακατέχει την όλη διαδικασία. Δεν υπάρχει καμία συγκίνηση. Όλα θεωρούνται φυσιολογικά. Όπως αφήνεται να εννοηθεί και από την ταινία: «Όσο πιο πολύ αίμα, τόσο το καλύτερο».

Επιπλέον παρουσιάζονται και οι επιδράσεις που έχουν η επιθυμία της αναγνώρισης και του χρήματος μέσα στην ψυχή του ανθρώπου, το πως από αυτά τα 2 παρατηρείται απώλεια ηθικών φραγμών και αδυσώπητη επιδίωξη τους σε βάρος άλλων. Το μόνο θετικό μήνυμα που φαίνεται κάπως αδρά, είναι η πίστη και το πάθος για την επιτυχία έστω και μέσα από τα μάτια ενός ψυχοπαθούς.

Τέλος, όσον αφορά το σκηνοθετικό κομμάτι, μιλάμε για πολύ καλή και στιβαρή δουλειά. Οι δρόμοι του Los Angeles παρουσιάζονται τόσο ζωντανοί και τόσο όμορφοι ακόμα και σε αυτό το διαρκές σκοτάδι. Εκτός αυτού, η αποτύπωση των συναισθημάτων στον φακό, τα κοντινά πλάνα και σωστή εναλλαγή των γωνιών λήψης στις σκηνές δράσης, δουλεύουν στην εντέλεια.

Συμπερασματικά, το Nightcrawler είναι μια ταινία που κάθε φαν του σινεμά πρέπει να παρακολουθήσει. Είναι ένα κρυφό διαμάντι και ίσως αποτελεί το μεγαλύτερο σνομπάρισμα της δεκαετίας, καθώς μένει αδικαιολόγητη η απουσία του Gyllenhaal από τα Όσκαρ, παρά τις διθυραμβικές κριτικές που έλαβε για την ερμηνεία του και τα άλλα βραβεία που πήρε για την προσπάθειά του.

Βαγγέλης Φραγκούλης

Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *