π. Φιλόθεος Φάρος: Σε χασικλήδες και πόρνες είδα περισσότερο Θεό απ’ ότι σε υποτιθέμενους ευσεβείς

Μερικοί από εσάς μπορεί να έχετε διαβάσει βιβλία του, αρκετοί μόνο το «Έρωτος Φύσις» εξαιτίας του οποίου πολλοί τον χαρακτήρισαν «επαναστάτη ή αναρχικό παπά», άλλοι, πάλι, τον ακούτε για πρώτη φορά. Άλλοι πιστεύετε στον Θεό και άλλοι όχι. Το βέβαιο είναι πως, όλοι είμαστε φτιαγμένοι απ’ το ίδιο ύφασμα και άνθρωπος χωρίς ανησυχίες δεν υπάρχει. Εδώ μερικές σκέψεις του από μια συνέντευξη.

«Μεγάλωσα στην Τρούµπα, ο πατέρας µου είχε εκεί κουρείο. Έτσι είχα την ευκαιρία να γνωριστώ µε τους χασικλήδες και τις πορνες της περιοχής.

Σας διαβεβαιώνω, πως σ’ αυτούς τους ανθρώπους είδα περισσότερο Θεό απ’ ό,τι σε υποτιθέμενους ευσεβείς. Γιατί είδα ανθρώπους οικτίρμονες. Σπλαχνικούς».

«Η πίστη βιώνεται μέσα από άσκηση, μέσα από τον περιορισμό του Εγώ, μέσα από την άρνηση του κόσμου των υλικών πραγμάτων και ο άνθρωπος δεν μπορεί να τη βρει όσο είναι απορροφημένος από τη ρηχή πραγματικότητα των υλικών ανέσεων, του εγωκεντρισμού και της ιδιοτέλειας».

«Υπάρχει δρόμος για τη σωτηρία της ψυχής;

Όσο περισσότερο μοιραζόμαστε, κοινωνούμε με τους άλλους ανθρώπους, τόσο πιο ξεκάθαρα θα βλέπουμε που μπορούμε να πάμε. Ωστόσο, η αυτογνωσία είναι πάρα πολύ ρηχή. Δεν έχουμε ιδέα τι γίνεται μέσα μας. Ο άνθρωπος όταν περιμένει από αλλού να φτιαχτεί η ζωή του, είναι σε πολύ άσχημη θέση.

«Όσο μεγαλώνουμε, δύσκολα αλλάζουμε, αλλά ζωή χωρίς αλλαγές δεν είναι ζωή. Ό,τι δεν αλλάζει είναι νεκρό. Αν ο άνθρωπος θέλει να ζει μέσα στην πραγματικότητα, πρέπει ν’ αλλάζει και εκείνος, αλλιώς μένει απέξω…»

«Στην πραγματικότητα έγινα ιερέας για να καλύψω δικές µου ανάγκες, για να σώσω εμένα…Μεγάλωσα σ’ ένα πολύ προβληματικό περιβάλλον, µε δυο γονείς που δεν είχαν καμιά επικοινωνία και τίποτα κοινό µεταξύ τους. Ο πατέρας μου ήταν αλκοολικός.. Ήθελα να πιαστώ από κάπου, έψαχνα ένα καταφύγιο. Και το βρήκα στα λόγια των πατέρων της Εκκλησίας. Είναι πολύ σημαντικό ο άνθρωπος να γνωρίζει τον εαυτό του, αλλά και τα κίνητρά του. Δεν έχει σημασία τι κάνουμε και τι λέμε, αλλά γιατί το κάνουμε και γιατί το λέμε. Κυρίως το πρόβλημα δεν είναι «πόσα έχουμε», αλλά πώς τα διαχειριζόμαστε

«Λίγο πριν χειροτονηθώ είχα πάει ένα ταξίδι στο Άγιο Όρος και εκμυστηρεύτηκα στον ηγούμενο της Μονής Διονυσίου πως δεν είχα αρκετή πίστη. Μα θέλετε να γίνετε παπάς και δεν έχετε αρκετή πίστη; µε ρώτησε. Μαζί µου ήταν τότε ο καθηγητής Θεολογίας Σάββας Αγουρίδης, ο οποίος του είπε, τι νομίζετε γέροντα, πως µόνο σαρκικές έγνοιες ταλαιπωρούν τους ανθρώπους; Είναι και οι υπαρξιακές.

«Η δυσκολία είναι ότι φοβόμαστε πως αν αφεθούμε, δεν θα ερωτευτούμε αυτόν που «πρέπει». Ο έρωτας δεν είναι κατοχή, αλλά µία διαρκής αναζήτηση. Για να τον ζήσεις όσο γίνεται ουσιαστικότερα, πρέπει να ασχοληθείς µε την ωριμότητά σου. Ο Χριστός λέει «αν θέλεις να κερδίσεις τη ζωή σου, πρέπει να τη χάσεις». Στον έρωτα πρέπει να δοθείς µέχρι θανάτου, αν θέλεις να βιώσεις την πληρότητά του.

«Ο θάνατος είναι η μεγαλύτερη ανθρώπινη αγωνία. Ο άνθρωπος δεν μπορεί να δεχτεί ότι θα «καταλήξει» στο μηδέν. Γι’ αυτό είναι πολύ επιρρεπής σε οποιονδήποτε του προσφέρει κάποια διέξοδο, κάποια «θεραπεία» γι’ αυτήν την αγωνία του θανάτου. Η πραγματική χριστιανική παράδοση δεν αναζητεί αλλού τη ζωή, αλλά εδώ και τώρα. Υποσχόμαστε τη μετά θάνατον ζωή, όταν δεν έχουμε να προσφέρουμε τίποτα τώρα.

«Αδικίες υπάρχουν επειδή ο άνθρωπος είναι ελεύθερος. Αν δεν είναι ελεύθερος να κάνει κακό, παύει να είναι ελεύθερος.

«Μπορούμε να καλύψουμε τις ανάγκες των μεταναστών; Αν αγαπάς έναν άνθρωπο, σκέφτεσαι ποιες είναι οι δικές του πραγματικές ανάγκες. Η κοινωνία μας διέπεται από μια στάση, η οποία για μένα είναι παρακμιακή, που λέει πως, αν αγαπάς κάποιον, πρέπει να τον χαϊδεύεις. Αυτό δεν είναι αγάπη. Όταν ένας άνθρωπος έχει λιποθυμήσει, χρειάζεται ένα χαστούκι, όχι ένα χάδι.

«Δεν ξέρω τι πάει να πει ευτυχία. Για µένα καταλληλότερη λέξη είναι η «πληρότητα». Να αισθάνεσαι μέσα σου «γεμάτος». Χαρά, αγαλλίαση, συγκίνηση! Αυτό δεν σημαίνει πως δεν έχω και στιγμές δυσφορίας, απογοητεύσεις, στιγμές πικρίας… Αλλά το κυρίαρχο συναίσθημα μου είναι εσωτερική γαλήνη.

Πηγή: dinfo.gr

Tο Πρόσωπο του Τέρατος

Όποιος δεν φοβάται το πρόσωπο του τέρατος, πάει να πει οτι του μοιάζει. Και ή πιθανή προέκταση του αξιώματος είναι, να συνηθίσουμε τη φρίκη, να μας τρομάζει ή ομορφιά.

Ο Φρανκεστάϊν έγινε πόστερ καί στολίζει το δωμάτιο ενός όμορφου αγοριού. Το αγόρι Ονομάζεται Πινοσέτ ή Βιντέλλα, κι όλομόναχο χορεύει με πάθος ένα ταγκό ελλειπτικό. Δεν υπάρχει Μουσική, ούτε τραγουδιστής από κοντά. Μονάχα ένας ρυθμός ατέλειωτος καί αριθμοί. Χίλιοι, πεντακόσιοι, πέντε χιλιάδες, δέκα, εκατό χιλιάδες, αριθμοί όχι εντελώς αποσαφηνισμένοι των έξαφανισθέντων, βασανισθέντων καί νεκρών. Καί το ταγκό να συνεχίζεται, το δε ποδόσφαιρο στίς φάσεις του, να κόβει την αναπνοή εκατομμυρίων θεατών επί της Γης. Εκατομμύρια περισσότεροι άπ’ όσους εννοούνε ν’ άντιδράσουνε στο τέρας, καί εξαφανίζονται μες σε χαντάκια, σε ρεματιές ή στίς αγροτικές ερημιές.

Από την ώρα πού ό Φρανκεστάϊν γίνεται στόλισμα νεανικού δωματίου, ο κόσμος προχωράει μαθηματικά στην εκμηδένιση του. Γιατί δεν είναι πού σταμάτησε να φοβάται, αλλά γιατί συνήθισε να φοβάται. Κι εγώ με τη σειρά μου δεν φοβάμαι τίποτα περισσότερο, άπ’ το μυαλό της κότας. Άπ’ το να υποχρεωθώ να συνομιλήσω με μια κότα ή μ’ ένα σκύλο, ή τέλος πάντων, μ’ ένα ζώο δυνατό πού βρυχάται. Τί να τους πω καί πώς να τους το πω; Καί μήπως δεν είναι εξευτελισμός, αν επιχειρήσω να μεταφράσω ή να καλύψω τίς σκέψεις μου, κάτω από φράσεις απλοϊκές καί ηλίθια νοήματα, για να καθησυχάσω τυχόν τη φιλυποψία μιας κότας, πού όμως έχει άνωθεν τοποθετηθεί για να μας ελέγχει καί να μας καθοδηγεί;

Η υποταγή ή ό εθισμός σε μια τέτοια συνύπαρξη, ή συνδιαλλαγή, δεν προκαλεί τον κίνδυνο της αφομοίωσης ή της λήθης, του πώς πρέπει, του πώς οφείλουμε να σκεφτόμαστε, να πράττουμε καί να μιλάμε; Αναμφισβήτητα αρχίσαμε να τό ανεχόμαστε. Καί ή ανοχή, πολλαπλασιάζει τα ζώα στη δημόσια ζωή, τα ισχυροποιεί καί τα βοήθα να συνθέσουν με ακρίβεια τη μορφή του τέρατος, πού προΐσταται, ελέγχει καί μας κυβερνά.

Το τέρας σχηματίζεται από τα ζώα κι άπ’ τους εχθρούς. Κι ό εχθρός γεννιέται, δεν γίνεται. Μας παρακολουθεί άπ’ το σχολείο, σαν ήμασταν παιδιά, κι επιζητεί τον εξαφανισμό μας. Θα σας θυμίσω μια συνομιλία τότε, μέσα στη τάξη του σχολείου. Με πλησιάζει ένας ψηλός συμμαθητής, μ’ ένα δυσάρεστο έκζεμα στο δέρμα του προσώπου του, στραβή τη μύτη καί ξεθωριασμένα τα μαλλιά του, ακατάστατα. Ήταν ή πρώτη μέρα της σχολικής χρονιάς.

– Πως λέγεσαι, ρωτάει, ενώ πλάι του είχαν σταθεί αμίλητοι δυό άλλοι, δικοί του φίλοι.- Βασίλης, του απαντώ.- Καί που μένεις, εκείνος εξακολουθεί.- Πάνω στο λόφο, του λέω καί τόν κοιτώ στα μάτια. Εκείνος χαμογέλασε κι άφησε να φάνουν τα χαλασμένα δόντια του. Μου λέει:

– Εγώ μένω στην απέναντι όχθη. Είσαι λοιπόν εχθρός. Καί μου δίνει μια στο κεφάλι με το χέρι του, πού με πονάει ακόμα τώρα σαν το θυμηθώ. Τον κοιτάζω έτοιμος να κλάψω. Μα συγκρατιέμαι. Αυτός σκάει στα γέλια καί χάνεται. Προς το παρόν. Γιατί θα τον ξαναδώ: Εισπράκτορα, εκπαιδευτή στο στρατό, τηλεγραφητή, κλητήρα στο υπουργείο, αστυνόμο, μουσικό στην ορχήστρα, παπά στην ενορία, συγκάτοικο στην πολυκατοικία, γιατρό σε κρατικό νοσοκομείο καί τέλος νεκροθάφτη, όταν πετύχει να με θάψει.

Η μορφή του τέρατος είναι πολύχρωμη. Χιλιάδες φωτεινές επιγραφές με αθλια ονόματα καλλιτεχνών, συλλόγων καί εταιριών αυτοκινήτων, στοιβάζονται στην οπτική περιοχή των περαστικών, πού επιζητούν να σπάσουν τα πολύχρωμα λαμπιόνια για νά μπουν μέσα να προφυλλαχτούν από τίς πόρνες, τα νοσοκομειακά αυτοκίνητα καί τίς για πάντα ασύλληπτες υπερηχητικές μοτοσυκλέτες. Προχτές, έτσι για κέφι, αναποδογύρισα μια λεωφόρο ασφαλτοστρωμένη, καί την είδα πάνω μου, να ξετυλίγεται επικίνδυνα προς την απόλυτη ερημιά της θάλασσας. Ζήτησα να επανέλθω στη όρθία μου στάση, επί της λεωφόρου, αλλά είχε ξημερώσει στό μεταξύ καί ή εφαρμογή του οδικού μας Κώδικα δεν μου επέτρεπε την επαναφορά της λεωφόρου στην αρχική της θέση. Έτσι, ή μεν λεωφόρος παρέμεινε μετέωρος, κι εγώ, επέστρεψα στο σπίτι μου πεζός.

Το τέρας είχε αρχίσει να κυκλοφορεί. Οί οδοκαθαριστές άρχιζαν την παράσταση τους με Σαίξπηρ, Σίλλερ καί Αισχύλο, μια καί ανήκουν δικαιωματικά στό υπουργείο Πολιτισμού. Χορός άπο τραβεστί, ψάλλει τα χορικά του Θεοδωράκη καί αποσύρεται εις τάς μικράς οδούς, χορεύοντας συρτάκι. Τουρίστες Γάλλοι, Αγγλοι κι Ελβετοί παρακολουθούν κι ανατριχιάζουν μπρος σ’ αυτό το παραδοσιακό μας μεγαλείο. Καί τρέχουνε στίς Τράπεζες ν’ αλλάξουνε συνάλλαγμα. Το τέρας γίνεται γελοίο καί κυκλοφορεί ανενόχλητο από Ωδείο σε Ωδείο. Ή κλασική μας Μουσική γίνεται Μαγειρείο. Κι όλος ό κόσμος απαιτεί επιδόματα ειδικά από το Δημόσιο Ταμείο. Το ερώτημα περνάει άπ’ τίς ηλεκτρικές εφημερίδες της κεντρικής πλατείας. Πώς θ’ αντιδράσουμε καί πώς δε θα συμβιβαστούμε με το τέρας;

Θυμάστε τί έγινε στην «Έρωφίλη», από την προηγούμενη φορά. Ό κόσμος της είχε για βασικές αξίες, το ήθος, την αλήθεια καί την ομορφιά. Κι έτσι, όταν παρουσιαζότανε ή μορφή ένός τέρατος, αναστάτωνε το κοινό αίσθημα, εκ βαθέων, καί προκαλούσε απρόσμενη, άμεση καί καθοριστική αντίδραση. Μόλις ό Βασιλιάς έβγαλε τον μανδύα του μεγαλείου του καί το προσωπείο του άγαθού αρχηγού πατέρα, κι έφάνη στο πρόσωπο του ή μορφή του τέρατος, με τον διαμελισμό του Πανάρετου, ό Χορός, από γυναίκες, ορμά πάνω του, τον ποδοπατά, τον θανατώνει καί τον εξαφανίζει. Αυτό σημαίνει πώς ό χορός των γυναικών αυτών, καί δεν φοβήθηκε, αλλά καί πώς δεν θα μπορούσε ποτέ να μοιάσει με το πρόσωπο του τέρατος.

(Κυριακή, 30 Ιουλίου 1978)

ΤΑ ΣΧΟΛΙΑ ΤΟΥ ΤΡΙΤΟ

Μάνος Χατζιδάκις

Εκδόσεις ΕΞΑΝΤΑΣ