«Joyeux Noel»: Όταν ο εορτασμός των Χριστουγέννων σίγησε τα όπλα του πολέμου

Η ταινία

Βρισκόμαστε στα τέλη 19ου αιώνα. Σε τρία διαφορετικά δημοτικά σχολεία του κόσμου, τρία παιδιά ξένα μεταξύ τους μας επαναλαμβάνουν την εθνικιστική προπαγάνδα με την οποία γαλουχούνται. Πρόκειται για τρία παιδιά που ζουν μακριά το ένα από το άλλο, στη Γαλλία, τη Σκωτία και τη Γερμανία. Δεκέμβρης του 1914 και ο Α’ Παγκόσμιος Πόλεμος μαίνεται στην Ευρώπη. Μεταφερόμαστε στον ανελέητο πόλεμο των χαρακωμάτων, όπου οι Γερμανοί πολεμούν απέναντι σε ένα Γαλλικό και ένα Σκωτσέζικο τμήμα. Παρ’ όλο που βρίσκονται σε αντίπαλα στρατόπεδα, οι νεαροί στρατιώτες βουτηγμένοι στις ίδιες λάσπες, εξίσου ταλαιπωρημένοι, νοσταλγούν το σπίτι τους και τις οικογένειές τους, ειδικά τώρα που πλησιάζουν τα Χριστούγεννα. Θα είναι αρκετά άραγε αυτά ώστε να καταφέρουν να συμφωνήσουν – έστω και μόνο για την Ημέρα των Χριστουγέννων – σε μια ανακωχή ώστε να περάσουν λίγες ανθρώπινες στιγμές;

Με πολύ ευαισθησία και ανθρωπιά, το «Joyeux Noel» μας αφηγείται την πραγματική ιστορία της συνάντησης των γερμανικών, γαλλικών και βρετανικών στρατευμάτων στα γαλλο-ελβετικά σύνορα. Οι τρεις στρατοί, καθηλωμένοι στα χαρακώματά τους και έχοντας χάσει κάθε ελπίδα να περάσουν τα Χριστούγεννα με την οικογένεια τους, απρόσμενα δέχονται την επίσκεψη της σοπράνο Anna Sοrensen, στην προσπάθεια της να βρεθεί έστω για λίγες ώρες με τον τενόρο σύζυγό της που πολεμά στο μέτωπο, επιστρατεύει όλη τη γυναικεία πονηριά αλλά και τις υψηλές γνωριμίες της για να πετύχει το σκοπό της. Η δύναμη της αγάπης της όμως ξεκινά μια αλυσιδωτή αντίδραση λαχτάρας για ζωή που θα καταλύσει τις ψυχές των εξουθενωμένων αντρών και θα ξυπνήσει τα πιο ευγενικά συναισθήματά τους.

Η μουσική υποκινούμενη από το αγαπημένο κλασικό ντουέτο θα κατευνάσει τα πάθη και θα ενώσει τις διαφορετικές κουλτούρες. Ακόμη και η θρησκεία, που χειραγωγημένη από την εθνικοφροσύνη και την επίσημη προπαγάνδα λειτουργούσε ως εργαλείο φανατισμού, θα βρει στο πρόσωπο του στρατιωτικού ιερέα Palmer την ανθρώπινή της υπόσταση και θα ενώσει και αυτή τον κόσμο που διψάει για ειρήνη σε ένα αρμονικό ποίμνιο. Ο φανατισμός, το μίσος και οι διαφορές θα μείνουν εκτός πεδίου μάχης και θα βαραίνουν μόνο αυτόν που βιώνει την προσωπική απώλεια.

Μια ταινία ανθρώπινη, του Christian Carion αποτελεί – όχι άδικα – την επίσημη γαλλική υποβολή για τη διεκδίκηση του Oscar καλύτερης ξενόγλωσσης ταινίας του 2005. Μια ζωντανή απόδειξη πως η δύναμη της αγάπης, η ανάγκη για ειρήνη και η μαγεία των Χριστουγέννων, μπορεί να φέρει κοντά ανθρώπους που τους χωρίζουν πολλά, αλλά τους ενώνουν ακόμη περισσότερα…

Η πραγματική ιστορία

Αυτό που καθιστά την ταινία ξεχωριστή είναι πως βασίζεται σε ένα πραγματικό, ιστορικό γεγονός και συγκεκριμένα στην ανακωχή τον χειμώνα του 1914, κατά τη διάρκεια του Α’ Παγκοσμίου Πολέμου, η οποία έγινε παρά τις εντολές των στρατηγών και των πολιτικών.

Ήδη, στους λίγους μήνες που κρατούσε η πολεμική εμπλοκή, οι νεκροί ήταν πολλές χιλιάδες. Μέχρι το τέλος, εννέα εκατομμύρια άνθρωποι έχασαν τη ζωή τους. Πριν την ανακωχή, ο Πάπας Βενέδικτος ο 15ος είχε κάνει έκκληση σε διάφορες κυβερνήσεις «να σωπάσουν τα όπλα, την ημέρα που τραγούδησαν οι άγγελοι», δηλαδή τα Χριστούγεννα. Στις Ηνωμένες Πολιτείες της Αμερικής κατατέθηκε πρόταση στη γερουσία, σε μία γενική προσπάθεια ανακωχής για 20 μέρες πριν τα Χριστούγεννα, με την ελπίδα ότι θα συνεχιζόταν και μετά το πέρας της προθεσμίας.

Επιπλέον, σύνδεσμοι φεμινιστριών της Αγγλίας έστειλαν μία επιστολή στις γυναίκες της Αυστρίας και της Γερμανίας. Οι Γερμανίδες φεμινίστριες απάντησαν με δικό τους μήνυμα, στο οποίο πραγματεύονταν την αξία της ειρήνης και κατήγγειλαν τις αισχρότητες του μοντέρνου πολέμου. Οι γυναίκες είχαν συγκλονιστεί, καθώς μόνο στη μάχη του Σομ, στη βόρεια Γαλλία, μόνο την πρώτη μέρα, οι Βρετανοί είχαν εξήντα χιλιάδες νεκρούς.

Με τις πρωτοβουλίες για εκεχειρία σε όλα τα μέτωπα του πολέμου, σημειώθηκαν συγκινητικά περιστατικά αλληλεγγύης και κατανόησης. Οι στρατιώτες κατάφεραν επιτέλους και έθαψαν νεκρούς, περιποιήθηκαν τους αρρώστους και ενίσχυσαν τα χαρακώματά τους.

Στα χαρακώματα του Βελγίου, όπου ξεκίνησε η ανταρσία της ανακωχής, οι Γερμανοί πρώτοι στόλισαν δέντρα, όπως ήταν το έθιμό τους και ξεκίνησαν να τραγουδούν. Οι Γάλλοι και οι Άγγλοι τραγούδησαν και αυτοί. Ένας αξιωματικός των Γερμανών βγήκε και πρότεινε να μην πέσουν άλλοι πυροβολισμοί. Ευχήθηκε στα Αγγλικά καλά Χριστούγεννα. Του αντευχήθηκαν και ξαφνικά άρχισαν όλοι να εύχονται, ακόμη και αν δεν καταλάβαιναν τη γλώσσα. Ήταν παραμονή Χριστουγέννων. Την επόμενη μέρα, η ανακωχή ήταν απόλυτη. Το γλέντι στα χαρακώματα άρχισε, χωρίς άνωθεν εντολές. Άλλωστε, οι στρατηγοί που διεύθυναν τον πόλεμο πολλές χιλιάδες χιλιόμετρα μακριά, μέσα από την θαλπωρή των γραφείων τους, διαφωνούσαν με οποιαδήποτε κατάπαυση του πυρός.

Οι στρατιώτες όμως, εκτός από τις πατροπαράδοτες ανταλλαγές δώρων στο μέτωπο, λέγεται ότι έκαναν και κοινές προσευχές. Σίγουρα έπαιξαν ποδόσφαιρο με πάνινη μπάλα, ή τενεκεδάκια. Το ματς έληξε με όλους τους φαντάρους ζωντανούς, αν και έπαιζαν με τον εχθρό. Η εκεχειρία επεκτάθηκε σε όλο το μέτωπο. Ήταν σχεδόν καθολική και οι στρατιώτες άρχισαν να έχουν μία τελείως διαφορετική προσέγγιση για την ζωή, τόσο τη δική τους, όσο και των εχθρών. Σε ορισμένες μάλιστα περιοχές, οι παρατάξεις αντάλλαζαν μεταξύ τους αγαθά όπως τσιγάρα και εφημερίδες. Περίπου ένα εκατομμύριο στρατιώτες κατέβασαν τα όπλα και οι στρατηγοί έγιναν έξαλλοι. Τι αξιωματικοί ήταν αυτοί, που έδιναν εντολές και δεν τους υπάκουαν; Τα μέτρα λοιπόν ήταν άμεσα, με τιμωρίες και μεταθέσεις αξιωματικών που ανέχθηκαν τη στάση του στρατού. Η ανακωχή δεν επαναλήφθηκε το 1915, αφού και η μάχη είχε γίνει αρκετά πιο έντονη και οι αξιωματικοί είχαν γίνει αρκετά πιο σκληροί σε τέτοια ζητήματα.

Πηγές:

http://www.mixanitouxronou.gr/anakochi-ton-christougennon-otan-fantari-agnoisan-tous-stratigous/

http://www.cinemanews.gr/v5/movies.php?n=3095

Εκτέλεση στην Σαϊγκόν: Η αποτύπωση μιας εν ψυχρώ εκτέλεση

Ο Έντι Άνταμς γεννήθηκε στις 22 Ιούνιο του 1933 στην Πενσυλβάνια και είναι Αμερικανός φωτογράφος και φωτορεπόρτερ, γνωστός για τις φωτογραφίες διασήμων, πολιτικών καθώς και για την κάλυψη 13 πολέμων. Έχει κερδίσει το βραβείο Πούλιτζερ για την φωτογραφία του “Εκτέλεση στην Σαϊγκόν”. Πέθανε το 2004 στην Νέα Υόρκη.

Ο άνθρωπος που τράβηξε τη σκανδάλη ήταν ο αρχηγός της αστυνομίας της Σαϊγκόν, στρατηγός Νκγουιέν Νγκοκ Λόαν και αργότερα υποστήριξε πως το θύμα είχε σκοτώσει την οικογένεια ενός από τους αξιωματικούς του. Οι ισχυρισμοί του ποτέ δεν επιβεβαιώθηκαν. Κάποιοι μάλιστα υποστηρίζουν πως ο μόνος λόγος για αυτή την εν ψυχρώ εκτέλεση ήταν για να προσφέρει ένα θέαμα στα τηλεοπτικά συνεργεία και τους φωτογράφους που βρίσκονταν στο σημείο.

Η φωτογραφία του Άνταμς έγινε πρωτοσέλιδο σε όλες τις μεγάλες αμερικανικές εφημερίδες και βραβεύτηκε με Πούλιτζερ ενώ η ιστορική της αξίας έγκειται στο ότι η φωτογραφία αυτή επιβεβαίωνε την εκτίμηση ότι οι ΗΠΑ υποστήριζαν τους λάθος ανθρώπους στο Βιετνάμ. Και έτσι η αμφισβήτηση των επιλογών της κυβέρνησης των ΗΠΑ έγινα ακόμη πιο έντονη.


Όσο για τον φωτογράφο; Αυτός δηλώνει μετανοιωμένος για την φωτογραφία. Μέχρι το 2004 οπότε πέθανε, δήλωνε πως η φωτογραφία του χωρίς τα συμφραζόμενα δεν είναι παρά η «μισή αλήθεια». Όπως έλεγε: «ο στρατηγός σκότωσε τον Βιετκόνγκ και εγώ με την κάμερά μου τον στρατηγό».

Ο δε στρατηγός μετά την ήττα των Αμερικανών εγκαταστάθηκε με την οικογένειά του στις ΗΠΑ ενώ το αίτημα να παραπεμφθεί σε δίκη για εγκλήματα κατά της ανθρωπότητας δεν καρποφόρησε. Ο πρώην στρατηγός άνοιξε πιτσαρία στην Βιρτζίνια αλλά έκλεισε όταν έγινε γνωστό ποιος ήταν. Πέθανε το 1998, στα 67 του χρόνια από καρκίνο.

Ο πόλεμος του Βιετνάμ ήταν ίσως η μεγαλύτερη ένοπλη σύγκρουση μεταξύ Δύσης και Ανατολής κατά τη διάρκεια του Ψυχρού Πολέμου. Θεωρητικά η μάχη ήταν μεταξύ του Δημοκρατικού Στρατού του Βιετνάμ (Βόρειο Βιετνάμ) και της Δημοκρατίας του Βιετνάμ (Νότιο Βιετνάμ). Στην πραγματικότητα όμως ήταν ένας πόλεμος μέσω αντιπροσώπων μεταξύ των ΗΠΑ και της ΕΣΣΔ, ένας από τους πολλούς που έγιναν λόγω της απροθυμίας των υπερδυνάμεων να εμπλακούν σε απευθείας πόλεμο μεταξύ τους που ίσως θα κατέληγε σε πυρηνική καταστροφή.

Ο πόλεμος του Βιετνάμ υπήρξε μια από τις πιο θανατηφόρες πολεμικές συγκρούσεις τα αποτελέσματά της οποίας ήταν τραγικά. Οι εκτιμήσεις για τον αριθμό των θυμάτων του πολέμου ποικίλουν καθώς η καταγραφή ενός ακριβή αριθμού ήταν αδύνατη.
Παρόλα αυτά, μια εκτενής έρευνα του καθηγητή R. J. Rummel εκτιμά πως οι θάνατοι στο Βιετνάμ ανήλθαν στους 3.595.000 ανθρώπους. Εκ των οποίων τα 2 εκατομμύρια ήταν άμαχοι πολίτες και κυρίως γυναικόπαιδα, ενώ 1.595.000 ήταν στρατιώτες.

Ένας από τους 2 εκατομμύρια αμάχους που πέθαναν ήταν και ο άνδρας της φωτογραφίας.

Πηγές:

Wikipedia

Huffingtonpost

Όταν ένας ζωγράφος αποφασίζει να διαμαρτυρηθεί μέσω της τέχνης του, η ιστορία του Tammam Azzam

Κάποτε είχα ακούσει έναν δάσκαλο να λέει ότι σε τραγικές στιγμές της ιστορίας οι καλλιτέχνες καταρρέουν ψυχολογικά, είτε πρώτοι από όλους είτε τελευταίοι.

Με τον Εμφύλιο Πόλεμο στη Συρία να βρίσκεται σε εξέλιξη από τον Μάρτιο του 2011 μέχρι και σήμερα και τις καταστροφικές του συνέπειες, ο Σύρος καλλιτέχνης Tammam Azzam, γεννημένος το 1980 και απόφοιτος της Σχολής Καλών Τεχνών της Δαμασκού, στράφηκε στα ψηφιακά μέσα και τις γραφικές τέχνες για να δημιουργήσει οπτικές συνθέσεις των συγκρούσεων ως άμεση μορφή διαμαρτυρίας προς τον έξω κόσμο.

Με τη χρήση μεικτής τεχνικής, φωτογραφία, ζωγραφική, κολάζ, graffiti, street art, o Tammam Azzam κατάφερε να γίνει viral σε πολλά κοινωνικά μέσα και να δημιουργήσει έτσι μια παγκόσμια διαμαρτυρία που δεν λογοκρίνεται ούτε καταστέλλεται.

Οι εικόνες του συγκινούν με την ευαισθησία τους, τον πολιτικό τους χαρακτήρα και την καλλιτεχνική τους ευφυΐα.

Ο Azzam που γεννήθηκε στη Δαμασκό και ζει στο Ντουμπάι από τότε που με την οικογένειά του έφυγε από τη Συρία με τη βοήθεια της γκαλερί του επτά μήνες μετά την έναρξη της εξέγερσης εναντίον του Προέδρου Άσαντ στις αρχές του 2011, έχει ονομάσει αυτή τη συλλογή του το “Συριακό Μουσείο” .

“Επέλεξα αυτό το όνομα επειδή οι εικόνες που βλέπετε στο παρασκήνιο όλων αυτών των έργων είναι, για μένα, σαν κάτι περισσότερο από ένα μουσείο”, εξηγεί. “Αισθάνομαι έκπληκτος πόση καταστροφή έχει συμβεί, πώς αυτό το καθεστώς έχει αλλάξει τη χώρα μας σε αυτό που είναι τώρα”.

Με το τέλος του εμφυλίου που εξελίσσεται στη χώρα, τον οποίο ο ίδιος αντιμετωπίζει σαν επανάσταση ελπίζει να κατορθώσει να επιστρέψει στην πατρίδα του.

Δείτε μερικά εκ των χαρακτιατικότερων έργων του:

Πηγή: Athensvoice

Ο ζωγράφος της παρακμής και της επανάστασης, Τζορτζ Γκρος

Ο Γκέοργκ Γκρος γεννήθηκε στο Βερολίνο το 1893, σπούδασε στη Δρέσδη, στο Βερολίνο και στο Παρίσι και εργάστηκε ως γελοιογράφος σε σατιρικά περιοδικά. Μετά τον Α’ Παγκόσμιο Πόλεμο εγκαταστάθηκε και πάλι στο Βερολίνο και έλαβε μέρος στο ντανταϊστικό κίνημα, ίδρυσε το σατιρικό περιοδικό Pleite και ήρθε πολλές φορές σε σύγκρουση με την αστυνομία και τη δικαιοσύνη της χώρας του.Ο Γκρος επηρεάστηκε από τα κινήματα του φουτουρισμού και του σουρεαλισμού και υιοθέτησε μια ρεαλιστική μέθοδο, με την οποία φιλοτέχνησε έναν πολύ μεγάλο αριθμό λιθογραφιών με θέμα τις μεταπολεμικές συνθήκες με ακραίο σαρκαστικό τρόπο και χωρίς καμία επιείκεια. Το 1916 ο καλλιτέχνης νοσηλεύτηκε σε ψυχιατρική κλινική μετά από μια περίοδο έντονης ανησυχίας και απογοήτευσης. Το κλίμα του πρώτου παγκοσμίου πολέμου είχε αποτελέσει για τον Γκρος τη βάση για τις απαισιόδοξες θεωρήσεις του για τον άνθρωπο αλλά και για τη γερμανική αστική τάξη.

Στη σειρά των υπέροχων σκίτσων του με πενάκι με τίτλο «Μορφές της κυρίαρχης τάξης» άσκησε έντονη κοινωνική κριτική με τρόπο δηκτικό και πικρό κατά του γραφειοκρατικού συστήματος, του μιλιταρισμού, όπως και της απληστίας του καπιταλισμού. Αποτύπωσε με τον πλέον αντιπροσωπευτικό τρόπο την παρακμή και την ηθική διαφθορά της Δημοκρατίας της Βαϊμάρης. Εντάχθηκε στο Κομμουνιστικό Κόμμα Γερμανίας από το 1919 μέχρι το 1922, επισκέφθηκε τη Σοβιετική Ένωση και συνάντησε τον Λένιν και τον Τρότσκι. Ο Γκρος είχε μεγάλη απέχθεια στο γερμανικό επεκτατισμό και όλες τις πτυχές του.Προσχώρησε στην ομάδα της Νέας Αντικειμενικότητας (Ότο Ντιξ, Μαξ Μπέκμαν κ.ά) και έλαβε μέρος στην έκθεση του 1925 που πραγματοποιήθηκε στην Αίθουσα Τέχνης του Μανχάιμ. Οι ζωγράφοι της Νέας Αντικειμενικότητας έδιναν μεγαλύτερη σημασία στη γραμμή και στο σχέδιο παρά στο χρώμα. Ο Γκρος ήταν αρκετά επιδέξιος στο σχέδιο και το ύφος του ήταν ιδιαιτέρως παραστατικό αλλά και καυστικό. Η υπεράσπιση του ρεαλισμού αποτελούσε επίσης ένα άλλο στοιχείο του κινήματος της Νέας Αντικειμενικότητας. Η αποτύπωση της πραγματικότητας για τον Γκρος έπαιζε κυρίαρχο ρόλο στην εικαστική του ματιά. Η διαφάνεια και η διαπερατότητα είναι επίσης ένα χαρακτηριστικό της τεχνοτροπίας του.

Πολλά έργα του έχουν ως θέμα τους οίκους ανοχής του Βερολίνου θέλοντας έτσι να τονίσει τη γενικότερη παρακμή και κοινωνική αποδιάρθρωση της εποχής.Φιλοτέχνησε επίσης πολλά τοπία και νεκρές φύσεις όπως και πολλά πολιτικά στρατευμένα έργα για τα οποία δικάστηκε για προσβολή της θρησκείας. Το ναζιστικό καθεστώς τον κατέταξε στους «εκφυλισμένους καλλιτέχνες» και αναγκάστηκε να εγκαταλείψει τη Γερμανία αρχικά πήγε στο Παρίσι και κατόπιν το 1933 πήγε στην Αμερική.

Κατά τη διάρκεια του Β’ Παγκοσμίου Πολέμου δημιούργησε εξαιρετικά αντιπολεμικά έργα συμβολικού χαρακτήρα μεγάλης δυναμικής.

«Αυτά που έβλεπα με έκαναν να νιώσω μεγάλη αποστροφή για τους περισσότερους από τους συνανθρώπους μου. Όλα όσα θα μπορούσα να πω έχουν αποτυπωθεί στα σχέδιά μου» έγραψε ο ίδιος για να εξηγήσει τα χαρακτικά του που απεικονίζουν ένα τρομακτικό «θηριοτροφείο» που απαρτίζεται από διαφορετικούς ανθρώπινους χαρακτήρες της.

Φανατικός πολέμιος του ναζιστικού καθεστώτος, ο Γκρος αποτυπώνει την ασχήμια και τη διαφθορά μιας κοινωνίας που ζούσε υπό τη σκιά του υπερ-πληθωρισμού και του κοινωνικού αποπροσανατολισμού στα χρόνια της ανόδου του Χίτλερ και προτού ξεσπάσει ο Β’ Παγκόσμιος Πόλεμος.

Στη Νέα Υόρκη ο καλλιτέχνης ήρθε σε επαφή με τα έργα του Μητροπολιτικού Μουσείου Τέχνης μελέτησε σε βάθος τα έργα της συλλογής Φρικ και επηρεάστηκε σε σημαντικό βαθμό. Φιλοτέχνησε μια σειρά από γυμνά εμπνευσμένα από Μπος, Μπρέγκελ, Ρούμπενς, Ρενουάρ και Κουρμπέ. Δίδαξε στην Ένωση Σπουδαστών Τέχνης της Νέας Υόρκης και το 1938 απέκτησε την αμερικάνικη υπηκοότητα. Είχε ήδη αλλάξει το όνομά του πολύ νωρίτερα από Γκέοργκ σε Τζορτζ επηρεασμένος από τα αμερικάνικα λογοτεχνικά αναγνώσματα της νεότητάς του.Στην Αμερική ο Γκρος άλλαξε την εικαστική οπτική του και τα θέματα των δημιουργιών του, απομακρύνθηκε από το ύφος του προηγούμενου έργου του και είχε επίσης δημιουργήσει μια σχολή τέχνης στο σπίτι του.

Παρά το γεγονός ότι είχε πάρει την αμερικανική ιθαγένεια, δεν παρέμεινε εκεί, επέστρεψε στη Γερμανία και πέθανε στις 6 Ιουλίου του 1959 από τα τραύματα ενός ατυχήματος που είχε όταν έπεσε από μια σκάλα ενώ είχε πιει.

Βλέπω στο μέλλον τις τέχνες να καλλιεργούνται σε εργαστήρια, ως καθαρή χειρωναξία, και όχι σε ιερούς ναούς της τέχνης. Η ζωγραφική είναι χειρωνακτική εργασία και δεν διαφέρει από καμία άλλη εργασία

Ο Γκρος έδειξε με μεγάλο κυνισμό και ψυχρή ματιά τις συνέπειες του πολέμου, της οικονομικής κρίσης, της διαφθοράς της αστικής τάξης όπως και της φτώχειας. Η σχεδιαστική δεξιοτεχνία του καλλιτέχνη σε συνδυασμό με την κριτική ματιά του, έδωσαν μια σειρά από δυναμικές δημιουργίες με έντονη πολιτική διάσταση και προβληματισμό. Η διαχρονικότητα αυτών των έργων μάς υπενθυμίζει τα κοινωνικά δεινά που επιφέρουν οι πόλεμοι, οι ανταγωνισμοί, η εκμετάλλευση και ο αυταρχισμός.Τα σχέδια απεικονίζουν ένα τερατώδες θηριοτροφείο που απαρτίζεται από διαφορετικούς ανθρώπινους χαρακτήρες της βερολινέζικης καθημερινότητας και αποτυπώνουν την ασχήμια και τη διαφθορά μιας κοινωνίας που ζούσε υπό τη σκιά του υπερ-πληθωρισμού και του κοινωνικού και πολιτικού αποπροσανατολισμού. Στους δρόμους της πόλης, στα εργατικά χαμόσπιτα, στα άθλια μπαρ και στους οίκους ανοχής βρίσκονται προαγωγοί, τυχοδιώκτες, πόρνες, ζητιάνοι, απόστρατοι στρατιώτες, μια στημένη άρχουσα τάξη και μια ανερμάτιστη μικρο-μπουρζουαζία, που χορεύουν μέσα στην παρακμή τον χορό του θανάτου.Αυτό που τον κάνει τόσο μοναδικό είναι το ότι συνδύασε την κοινωνική κριτική και τη δηκτική οξυδέρκεια μιας ευφυούς σάτιρας με τις φορμαλιστικές καινοτομίες των πρωτοποριών του Μοντερνισμού. Οι αιχμηρές σαν ξυράφια γραμμές του κατατέμνουν τη ζωή του Βερολίνου με συγκλονιστική οξύτητα και βάναυσο χιούμορ.Τα σχέδια ποικίλουν από αδρές σαν γράφιτι έως περίπλοκες φουτουριστικές συνθέσεις που παρουσιάζουν σκηνές δρόμου μέσα από πολλαπλές οπτικές γωνίες. Ανθρώπινες φιγούρες διαδέχονται η μία την άλλη, με αυστηρά αντικειμενικές σπουδές προσώπων και εκφράσεων, όπου ακόμα και η κάθε τρίχα και η κάθε ρυτίδα αντανακλούν κάποιο προσωπικό ελάττωμα ενώ το κάθε μάτι γυαλίζει από μοχθηρία ή φόβο. Οι εικόνες αυτές αποτελούν μια καυστική ματιά στη Γερμανία των τραυματικών χρόνων που οδήγησαν στη δικτατορία των Ναζί.Λίγο μετά την έκδοση του “Ecce Homo” το 1923, όλα τα διαθέσιμα αντίτυπα κατασχέθηκαν από την αστυνομία του Βερολίνου και ο Grosz μαζί με τον εκδότη του διώχθηκαν με την κατηγορία της προσβολής των ηθών. Οι Ναζί διέταξαν να καταστραφούν όλα τα προσβλητικά τυπώματα και σχέδια, τα οποία ρίχτηκαν σε δημόσια πυρά τον Μάιο του 1933. Το ίδιο έτος ο Grosz μετοίκησε στις ΗΠΑ. Όσο ήταν εξόριστος δυσφημίστηκε στη Γερμανία ως «καλλιτέχνης – μπολσεβίκος» και τα έργα του κατείχαν σημαντική θέση στην περιβόητη έκθεση «Εκφυλισμένης Τέχνης» του 1937.
Μετά τον θάνατο του καλλιτέχνη η χήρα του και οι γιοί του συνέχισαν να προωθούν το έργο του και το 1964 έδωσαν την άδεια για αναδημοσίευση του κατεστραμμένου άλμπουμ “Ecce Homo”.

Συνδύασε τη σχεδιαστική του ικανότητα με την επιρροή των Κυβιστικών και Φουτουριστικών μοντέλων αναπαράστασης του χώρου δημιουργώντας ένα προσωπικό και ωστόσο αντικειμενικό σοσιαλιστικό-ρεαλιστικό ύφος που κατάφερνε να εκφράσει με ακρίβεια την κριτική ματιά του στη σύγχρονη κοινωνία.Οι φυσιογνωμίες που στοιχειώνουν την τέχνη του Γκρος είναι τυπικά όχι συγκεκριμένα πρόσωπα, αλλά κάπως αλληγορικές φιγούρες που αντιπροσωπεύουν τις διαφορετικές τάξεις και τα διάφορα βάσανα της γερμανικής κοινωνίας του Μεσοπολέμου.Η χρήση της αλληγορίας επέτρεπε στον Γκρος να παρουσιάζει μια δηκτική κριτική της κοινωνίας στην οποία ζούσε χωρίς να απομακρύνεται από την ιδανική απεικόνιση του σύγχρονου οράματος της πραγματικότητας.Συνδυάζοντας τη γραμμική ποιότητα της γραφιστικής παράδοσης με το πάθος των Γερμανικών Γοτθικών τεχνών για τα σύμβολα ωμής βαρβαρότητας, ο Γκρος χρησιμοποίησε αυτές τις παραδοσιακές τεχνοτροπίες για να δώσει ακόμα μεγαλύτερη έμφαση στη σύγχρονη ηθική του οπτική.Τα πιο σημαντικά έργα του Γκρος είναι σχεδιασμένα με πένα και μελάνι, αραιά και πού δουλεμένα με λίγη νερομπογιά. Πολλά από τα σκίτσα του αναπαράχθηκαν σε επιθεωρήσεις και περιοδικά που διακινούσαν τις εικόνες του Γκρος σε διάφορες ριζοσπαστικές ομάδες και πιο πλατιά στην εργατική τάξη.Η αμεσότητα αυτών των σχεδίων και η αναπαραγωγή τους επέτρεψαν στη φωνή του Τζορτζ Γκρος να φτάσει πολύ μακρύτερα από τους τέσσερις τοίχους μιας γκαλερί ή ενός μουσείου.