Ειρήνη του Γιάννη Ρίτσου

Ειρήνη

Τ᾿ ὄνειρο τοῦ παιδιοῦ εἶναι ἡ εἰρήνη
Τ᾿ ὄνειρο τῆς μάνας εἶναι ἡ εἰρήνη
Τὰ λόγια τῆς ἀγάπης κάτω ἀπ᾿ τὰ δέντρα
εἶναι ἡ εἰρήνη.
Ὁ πατέρας ποὺ γυρνάει τ᾿ ἀπόβραδο
μ᾿ ἕνα φαρδὺ χαμόγελο στὰ μάτια
μ᾿ ἕνα ζεμπίλι στὰ χέρια του γεμάτο φροῦτα
καὶ οἱ σταγόνες τοῦ ἱδρώτα στὸ μέτωπό του
εἶναι ὅπως οἱ σταγόνες τοῦ σταμνιοῦ
ποὺ παγώνει τὸ νερὸ στὸ παράθυρο,
εἶναι ἡ εἰρήνη.

Ὅταν οἱ οὐλὲς ἀπ᾿ τὶς λαβωματιὲς
κλείνουν στὸ πρόσωπο τοῦ κόσμου
καὶ μὲς στοὺς λάκκους ποὔσκαψαν οἱ ὀβίδες
φυτεύουμε δέντρα
καὶ στὶς καρδιὲς ποὔκαψε ἡ πυρκαγιὰ
δένει τὰ πρῶτα της μπουμπούκια ἡ ἐλπίδα
κι οἱ νεκροὶ μποροῦν νὰ γείρουν στὸν πλευρό τους
καὶ νὰ κοιμηθοῦν δίχως παράπονο
ξέροντας πὼς δὲν πῆγε τὸ αἷμα τους τοῦ κάκου,
εἶναι ἡ εἰρήνη.

Εἰρήνη εἶναι ἡ μυρουδιὰ τοῦ φαγητοῦ τὸ βράδυ,
τότε ποὺ τὸ σταμάτημα τοῦ αὐτοκινήτου στὸ δρόμο
δὲν εἶναι φόβος,
τότε ποὺ τὸ χτύπημα στὴν πόρτα
σημαίνει φίλος,
καὶ τὸ ἄνοιγμα τοῦ παραθύρου κάθε ὥρα
σημαίνει οὐρανός,
γιορτάζοντας τὰ μάτια μας
μὲ τὶς μακρινὲς καμπάνες τῶν χρωμάτων του,
εἶναι εἰρήνη.

Εἰρήνη εἶναι ἕνα ποτήρι ζεστὸ γάλα
κι ἕνα βιβλίο μπροστὰ στὸ παιδὶ ποὺ ξυπνάει,
τότε ποὺ τὰ στάχυα γέρνουν τό ῾να στ᾿ ἄλλο λέγοντας:
τὸ φῶς, τὸ φῶς
καὶ ξεχειλάει ἡ στεφάνη τοῦ ὁρίζοντα φῶς,
εἶναι ἡ εἰρήνη.

Τότε ποὺ οἱ φυλακὲς ἐπισκευάζονται νὰ γίνουν βιβλιοθῆκες,
τότε ποὺ ἕνα τραγούδι ἀνεβαίνει ἀπὸ κατώφλι σὲ κατώφλι τὴ νύχτα,
τότε ποὺ τ᾿ ἀνοιξιάτικο φεγγάρι βγαίνει ἀπ᾿ τὸ σύγνεφο
ὅπως βγαίνει ἀπ᾿ τὸ κουρεῖο τῆς συνοικίας
φρεσκοξυρισμένος ὁ ἐργάτης τὸ Σαββατόβραδο,
εἶναι ἡ εἰρήνη.

Τότε ποὺ ἡ μέρα ποὺ πέρασε,
δὲν εἶναι μιὰ μέρα ποὺ χάθηκε,
μὰ εἶναι ἡ ρίζα ποὺ ἀνεβάζει τὰ φύλλα τῆς χαρᾶς μέσα στὸ βράδυ
κι εἶναι μιὰ κερδισμένη μέρα κι ἕνας δίκαιος ὕπνος,
ποὺ νιώθεις πάλι ὁ ἥλιος νὰ δένει βιαστικὰ τὰ κορδόνια του
νὰ κυνηγήσει τὴ λύπη ἀπ᾿ τὶς γωνιὲς τοῦ χρόνου,
εἶναι ἡ εἰρήνη.

Εἰρήνη εἶναι οἱ θημωνιὲς τῶν ἀχτίνων στοὺς κάμπους τοῦ καλοκαιριοῦ
εἶναι τ᾿ ἀλφαβητάρι τῆς καλοσύνης στὰ γόνατα τῆς αὐγῆς.
Ὅταν λές: ἀδελφές μου, – ὅταν λέμε: αὔριο θὰ χτίσουμε.
ὅταν χτίζουμε καὶ τραγουδᾶμε,
εἶναι ἡ εἰρήνη.

Ἡ εἰρήνη εἶναι τὰ σφιγμένα χέρια τῶν ἀνθρώπων
εἶναι τὸ ζεστὸ ψωμὶ στὸ τραπέζι τοῦ κόσμου
εἶναι τὸ χαμόγελο τῆς μάνας
Τίποτ᾿ ἄλλο δὲν εἶναι ἡ εἰρήνη.
Καὶ τ᾿ ἀλέτρια ποὺ χαράζουν βαθιὲς αὐλακιὲς σ᾿ ὅλη τὴ γῆ,
ἕνα ὄνομα μονάχα γράφουν:
Εἰρήνη.
Τίποτ᾿ ἄλλο. Εἰρήνη.

Πάνω στὶς ράγες τῶν στίχων μου
τὸ τραῖνο ποὺ προχωρεῖ στὸ μέλλον
φορτωμένο στάρι καὶ τριαντάφυλλα,
εἶναι ἡ εἰρήνη.

Ἀδέρφια,
μὲς στὴν εἰρήνη διάπλατα ἀνασαίνει ὅλος ὁ κόσμος
μὲ ὅλα τὰ ὄνειρά μας
Δῶστε τὰ χέρια ἀδέρφια μου,
αὐτό ῾ναι ἡ εἰρήνη.

Ακούστε το εδώ :

Όταν παίζει μουσική στην εμπόλεμη Συρία

Οι θλιβερές εικόνες από την εμπόλεμη ζώνη της Συρίας είναι χιλιάδες και καταφέρνουν να καταγράψουν τον όλεθρο, τον πόνο και την απώλεια με τόσους διαφορετικούς τρόπους.

Μια από αυτές τις φωτογραφίες είναι και η παραπάνω. Μια φωτογραφία τόσο μοναδική και ξεχωριστή, που γεννά τόσα συναισθήματα, καθώς συνδιάζει τον πολιτισμό με την καταστροφή.

Δείχνει έναν ηλικιωμένο άνδρα να κάθεται σε ένα κρεβάτι ανάμεσα στα συντρίμμια. Κάθεται μπροστά από ένα παράθυρο με θέα την κατεστραμμένη πόλη που πέρασε μια ολόκληρη ζωή προτού οι εχθροπραξίες την ερημώσουν.

Ο Mohammed Mohiedin Anis είναι 70 ετών και ένας από τους λίγους που αρνήθηκαν να φύγουν από το Χαλέπι πριν αρχίσει το τελευταίο κύμα σφοδρών βομβαρδισμών που σχεδόν ισοπέδωσε την πόλη.

Δίπλα του έχει ένα παλιό γραμμόφωνο και στο στόμα του την σπασμένη του πίπα. Είναι πλέον δύο από τα λίγα του υπάρχοντα που δεν καταστράφηκαν. Είναι η συντροφιά του καθώς αγναντεύει γαλήνιος από το παράθυρο.

Η φωτογραφία τραβήχτηκε από τον Joseph Eid, φωτορεπόρτερ του γαλλικού πρακτορείου από το Λίβανο που έχει καλύψει τον πόλεμο στη Συρία. Ο Anis δέχτηκε να βγει φωτογραφία και να βάλει ένα δίσκο με μουσική, αλλά πρώτα είπε πως ήθελε να ανάψει την πίπα του. «Ποτέ δεν ακούω μουσική αν δεν ανάψω πρώτα την πίπα μου» του είπε.

Αργότερα, ο φωτογράφος δήλωσε: «Φύσηξε τον καπνό από την πίπα του. Φάνηκε σα να βρίσκεται και κάπου αλλού την ίδια στιγμή. Σα να ξέχασε πως ήμουν εκεί. Κοίταξε έξω από το παράθυρο και είχε την όψη του ανθρώπου που βλέπει ένα όμορφο ηλιοβασίλεμα. Καθόταν εκεί ξεφυσώντας καπνό από την σπασμένη του πίπα και το βλέμμα του ταξίδευε καθώς η μουσική απλώνονταν πάνω στα ερείπια του σπιτιού του και έξω στην πόλη… Μετά από έξι χρόνια πολέμου, οι Σύροι θέλουν πίσω τη ζωή τους. Θέλουν απλά να αφήσουν τη μουσική να παίξει…»

Πηγή: Lifo