Το “Ιστορίες να σκεφτείς” (1997) είναι από τα πρώτα βιβλία του Χόρχε Μπουκάι που έγιναν αμέσως αγαπητά στην Ελλάδα. Το βιβλίο, το οποίο κυκλοφόρησε στην Ελλάδα το 2012 από τις εκδόσεις opera, μιλά για τη σχέση και πως αυτή βοηθάει στην προσωπική μας εξέλιξη. Να γίνουμε καλύτεροι άνθρωποι, να γνωρίσουμε καλύτερα τον εαυτό μας. Η σχέση σύμφωνα με τον Μπουκάι, προσθέτει. Για αυτό αξίζει τον κόπο. Αξίζει να κοπιάσουμε για αυτήν, αξίζει το βάσανο που προκαλεί. Είναι ο πόνος που αξίζει γιατί όταν θα τα έχουμε ξεπεράσει όλα αυτά, δεν θα είμαστε πια οι ίδιοι. Θα έχουμε αναπτυχθεί, θα είμαστε πιο συνειδητοποιημένοι, θα αισθανόμαστε πιο ολοκληρωμένοι.
Ο Χόρχε Μπουκάι (Jorge Bucay) γεννήθηκε το 1949 στο Μπουένος Άιρες (Αργεντινή). Γιατρός και ψυχοθεραπευτής της σχολής Γκεστάλτ, ειδικεύτηκε στη θεραπεία των νοητικών ασθενειών εργαζόμενος αρχικά σε νοσοκομεία και κλινικές και, εν συνεχεία, δίνοντας διαλέξεις σε ιδρύματα, κολέγια, θέατρα, καθώς και σε ραδιοφωνικούς και τηλεοπτικούς σταθμούς. Μονίμως και παντού προσκεκλημένος, προσπαθεί να παρίσταται σε μαθήματα, σεμινάρια και συνέδρια στην Αργεντινή, την Ουρουγουάη, τη Χιλή, το Μεξικό, τις Η.Π.Α, την Ιταλία, την Ισπανία κ.α. Όταν αποφάσισε να ασχοληθεί με τη συγγραφή, είδε τα περισσότερα βιβλία του να μεταφράζονται στις περισσότερες γλώσσες του κόσμου και να καταλαμβάνουν την πρώτη θέση στις λίστες των ευπώλητων. Αυτό που τα κάνει τόσο αγαπητά είναι το γεγονός ότι ο Μπουκάι χρησιμοποιεί τη δύναμη της παραβολής για να μεταφέρει τις μεγαλύτερες αλήθειες με τον πιο απλό τρόπο. Απλοποιεί μεγάλες αλήθειες και τις κάνει κατανοητές σε όλους. Ίσως αυτός είναι ο λόγος που ο Χόρχε Μπουκάι είναι από τους κατεξοχήν ψυχοθεραπευτές συγγραφείς που μιλούν μέσα στις καρδιές μας.
Ήταν μια φορά… “μια φορά”
που από το πολύ που τη διηγήθηκαν
ακούστηκε τόσες φορές…
που έγινε πραγματικότητα.
“Πάντα υποστήριζα ότι τα βιβλία μου αποτελούν, απλώς, ένα υλικό για το νου, ότι βοηθούν τον αναγνώστη να στοχαστεί για τον κόσμο και τον εαυτό του· να σκεφτεί τι δρόμο έχει χαράξει στη ζωή με όσα έκανε και όσα δεν μπόρεσε να κάνει· να αναλογιστεί όλα όσα συνέβησαν και, πάνω απ’ όλα, πού οδηγείται ο ίδιος και πού θα ήθελε να οδηγηθεί.
Τo μόνο πράγμα που θέλω απ’ τα βιβλία μου, είναι να χρησιμεύσουν στους άλλους όπως χρησίμευσαν σ’ εμένα άλλα βιβλία· να μπορέσουν να γίνουν δρόμος για κάποιους, επιβεβαίωση για κάποιους άλλους, αφορμή για όσους θέλουν να βρουν μια σύντομη διέξοδο, να ξεφορτωθούν ένα βάρος, να δουν με νέα μάτια κάποιο παλιό τους πρόβλημα.
Το εργαλείο που χρησιμοποιεί αυτό εδώ το βιβλίο, είναι η μαγική τέχνη της αφήγησης μιας ιστορίας που σου ανοίγει πόρτες αγνοημένες, δυνατότητες που δεν τις είχες φανταστεί, δρόμους που δε βάδισες ακόμα.”
Για τον συγγραφέα του βιβλίου, υπάρχουν τριών ειδών αλήθειες. Υπάρχουν οι αλήθειες-βουνά, για να μπορούμε να χτίζουμε τα σπίτια μας σε στέρεη βάση. Αλήθειες-ποτάμια, για να μπορούμε να ταξιδεύουμε πάνω τους ψάχνοντας νέους ορίζοντες. Αλήθειες-αστέρια, για να μας χρησιμεύουν ως οδηγοί, ακόμα και στις πιο σκοτεινές μας νύχτες.
“Ζούμε πιστεύοντας ότι δεν μπορούμε να κάνουμε ένα σωρό πράγματα, απλώς επειδή μια φορά, πριν από πολύ καιρό, όταν ήμασταν μικροί, προσπαθήσαμε και δεν τα καταφέραμε”
Είναι αλήθεια ότι κανείς δεν μπορεί να κάνει πάντα αυτό που θέλει, αλλά ο καθένας μπορεί να μην κάνει ποτέ αυτό που δεν θέλει. Δεν είναι εύκολο να αποδεχθεί κάποιος αυτήν την ιδέα και να την κάνει σημείο αναφοράς του. Έτσι και αλλιώς, η πραγματικότητα δεν είναι όπως θα μας συνέφερε να είναι. Δεν είναι όπως θα έπρεπε να είναι, ούτε όπως μας είπαν ότι θα είναι. Η πραγματικότητα γύρω μας, είναι απλά όπως είναι.
“Ο ελεύθερος άνθρωπος που γνωρίζει τον εαυτό του είναι γενναιόδωρος, αλληλέγγυος, ευγενικός και ικανοποιείται εξίσου όταν δίνει όπως και όταν παίρνει. Για αυτό, κάθε φορά που συναντάς ανθρώπους που κοιτάζουν μόνο την πάρτη τους, μην τους μισείς. Αρκετά προβλήματα έχουν με τον εαυτό τους”.
Για τον ψυχαναλυτή, η ζωή είναι ένα τεράστιο ρίσκο. Αυτό, που θα σε κάνει να πετάξεις. Αν δεν τον πάρεις, το καλύτερο πράγμα που μένει να κάνεις είναι να τα παρατήσεις και να συνεχίσεις απλά να περπατάς μέχρι το τέλος. Η ελευθερία του ανθρώπου συνίσταται στο να είναι ο άνθρωπος σε θέση να επιλέγει ανάμεσα σε ό,τι είναι δυνατόν για αυτόν και να είναι υπεύθυνος για την επιλογή του.
Παρακάτω παραθέτουμε δύο από τις αγαπημένες μας ιστορίες από του βιβλίο του Χόρχε Μπουκάι, “Ιστορίες να σκεφτείς”, οι οποίες μας έκαναν να σκεφτούμε και μας γοήτευσαν βαθιά.
Ο μικρός Πάντσο
Η μητέρα τους είχε φύγει από νωρίς το πρωί και τα είχε αφήσει στη Μαρία, μια νέα την οποία έπαιρνε κάποιες φορές για λίγες ώρες προκειμένου να τα προσέχει. Όταν ο φίλος της κοπέλας τηλεφώνησε για να της προτείνει μια βόλτα με το καινούργιο του αυτοκίνητο,η Μαρία δεν δίστασε και πολύ.Άλλωστε,τα παιδιά κοιμούνταν όπως κάθε απόγευμα,και δεν θα ξυπνούσαν πριν τις πέντε.
Προνόησε να κλειδώσει την πόρτα του δωματίου και φύλαξε το κλειδί στην τσέπη της.Δεν ήθελε να διακινδυνέψει να ξυπνούσε ο Πάντσο και να κατέβαινε τη σκάλα για να την ψάξει,γιατί,όπως και να ‘χει,ήταν μόνο έξι χρόνων,και με την παραμικρή απροσεξία μπορούσε να σκοντάψει και να χτυπήσει.Επίσης,σκέφτηκε ότι αν συνέβαινε αυτό,δεν θα ήξερε πως να εξηγήσει στην μητέρα το λόγο για τον οποίο το παιδί δεν την είχε βρει.
Ίσως να ήταν ένα βραχυκύκλωμα στην τηλεόραση ή σε κάποιο από τα φώτα στου σαλονιού,ή μπορεί μια φλόγα στα καυσόξυλα -το θέμα είναι ότι όταν οι κουρτίνες άρχισαν να καίγονται,η φωτιά έφτασε γρήγορα στην ξύλινη σκάλα που οδηγούσε στα υπνοδωμάτια.Τον ξύπνησε ο βήχας του μωρού,εξαιτίας του καπνού που περνούσε κάτω απ’ την πόρτα.Χωρίς να σκεφτεί ο Πάντσο πήδηξε από το κρεβάτι και πίεσε με δύναμη το πόμολο για να ανοίξει την πόρτα,αλλά δεν τα κατάφερε. Όπως και να ‘χει,ακόμα κι αν το είχε καταφέρει,οι φλόγες θα είχαν καταβροχθίσει τον ίδιο και τον λίγων μηνών αδερφό του σε ελάχιστα λεπτά.Ο Πάντσο φώναξε τη Μαρία,αλλά κανείς δεν απάντησε στην έκκληση του.Έτσι,συνειδητοποίησε ότι έπρεπε να βγάλει τον αδερφό του από ‘κεί μέσα.Προσπάθησε να ανοίξει το παράθυρο που έβγαζε στο περβάζι,αλλά ήταν αδύνατο για τα μικρά του χέρια να λύσει την ασφάλεια. Όταν οι πυροσβέστες τελείωσαν με το σβήσιμο της φωτιάς,το θέμα συζήτησης όλων ήταν το ίδιο:
-Πώς μπόρεσε αυτό το τόσο μικρό παιδί να σπάσει με την κρεμάστρα το τζάμι και μετά τη σήτα;
-Πώς μπόρεσε να φορτώσει το μωρό στο σακίδιο;
-Πώς μπόρεσε να περπατήσει στο περβάζι κουβαλώντας σημαντικό βάρος και να κατέβει από το δέντρο;
-Πώς μπόρεσε να σώσει τη ζωή του αδερφού του και τη δική του;
Ο ηλικιωμένος πυροσβέστης, άνθρωπος σοφός που όλοι σέβονταν,τους έδωσε την απάντηση:
“Ο μικρός Πάντσο ήταν μόνος…Δεν είχε κανέναν να του πει ότι δεν θα μπορούσε.”
Η πόλη των πηγαδιών
Εκείνη την πόλη δεν την κατοικούσαν άνθρωποι, όπως όλες τις άλλες πόλεις του πλανήτη.
Σ΄εκείνη την πόλη κατοικούσαν πηγάδια. Πηγάδια ζωντανά… αλλά πηγάδια.
Τα πηγάδια διέφεραν μεταξύ τους όχι μόνο ως προς τον τόπο όπου είχαν ανοιχτεί, αλλά και ως προς το στόμιο (το άνοιγμα που τα συνέδεε με τον εξωτερικό κόσμο).
Υπήρχαν πηγάδια ευκατάστατα και πολυτελή, με στόμιο από μάρμαρο και όμορφα μέταλλα, πηγάδια ταπεινά από τούβλα και ξύλο, κι άλλα πιο φτωχά, απλές γυμνές τρύπες που ανοίγονταν στη γη.
Η επικοινωνία μεταξύ των κατοίκων της πόλης γινόταν από στόμιο σε στόμιο, και οι ειδήσεις έφταναν γρήγορα απ΄άκρη σ΄άκρη.
Μια μέρα, έφτασε στην πόλη μια “μόδα” που μάλλον είχε γεννηθεί σε κάποιο ανθρώπινο χωριό.
Η νέα ιδέα ήταν ότι κάθε ζωντανό ον που εκτιμούσε τον εαυτό του θα έπρεπε να φροντίζει πολύ περισσότερο το εσωτερικό παρά το εξωτερικό. Το σημαντικό δεν ήταν η επιφάνεια, αλλά το περιεχόμενο.
Έτσι έγινε, και τα πηγάδια άρχισαν να γεμίζουν αντικείμενα.
Μερικά γέμισαν με κοσμήματα, χρυσά νομίσματα και πολύτιμες πέτρες. Αλλά, πιο πρακτικά, γέμισαν με ηλεκτρικές συσκευές και μηχανές. Μερικά άλλα επέλεξαν την τέχνη και γέμισαν με πίνακες ζωγραφικής, πιάνα με ουρά και εξεζητημένα μεταμοντέρνα γλυπτά. Τέλος, τα διανοούμενα γέμισαν με βιβλία, ιδεολογικά μανιφέστα και εξειδικευμένα περιοδικά.
Πέρασε ο καιρός.
Τα περισσότερα πηγάδια, γέμισαν με τέτοιο σημείο, ώστε τίποτ΄άλλο δεν χωρούσε.
Τα πηγάδια δεν ήταν όλα τα ίδια, οπότε κάποια συμβιβάστηκαν, ενώ άλλα σκέφτηκαν πως έπρεπε να κάνουν κάτι για να συνεχίσουν να συσσωρεύουν πράγματα στο εσωτερικό τους…
Ένα απ΄αυτά έκανε την αρχή. Αντί να συμπιέζει το περιεχόμενο, σκέφτηκε να αυξήσει τη χωρητικότητά του διευρύνοντας το χώρο του.
Δεν πέρασε πολύς καιρός, κι άρχισαν και τα υπόλοιπα να μιμούνται την καινούργια ιδέα. Όλα τα πηγάδια δαπανούσαν μεγάλο μέρος της ενέργειάς τους για να επεκταθούν και ν΄αποκτήσουν περισσότερο χώρο στο εσωτερικό τους. Ένα πηγάδι, μικρό κι απόκεντρο, άρχισε να βλέπει τους συντρόφους του να επεκτείνονται χωρίς μέτρο. Σκέφτηκε ότι αν συνέχιζαν να διευρύνονται με αυτόν τον τρόπο, σύντομα θα μπέρδευαν τα όριά τους και το κάθε ένα θα έχανε την ταυτότητά του…
Ίσως ξεκινώντας από αυτήν την ιδέα, σκέφτηκε ότι ένας διαφορετικός τρόπος για να αυξήσει τη χωρητικότητά του ήταν να μεγαλώσει όχι φαρδαίνοντας, αλλά βαθαινόντας. Να επεκταθεί σε βάθος αντί για πλάτος. Σύντομα συνειδητοποίησε ότι όλα όσα είχε στο εσωτερικό του έκαναν αδύνατη την εργασία της εκβάθυνσης. Αν ήθελε να γίνει πιο βαθύ, όφειλε να ξεφορτωθεί ολόκληρο το περιεχόμενό του…
Στην αρχή, το κενό το τρόμαξε. Αλλά αργότερα, όταν είδε ότι δεν είχε άλλη επιλογή, το έκανε.
Χωρίς τίποτα στην κατοχή του, το πηγάδι άρχισε να βαθαίνει, ενώ τα υπόλοιπα άρπαζαν τα αντικείμενα που είχε πετάξει…
Μια μέρα, κάτι ξάφνιασε το πηγάδι που μεγάλωνε προς τα κάτω. Κάτω, πολύ κάτω, πολύ στο βάθος… βρήκε νερό!
Ποτέ πριν άλλο πηγάδι δεν είχε ξαναβρεί νερό.
Το πηγάδι ξεπέρασε την έκπληξη του κι άρχισε να παίζει με το νερό καταβρέχοντας τα τοιχώματά του, πιτσιλώντας το στόμιό του και, τέλος, βγάζοντας το νερό προς τα έξω.
Η πόλη δεν είχε ποτέ βραχεί από τίποτ΄άλλο πέρα από τη βροχή η οποία, εκ των πραγμάτων, ήταν αρκετά σπάνια. Έτσι, η γη τριγύρω απ΄το πηγάδι, αναζωογονημένη από το νερό, άρχισε να ξυπνά.
Οι σπόροι βλάστησαν παίρνοντας τη μορφή χλόης, τριφυλλιών, λουλουδιών και αδύναμων κορμών που μετατράπηκαν αργότερα σε δέντρα…
Μια έκρηξη χρωμάτων και ζωής απλώθηκε γύρω από το απομακρυσμένο πηγάδι, το οποίο άρχισαν να αποκαλούν: “το Περιβόλι”.
Όλοι το ρωτούσαν πως είχε καταφέρει αυτό το θαύμα.
“Δεν είναι κανένα θαύμα” απαντούσε το Περιβόλι. “Πρέπει να σκάψεις στο εσωτερικό, προς τα μέσα.”
Πολλοί θέλησαν να ακολουθήσουν το παράδειγμα του Περιβολιού, αλλά αποδοκίμασαν την ιδέα όταν συνειδητοποίησαν ότι, για να βαθύνουν, θα έπρεπε πρώτα να αδειάσουν. Συνέχισαν να διευρύνονται όλο και πιο πολύ, για να γεμίσουν με περισσότερα ακόμα πράγματα…
Στην άλλη άκρη της πόλης, ένα άλλο πηγάδι αποφάσισε κι αυτό να πάρει το ρίσκο να αδειάσει…
Κι άρχισε κι αυτό να βαθαίνει…
Κι έφτασε κι αυτό στο νερό…
Και το έριξε κι αυτό προς τα έξω δημιουργώντας μια δεύτερη όαση στο χωριό…
“Τι θα κάνεις όταν θα τελειώσει το νερό;” το ρωτούσαν.
“Δεν ξέρω τι θα συμβεί” απαντούσε. “Αλλά, προς το παρόν, όσο περισσότερο νερό βγάζω, τόσο περισσότερο νερό βρίσκω”.
Πέρασαν μερικοί μήνες μέχρι τη μεγάλη ανακάλυψη.
Μια μέρα, σχεδόν κατά τύχη, τα δύο πηγάδια κατάλαβαν ότι το νερό που είχαν βρει στο βάθος τους ήταν το ίδιο…
Ότι το ίδιο υπόγειο ποτάμι που περνούσε από το ένα, γέμιζε το βάθος του άλλου.
Κατάλαβαν ότι ξεκινούσε γι΄αυτά μια καινούργια ζωή.
Όχι μόνο μπορούσαν να επικοινωνούν από στόμιο σε στόμιο, επιφανειακά, όπως όλοι οι άλλοι, αλλά η αναζήτησή τους, τους είχε προσφέρει ένα νέο και μυστικό σημείο επαφής.
Είχαν ανακαλύψει τη βαθιά επικοινωνία που πετυχαίνουν μόνον εκείνοι που έχουν το θάρρος να αδειάσουν από κάθε περιεχόμενο και να ψάξουν στο βάθος της ύπαρξης τους για να βρουν τι έχουν να δώσουν…
ΠΗΓΕΣ: https://enallaktikidrasi.com/2016/05/kalytera-apospasmata-jorge-bucay/ , https://enallaktikidrasi.com/2016/05/kalytera-apospasmata-jorge-bucay/ , https://enallaktikidrasi.com/2013/11/o-mikros-pantso-mia-istoria-na-skefteis/ , http://oxigon.blogspot.com/2013/06/blog-post_11.html , https://www.evripidis.gr/product/6858/istories-na-skefteis-/