Σαν σήμερα, στις 15 Ιουλίου 1606, γεννιέται στο Λέιντεν της Ολλανδίας, ο μεγαλύτερος ζωγράφος της χώρας, που σηματοδότησε την λεγόμενη «χρυσή εποχή» της ολλανδικής ζωγραφικής. Πρόκειται για τον Ρέμπραντ, Ρέμπραντ Χάρμενσοον φαν Ράιν, ο οποίος έμεινε στην ιστορία για το όχι μόνο πλούσιο, αλλά και αντισυμβατικό ζωγραφικό και χαρακτικό του έργο.
O Δημήτρης Τηνιακός, ζωγράφος και χαράκτης, γεννήθηκε στην Άνδρο το 1920 (κατ΄ άλλους το 1915), και ήταν μόνιμος κάτοικος Κορυδαλλού (Πειραιάς). Από πολύ μικρή ηλικία ανακάλυψε την κλίση του στις Καλές Τέχνες. Αρχικά ξεκίνησε ως αυτοδίδακτος ζωγραφική, με τη δημοσίευση ενός έργου του σε μία τοπική εφημερίδα το «Νέο Βήμα» όπου το 1935 παρουσίασε ένα τοπίο. Το έργο αυτό, αποτέλεσε το πρώτο του βήμα στην καλλιτεχνική του πορεία.
Πέντε χρόνια αργότερα, το 1940 εξέθεσε έργα του στην Πανελλήνια Έκθεση ερασιτεχνών ζωγράφων τραβώντας την προσοχή των τεχνοκριτικών με τις σπάνιες για την ηλικία του ικανότητες. Στο δεύτερο χρόνο της κατοχής, το 1941, ο Τηνιακός μπήκε στη Α.Σ.Κ.Τ. της Αθήνας. Φοίτησε στη Σχολή Καλών Τεχνών σχεδόν για μία δεκαετία (1941-1948). Σπούδασε ζωγραφική στο εργαστήριο του Κωνσταντίνου Παρθένη, ενώ από τον Γιάννη Κεφαλληνό διδάχτηκε τη χαρακτική. Ταυτόχρονα μυήθηκε από τους μεγάλους Έλληνες καλλιτέχνες στις αξίες της θεωρητικής παιδείας, της στέρεης τεχνικής κατάρτισης και της μοντέρνας καλλιτεχνικής αντίληψης.
Στη διάρκεια της πολυδιάστατης καλλιτεχνικής του πορείας, έλαβε μέρος σε πολλές πανελλήνιες εκθέσεις και οργάνωσε περισσότερες από 20 ατομικές εκθέσεις σε μουσεία και χώρους τέχνης. Είχε πάρει μέρος σε πολλές ομαδικές εκθέσεις τόσο του εσωτερικού όσο και του εξωτερικού και σε όλες τις μεταπολεμικές εκθέσεις του Ζαππείου. Μάλιστα, είχε πάρει μέρος στη Διεθνή έκθεση του Σάο Πάολο το 1953 και στην αντίστοιχη στο Μπιενάλε του Λουγκάνο το 1966.
Το 1989 η Εθνική Πινακοθήκη τον τίμησε με ιδιαίτερη έκθεση των έργων του. Πέθανε στις 9 Δεκεμβρίου του 1997 από καρκίνο σε ηλικία 77 ετών και κηδεύτηκε με δημοτική δαπάνη. Σήμερα έργα του βρίσκονται σε διεθνείς συλλογές δημόσιες και ιδιωτικές και κοσμούν μέρη όπως η Εθνική Πινακοθήκη, η Πινακοθήκη Αβέρωφ, η Εθνική Τράπεζα Ελλάδος, η Βουλή των Ελλήνων, το Υπουργείο Πολιτισμού, και τοίχους πολλών άλλων φορέων.
Οι αρχικοί του πίνακες χαρακτηρίζονται από ρεαλισμό με χαρακτηριστικά του έργα το «Ξερρίζωμα», τα «Σπίτια στο Πολύγωνο», και την «Κοκκινιά». Διακρίθηκε κυρίως για την επίδοσή του στη χαρακτική και στην ακουαρέλλα. Το έργο του είναι στά πλαίσια της παραστατικής ζωγραφικής, με ιδιαίτερη θέση να καταλαμβάνουν τα τοπία, οι θαλασσογραφίες, οι νεκρές φύσεις και τα ανθρωποκεντρικά θέματα. Είναι σημαντικό να σημειώσουμε ότι πολλά από τα έργα του ήταν εμπνευσμένα από το λιμάνι του Πειραιά, τον τόπο διαμονής του, και τα τοπία της Άνδρου, της πατρίδας του που γέννησε την αγάπη του για την φύση και την θάλασσα. Οι συνθέσεις του διακρίνονται για τις αρμονικές αναλογίες και την ισορροπημένη διάταξη των όγκων συνδυαζόμενη με ένα συγκρατημένο λυρικό αίσθημα, καθώς και για την οργάνωση του χώρου.
Στράφηκε στην ξυλογραφία, τεχνική που ξεχωρίζει για τον δυναμισμό των μορφικών στοιχείων, την αδρότητα των τονικών αντιθέσεων και τη συναισθηματική της ένταση. Χρησιμοποίησε επίσης ποικίλες τεχνικές όπως: η ελαιογραφία, η υδατογραφία, η χάραξη, κ.α. με ιδιαίτερη προτίμηση στην έγχρωμη σινική μελάνη. Οι πλούσιες χρωματικές διαβαθμίσεις που προσφέρει η χρήση της έγχρωμης σινικής μελάνης, χαρακτηρίζουν και τη σειρά των προσωπογραφιών του, οι οποίες παρουσιάστηκαν στην αναδρομική έκθεση στην Εθνική Πινακοθήκη και ξεχώριζαν για την τεχνική τους αρτιότητα αλλά και εντυπωσίασαν με την σταθερότητα του σχέδιου τους. Η εξαιρετική τεχνική απεικόνιση δεν στέρησε τίποτα από την εκφραστικότητα των εικονιζόμενων μορφών. Μέσω της παραμόρφωσης των χαρακτηριστικών και της παράδοξης τοποθέτησης στον ασαφή περιβάλλοντα χώρο, ο Τηνιακός υπογραμμίζει την τραγικότητα και την εσωτερικότητα της ανθρώπινης ύπαρξης. Στην ώριμη περίοδο του έργου του προέβη σε συνθέσεις με τεκτονικές και κυβιστικές προεκτάσεις που αποτελούν καθαρά εξπρεσιονιστικούς τύπους έκφρασης.
Το πιο αναγνωρισμένο έργο του είναι “Το ψάθινο καπέλο”, μια προσωπογραφία ενός νεαρού άνδρα που φοράει ένα μπλε ταλαιπωρημένο πουκάμισο και ένα ψάθινο καπέλο με φόντο τα χωράφια κάποιου νησιού. Το πιο σπουδαίο του όμως έργο (δημιούργημα των ετών 1952-54) αποτελεί η μεγάλη ξυλογραφία της συλλογής της Δημοτικής Πινακοθήκης είναι μια από τις πιο ώριμες χαρακτικές δημιουργίες του καλλιτέχνη. Ένα νησιωτικό τοπίο -πιθανότατα από την πατρίδα του, την Άνδρο- απλώνεται πανοραμικά μπροστά μας. Οι φιδωτές ξερολιθιές με τις πεζούλες και το μεγάλο σπίτι οδηγούν διαδοχικά το βλέμμα στις χαμηλές οικισμένες πλαγιές κι από κει στην κοσμημένη θάλασσα. Όλα τα θέματα, σπίτια, δέντρα, βράχοι, πλεούμενα και σύννεφα, μορφοποιούνται σε ρυθμικές ενότητες γεωμετρικών σχημάτων απαλλαγμένων από κάθε σκληρότητα. Μια μεγάλη ποικιλία γραφών-χαράξεων ζωντανεύει τις διαφορετικές ύλες και χτίζει το διάλογο του φωτός με τη σκιά. Αλλού πρισματικός και φωσφορίζων, αλλού διακοσμητικός και πιο ήσυχος, ο διάλογος αυτός κάνει ορατά τα χρώματα που λείπουν και σφραγίζει μ΄ έναν εύηχο ρυθμό το αρμονικό σύνολο.
Είναι αδιαμφισβήτητο γεγονός ότι το πάθος του Τηνιακού με την χαρακτική ήταν μεγάλο, αυτό φαίνεται άλλωστε και στα ζωγραφικά του έργα. Συγκαταλέγεται στους σπουδαιότερους χαράκτες της γενιάς του, μαζί με άλλα μεγάλα ονόματα, όπως οι Κεφαλληνός, Κατράκη, Γραμματόπουλος, Βελισσαρίδης, και άλλοι μεγάλοι καλλιτέχνες.
«…Είναι η μαγεία του μαύρου και του άσπρου που με τραβά. Το πολύ δούλεμα της ύλης κι η τεχνική, που παίζει τεράστιο ρόλο σ΄ ένα έργο χαρακτικής. Είναι ακόμα κι ο ασκητισμός, η λιτότητα της όμορφης αυτής Τέχνης. Στη χαρακτική βρίσκω ένα θέλγητρο, που δεν το νιώθω στη ζωγραφική. Να δημιουργείς από μια μαύρη πλάκα, δηλαδή τη νύχτα, και σιγά-σιγά να εμφανίζεις πάνω στο ξύλο, σα να γεννιέται, ν΄ αναδύεται ένας ολόκληρος κόσμος, είναι μια αισθητική χαρά, που όμοιά της δεν μπορώ να βρω πουθενά.»
Από συνέντευξη του Δ.Τ. στον δημοσιογράφο Γιάννη Βουτσινά για τη Φιλολογική Βραδυνή, 1 Ιουνίου 1955.
Ο Ανρί Ματίς ήταν ένας από τους σημαντικότερους Γάλλους ζωγράφους του 20ου αιώνα. Θεωρείται ιδρυτής του καλλιτεχνικού κινήματος του φωβισμού καθώς και μία από τις σημαντικότερες μορφές της μοντέρνας τέχνης.
Ο Ματίς γεννήθηκε στην επαρχία Λε Κατώ-Καμπρεζί, της βόρειας Γαλλίας ενώ μεγάλωσε στην περιοχή Μποέν-εν Βερμαντουά. Σπούδασε νομικά στο Παρίσι όπου μετακόμισε το 1887 και αφού απέκτησε την δικηγορική άδεια εργάστηκε για ένα διάστημα ως συμβολαιογράφος στην γενέτειρά του. Το 1891 προσβλήθηκε από ασθένεια και κατά το στάδιο της ανάρρωσής του ήρθε για πρώτη φορά σε επαφή με τη ζωγραφική. Την ίδια χρονιά επιστρέφει στο Παρίσι όπου σπουδάζει στην ακαδημία τεχνών Julian, μαθητής του Οντιλόν Ρεντόν και του Γκυστάβ Μορώ.
Το έργο του
Το πρώιμο έργο του, το οποίο ξεκίνησε να εκθέτει το 1895, χαρακτηρίζεται από τη στεγνή ακαδημαϊκή γνώση, η οποία ήταν ιδιαίτερα εμφανής στα σχέδιά του. Ανακαλύπτοντας όμως τα καλλιτεχνικά κινήματα που συνυπήρχαν ή διαδέχτηκαν το ένα το άλλο, όπως ο νεοκλασικισμός, ο ρεαλισμός, ο ιμπρεσιονισμός, και ο νεο-ιμπρεσιονισμός, άρχισε να πειραματίζεται με μια ποικιλία από στυλ, χρησιμοποιώντας νέα είδη στις πινελιές του, προσθέτοντας φως, για να δημιουργήσει τη δική του εικαστική γλώσσα.
Στην παλέτα και την τεχνική του, το πρώιμο έργο του Ματίς είχε επιρροές της παλαιότερης γενιάς των συμπατριωτών του: Εντουάρ Μανέ και Πολ Σεζάν. Το καλοκαίρι του 1904, κατά την επίσκεψη στον φίλο του καλλιτέχνη Πολ Σινιάκ στο Σαν Τροπέ, ο Ματίς ανακάλυψε το λαμπρό φως της νότιας Γαλλίας, το οποίο αργότερα, συνέβαλε σε μια πολύ πιο φωτεινή παλέτα.
Οι πίνακες με τα φωτεινά χρώματα άρχισαν να πολλαπλασιάζονται μετά το 1917, όταν ο ίδιος περνούσε πολύ χρόνο στη γαλλική Ριβιέρα, στη Νίκαια. Εκείνη την εποχή αντανακλά στο έργο του το αισθησιακό χρώμα του περιβάλλοντός. Τότε ολοκληρώνει και ορισμένα από τα πιο συναρπαστικά έργα του. Κύριο αντικείμενο παρέμεινε η γυναικεία φιγούρα ή μια δούλα ντυμένη με ανατολίτικη φορεσιά.
Τα δύο σπουδαία έργα του Ματίς
Το 1929, ο Ματίς σταματάει για λίγο τη ζωγραφική στο ατελιέ του. Ταξίδεψε στην Αμερική, πήγε στην Αϊτή και επέστρεψε στη Νέα Υόρκη, τη Βαλτιμόρη, το Μέριλαντ και την Πενσυλβάνια. Ένας σημαντικός συλλέκτης έργων σύγχρονης τέχνης, και ιδιοκτήτης των μεγαλύτερων έργων του Ματίς στην Αμερική, ο Δρ Albert Barnes, ανέθεσε στον καλλιτέχνη να ζωγραφίσει μια μεγάλη τοιχογραφία για την πινακοθήκη του αρχοντικού του.
Ο Ματίς επέλεξε το θέμα του χορού, ένα θέμα που τον απασχολούσε από τις αρχές του Φωβισμού. Η τοιχογραφία (σε δύο εκδόσεις, λόγω ενός λάθους σε διαστάσεις) εγκαταστάθηκε τον Μάιο του 1933 στο Ίδρυμα B. Στη σύνθεσή του υπογράμμισε την απλότητα των γυναικείων μορφών σε πληθωρική κίνηση με γεωμετρικό υπόβαθρο.
Ο Ματίς πειραματιζόταν όλη του τη ζωή με το σχέδιο. Ως η πιο άμεση έκφραση των σκέψεων του καλλιτέχνη, συχνά τον βοήθησε να εξασκηθεί στη σύνθεση, να λύσει υφολογικά προβλήματα ή να κατεβάσει νέες ιδέες. Στα μέσα της δεκαετίας του 1930, δημιούργησε μια σειρά σχεδίων από στυλό και μελάνι, ενώ στις αρχές του 1940 ασχολήθηκε με γραμμές πιο κομψές, ασκίαστες, σχεδιάζοντας απλουστευμένες γυναικείες μορφές και νεκρή φύση.
Στα τέλη της δεκαετίας του 1940 και στις αρχές της δεκαετίας του ’50, τα σχέδιά του έγιναν πιο τολμηρά, η γραμμή περιγράμματος παχύτερη και οι μορφές ακόμη πιο απλουστευμένες απαλλαγμένες από κάθε λεπτομέρεια. Τα τελευταία μεγάλα σχέδια του, τα έκανε με ένα παχύ πινέλο που τοποθετούσε σε ένα μακρύ ραβδί και αποτελούνταν μόνο από περίγραμμα.
Η γλυπτική ήταν άλλη μία τέχνη με την οποία καταπιάστηκε ο Ματίς από τα πρώτα χρόνια του και έγινε πηγή έμπνευσης για τη ζωγραφική. Περισσότερα από τα μισά γλυπτά του είχαν ολοκληρωθεί μεταξύ 1900 και 1910. Η δημιουργικότητα του Ματίς είχε επεκταθεί στο χώρο των γραφικών τεχνών και της εικονογράφησης βιβλίων.
Αλλά το κορυφαίο επίτευγμα της καριέρας του Ματίς ήταν το παρεκκλήσι του Ροζάριο στη Vence της γαλλικής Ριβιέρας (1948-1951), για το οποίο ο ίδιος δημιούργησε όλες τις τοιχογραφίες, τα έπιπλα, τους 14 σταθμούς του σταυρού, τα βιτρό παράθυρα, ακόμη και τα άμφια των ιερέων.
Η ομορφιά και η απλότητα αυτού του έργου αποτέλεσε το πνευματικό Gesamtkunstwerk (συνολικό έργο) του Ματίς και επιβεβαίωσε τη δημιουργική ιδιοφυΐα του. Το 1941 ο Ματίς είχε διαγνωστεί με καρκίνο του δωδεκαδακτύλου και ήταν μόνιμα καθηλωμένος σε αναπηρικό καροτσάκι. Ήταν σε αυτή την κατάσταση όταν ολοκλήρωσε το μαγευτικό παρεκκλήσι του Ροζάριο.
O Mατίς έγινε αρχικά διάσημος ως “βασιλιάς της Φωβιστών”, ένα ακατάλληλο όνομα για αυτή την ευγενική πνευματική υπόσταση: δεν υπήρχε αγριάδα σε αυτόν, αν και υπήρχε πολύ πάθος. Η έννοια φωβισμός προέρχεται από τη γαλλική λέξη -fauve που μπορεί να μεταφραστεί άγριο θηρίο (χρησιμοποιείται πολλές φορές για να δηλώσει και τα αιλουροειδή) και δεν θα έπρεπε να συγχέεται με την ελληνική λέξη -φόβος. Χρησιμοποιήθηκε για πρώτη φορά το 1905 στην πρώτη έκθεση της ομάδας των φωβιστών στο Παρίσι. Ο σπουδαίος ζωγράφος πέθανε στις 3 Νοεμβρίου του 1954, από καρδιακή προσβολή.
Στη φωτογραφία εικονίζεται ο Νταλί να αιωρείται κρατώντας ένα πινέλο στα χέρια. Δίπλα του πετούν στον αέρα τρεις γάτες, νερό και μια καρέκλα. Τραβήχτηκε το 1948 από τον Αμερικανό φωτογράφο Φίλιπ Χάλσμαν με τον οποίο ο σουρεαλιστής ζωγράφος συνεργαζόταν από το 1941. Μαζί δημιούργησαν τρία χρόνια αργότερα και την περίφημη φωτογραφία «In Voluptas Mors» η οποία εικονιζόταν στο πόστερ της ταινίας «Η σιωπή των αμνών».
Η συγκεκριμένη φωτογραφία ονομάστηκε «Dali Atomicus» καθώς την εμπνεύστηκαν από τον πίνακα ζωγραφικής που βρίσκεται το δεξί μέρος της φωτογραφίας….
Χρειάστηκε 6 ώρες για να δημιουργηθεί. Ο φωτογράφος υποστήριξε με χαρά την δημιουργική ιδέα του φίλου του.Το καβαλέτο και η εικόνα τοποθετήθηκαν στο ταβάνι, η καρέκλα κρατιόταν από έναν βοηθό, ο Νταλί χοροπηδούσε, οι γάτες χοροπηδούσαν και το νερό έπεφτε παντού. Αυτό έγινε 28 φορές.
Ο Νταλί ήθελε να δημιουργήσουν μια σουρεαλιστική φωτογραφία, που θα ήταν ορόσημο της συνεργασίας τους. Η τεχνολογία και το photoshop δεν ήταν στη διάθεση των φωτογράφων εκείνη την εποχή, γι’αυτό έπρεπε να χρησιμοποιήσουν τη φαντασία τους. Τα εργαλεία που χρησιμοποίησαν ήταν τρεις γάτες, κουβάδες με νερό, ένας πίνακας ζωγραφικής και μερικοί βοηθοί, ανάμεσα στους οποίους η γυναίκα και η κόρη του Χάλσμαν. Ο Χάλσμαν καθόταν πίσω από την κάμερα, και μετρούσε μέχρι το τρία. Τότε, οι βοηθοί πετούσαν τις γάτες και το νερό, ενώ μια βοηθός καθόταν στα αριστερά του πορτρέτου και κρατούσε την καρέκλα στον αέρα. Στο 4 ο Νταλί πηδούσε και ο φωτογράφος αποτύπωνε το στιγμιότυπο. Μετά από κάθε προσπάθεια οι βοηθοί ηρεμούσαν τις γάτες, οι βοηθοί σκούπιζαν τα νερά και ο Χάσλμαν πήγαινε στο σκοτεινό θάλαμο για να εμφανίσει το αρνητικό φιλμ. Στη συνέχεια επέστρεφε και ζητούσε να κάνουν μια ακόμη προσπάθεια.
Όπως έγραφε ο φωτογράφος στο βιβλίο του»‘Έξι ώρες και 28 προσπάθειες για να ικανοποιήσει το αποτέλεσμα την τελειομανία μου. Οι βοηθοί μου και εγώ ήμασταν βρώμικοι και εξαντλημένοι, μόνο οι γάτες έμοιαζαν καινούργιες».
Η φωτογραφία δημοσιεύθηκε στο περιοδικό LIFE και οι αναγνώστες να ενθουσιάστηκαν από το στιγμιότυπο και ήταν περίεργοι να μάθουν πως δημιουργήθηκε. Θεωρείται ως η φωτογραφία που άλλαξε τη μοντέρνα προσωπογραφία και τον τρόπο που οι φωτογράφοι απαθανάτιζαν τα μοντέλα τους. Το περιοδικό Life δημοσίευσε ένα βίντεο, στο οποίο η κόρη του Χάλσμαν περιγράφει πώς τραβήχτηκε η φωτογραφία:
Σήμερα θα μιλήσουμε για τον Έντγκαρ Ντεγκά, τον γνωστό Παριζιανο καλλιτέχνη που άφησε ένα βαθιά ανθρώπινο στιγμή στη σύγχρονη ζωγραφική
Η οικογένεια Ντε Γκα
Ο Εντγκαρ Ντε Γκα γεννήθηκε στο Παρίσι στις 19 Ιουλιου του 1834. Καταγόταν από μία πλούσια οικογένεια, με πατέρα Γάλλο-Ίταλό και μητέρα Κρεολή, από τη Νέα Ορλεάνη. Ήταν ο μεγαλύτερος από πέντε αδέλφια. Ο πατέρας του, στο επάγγελμα τραπεζίτης, ήταν ένας άνθρωπος πολύ καλλιεργημένος και ιδιαίτερα φιλόμουσος. Όταν πέθανε η μητέρα του ζωγράφου, στα 13 του χρόνια, την πνευματική του καλλιέργεια ανέλαβε αποκλειστικά ο πατέρας.
Το όνομα
Το πλήρες όνομα του ζωγράφου ήταν Εντγκάρ Ιλαίρ Ζερμαίν ντε Γκα και αντανακλά την πολυπολιτισμικής καταγωγή του. Το επίθετό του, ντε Γκα, διατήρησε ως είχε ως τα σαράντα του έτη, όποτε άρχισε να υπογράφει με εκείνο μονολεκτικά, ως Ντεγκά.
Η κλίση προς τη ζωγραφική
Ο Εντγκάρ Ντεγκά ζωγράφιζε από μικρή ηλικία. Αποφοιτώντας από το λύκειο, με μπακαλορεά στη λογοτεχνία, είχε ήδη μετατρέψει ένα δωμάτιο του σπιτιού σε στούντιο. Ξεκινα να δουλεύει ως αντιγραφέας στο Λούβρο, εμπνέεται από τον Ενγκρ και τους μεγάλους Αναγεννησιακους ζωγράφους, αλλά ο πατέρας του επιμένει να ακολουθήσει νομικές σπουδές. Γράφεται στη νομική σχολή του Παρισιού, αλλά μετά από δύο χρόνια εγκαταλείπει. Σε αυτό συνετέλεσε και η γνωριμία του με τον Ενγκρ.
Τραβάτε γραμμές, νεαρέ μου, χαράζετε γραμμές εκ του φυσικού ή από μνήμης και θα γίνετε καλός καλλιτέχνης
Ντ. Ενγκρ
Αυτά ήταν τα λόγια του μεγάλου Ενγκρ στον Ντεγκά όταν τον πρωτογνώρισε, το 1855. Την ίδια χρόνια, έγινε δεκτός στη Σχολή Καλών Τεχνών του Παρισιού, όπου φοιτησε κοντά στον Λ. ντε Λαμότ, μαθητή του Ενγκρ.
Στην Ιταλία
Το 1858 ο Ντεγκά ταξιδεύει στην Ιταλία. Δεν είναι η πρωτη φορά που πηγαινει εκεί, αλλά είναι η πιο καθοριστική. Ταξιδεύει στη Ρώμη, τη Φλωρεντία, το Βιτερμπο , το Ορβιέτο, στην Περρούτζια και την Ασσιζη. Μελετά τους αναγεννησιακους ζωγράφους, που θα αποτελέσουν μια από τις βασικές επιρροές του και δημιουργεί προσχέδια για το γνωστό του πίνακα «Η οικογένεια Μπελέλλι», που αποτελεί οικογενειακό πορτραίτο. Το αξιοσημείωτο είναι ότι από τους αριστουργηματικούς αναγεννησιακους πίνακες, ο Ντεγκά επιλέγει να μελετήσει λεπτομέρειες και αποσπάσματα που του έκαναν εντύπωση και όχι τη συνολική παράσταση.
Η οικογένεια Μπελέλλι
Αντλώντας θεματολογία από την Ιστορία
Μετά την επιστροφή του στη Γαλλία, περίπου το 1860, επικεντρώνεται σε θέματα ιστορικά. Δίνει μεγάλη έμφαση στη λεπτομέρεια, στο καθαρό σχέδιο. Δίνει περισσότερη σημασία στην απόλυτη απόδοση των ανθρωπίνων χαρακτηριστικών και των εκφράσεων παρά στην απεικόνιση του ιστορικού γεγονότος καθεαυτού. Αυτό φαίνεται πολύ χαρακτηριστικά στον πίνακα του «Νεαροί Σπαρτιάτες», όπου οι μορφές μοιάζουν περισσότερο με Παριζιανους εφήβους από νεανικές συμμορίες της Μονμάρτης, παρά με αρχαίους Έλληνες νέους.
Νεαροί Σπαρτιάτες σε ασκησηΗ Σεμίραμις χτίζοντας τη Βαβυλώνα
Η φιλία με τον Μανέ
Την ίδια χρονική περίοδο, ο Ντεγκά γνωρίζεται με τον Μανέ. Από εκεί και στο εξής θα συνάψουν μία δυνατή φιλιά και αμοιβαία αλληλοεκτίμηση. Ο Μανέ τον γνωρίζει σε ένα κύκλο Ιμπρεσιονιστών καλλιτεχνών, τον φέρνει σε επαφή με προσωπικότητες όπως ο Ζολά, ο Σεζάν, ο Ρενουάρ και ο Μονέ. Σταδιακά αρχίζει μια νέα περίοδος στη ζωγραφική του.
Ένας ιμπρεσσιονισμος της καθημερινότητας
Η τέχνη του Ντεγκά αρχίζει να αντλεί θεματολογία από την καθημερινότητα. Ιπποδρομίες, άνθρωποι στη δουλειά, καπελάδες και πλύστρες, αριστοκράτες και χορεύτριες αρχίζουν να γίνονται κυρία θέματα στους πίνακές του. Απαρνούμενος σταθερά τον Ιμπρεσσιονισμό, τη ζωγραφική στην ύπαιθρο και επιμένοντας να αυτοχαρακτηρίζεται Ρεαλιστής, αποτυπώνει ωστόσο την έμπνευση του με τον ιμπρεσιονιστικό τρόπο. Σκηνές της πόλης, της ρουτίνας, ακόμα και αντικείμενα καθημερινής χρήσης αποδίδονται με ζωντάνια και εξαντλητική λεπτομέρεια.
Οι πλύστρες
Ο Πόλεμος
Με την έναρξη του Γάλλο-πρωσικού πολέμου, το 1870, ο Ντεγκά επιστρατεύεται, όπως και πολλοί συνάδελφοι του στην Εθνοφρουρά. Αυτή είναι και η περίοδος που θα αρχίσει να αντιμετωπίζει προβλήματα όρασης. Η σταδιακή επιδείνωση της κατάστασής του θα τον καταστήσει σχεδόν τυφλό προς το τέλος της ζωής του. Αντίστοιχα θα επηρεάσει και το καλλιτεχνικό του ύφος
Το Φουαγιέ του Χορού και η Σχολή Μπαλέτου
Μετα την ανακωχή, ο ζωγραφος αρχίζει να συχνάζει στα παρασκήνια της όπερας. Η Σχολή Μπαλέτου τον εμπνέει να αρχισει την απεικόνιση σκηνών χορού και μικρών χορευτριών, το θέμα για το οποίο είναι κυρίως γνωστός. Ο πρώτος του πίνακας αυτού του είδους ήταν «Το φουαγιέ του Χορού»
Η Νέα Ορλεάνη
Ο Ντεγκά έζησε για ένα περίπου χρόνο κοντά στο θείο του στη Νέα Ορλεανη. Άντλησε έμπνευση από το εξωτικό -για τα δικά του δεδομένα- στοιχείο, αλλά τα προσχέδια του ως επι το πλείστον δεν κατέληξαν σε πίνακες. Η ξεχωριστή αύρα της Λουϊζιάνα, ωστόσο, αφήνει το ιδιαίτερο στίγμα της στον καλλιτέχνη. Επιστρέφοντας ζωγραφίζει έναν από τους γνωστότερους πίνακες του, την Αγορά του μπαμπακιού, που απεικονίζει τις συναλλαγές στο γραφείο του θείου του.
Η επιστροφή στη Γαλλία
Επιστρέφοντας στη Γαλλία, οι πίνακες του Ντεγκά επιστρέφουν στην ρεαλιστική θεματολογία. Η σύνθεση ωστόσο αποκτά μεγαλύτερη ελευθερία και η παλέτα του γίνεται πιο έντονη και λαμπερή. Μετά το θάνατο του πατέρα του, και τα χρέη που είχε αφήσει ο αδελφός του, εισέρχεται σε μια ιδιαίτερα δημιουργική δεκαετία, κατά την οποία φιλοτεχνεί ορισμενα από τα πιο εμβληματικά έργα του. Εκθέτει τη δουλειά του σε πέντε εκθέσεις μαζί με τους ιμπρεσιονιστές συντρόφους του, συμμετέχοντας και στην οργάνωσή τους, παρά τις αντιθέσεις του προς το Κινημα. Καθώς η οικονομική του κατάσταση βελτιώνεται, στρέφεται και προς τη συλλογή έργων τέχνης, με έμφαση στους αγαπημένους του Ντελακρουά, Ενγκρ και Ντωμιέ.
Ο εφευρέτης της κοινωνικής φωτοσκιάσεως
Η ζωγραφική του Ντεγκά αποκτά όλο και μεγαλύτερη ελευθερία, οι σκηνές γίνονται πιο ρευστές, το φως αξιοποιείται για να διαχωριστούν τα πλάνα, με τέτοιο τρόπο, ώστε στο βάθος να γινεται ένα με τις μορφές. Οι αντανακλάσεις, οι σκιές και οι αποχρώσεις δουλεύοντας με τρόπο πρωτοποριακό και μοναδικό. Αυτή η τεχνική, η οποία έγινε το κύριο μέλημα του ζωγράφου ήταν και ο λόγος που οι φίλοι του τον αποκαλούσαν ειρωνικά «Εφευρέτη της κοινωνικής φωτοσκιάσεως».
Η απομόνωση
Ο Ντεγκά πέρασε τις τελευταίες δεκαετίες της ζωής του σε πλήρη απομόνωση. Οι αντισημιτικές του ιδέες τον απομάκρυναν από μεγάλο μέρος των φίλων του, ενώ η όραση του είχε εξασθενήσει σε πολύ μεγάλο βαθμό. Ζωγράφιζε κυρίως με βάση το νέφτι, το παστέλ η την τέμπερα, δίνοντας όλο και μεγαλύτερη προσοχή στο φως και το χρωμα. Με τη δεξιοτεχνία του δημιούργησε έργα λυρικά, φαντασιακα, συνδυάζοντας τεχνικές. Υπήρξε μάλιστα ο εφευρέτης της μονοτυπίας. Η πιο χαρακτηριστική συλλογή που δημιούργησε με παστέλ ήταν η σιερα των γυναικών που «Λούζονται, πλένονται, χτενίζονται ή τις χτενίζουν»
Ο Εντγκάρ Ντεγκά πέθανε απομονωμένος σε ηλικία 83 ετών σαν σήμερα, το 1917 στο Παρίσι, αφήνοντας μια μεγάλη συλλογή πινάκων, χαρακτικών και γλυπτών, αποτέλεσμα μιας δυναμικής και προοδευτικής καλλιτεχνικής αναζήτησης, μιας έμπνευσης που αξιοποίησε ακόμη και τους φυσικούς περιορισμούς για να μετουσιωθεί σε πρωτότυπο καλλιτεχνικό έργο.
Ο Μίμης Βιτσώρης (1902-1945) ήταν Έλληνας ζωγράφος. Άνθρωπος ανήσυχος και ευαίσθητος, ακολούθησε και στο έργο του ένα αντιακαδημαϊκό πνεύμα, φιλοτεχνώντας με εξπρεσιονιστικό ύφος και ψυχογραφική διάθεση προσωπογραφίες, τοπία αλλά και θρησκευτικά θέματα. Στο ίδιο κλίμα κινείται και η γλυπτική του, που περιλαμβάνει κυρίως κεφάλια σε πηλό και γύψο.
Γεννήθηκε στις 26 Σεπτεμβρίου 1902 στη Θεσσαλονίκη, αλλά το 1911, μετά το θάνατο του πατέρα του, μετακόμισε στην Αθήνα, όπου εγγράφηκε στην Ανωτάτη Σχολή Καλών Τεχνών. Ωστόσο, δεν ολοκλήρωσε τις σπουδές του εκεί αφού ήρθε σε σύγκρουση με τους διδάσκοντες μιας και διαφωνούσε με την εκπαιδευτική φιλοσοφία της σχολής.Τι άραγε μπορούσε να προσφέρει η Σχολή στην ιδιοφυία του Βιτσώρη, εκτός ίσως από την στοιχειώδη γνώση του «χαράσσειν το σχήμα και του ανακατώνειν το χρώμα», όπως γράφει ο Π. Γιαννόπουλος στην Ελληνική Γραμμή;
Σε ηλικία 18 ετών έκανε την πρώτη του ατομική έκθεση. Αποχώρησε από την Αθήνα, μετέβη στην Ευρώπη (Ιταλία, Γερμανία και Γαλλίαδιαδοχικά), μελετώντας τα εκεί ζωγραφικά ρεύματα. Παρέμεινε στο Παρίσι και συνεργάστηκε με το περιοδικό Μικρός Παρισινός (Petit Parisien) όπου δημοσίευσε σκίτσα του. Αρρώστησε βαριά και το 1925 μετέβη στη Μάλτα, όπου ετοίμασε μερικά από τα σκίτσα του.
Στα κινήματα αυτά ο Βιτσώρης διατήρησε μια εκλεκτική απόσταση, γιατί τον ενδιέφερε μετά από την ανάλογη αφομοίωση να εκφράσει την καλλιτεχνική του ύπαρξη, που δυστυχώς από πολύ νωρίς υπέστη ψυχικές διαταράξεις. Πάντως το εικαστικό και θεωρητικό έργο του φανερώνει έναν δημιουργό κύριο των μέσων του, που προσπαθεί μέσα σε δύσκολες συνθήκες να υλοποιήσει το αισθητικό του πιστεύω.
Η φιλάσθενη φύση του Βιτσώρη και η οικονομική δυσχέρεια, παρόλο που συνεργάστηκε στο Παρίσι με την εφημερίδα «Petit Parisien» σαν σκιτσογράφος, τον αναγκάζει από το 1927 να εγκατασταθεί οριστικά στην Αθήνα. Στην Αθήνα εντάθηκε για τον Βιτσώρη ο δυσχερής αγώνας της επιβίωσης και επιδίδεται με επιτυχία στην εικονογράφηση εφημερίδων και περιοδικών, συνεχίζοντας βέβαια τις εικαστικές του αναζητήσεις.
Ζωγραφίζει λιμάνια και προσωπογραφίες που καθρεφτίζουν την μεσοπολεμική ατμόσφαιρα, φορτισμένη από την ταραχή και την μελαγχολία του, κατορθώνοντας να δώσει με καθαρά ζωγραφικά μέσα αληθινά ψυχογραφήματα. Ζωγραφίζει επίσης και σκιτσάρει ανθρώπους του θεάτρου (ο πρώτος του αδελφός Γιώργος Βιτσώρης ήταν γνωστός ηθοποιός και εκπρόσωπος των Ελλήνων Τροτσκιστών) καθώς και θέματα της νυχτερινής ζωής στο πνεύμα της μεγάλης παράδοσης του Λωτρέκ. Συνεργάστηκε με εφημερίδες της Αθήνας, ενώ το 1930 ίδρυσε την Ομάδα Τέχνη μαζί με άλλους καλλιτέχνες της εποχής του. Έκτοτε συμμετείχε σε πολλές εκθέσεις τόσο στην Ελλάδα όσο και σε άλλες χώρες της Ευρώπης.
Δηλαδή κάνει διεθνείς παρουσίες στις Biennale της Βενετίας το 1935 και 1940 και του San Francisco το 1939. Οι παρουσίες αυτές δεν έμειναν απαρατήρητες και υπάρχουν κριτικές σε ιταλικές και γερμανικές εφημερίδες της εποχής που αναγνωρίζουν την ιδιαιτερότητα του Βιτσώρη.
Επίσης έλαβε βραβεία σε σημαντικούς διαγωνισμούς στην Ελλάδα και έγκριτοι τεχνοκριτικοί αναγνώρισαν την ποιότητα της δουλειάς του. Αναφορές και κριτικές στα έργα του έχουν γίνει από τον Άγγελο Γ. Προκοπίου, τον Παντελή Πρεβελάκη, τον Δημήτρη Ευαγγελίδη, τον Σωτήρη Σκίπη, τον Ι. Μ. Παναγιωτόπουλο, τον Στέλιο Λυδάκη κ.α.
Ο Βιτσώρης ασχολήθηκε επίσης από το 1938 και με την γλυπτική, με αξιοσημείωτα πλαστικά αποτελέσματα. Στα εγκαίνια της αναδρομικής του έκθεσης στην Gallery DADA το 1987, της οποίας είχα την επιμέλεια, ο κορυφαίος γλύπτης, Μέμος Μακρής ανέφερε βλέποντας την προτομή του Γκρέκο, ότι στον τότε διαγωνισμό της Εθνικής Πινακοθήκης βραβεύτηκε το έργο του Βιτσώρη, αλλά όταν η επιτροπή διαπίστωσε ότι είναι έργο ζωγράφου, ματαίωσε την βράβευση…
Ο Βιτσώρης διατύπωσε και θεωρητικά τις απόψεις του σε άρθρα και μελέτες. Το 1940 δημοσίευσε την μελέτη του «Τέχνη και εντολή», καλλιτεχνικοκοινωνικού περιεχομένου, και στη συνέχεια τις μελέτες «Έρευνα και διδασκαλία», «Προβλήματα δημόσιας αισθητικής», «Καλλιτεχνική αγορά», οι οποίες εκφράζουν τις προχωρημένες αισθητικές του απόψεις. Απόψεις για τη διεθνή καλλιτεχνική σκηνή και την αδύναμη Ελληνική πραγματικότητα της εποχής του. Κριτικές μελέτες που δεν έγιναν κατανοητές σε βάθος και θα ήταν ωφέλιμη η επανέκδοση τους.
Πέθανε στις 29 Ιανουαρίου 1945 στην Αθήνα, κλονισμένος από τον θάνατο του αδερφού και της μητέρας του.
Εκτός από την ζωγραφική συνέγραψε και διάφορες μελέτες και βιβλία σχετικά με την τέχνη.Όπως γράφει ο Μίμης Βιτσώρης στο δοκίμιό του «Τέχνη και εποχή» τα γνωρίσματα της ελληνικότητας είναι εσωτερικότερα… Ρυθμός, με την έννοια της ισορροπίας των στοιχείων, διαύγεια, όχι απαραίτητα ατμοσφαιρική, αλλά σκέψεως, πνευματικότητα στην ανώτερη βαθμίδα της.
Το αξιοθαύμαστο στα έργα του Βιτσώρη, με το πυκνό και αδρό τους χρώμα και το ντελικάτο σχέδιο, είναι ότι συγκινούν βαθιά τον σύγχρονο θεατή. Το εν δυνάμει εξασκημένο μάτι μπορεί να διεισδύσει στον εναγώνιο ψυχισμό του και να πλησιάσει την εκφραστική ουσία της τέχνης του.
Μιας πηγαίας και ιδιότυπης εικαστικής κατάθεσης που δεν φέρνει λυρική γαλήνη, ρωπογραφικό ή ή νατουραλιστικό αισθησιασμό με δόσεις δημοφιλών λαικοφανών απλοποιήσεων, αλλά εγείρει χωρίς να είναι ανατρεπτική, αλλά εν τούτοις βαθιά νεωτεριστική για την εποχή του, έντονη αναμόχλευση της συνείδησης και της τραγικής μας φύσης.
Παρακάτω μπορείτε να απολαύσετε τα έργα του Έλληνα Καλλιτέχνη:
Ο Σπυρίδων Βικάτος (Αργοστόλι, 24 Σεπτεμβρίου 1878 – Αθήνα, 6 Ιουνίου 1960) ήταν Έλληνας ζωγράφος και ένας από τους τελευταίους εκπροσώπους της «Σχολής του Μονάχου».
Με τη βοήθεια του τότε Μητροπολίτη Αθηνών Γερμανού σπούδασε στην Ανωτάτη Σχολή Καλών Τεχνών της Αθήνας ζωγραφική υπό τους Νικηφόρο Λύτρα και Σπυρίδωνα Προσαλέντη και γλυπτική με δάσκαλο τον Γεώργιο Βρούτο.
Μετά την αποφοίτηση από την ΑΣΚΤ συνέχισε τις σπουδές του στην Ακαδημία Καλών Τεχνών του Μονάχου χάρη σε υποτροφία της μονής Πετράκη και της Ε. Βαλλιάνου. Παρέμεινε στο Μόναχο από το 1900 ως το 1906 και μαθήτευσε κοντά στον Νικόλαο Γύζη και τον Λούντβιχ φον Λοφτς.
Επέστρεψε στην Ελλάδα το 1909 και διορίστηκε καθηγητής στην Ανωτάτη Σχολή Καλών Τεχνών της Αθήνας όπου δίδαξε (με μια ολιγόμηνη διακοπή το 1911) σκιαγραφία έως το 1939. Μαθητές του υπήρξαν οι Αγήνωρ Αστεριάδης, Γιώργος Γουναρόπουλος, Σοφία Λασκαρίδου, Σπύρος Παπαλουκάς, Γιώργος Σικελιώτης, Γιάννης Τσαρούχης κ.ά. Το 1937 συμμετείχε στην κίνηση των Ακαδημαϊκών ζωγράφων.
Ο Βικάτος είχε στο ενεργητικό του συμμετοχές σε πολυάριθμες ατομικές και ομαδικές εκθέσεις εντός και εκτός συνόρων. Από αυτές ξεχωρίζουν οι συμμετοχές του στο Γκλασπαλάστ του 1905, στις διεθνείς εκθέσεις του Μπορντώ (1907), της Ρώμης (1911) και του Παρισιού (1937) καθώς και στη μπιεννάλε της Βενετίας τα έτη 1934 και 1936.
Τιμήθηκε πλειστάκις για το έργο του: το 1907 απέσπασε χρυσό μετάλλιο στην έκθεση του Μπορντώ, το 1937 έλαβε από την Ακαδημία Αθηνών το Εθνικό Αριστείο Γραμμάτων και Τεχνών και το 1951 εκλέχτηκε επίτιμο μέλος της Ακαδημίας Καλών Τεχνών του Μονάχου.
Πέθανε σε ηλικία 82 ετών από βρογχοπνευμονία. Με τη διαθήκη του άφησε κληροδότημα στην Ανωτάτη Σχολή Καλών Τεχνών και καθιέρωσε τη «Βικάτειο υποτροφία» σε διπλωματούχους ζωγραφικής, γλυπτικής, χαρακτικής, με πτυχίο «Λίαν καλώς» για μετεκπαίδευση στο εξωτερικό. Επίσης, δώρισε 30 πίνακές του στην Εθνική Πινακοθήκη της Ελλάδος.
Ξεκινώντας νωρίς την εκθεσιακή του δραστηριότητα, παρουσίασε το έργο του σε ατομικές, ομαδικές και διεθνείς εκθέσεις, ανάμεσα στις οποίες ξεχωρίζουν οι συμμετοχές στο Glaspalast το 1905, στις διεθνείς του Μπορντώ το 1907 (χρυσό μετάλλιο), της Ρώμης το 1911 και του Παρισιού το 1937 και στις Μπιενάλε της Βενετίας το 1934 και το 1936. Το 1937 τιμήθηκε με το Εθνικόν Αριστείον Γραμμάτων και Τεχνών, ενώ το 1951 η Ακαδημία Καλών Τεχνών του Μονάχου τον εξέλεξε επίτιμο μέλος της. Ο ίδιος με τη διαθήκη του καθιέρωσε τη Βικάτειο υποτροφία για τους σπουδαστές της Σχολής Καλών Τεχνών της Αθήνας και της Ακαδημίας του Μονάχου αντίστοιχα.
Παραμένοντας πιστός στα διδάγματα της γερμανικής ακαδημαϊκής παράδοσης, ζωγράφισε κατά κύριο λόγο προσωπογραφίες. Σε πιο περιορισμένη κλίμακα ασχολήθηκε με ιστορικές και θρησκευτικές συνθέσεις, νεκρές φύσεις, τοπία και σκηνές της καθημερινής ζωής. Ιδιαίτερη θέση στο έργο του κατέχουν οι γεροντικές μορφές, τις οποίες απέδωσε μεμονωμένα ή στο πλαίσιο ευρύτερων συνθέσεων, με έντονη ψυχογραφική διάθεση.
Τα έργα του Σ. Βικάτου είναι κυρίως προσωπογραφίες και ηθογραφίες με φανερή την επιρροή του γερμανικού ακαδημαϊσμού, από τον οποίο υιοθέτησε μια ήπια εκδοχή, αλλά και της φλαμανδικής σχολής του 17ου αιώνα. Επιπλέον συνδυάζοντας τα διδάγματα της σχολής του Μονάχου με τις νέες τεχνικές που σχετίζονταν με τη νοηματική εμβάθυνση στο χρώμα και στην απόδοση, ξέφευγε ορισμένες φορές από τη στατικότητα που χαρακτήριζε τον ακαδημαϊσμό.
Επίσης διακρίθηκε και ως τοπιογράφος, ενώ και οι «νεκρές φύσεις» του προσέλκυσαν το ενδιαφέρον.
Πίνακές του κοσμούν μεγάλες ξένες πινακοθήκες και μουσεία, καθώς και ιδιωτικές συλλογές.
Πάρτε μια απτή γεύση από το έργο του:
Το κοριτσάκι με την γαλάζια κορδέλαΤο κοριτσάκι με την κόκκινη κορδέλαΠορτρέτο της Σοφίας ΛασκαρίδουΠροσωπογραφία μιας γυναίκαςΤο σκάκιΓυμνόΓερμανός έφηβοςΣπίτι 1Η ματαιότιςΠροσωπογραφία του ΔουβάρηΟι καλόγεροιΝεκρή φύσηPietaΑράπηςΑιδηψώςΤυρολέζοςΤο χριστουγεννιάτικο δέντρο
Το σημερινό άρθρο της φίλης μας θα αφιερώσουμε στον Αλέξη Ακριθάκη, ένα σύγχρονο έλληνα ζωγράφο, που έζησε μια περιπετειώδη μποέμ, όπως θα τη χαρακτηρίζαμε, ζωή .
Ο Αλέξης Ακριθάκης γεννήθηκε στην Αθήνα, από μια ευκατάστατη οικογένεια που ζούσε στο Κολωνάκι. Υπήρξε ιδιαίτερα αντιδραστικός ως μαθητής και είχε αποβληθεί από κάθε σχολείο όπου φοίτησε!
Τα πρώτα του σχέδια έκανε στο ιστορικό καφενείο Βυζάντιο, το οποίο βρισκόταν στην πλατεία Κολωνακίου και φιλοξενούσε κύκλους αντισυμβατικών διανοούμενων. Όπως ο ίδιος έχει αναφέρει, Κυριότερη πηγή έμπνευσης του αποτελούσε η λογοτεχνία και η ποίηση, ιδιαιτέρως ο Μακρής και ο Ταχτσής.
Στα τέλη της δεκαετίας του ’50 αποφασίζει να φύγει με μια μοτοσικλέτα για να ζήσει στο Παρίσι. Στη γαλλική πρωτεύουσα θα παραμείνει για τρία περίπου χρόνια, αρνούμενος κάθε συμβατικότητα στον τρόπο ζωής του. Επιστρέφοντας στην Αθήνα το 1960 πραγματοποιεί έκθεση των έργων του στην Θεσσαλονίκη και αργότερα, στο γαλλικό ινστιτούτο Αθηνών στήνει την πρώτη σημαντική ατομική του έκθεση. Παράλληλα ασχολείται με την εικονογράφηση, για παραδειγμα με έργα που έκανε για το περιοδικό “Πάλι” του Νάνου Βαλαωρίτη, και την σκηνογραφία.
Το 1968, ο Ακριθάκης λάμβανε υποτροφία από το γερμανικό κράτος και εγκαθίσταται στο Βερολίνο. Στα επόμενα χρόνια η ζωή και η εργασία του Λαμβάνουν χώρα μεταξύ Γερμανίας και Ελλάδας και αποκτά διεθνή φήμη.
Το καλλιτεχνικό του στυλ είναι έντονα αφηγηματικό, Χρησιμοποιεί συμβολικά μοτίβα και έντονα χρώματα. Σε πολλά έργα του διακρίνουμε και στοιχεία μιας πυκνής γραφής, ως επιρροή από τη λογοτεχνία. Εκτός από πίνακες δημιουργεί κολλάζ, εργα εικονογράφησης, σκηνικά και σχέδια αντικειμένων. Στις επιρροές του μπορεί να συμπεριληφθεί και το κίνημα του φωβισμού. Ο ίδιος ανέφερε ότι δεν επιθυμούσε να ενταχθεί καλλιτεχνικά σε κανένα κίνημα, αναζητώντας διαρκώς μία προσωπική γλώσσα στη ζωγραφική του.
Η οριστική επιστροφή του Αλέκου Ακριθάκης στην πατρίδα θα γίνει το 1984, με τη υγεία του να βρίσκεται σε κρίσιμη κατάσταση. Η σχέση του με το αλκοόλ και τα ναρκωτικά συνέβαλε κατα κύριο λόγο σε αυτή την επιδείνωση. Ο καλλιτέχνης έφυγε από τη ζωή το 1994 σε ηλικία 55 ετών, αφήνοντας ημιτελή την τελευταία συλλογή με έργα του, εμπνευσμένα από τους τροφίμους του Δρομοκαΐτειου, όπου νοσηλεύθηκε για αποτοξίνωση.
Το έργο τέχνης της ημέρας που θα σας παρουσιάσουμε σήμερα είναι ο πίνακας “Ηφύση την αυγή”, του Μαξ Ερνστ.
Ο Ερνστ γεννήθηκε σε μια πόλη λίγο έξω από την Κολωνία, το 1891. Ο πατέρας του ήταν δάσκαλος σε ένα άσυλο κωφαλάλων, ενώ ασχολούνταν και ο ίδιος ερασιτεχνικά με την ζωγραφική. Οι πρώτες αναθέσεις για πίνακες που είχε ο Μαξ Έρνστ ήταν από τον επίσκοπο της περιφέρειας του, και αφορούσαν σε αντιγραφές έργων μεγάλων ζωγράφων. Τα πρώιμα έργα του Έρνστ είναι κυρίως ρομαντικού ύφους.
Οι πνευματικές και καλλιτεχνικές τα ανησυχίες εκδηλώνονται αρχικά με τη συμμετοχή του σε ομάδες, όπως η”Νεαρή Ρηνανία” του Α. Μάκκε και ο “Γαλάζιος Καβαλάρης”, μιαομάδα εμπνευσμένη από τον Καντινσκυ και τον Μαρκ, καθώς και στο περιοδικό “Η θύελλα”. Γνωρίζει τον Γάλλο ποιητή και διανοούμενο Απολλιναίρ και τις ιδέες του στη Βόννη, ενώ την αποφασιστική στροφή προς τη ζωγραφική θα κάνει το 1911, έχοντας έρθει σε επαφή με έργα των Βαν Γκογκ, Σεζάν και Picasso σε μία έκθεση στην Κολωνία. Λίγο αργότερα γνωρίζει και τον Χάνς Αρπ, ο οποίος του δίνει το έναυσμα να ασχοληθεί με τον μοντέρνο ποιητή Ρεμπώ.
Το ευρύ πνεύμα του ζωγράφου και ο κοσμοπολιτισμός του, σε μία ιδιαίτερα ταραγμένη ιστορική περίοδο -ο Α παγκόσμιος πόλεμος, κατά τον οποίο ο ζωγραφος στρατεύτηκε- τον έφεραν σε μια ιδιαίτερα καρποφόρα πνευματική καλλιτεχνικη και φιλοσοφική αναζήτηση. Ο Έρνστ, όπως και οι περισσότεροι καλλιτέχνες και διανοούμενων της εποχής του, είχε αγανακτήσει από την αγριότητα και τη ματαιότητα του πολέμου. Έτσι, όταν στο Μόναχο ανακαλύπτει δημοσιεύματα των Ντανταϊστών της Βιέννης και την τέχνη του ντε Κίρικο, σε ένα τεύχος του περιοδικού μου πλαστικές αξίες, Αρχίζει ενθουσιωδώς να ασχολείται με τον ντανταϊσμό. Βασική φιλοσοφία του κινήματος αυτού είναι η άρνηση όλων των καθιερωμένων κοινωνικών, ηθικών και αισθητικών αξιών, η γελοιοποίηση και η διαστρέβλωση της πραγματικότητας. Εκθέτει μερικά έργα και στη συνέχεια αρχίζει να ασχολείται με επιτυχία με το κολάζ, μέσω του οποίου βρίσκει σταδιακά το μονοπάτι του Σουρεαλισμού.
Η αμοιβαία εκτίμηση και η φιλία που αναπτύσσεται ανάμεσα στο ζωγράφο και τον ποιητή Πωλ Ελυάρ, Γίνεται η αφορμή να εγκατασταθεί ο Έρνστ στο Παρίσι. Η ζωή του είναι δύσκολη, έχει μεταναστεύσει παράνομα, και για να συντηρηθεί ο ίδιος και οικογένειά του δουλεύει σε μία βιοτεχνία ενθύμιο. Τα επόμενα χρόνια ταξιδεύει στην Άπω Ανατολή, μετά από πρόσκληση του Ελυάρ. Το 1924, Γυρνώντας στο Παρίσι μετά από αυτά τα ταξίδια του, διαβάζει το “Μανιφέστο του Σουρεαλισμού” που δημοσίευσε ο Μπρετόν. Στο σουρεαλισμό βρίσκει την απόλυτη έκφραση των καλλιτεχνικών του ιδεών. Ζωγραφίζει παραστάσεις που μοιάζουν βγαλμένες από το ασυνείδητο. Την ίδια περίπου εποχή αποφασίζει να ασχοληθεί και με το φροττάζ, την τεχνική αποτύπωσης της υφής και του ανάγλυφου των υλικών σε χαρτί, με τη βοήθεια ενός μολυβιού. Εξελίσσει αυτή τεχνοτροπία σε τόσο μεγάλο βαθμό ώστε να δημιουργεί όχι μόνο εξαιρετικά σκίτσα με συνθέσεις μεταφορικές και υποβλητικές, αλλά επίσης παραστάσεις στις οποίες χρησιμοποιεί σε τοπία και πρόσωπα μεταφέροντάςτες στον καμβά.
Με την έναρξη του δεύτερου παγκοσμίου πολέμου, ωμά ξέρεις καταφεύγει στην Αριζόνα των ΗΠΑ. Κατά την περίοδο παραμονής του στην Αμερική δημιουργεί όχι μόνο 36 περίπου πίνακες, αλλά και γλύπτες εικόνες και παραστάσεις.
Ο πίνακας τον οποίο θα παρατηρήσουμε σήμερα ονομάζεται η φύση την αυγή. Είναι λάδι σε μουσαμά, όπου κυριαρχούν τα ψυχρά χρώματα Και δημιουργήθηκε το 1936. Στο έργο διακρίνεται ένα ανθρωπόμορφο πίνω πίνω στα αριστερά, το οποίο ανοίγει δρόμο μέσα από την πυκνή βλάστηση, ώστε να φτάσει στη γυμνή γυναικεία φιγούρα που βρίσκεται στην άλλη πλευρά, κάτω δεξιά, του πίνακα. Η σκηνή αυτή της καταδίωξης, που είναι ερωτικά φορτισμένη, αποτελεί μία αλληγορία της δημιουργικής διαδικασίας που ακολουθεί ο καλλιτέχνης, προκειμένου να μετουσιώσει την έμπνευση του σε έργο. Η πυκνή βλάστηση εδώ, δεν αντιπροσωπεύει μόνο τη φύση με τις σκοτεινές πλευρές της, αλλά και την περίπλοκη διαδικασία της αισθητικής αναδημιουργίας. Κατ αναλογία, του πουλί είναι ένας εναλλακτικός εαυτός, ένα alter ego, του ζωγράφου, που ένα κομμάτι του σε κάθε δημιούργημά του.
Το ερώτημα, πραγματικά, όταν μιλάμε για τον Alex Colville, τον “ήσυχα” δυνατό Καναδό ζωγράφο που πέθανε πριν 6 χρόνια στην ηλικία των 92, δεν είναι πώς να τον θυμόμαστε, αλλά πώς θα μπορούσαμε ποτέ να τον ξεχάσουμε; Περισσότερο από οποιονδήποτε άλλον καλλιτέχνη στον Καναδά, οι εικόνες του Colville διαπερνούν τόσο την ψυχή μας όσο και την καθημερινότητά μας, χρεώνονται όπως είναι με μια σκοτεινή πιθανότητα και έναν έντονοφόβο.
Περισσότερο από αυτό, όμως, ο Colville είναι παντού: σε βιβλία και σε δίσκους, σε ταινίες και, για πολλές δεκαετίες, ως νόμισμα στις τσέπες των συμπατριωτών του. Σχεδίασε μια ολόκληρη σειρά εκατοντάδων νομισμάτων για το Βασιλικό Νομισματοκοπείο του Καναδά το 1967, το οποίο, αν είστε τυχεροί, θα μπορούσε ακόμα να εμφανιστεί σε μια τυχαία χούφτα σε ένα γειτονικό μπακάλικο του Καναδά.
Η ανίχνευση μιας κληρονομιάς για έναν καλλιτέχνη που μοιάζει σαν να είναι παρών, απαιτεί προσπάθεια. Το θέμα για τον Colville, όμως, ήταν ότι κάθε φορά που πήρε ένα πινέλο ήταν σαν να άφηνε αυτήν την κληρονομιά. Colville εργάστηκε σε μια απόσταση από τον κόσμο, πρώτα στο Sackville, N.B., και αργότερα στο Wolfville, N.S., ζωγραφίζοντας τα μέρη και τους ανθρώπους γύρω του. Αλλά για το ακροατήριο που μεγάλωσε σταθερά καθ ‘όλη τη διάρκεια της ζωής του, το έργο του δεν είχε τέτοια ιδιαιτερότητα.
Στις δημιουργίες του βάζει τη λεπτή, ακαταμάχητη δύναμή του: Στην Ocean Limited, ένας άνθρωπος περπατά κατά μήκος ενός χωματόδρομου, τα μάτια κοιτούν κάτω, ενώ ένας κινητήρας ντίζελ εισέρχεται στο πλαίσιο προς την αντίθετη κατεύθυνση. Στα Seven Crows, τα μαύρα πουλιά ακούγονται πάνω από ένα έρημο έλος από μακρύ χορτάρι, ακόνισμα προς κάποιο άγνωστο αντικείμενο κάτω. Ο κόσμος του Colville ήταν παντού και πουθενά, γεμάτος με μια σκοτεινή αβεβαιότητα, η οποία, περισσότερο από οτιδήποτε άλλο, αντικατοπτρίζει την εποχή του.
Ο Colville μεγάλωσε ως πολεμικός καλλιτέχνης κατά τον Δεύτερο Παγκόσμιο Πόλεμο, ο οποίος ανέλαβε στο τέλος του πολέμου να τεκμηριώσει τους μαζικούς τάφους στο στρατόπεδο συγκέντρωσης Bergen-Belsen στη βόρεια Γερμανία. Η εμπειρία αυτή τον διαμόρφωσε για πάντα, σφυρηλατώντας τόσο την επιθυμία να μαρτυρά και, φαινόταν, ότι ήλπιζε για το καλύτερο ενώ ετοιμαζόταν για το χειρότερο.
Όταν ο Colville επέστρεψε στον Καναδά, η μεταπολεμική εποχή γρήγορα διαμορφώθηκε και ήρθε σε έντονη αντίθεση με τη θλιβερή φρίκη του πρόσφατου μακελειού. Μια υπερπληθωρισμένη οικονομία που επιταχύνθηκε με την υπόσχεση ενός πρόσφατα σταθερού κόσμου μεταμόρφωσε το τοπίο και την κοινωνία σε αμείλικτα αισιόδοξη. Οι πόλεις άνθισαν, οι αυτοκινητόδρομοι ξεδιπλώθηκαν, τα προάστια έρρευσαν και η θετικότητα της εποχής του φαγητού σε κάθε πιάτο, οδήγησε σε κάθε κατεύθυνση.
Σύντομα φαινόταν ότι όλα είχαν αλλάξει. Το ίδιο συνέβη και με την τέχνη: αμέσως μετά τον πόλεμο, μια ξαφνική παγκόσμια κυριαρχία της παγκόσμιας οικονομίας βοήθησε επίσης τις Ηνωμένες Πολιτείες να αποτελέσουν ένα επίκεντρο του νέου πολιτισμού και στη Νέα Υόρκη οι μεταπολεμικές ιδέες της τέχνης έλαβαν τη μορφή του αφηρημένου εξπρεσιονισμού. Για να αντικατοπτρίσουν έναν νέο κόσμο σφυρηλατημένο σε μια κόλαση από τις χειρότερες ανθρώπινες σκληρότητες, οι εικόνες των πραγμάτων δεν ήταν πλέον αρκετές.
Ο Colville διαφώνησε εν μέρει και του κόστισε. Για μεγάλο μέρος της καριέρας του, ήταν απελπιστικά ατάραχος, ζωγραφίζοντας όλο και πιο, συγκρατημένες εικόνες, ενώ ο μεγαλύτερος κόσμος της τέχνης χαρακτηριζόταν από εκρηκτικές εκδηλώσεις ζωγραφικής αγωνίας, έπειτα αυστηρές χρωματικές επιφάνειες και, τέλος, λοξή εσωτερίκευση του εννοιολογικού. Καθώς η φήμη του μεγάλωσε, η κριτική του πρόσληψη του έγινε χειρότερη, σε σημείο να φτάσει να θεωρηθεί λαϊκός καλλιτέχνης.
Οι εικόνες του καναδού καλλιτέχνη έχουν μεγαλύτερη συγγένεια με την αμερικανική τέχνη της δεκαετίας του 1930 παρά με τον φωτορεαλισμό. Οι τέλειες συνθέσεις του βασίζονται σε αφθονία σχεδίων και μελετών, τα οποία πρώτα μεταφέρονται σε ένα αφηρημένο γεωμετρικό σχήμα, προτού τα σχέδια γίνουν από το ζωντανό μοντέλο και πάρουν την προγραμματισμένη μορφή. Μόνο τότε αρχίζει η αργή και ασθενής διαδικασία της ζωγραφικής. Το στρώμα επάνω σε στρώμα λεπτής βαφής εφαρμόζεται σε ένα αρχικό ξύλινο πλαίσιο και η αδιαφανής επιφάνεια τελικά σφραγίζεται με διαφανή λάκα. Η διαδικασία μπορεί συχνά να διαρκέσει μήνες.
Ο Colville αφιέρωσε εντατική μελέτη στην ευρωπαϊκή ζωγραφική. Σύμφωνα με τον ίδιο, του πήρε πολλά χρόνια για να χωνέψει τις εντυπώσεις που είχαν αποκτηθεί κατά τη διάρκεια δύο ημερών που πέρασε στο Λούβρο. Ωστόσο, έχει εντυπωσιαστεί και από τους Αμερικανούς Φωτιστές, και κυρίως από τον Hopper. Οι πίνακες του Colville αποδεικνύουν ότι ο ρεαλισμός του περιεχομένου δεν έχει τίποτα κοινό με τον φυσιολατρισμό, ότι ο σοβαρός ρεαλιστής δεν αντικατοπτρίζει αδιάψευστα την πραγματικότητα, αλλά την αναλύει. Είναι αυτό το αναλυτικό συμπέρασμα, ο Colville είναι πεπεισμένος, που του επιτρέπει να ανακαλύψει «μύθους της κοσμικής κατάστασης» – στις όχθες του ποταμού Spree, στην παραλία, στο τσίρκο, σε αθλητικές εκδηλώσεις, σε βάρκα ή σε αυτοκινητόδρομο, σε ένα λιβάδι ή μια πισίνα, σε έναν τηλεφωνικό θάλαμο ή σε ένα υπνοδωμάτιο. Ο Colville επιμένει ότι η μυθική πτυχή της καθημερινής ζωής δεν είναι αποκλειστική για τους συγγραφείς της κοσμικής κατάταξης ενός James Joyce, αλλά ότι μπορεί να έχει πρόσβαση και ο σύγχρονος ζωγράφος.
Οι σιωπηλές εικόνες του Colville είναι στατικές. Παρόλα αυτά, σχεδόν όλοι τους λένε μια ιστορία, σε μια σύντομη, συνοπτική πλοκή. Οι θεμελιώδεις ανθρώπινες καταστάσεις είναι και τα απλά και σύνθετα θέματα: η μοναξιά, η απομόνωση, ο χωρισμός, η εργασία, ο ελεύθερος χρόνος, η αποξένωση, η αγάπη. Ο μόνο υποσυνείδητα δραματικός, συχνά μελαγχολικός λακωνισμός περιεχομένου αντιστοιχεί στην απόλυτη ακρίβεια της μορφής με την οποία μεταφέρεται. Όπως και άλλος καλλιτέχνης, ο Colville διατηρεί τη δύσκολη ισορροπία μεταξύ φαντασίας και του νηφάλιου υπολογισμού, μεταξύ του επίσημου ενδιαφέροντος και της κοινωνικής δέσμευσης. Πίσω από την ρεαλιστική επιφάνεια της απεικόνισής του, παραμονεύει το σουρεαλιστικό – αλλά ένα σουρεαλιστικό που στερείται κάθε ίχνος θεατρικής αναπαράστασης ή δανεισμού από την ψυχανάλυση, των οποίων οι νέοι μύθοι Colville βαθιά δυσπιστία.
Πίσω από τα λόγια του, καθώς πίσω από την τέχνη του, μπορεί κανείς να αισθανθεί περίπλοκους ιστούς σκέψης. Και, όπως και οι πίνακές του, στέκεται μόνος του, πέρα από την μάζα και την κατηγορία ποίηση. Είναι αδύνατο, λέει ο Robert Fulford, να μιλήσετε μαζί του για λίγες ώρες χωρίς να νιώσετε την έντονη αίσθηση του εαυτού του. Φαίνεται ελεύθερος άνθρωπος… Και μάλλον ήταν!
Χρησιμοποιούμε cookies για να διασφαλίσουμε ότι σας προσφέρουμε την καλύτερη εμπειρία στον ιστότοπό μας. Εάν συνεχίσετε να χρησιμοποιείτε αυτόν τον ιστότοπο, θα υποθέσουμε ότι είστε ικανοποιημένοι με αυτόν.Εντάξει!