Ο κύκλος με την κιμωλία, ένα λαϊκό παραμύθι στο θέατρο

Ο συγγραφέας

«Μα δε θα λένε: Ήτανε σκοτεινοί οι καιροί.

Θα λένε: Γιατί σιωπούν οι ποιητές τους;»

Μπέρτολτ Μπρεχτ

Ο Μπέρτολτ Μπρεχτ ήταν Γερμανός δραματουργός, σκηνοθέτης και ποιητής. Σπούδασε ιατρική στο πανεπιστήμιο του Μονάχου. Στον Α’ Παγκόσμιο Πόλεμο επιστρατεύτηκε και υπηρέτησε ως νοσοκόμος. Από νεαρή ηλικία άρχισε να γράφει ποιήματα και θεατρικά. Το 1923 προσελήφθη ως βοηθός σκηνοθέτη στο Γερμανικό Θέατρο του Βερολίνου υπό την διεύθυνση του Μαξ Ράινχαρτ. Το 1933, με την άνοδο του ναζισμού στην Γερμανία, ο Μπρεχτ αυτοεξορίστηκε μέχρι το έτος 1948. Μετά το τέλος του πολέμου εγκαταστάθηκε στην Λαϊκή Δημοκρατίας της Γερμανίας. Τον Ιανουάριο του 1949 ίδρυσε το Μπερλίνερ Ανσάμπλ. Το 1954 τιμήθηκε με το βραβείο Λένιν για την Ειρήνη. Θεωρείται ο πατέρας του επικού ή διαλεκτικού θεάτρου στην Γερμανία. Έγραψε μερικά από τα πιο δημοφιλή θεατρικά έργα, ορισμένα πεζά κείμενα και ποίηση. Έφυγε από τη ζωή το 1956.

Με επιρροές από την ιστορία και τη φιλοσοφία, τον Καρτέσιο, τους Διαφωτιστές, τον Σωκράτη, τον Χέγκελ και τη Διαλεκτική του, αλλά και από τον λαϊκό μύθο και το κινεζικό θέατρο, ο Μπρεχτ διαμόρφωσε μια καινούργια δική του προσωπική αισθητική αντίληψη για το θέατρο και την τέχνη. Η αισθητική του εδράζεται στην κατάργηση του ατόμου ως φυσικού όντος· υπάρχει μόνον ως παραγωγικό στοιχείο μέσα στο κοινωνικό πεδίο, δηλαδή μόνον διαλεκτικά στο
πεδίο των σχέσεων (Irrlitz 1986, Στάγκος 1970). Ο Μπρεχτ μελέτησε και εγκολπώθηκε τη μαρξιστική θεωρία και o όρος επικό θέατρο ή διαλεκτικό θέατρο είναι ταυτισμένος με αυτόν: το θέατρο οφείλει να εγγράψει τα πολιτικά και κοινωνικά ζητήματα του καιρού του, και να κινητοποιεί τη (δια)νόηση του θεατή αντί για το συναίσθημα. Απομακρύνεται από την αριστοτελική έννοια της κάθαρσης ως ζητούμενο για τους θεατές (Mayer 1986). Δεν αντιμάχεται τα συναισθήματα, αλλά τα ερευνά, και προχωρεί πέρα από αυτά (Brecht 1967).Το ζητούμενο είναι ένας θεατής που θα στέκεται με κριτική ματιά απέναντι στο θέαμα, με απώτερο στόχο να αναγνωρίσει την κοινωνική αδικία, την εκμετάλλευση και να αναζητήσει τρόπους για να αλλάξει τις υπάρχουσες δομές μιας τέτοιας κοινωνίας. Eξέχοντα ρόλο στο θέατρο του Μπρεχτ έχει η τεχνική της αποστασιοποίησης (Verfremdungseffekt ή V-Effekt), ή αποξένωσης (παραξένισμα κατά τον Μάρκαρη, 1982:38)

Η αποστασιοποίηση επιτυγχάνεται με τη ρήξη της σκηνής: ο ηθοποιός-αφηγητής που βγαίνει για λίγο από τον ρόλο του για να μιλήσει απευθείας στο κοινό. Κατά κάποιον τρόπο λοιπόν, το θέατρο του Μπρεχτ αποκτά και διδακτικό χαρακτήρα, με στόχο να παρουσιάσει το οικείο ως ξένο, έτσι ώστε το κοινό να μην παίρνει ως δεδομένο ούτε το περιεχόμενο, αλλά ούτε και την ίδια την φόρμα του θεάτρου. Για τον Μπρεχτ, αρετή είναι η γνώση και η κριτική σκέψη στην κοινωνική πράξη (Irrlitz 1986, myTheatro.gr 2016)

To έργο

Διαβάζοντας το έργο σε μετάφραση του Τάσου Ψηλογιαννόπουλου από τις εκδόσεις Αργοναύτης είχαμε την ευκαιρία να βυθιστούμε σε αυτή την πού ενδιαφέρουσα και αμφίσημη ιστορία και να γνωρίσουμε τον μοναδικό τρόπο γραψίματος του Μπρεχτ, τα ηθικά διλήμματα στα οποία θέτει τους ήρωές του και τον τρόπο που μετατρέπει μια χιλιοειπωμένη λαϊκή ιστορία σε ένα δράμα οικουμενικό και επίκαιρο.

Την εποχή που γράφτηκε το έργο, ο κόσμος έβγαινε από τα ερείπια του Β΄ Παγκοσμίου Πολέμου και προσπαθούσε να επαναπροσδιοριστεί, για να χτίσει ξανά τη ζωή του. Ήταν η περίοδος της αυτοεξορίας του συγγραφέα στις ΗΠΑ, και ο αρχικός τίτλος ήταν «Ο Καυκασιανός κύκλος με την κιμωλία». Ολοκληρώθηκε το 1945 και έμελλε να γίνει από τα διασημότερα και πιο πολυπαιγμένα παγκοσμίως έργα του Γερμανού δραματουργού και ποιητή. Αξίζει να δούμε αναλυτικά την πολύ ενδιαφέρουσα πλοκή του, τα πρόσωπα που εμφανίζονται και μια βαθύτερη ανάλυσή του.

Στα σύνορα ενός κατεστραμμένου χωριού στον Καύκασο, υπάρχει φιλονικία των κατοίκων για την περαιτέρω αξιοποίηση της γης. Η λεκτική μάχη κερδίζεται από τον «απεσταλμένο» και για να γιορτάσουν το γεγονός, καλούν μερικούς καλλιτέχνες οι οποίοι αφηγούνται μια ιστορία με κινέζικες ρίζες, που περιλαμβάνει χορό και τραγούδι, τον «Κύκλο με την κιμωλία». Η ιστορία μας λοιπόν ξεκινά εγκιβωτισμένη σε μια άλλη ιστορία και την ακούμε μέσα από τα λόγια του Τραγουδιστή. Η Γκρούσα, υπηρέτρια στο παλάτι των Αμπασβίλι, καλείται τη μέρα που ξεσπά η επανάσταση στη χώρα, να προστατέψει τον ξεχασμένο νεαρό πρίγκιπα Μιχέλ από όσους επιδιώκουν το θάνατό του. Βρίσκεται μόνη απέναντι σε ένα βρέφος και παίρνει τη σημαντικότερη απόφαση της ζωής της, όταν το σώζει και το κουβαλά μαζί σε διάφορους προορισμούς. Οι δυσκολίες πολλές, όμως την κρατά ζωντανή η θύμηση του αρραβωνιαστικού της Σίμωνα και η ελπίδα ότι κάτι αναπάντεχο θα συμβεί και τα πράγματα θα καλυτερέψουν. Όσο περνά ο καιρός, εκείνη δοκιμάζεται σκληρά και για να εξασφαλίσει το μέλλον του παιδιού, διακινδυνεύει αρκετές φορές, ενώ φτάνει μέχρι το γάμο με έναν που δεν αγαπά, απλά για να αποκτήσει κοινωνική υπόληψη. Κάποια μέρα εμφανίζεται η πραγματική μητέρα του Μιχέλ,η Νατέλα και διεκδικεί κάθε νόμιμο δικαίωμά της, όπως και την περιουσία που κληρονομεί ως πρίγκιπας. Στο πλευρό της Γκρούσα θα σταθεί αρκετός κόσμος και ιδιαίτερα ο Σίμωνας που έχει εντωμεταξύ επανεμφανιστεί. Ο ιδιόρρυθμος γραμματέας του χωριού Αζντάκ, θα βάλει τις δύο μητέρες σε μια δοκιμασία ώστε να αποφασίσει σε ποια θα δώσει το παιδί, και ενώ αρχικά κριτήριο για την επιλογή είναι η δύναμη, στο τέλος θα νικήσει η αγνή αγάπη. Η αληθινή αγάπη είναι οδηγός για την κρίση του Αζντάκ: Μητέρα του παιδιού είναι εκείνη που το αξίζει και η Γκρούσα δικαιώνεται.

O τραγουδιστής Αρκάντι Τσάιντσε του επικού θεάτρου, καταλήγει στο επιμύθιο: «τα παιδιά ανήκουν σε αυτές που φέρονται σαν μανάδες για να μεγαλώσουν σωστά, οι άμαξες στους καλούς αμαξάδες για να πηγαίνουν σωστά και η κοιλάδα σ’ αυτούς που θα την ποτίζουν για να βγάλει νερό» ενώνοντας έτσι τη μυθοπλαστική ιστορία με εκείνη της πλασματικής πραγματικότητας, με το όραμα μιας μελλοντικής κοινωνίας που το κοινό οφείλει να υλοποιήσει (Μαράκα 2005:295-324).

Τα πρόσωπα

Τα πρόσωπα του έργου είναι αρκετά, οπότε η καταγραφή τους στην αρχή του βιβλίου μαζί με τις ιδιότητες του καθενός υπήρξε αρκετά βοηθητική για εμάς. Όσον αφορά τους δύο σημαντικότερους χαρακτήρες της ιστορίας, τη Γκρούσα και τον Αζντάκ, η πρώτη αρχικά είναι ένα ευγενές «κορόιδο» που επωμίζεται την τεράστια ευθύνη και κινδυνεύει, μα και η έκφραση της πίστης του Μπρεχτ πως μητρότητα σημαίνει τελικά καλοσύνη. Μέσω θυσιών και εμποδίων, επέρχεται η σωτηρία του παιδιού και αυτό αποκαθιστά την τάξη και την ισορροπία σε αυτήν την ιδιάζουσα σχέση. Ο Αζντάκ, είναι ο σοφός τρελός με την αλάνθαστη λαϊκή συνείδηση, που με περίτεχνα κόλπα αποκαθιστά εν μέρει την τάξη και το δίκαιο, μα συμβολίζει ταυτόχρονα τα εκφυλισμένα συμφέροντα και τον τρόπο διεκδίκησης μιας ασαφούς δικαιοσύνης. Όταν όμως η πολιτική τάξη αποκατασταθεί θα εξαφανιστεί, όπως αρμόζει σε έναν ρομαντικό επαναστάτη. Ο ρόλος του Αζντάκ, πρόκειται για τον πιο χυμώδη ήρωα του έργου. «Ο Καυκασιανός κύκλος με την κιμωλία» είναι παράλληλα η ιστορία του Αζντάκ του κλεφτοκοτά που έγινε δικαστής, επειδή στην επανάσταση έκρυψε στο σπίτι του τον Μεγάλο Δούκα και του έσωσε τη ζωή.

Η ανάλυση

Ένα λαϊκό παραμύθι, αισθαντικό και καθάριο, τοποθετείται από τον συγγραφέα, μπροστά από το ιστορικό φόντο που είναι -όπως πάντα άγριο, αδίστακτο και σκοτεινό. Το μπρεχτικό θέατρο, λαϊκό, ψυχαγωγικό και διδακτικό, με επικές αφηγητικές αποχρώσεις, το έργο που κυριαρχείται από το αντιπολεμικό πνεύμα του συγγραφέα, είναι μια αλληγορία, μια παραβολή «για τον πειρασμό της καλοσύνης», σύμφωνα με τα λόγια του Μπρεχτ. Ο Μπέρτολντ Μπρεχτ συνδυάζει τη σκληρή κριτική στην εξουσία με την ελπίδα του για τον άνθρωπο, αρχικά το κριτήριο επιλογής είναι η δύναμη, στο τέλος θα νικήσει η αγνή αγάπη. Σ΄ έναν κόσμο, όπου θριαμβεύει η αδικία, η αλαζονεία της εξουσίας και του πλούτου, σε μια εποχή σκληρή και δύσκολη όπως αυτή που ζούμε σήμερα, ο Μπρεχτ, παραμένει μέγας ποιητής – οραματιστής και μέσα από τη θεατρική πράξη μεταφέρει την πίστη του στον θρίαμβο της Δικαιοσύνης και άρα της Ανθρωπότητας. Πρόκειται για μια τρυφερή ιστορία μητρότητας, που, ταυτόχρονα, αποτελεί και μία σαρκαστική κωμωδία πάνω στη δικαιοσύνη και την εξουσία. Ο Οδυσσέας Ελύτης, που έχει επίσης μεταφράσει το έργο αναφέρει πως “το παραμυθένιο υπόβαθρο του έργου και οι βαθύτατα ανθρώπινες στιγμές του μου έδωσαν μια χαρά που θα ήθελα, μέσα από τη δική μου αίσθηση, να τη μεταδώσω και στους αναγνώστες”. Το έργο που κυριαρχείται από το αντιπολεμικό πνεύμα του συγγραφέα, είναι μια αλληγορία, μια παραβολή «για τον πειρασμό της καλοσύνης», σύμφωνα με τα λόγια του Μπρεχτ. Φαινομενικά ως παραμύθι που διαρθρώνεται με ιδεολογική δυναμική στο εσωτερικό του, «Ο Καυκασιανός κύκλος με την κιμωλία» αποτυπώνει από νωρίς τις διάφορες κοινωνικοπολιτικές προεκτάσεις. Ένα έργο που ασκεί κριτική στους λειτουργούς των θεσμών, στους πολιτικούς, στους στρατιωτικούς, στους δικηγόρους, στους γιατρούς, στους ιερωμένους. Αυτό που λέμε «λαϊκό θέατρο».

Ο μύθος συναντάται στην Παλαιά Διαθήκη (ο σοφός Σολομών), όσο και σε ένα παλιό κινεζικό παραμύθι του 13ου αι. Τον κινεζικό μύθο είχε μεταγράψει ελεύθερα σε θεατρικό έργο ο γερμανός συγγραφέας Alfred Henschke (Klabund). Η επαφή με τον Klabund και τον τρόπο προσέγγισής του, εντυπωσίασε τον Μπρεχτ, όπως ο ίδιος αναφέρει (Brecht 1967). Η δοκιμασία του κύκλου με την κιμωλία είχε απασχολήσει τον Μπρεχτ σε προηγούμενα έργα του (Der Augsburger Kreidekreis), αλλά στον Καυκασιανό Κύκλο ανατρέπει τον γνωστό μύθο, κατά τον οποίο το παιδί αποδίδεται με τη δοκιμασία του κύκλου στην βιολογική μητέρα.

Αντί επιλόγου

Με το πείραμα του κύκλου με την κιμωλία, περνάει το μήνυμα “Κανένα πράγμα δεν είναι κανενός, αλλά σ’ αυτόν που το ‘χει μεράκι και η γη σ’ αυτούς που τη πονούν και τη δουλεύουν” Το πρώτο θεατρικό του Μπρέχτ που ανέβηκε στη Ελλάδα και με αυτό πήρε σάρκα και οστά το έργο του στο Θέατρο Τέχνης, σε σκηνοθεσία του Καρόλου Κουν 1957, σε μετάφραση Οδυσσέα Ελύτη και. μουσική του Μάνου Χατζηδάκι. Απέσπασε πολύ καλές κριτικές και όλοι μιλούσαν για μία από τις καλές στιγμές του σύγχρονου ελληνικού θεάτρου-πολιτισμού.

Πηγή:

https://m.naftemporiki.gr/story/923843

http://metafraseis.enl.uoa.gr/fileadmin/metafraseis.enl.uoa.gr/uploads/Greek_Andromachi_Malakata_PUBLICATION.pdf
https://www.902.gr/sites/default/files/MediaV2/20170105/o_kaykasianos_kyklos_me_tin_kimolia_mpreht_dt_2.pdf

Αν οι καρχαρίες ήταν άνθρωποι, Μπέρτολτ Μπρεχτ

«”Αν οι καρχαρίες ήταν άνθρωποι”, ρώτησε τον κύριο Κ., η κόρη της σπιτονοικοκυράς του, “θα φερόντουσαν τότε καλύτερα στα μικρά ψαράκια;”.

“Βέβαια”, απάντησε αυτός, “αν οι καρχαρίες ήταν άνθρωποι, θα έκτιζαν στη θάλασσα γερά κουτιά για τα μικρά ψαράκια. Εκεί μέσα θα έβαζαν όλων των ειδών τις τροφές, φυτά και μικρά ζωάκια. Θα πρόσεχαν ώστε τα κουτιά να έχουν πάντα φρέσκο νερό, και θα έπαιρναν κάθε απαραίτητο μέτρο υγιεινής. Όταν, για παράδειγμα, κανένα ψαράκι θα πληγωνόταν στα πτερύγιά του, θα του τα έδεναν αμέσως, ώστε να μην πεθάνει μέσα στους καρχαρίες προτού να έρθει η ώρα του.

Για να μην είναι τα ψαράκια ποτέ λυπημένα θα γίνονταν μεγάλα πάρτυ στο νερό. Γιατί τα ευτυχισμένα ψαράκια είναι πιο νόστιμα από τα λυπημένα.

Και, φυσικά, θα υπήρχαν και σχολεία στα μεγάλα κουτιά. Εκεί τα μικρά ψαράκια θα μάθαιναν πώς να μπαίνουν κολυμπώντας στο στόμα των καρχαριών. Θα χρειάζονταν, για παράδειγμα, γεωγραφία για για να μπορούν να βρουν τους καρχαρίες που θα τεμπέλιαζαν κάπου εκεί. Το κύριο μάθημα θα ήταν, φυσικά, η ηθική μόρφωση των μικρών ψαριών. Θα διδάσκονταν πως το σπουδαιότερο και το ωραιότερο πράγμα για ένα μικρό ψαράκι είναι να προσφέρει τον εαυτό του χαρούμενα, και πως όλα πρέπει να πιστεύουν στους καρχαρίες, και πάνω απ’ όλα όταν λένε πως θα φτιάξουν ένα ωραίο μέλλον. Θα τα μάθαιναν ότι το μέλλον τους είναι σίγουρο μόνο εφόσον μάθουν να υπακούουν. Και πως όλα πρέπει να αποφεύγουν όλες τις ταπεινές, υλιστικές και μαρξιστικές τάσεις και να πληροφορούν αμέσως τους καρχαρίες, αν κάποιο απ’ αυτά θα είχε τέτοιες τάσεις…

Αν οι καρχαρίες ήταν άνθρωποι θα έκαναν φυσικά και πολέμους αναμεταξύ τους, για να κυριέψουν ξένες ψαροκασέλες και ξένα ψαράκια. Τους πολέμους θα έβαζαν να τους κάνουν τα δικά τους ψαράκια. Θα δίδασκαν στα ψαράκια ότι ανάμεσα σ’ αυτά και τα ψαράκια των άλλων καρχαριών υπάρχει τεράστια διαφορά. Τα ψαράκια, θα διακήρυσσαν, είναι, ως γνωστόν, βουβά, αλλά σωπαίνουν σ’ εντελώς διαφορετικές γλώσσες και γι’ αυτό δεν μπορούν να καταλάβουν το ένα το άλλο. Σε κάθε ψαράκι που θα σκότωνε στον πόλεμο μερικά άλλα ψαράκια εχθρικά, που σωπαίνουν σε άλλη γλώσσα, θ’ απένειμαν ένα μικρό παράσημο από θαλασσινά φύκια και τον τίτλο του ήρωα.

Αν οι καρχαρίες ήταν άνθρωποι, θα υπήρχε, βέβαια, και τέχνη. Θα υπήρχαν ωραίες εικόνες με δόντια καρχαριών, σε υπέροχα χρώματα, με τα στόματά τους και τους λαιμούς τους σα γνήσια γήπεδα όπου κανείς μπορεί να κυλιστεί και να παίξει. Τα θέατρα στο βυθό της θάλασσας θα έδειχναν έργα με ηρωικά μικρά ψαράκια να κολυμπούν ενθουσιασμένα μέσα στο λαιμό των καρχαριών, και η μουσική θα ήταν τόσο όμορφη που θα οδηγούσε τα ψαράκια σαν σε όνειρο, και αυτά κάνοντας τις πιο όμορφες σκέψεις θα κυλούσαν μέσα στο λαιμό των καρχαριών.

Και θα υπήρχε, βέβαια, και θρησκεία που θα δίδασκε ότι η αληθινή ζωή αρχίζει ουσιαστικά μέσα στα στομάχια των καρχαριών. Και αν οι καρχαρίες ήταν άνθρωποι, τότε τα μικρά ψάρια θα έπαυαν να είναι ίσα μεταξύ τους, όπως τώρα. Μερικά θα είχαν θέσεις και θα ήταν πιο πάνω από τα άλλα. Και τα μεγαλύτερα ψάρια θα είχαν δικαίωμα να τρώνε τα μικρότερα. Και αυτό θα ήταν υπέροχο για τους καρχαρίες, γιατί τότε θα μπορούσαν να καταβροχθίζουν ακόμα μεγαλύτερες μπουκιές. Και τα πιο σπουδαία από τα μικρά ψάρια, αυτά που θα είχαν θέσεις, θα διάταζαν τα άλλα. Και θα γινόντουσαν δάσκαλοι, αξιωματικοί και μηχανικοί που φτιάχνουν κουτιά.

Με λίγα λόγια, θα μπορούσε να υπάρξει πολιτισμός στη θάλασσα μόνο αν οι καρχαρίες ήταν άνθρωποι”.