“Εδώ Πολυτεχνείο!
Σας μιλάει ο ραδιοφωνικός σταθμός των ελεύθερων αγωνιζόμενων φοιτητών, των ελεύθερων αγωνιζόμενων Ελλήνων. Είμαστε ο μόνος σταθμος που μετά από έξι χρόνια δικτατορίας στην Ελλάδα μπορεί να λέει ελεύθερα την αλήθεια. Αυτή τη στιγμή στην Αθήνα πανηγυρίζει όλος ο λαός. Χτυπούν οι καμπάνες χαρμόσυνα παντού, γιατί αυτή τη στιγμή γεννιέται και σημαίνει η ώρα της λευτεριάς”.
Η φωνή βγαίνει μέσα από ‘να μαύρο κουτάκι, ένα τρανζίστορ της Άννας, που είναι ακουμπισμένο πάνω στο χαμηλό τραπεζάκι, ανάμεσα στα δυο κρυστάλλινα βάζα με τις ασημένιες σκαλιστές βάσεις.
Είναι Παρασκευή βράδυ.
Από δω και τρεις μέρες οι φοιτητές κατέλαβαν το Πολυτεχνείο. Έφτιαξαν έναν πομπό, απ’ αυτόν ακούγεται η φωνή τους.
“Εδώ Πολυτεχνείο”.
Στο σαλόνι, στις πολυθρόνες με την μπλε στόφα, κάθονται η Μαρία και η Άννα. Ακούνε. Ο Αντρέας περπατάει πάνω κάτω. Ακούει κι αυτός.
“Πού να βρίσκεται ο Παύλος; Μέσα στο Πολυτεχνείο; Κι αυτή η φωνή του αγοριού που λέει και ξαναλέει: Εδώ Πολυτεχνείο. Εδώ Πολυτεχνείο… πόσο μοιάζει με τη φωνή του Μάνου…”
Η Μαρία το μεσημέρι, κατέβηκε να δει. Θαμπώσανε τα μάτια της ! Κόσμος πολύς γύρω τριγύρω, και μέσα από τα κάγκελα απλώνονταν τα χέρια για να δεχτούν τις προσφορές του λαού: τρόφιμα, τσιγάρα, σοκολάτες, λουλούδια. Τα παιδιά τραγουδούσαν τραγούδια της λευτεριάς. Υψωμένα πλακάτ έγραφαν: ΚΑΤΩ Η ΧΟΥΝΤΑ – ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑ -ΨΩΜΙ -ΠΑΙΔΕΙΑ – ΕΛΕΥΘΕΡΙΑ. Άλλα συνθήματα είχαν γραφτεί πάνω στους τοίχους και πάνω σε πανό από χοντρό κάμποτο: ΛΑΕ ΠΟΛΕΜΑ – ΣΟΥ ΠΙΝΟΥΝΕ ΤΟ ΑΙΜΑ – ΟΛΟΙ ΣΤΟΝ ΑΓΩΝΑ – ΕΡΓΑΤΕΣ ΑΓΡΟΤΕΣ ΦΟΙΤΗΤΕΣ. Οι διαδηλωτές σκαρφάλωναν στα τρόλεϊ και στα λεωφορεία που περνούσαν γεμάτα κόσο κι έγραφαν πάνω τους: ΚΑΤΩ Η ΧΟΥΝΤΑ. Ο τηλεβόας έκανε έκκληση: Συμπαρασταθείτε μας. Μια σκάλα ήταν στημένη από τη μεριά της Στουρνάρα. Οι νέοι την ανέβαιναν και πηδούσαν μέσα στο χώρο του Πολυτεχνείου. Ο κόσμος κοιτούσε, δεν έφευγε, δε φοβόταν. Λες κι ήταν πανηγύρι. Μύριζε λευτεριά.
Η Μαρία γύρισε στο σπίτι συγκινημένη, ενθουσιασμένη.
“Πού είναι ο Παύλος; Θα ‘ναι ακόμα στο Πολυτεχνείο. Αντρέα, έπρεπε να κατέβεις κι εσύ, να δεις αυτά τα παιδιά. Κρεμασμένα από τα κάγελα τραγουδούσαν: “Πότε θα κάνει ξαστεριά…” Κανένας δε θα τολμήσει να τους αγγίξει. Να δεις που η χούντα δε θ’ αντέξει, θα γκρεμιστεί. Όλη η Αθήνα ξεσηκώθηκε. Πρέπει να τους βοηθήσουμε. Αγγελική, έλα να φτιάξουμε ένα δέμα. Θα βάλουμε ό,τι έχουμε στα ντουλάπια μας: ζάχαρη, καφέ, κονσέρβες, ρύζι. Έχουμε φρούτα; Άννα, κατέβα στο μανάβη κι αγόρασε φρούτα και μπισκότα από τον μπακάλη. Δρόμος σου είναι, Αγγελική, φεύγοντας πέρσε και δώσε το δέμα στα παιδιά. Το φώναζαν από τον τηλεβόα: έχουνε ανάγκη από τρόφιμα. Θα ξεκουραστώ λιγάκι και θα κατέβω ξανά. Συμφωνήσαμε με την Τόνια και τη φίλη της τη Μυρτώ να πάμε…”
Η Μαρία δεν είχε όρεξη να φάει, ήταν ξαναμμένη. Ο Αντρέας την άκουγε σιωπηλός.
Το απόγευμα, όταν άρχισε να σκοτεινιάζει, η Μαρία στολίστηκε, έβαλε το καλό της παλτό, αυτό που φοράει στους γάμους και στις επίσημες προσκλήσεις, αγόρασε λουλούδια, είπε να της τα τυλίξουν σε ασημόχαρτο και ξεκίνησε με την Τόνια και τη Μυρτώ για το Πολυτεχνείο. Στο δρόμο οι δυο φίλες την κορόιδευαν:
-Μα τι σε έπιασε και ντύθηκες έτσι; Σε διαδήλωση πηγαίνεις ή σε επίσημη γιορτή; Μοιάζεις με καθώς πρέπει κυρία!
-Ακριβώς αυτό θέλω. Ποιος θα με υποπτευτεί; Κύριε αστυνόμε, πάω να δω μια φίλη μου, τη Μαριάνθη, μένει στην Πλατεία Αμερικής, λίγα λουλούδια για τη μητέρα της που είναι ασθενής… Μπλέχτηκα μέσα στον κόσμο… Μα τι συμβαίνει; Θα κάνω την ανύποπτη…
Γελούσαν κατεβαίνοντας την Ακαδημίας. Τα λουλούδια, το όμορφο παλτό, έδιναν μια σιγουριά στη Μαρία. Ήταν η ασπίδα της.
Ο Παύλος της είχε πει το πρωί την ώρα που έφευγε: “Να κατεβείς και συ, μαμά. Όλη η Αθήνα πρέπει να συμπαρασταθεί στα παιδιά του Πολυτεχνείου”.
Παραλίγο να του φωνάξει: “Μη φεύγεις, κάθισε σπίτι. Δεν τόλμησε. Τον άφησε να φύγει. Άραγε τι στάση θα κρατήσει η αστυνομία; Θα χτυπήσει σαν την αλλη φορά στη Νομική Σχολή; Το πανεπιστημιακό άσυλο είναι απαραβίαστο. Σε καμιά χώρα, ποτέ, ούτε στην Ισπανία, δεν τόλμησε η αστυνομία να μπει μέσα στο χώρο του Πανεπιστημίου.
Μαζί τους κι άλλος κόσμος, γυναίκες, άντρες, παιδιά, γέροι και γριές, κατευθύνονται προς το Πολυτεχνείο. Όμως από τα θωρακισμένα αυτοκίνητα που σαν τυφλά θεριά σούρνουνται στους γύρω δρόμους, ρίχνονται δακρυγόνα αέρια. Κλαίνε οι άνθρωποι. Τα μάτια πονάνε. Άλλοι βήχουν, άλλοι κάνουν εμετό, άλλοι λιποθυμούν. Ο σταθμός του Πολυτεχνείου συμβουλεύει: “Βάλτε λεμόνι στα μάτια σας, μην τα τρίβετε”. Όταν φτάνουν στην οδό Πατησίων ο δρόμος φέγγει από τις φωτιές: εφημερίδες, τηλεφωνικοί κατάλογοι, ξύλα, πανιά καίγονται. Ο καπνός εξουδετερώνει τα δακρυγόνα. Όμως οι βόμβες πέφτουν όλο και πιο πολλές. Η αστυνομία τις ρίχνει μέσα στον περίβολο του Πολυτεχνείου. Οι φωνές των φοιτητών είναι βραχνές. Η βοή μεγαλώνει. Ο ραδιοφωνικός σταθμός κάνει έκκληση προς τον Ερυθρό Σταυρό. Χρειάζονται φάρμακα, χρειάζονται γιατρούς, χρειάζονται ασθενοφόρα, υπάρχουν πληγωμένοι. Το Πολυτεχνείο σπαράζει.
Η Μαρία φοβάται. Πρέπει να φύγει, να γυρίσει στο σπίτι. Πώς όμως; Παντού στις γωνιές καραδοκούν τα θωρακισμένα και οι αστυνομικοί έχουν το χέρι στο περίστροφο. Σφίγγει το χέρι της Τόνιας: “Πάμε να φύγουμε”. “Πάμε”, λέει η Τόνια. Η Μυρτώ δε θέλει να φύγει, θα μείνει έξω από το Πολυτεχνείο. Οι δύο φίλες αρχίζουν να περπατάνε αντίθετα στο ρεύμα. Προς το τέρμα Πατησίων.
Η Μαρία κρατάει τα λουλούδια πάνω στο στήθος της. Ο νους της είναι στον Παύλο. “Θα ‘χει γυρίσει στο σπίτι οπωσδήποτε”. Ούτε κατάλαβε πώς φτάσανε στην πλατεία Κολιάτσου. Εκεί σταμάτησαν.
Η συνοικία είναι ήρεμη, οι άνθρωποι πηγαινόρχονται ανήσυχοι, περίεργοι, συζητάνε, όμως δεν έχει αστυνομικούς. Κάποιο αυτοκίνητο είναι σταματημένο. Ο οδηγός του ετοιμάζεται να μπει.
-Μας παίρνετε και μας; του ζητάει η Μαρία.
-Πάω στο Γαλάτσι…
Στο Γαλάτσι, όπου να ‘ναι, φτάνει να απομακρυνθούν από το Πολυτεχνείο… Μπροστά κάθεται η γυναίκα του οδηγού. Συμπαθητικοί κι οι δυο τους. Μιλάνε για τα παιδιά, για το κουράγιο τους. Η κυρία κατέβηκε το πρωί και τους αγόρασε τσιγάρα. Μια ολάκερη κούτα. Η Μαρία θέλει και κείνη να πει πως έστειλε τρόφιμα με την Αγγελική, αλλά ντρέπεται. Λέει μόνο:
-Ο γιος μου είναι μέσα στο Πολυτεχνείο, και πάλι ντρέπεται την Τόνια που την άκουσε. Ο Παύλος θα ‘ναι σπίτι, της το υποσχέθηκε…
Φτάσαν στο Γαλάτσι. Η συνοικία είναι έρημη. Κοιμάται. Αμέσως βρήκαν ένα ταξί.
-Πού πάτε; ρωτάει ο σοφέρ.
-Στο Κολωνάκι.
-Α, καλά, τότε. Θα πάμε από τη Σχολή Ευελπίδων, Αλεξάνδρας κι από τον περιφερειακό. Από κει είναι ήσυχα.
Οι δυο φίλες δε μιλάνε. Σφίγγουν τα χέρια τους. Το αυτοκίνητο τρέχει μέσα στους έρημους δρόμους.
Όταν η Μαρία μπήκε στο σπίτι άκουσε τη φωνη: Εδώ Πολυτεχνείο!
-Πού ήσουν; τη ρώτησε ο Ανρέας, ανησύχησα.
-Ο Παύλος ήρθε; ρώτησε η Μαρία.
-Όχι.
Κάθισαν κοντά στο μικρό ραδιόφωνο. Η Άννα δε μιλούσε. Ήταν θυμωμένη. Ήθελε και κείνη να πάει στο Πολυτεχνείο. Της είχε τηλεφωνήσει η Παρή: “Εγώ θα πάω κι ας λένε οι δικοί μου…” Ο πατέρας της Άννας της το απαγόρεψε: “Εσύ δε θα πας πουθενά!”
Η φωνή του Πολυτεχνείου γεμίζει το σαλόνι. Σκεπάζει την πόλη. Εμποδίζει τον ύπνο να κλείσει τα βλέφαρα.
“Ελληνικέ λαέ, πρέπει να μας συμπαρασταθείς, πρέπει να συνεχίσεις τον αγώνα μας. Κι αν αηυτή τη στιγμή μας πιάσουνε, κι αν αυτή τη στιγμή μας σκοτώνουν, ναι, δε φοβόμαστε να πεθάνουμε, όταν θα πεθάνουμε ελεύθεροι. Έλληνες, πρέπει να μάθετε την αλήθεια. Να μάθετε πως τα παιδιά σας γεννήθηκαν λεύτερα.
Έλληνες, τα τανκς αυτή τη στιγμή έχουν στραφεί με τις μπούκες των κανονιών τους προς το Πολυτεχνείο. Οι φοιτητές έχουν ξεκουμπώσει τα πουκάμισά τοης και δείχνουν τα στήθια τους. Το μόνο όπλο που έχουν προς τα τανκς.
Έλληνες, ακόμη το Πολυτεχνείο είναι ελεύθερο. Αν δε συμμεριστείτε αυτόν τον αγώνα μας θα χαθεί η Ελλάδα μας.
Είμαστε άοπλοι, είμαστε άοπλοι, είμαστε άοπλοι. Ούτε μια πέτρα δεν έχουμε για να ρίξουμε στ’ αδέλφια μας. Όλοι είμαστε αδέλφια. Έλληνεςκι αν ακόμη αυτή τη στιγμή σαρώσουν τα τανκς το Πολυτεχνείο, πιστεύουμε σε σένα. Πιστεύουμε στη συνέχεια του αγώνα.
Ελληνικέ λαέ, πρέπει να μας συμπαρασταθείς. Σήμερα, αυτή τη στιγμή πώς είναι δυνατόν να κοιμηθείς όταν τα τανκς στέκουν μπροστά στις πύλες του Πολυτεχνείου και σημαδεύουν τα παιδιά σου;”
Τα τανκς κατέβηκαν.
Ποια παιδιά σημαδεύουν;
Ποια παιδιά έχουν ξεκουμπώσει τα πουκάμισά τους και περιμένουν τις σφαίρες; Τα παιδιά της Αθήνας, τα δικά μας παιδιά. Αγόρια και κορίτσια από το Γαλάτσι, από το Κολωνάκι, από την πλατεία Κολιάτσου, από τη Λεωφόρο Αλεξάνδρας, κι όμως οι συνοικίες ησυχάζουν. Πριν από λίγο τις είδε η Μαρία. Οι δρόμοι στο Κολωνάκι είναι άδειοι λες και οι κάτοικοί του φύγανε όλοι για διακοπές. Κλειστά τα παράθυρα, κλειστές οι πόρτες και μέσα η φωνή που λέει: Πώς είναι δυνατόν να κοιμηθείς όταν τα τανκς στέκουν μπροστά στις πύλες του Πολυτεχνείου; Θ’ αφήσουν οι δάσκαλοι τα παιδιά μόνα τους ν’ αντισταθούν άοπλα; Γιατί δεν κατεβαίνουν οι παπάδες να στηθούν μπροστά στα τανκς, να ανοίξουνε τις αγκαλιές τους και να κυματίσουνε τα μαύρα ράσα; Πού είναι ο λαός της Αθήνας; “Μήπως κατέβηκε την ώρα που εγώ το ‘σκαγα φοβισμένη;” αναρωτιέμαι η Μαρία.
“Εδώ Πολυτεχνείο.
Θέλουμε ορθοπεδικούς. Έχουμε πληγωμένους. Χρειαζόμαστε φάρμακα, χρειαζόμαστε ενέσεις μορφίνης, έχουμε πληγωμένους, θέλουμε γιατρούς…
Εδώ Πολυτεχνείο.”
Η Άννα σκέφτεται: Ο μπαμπάς είναι γιατρός.
Ο Αντρέας σκέφτεται: Δεν είμαι ορθοπεδικός.
Η Μαρία αναρωτιέται: Θα ‘θελα τούτη τη στιγμή να κατέβει ο Άντρας στο Πολυτεχνείο; Πού είναι ο Παύλος;
Η Άννακοιτάει τον πατέρα της και κλαίει.
Ο Αντρέας είναι θυμωμένος με ποιον;
Η Μαρία πρέπει να κάνει κάτι. Πώς δεν το σκέφτηκε; Θα τηλεφωνήσει στο Βασιλείου. Αυτός κάθεται ακριβώς απέναντι στο Πολυτεχνείο. Θα τα βλέπει όλα. Επιχειρεί πολλές φορές να πάρει τον αριθμό. Βουίζει. Κι άλλοι θα τηλεφωνούν για να μάθουν τι γίνεται. Επιτέλους ο αριθμός καλεί. Ο ίδιος ο Βασιλείου είναι στο ακουστικό.
-Είμαι η Μαρία, η γυναίκα του Αντρέα, σας παρακαλώ, τι βλέπετε από το παράθυρό σας;
Σιωπή. Η Μαρία ακούει. Ο Αντρέας και η Άννα πάνε κοντά της και περιμένου. Το τρανζίστορ μιλάει πίσω τους.
“Εδώ Πολυτεχνείο, θα διακόψουμε για λίγο τη μετάδοση των ειδήσεων. Μόλις μάθουμε νέα θα επικοινωνήσουμε πάλι μαζί σας. Μείνετε στους δέκτες σας, στο ίδιο μήκος κύματος…”
Το μαύρο κουτί βουβαίνεται.
Η Μαρία ακουμπάει αργά το ακουστικό.
Η Άννα κοιτάζει τη μητέρα της. Έχει γίνει άσπρη σαν το πανί. Τα χείλια της τρέμουν και τα μάτια της έχουν θολώσει από τα δάκρυα.
-Μαμά, τι έχεις;
-Μαρία, τι συνέβηκε; ρωτάει ο Αντρέας φοβισμένος.
Η Μαρία κοιτάει την κόρη της και τον άντρα της δίχως να τους βλέπει.
-Τα τανκς μπήκαμε μέσα στο Πολυτεχνείο. Πλακώσανε τα παιδιά που ήταν κρεμασμένα πάνω στα κάγκελα, τα λιώσανε. Αντρέα, πού είναι ο Παύλος μας;
Ο Παύλος γύρισε στις πέντε το πρωί. Καπνισμένος, ξεσκισμένος, με μάτια κατακόκκινα. Πάνω στο πουκάμισό του είχε αίματα. Εκείνος δεν ήταν πληγωμένος.
Είπε: Σκοτώθηκε ο Μάνος.
Ξημέρωνε Σάββατο 17 του Νοέμβρη.