Το ανήσυχο πνεύμα του Μίμη Βιτσώρη

Ο Μίμης Βιτσώρης (1902-1945) ήταν Έλληνας ζωγράφος.
Άνθρωπος ανήσυχος και ευαίσθητος, ακολούθησε και στο έργο του ένα αντιακαδημαϊκό πνεύμα, φιλοτεχνώντας με εξπρεσιονιστικό ύφος και ψυχογραφική διάθεση προσωπογραφίες, τοπία αλλά και θρησκευτικά θέματα. Στο ίδιο κλίμα κινείται και η γλυπτική του, που περιλαμβάνει κυρίως κεφάλια σε πηλό και γύψο.

Γεννήθηκε στις 26 Σεπτεμβρίου 1902 στη Θεσσαλονίκη, αλλά το 1911, μετά το θάνατο του πατέρα του, μετακόμισε στην Αθήνα, όπου εγγράφηκε στην Ανωτάτη Σχολή Καλών Τεχνών. Ωστόσο, δεν ολοκλήρωσε τις σπουδές του εκεί αφού ήρθε σε σύγκρουση με τους διδάσκοντες μιας και διαφωνούσε με την εκπαιδευτική φιλοσοφία της σχολής.Τι άραγε μπορούσε να προσφέρει η Σχολή στην ιδιοφυία του Βιτσώρη, εκτός ίσως από την στοιχειώδη γνώση του «χαράσσειν το σχήμα και του ανακατώνειν το χρώμα», όπως γράφει ο Π. Γιαννόπουλος στην Ελληνική Γραμμή;

Σε ηλικία 18 ετών έκανε την πρώτη του ατομική έκθεση. Αποχώρησε από την Αθήνα, μετέβη στην Ευρώπη (Ιταλία, Γερμανία και Γαλλίαδιαδοχικά), μελετώντας τα εκεί ζωγραφικά ρεύματα. Παρέμεινε στο Παρίσι και συνεργάστηκε με το περιοδικό Μικρός Παρισινός (Petit Parisien) όπου δημοσίευσε σκίτσα του. Αρρώστησε βαριά και το 1925 μετέβη στη Μάλτα, όπου ετοίμασε μερικά από τα σκίτσα του.

Στα κινήματα αυτά ο Βιτσώρης διατήρησε μια εκλεκτική απόσταση, γιατί τον ενδιέφερε μετά από την ανάλογη αφομοίωση να εκφράσει την καλλιτεχνική του ύπαρξη, που δυστυχώς από πολύ νωρίς υπέστη ψυχικές διαταράξεις. Πάντως το εικαστικό και θεωρητικό έργο του φανερώνει έναν δημιουργό κύριο των μέσων του, που προσπαθεί μέσα σε δύσκολες συνθήκες να υλοποιήσει το αισθητικό του πιστεύω.

Η φιλάσθενη φύση του Βιτσώρη και η οικονομική δυσχέρεια, παρόλο που συνεργάστηκε στο Παρίσι με την εφημερίδα «Petit Parisien» σαν σκιτσογράφος, τον αναγκάζει από το 1927 να εγκατασταθεί οριστικά στην Αθήνα. Στην Αθήνα εντάθηκε για τον Βιτσώρη ο δυσχερής αγώνας της επιβίωσης και επιδίδεται με επιτυχία στην εικονογράφηση εφημερίδων και περιοδικών, συνεχίζοντας βέβαια τις εικαστικές του αναζητήσεις.

Ζωγραφίζει λιμάνια και προσωπογραφίες που καθρεφτίζουν την μεσοπολεμική ατμόσφαιρα, φορτισμένη από την ταραχή και την μελαγχολία του, κατορθώνοντας να δώσει με καθαρά ζωγραφικά μέσα αληθινά ψυχογραφήματα. Ζωγραφίζει επίσης και σκιτσάρει ανθρώπους του θεάτρου (ο πρώτος του αδελφός Γιώργος Βιτσώρης ήταν γνωστός ηθοποιός και εκπρόσωπος των Ελλήνων Τροτσκιστών) καθώς και θέματα της νυχτερινής ζωής στο πνεύμα της μεγάλης παράδοσης του Λωτρέκ. Συνεργάστηκε με εφημερίδες της Αθήνας, ενώ το 1930 ίδρυσε την Ομάδα Τέχνη μαζί με άλλους καλλιτέχνες της εποχής του. Έκτοτε συμμετείχε σε πολλές εκθέσεις τόσο στην Ελλάδα όσο και σε άλλες χώρες της Ευρώπης.

Δηλαδή κάνει διεθνείς παρουσίες στις Biennale της Βενετίας το 1935 και 1940 και του San Francisco το 1939. Οι παρουσίες αυτές δεν έμειναν απαρατήρητες και υπάρχουν κριτικές σε ιταλικές και γερμανικές εφημερίδες της εποχής που αναγνωρίζουν την ιδιαιτερότητα του Βιτσώρη.

Επίσης έλαβε βραβεία σε σημαντικούς διαγωνισμούς στην Ελλάδα και έγκριτοι τεχνοκριτικοί αναγνώρισαν την ποιότητα της δουλειάς του. Αναφορές και κριτικές στα έργα του έχουν γίνει από τον Άγγελο Γ. Προκοπίου, τον Παντελή Πρεβελάκη, τον Δημήτρη Ευαγγελίδη, τον Σωτήρη Σκίπη, τον Ι. Μ. Παναγιωτόπουλο, τον Στέλιο Λυδάκη κ.α.

Ο Βιτσώρης ασχολήθηκε επίσης από το 1938 και με την γλυπτική, με αξιοσημείωτα πλαστικά αποτελέσματα. Στα εγκαίνια της αναδρομικής του έκθεσης στην Gallery DADA το 1987, της οποίας είχα την επιμέλεια, ο κορυφαίος γλύπτης, Μέμος Μακρής ανέφερε βλέποντας την προτομή του Γκρέκο, ότι στον τότε διαγωνισμό της Εθνικής Πινακοθήκης βραβεύτηκε το έργο του Βιτσώρη, αλλά όταν η επιτροπή διαπίστωσε ότι είναι έργο ζωγράφου, ματαίωσε την βράβευση…

Ο Βιτσώρης διατύπωσε και θεωρητικά τις απόψεις του σε άρθρα και μελέτες. Το 1940 δημοσίευσε την μελέτη του «Τέχνη και εντολή», καλλιτεχνικοκοινωνικού περιεχομένου, και στη συνέχεια τις μελέτες «Έρευνα και διδασκαλία», «Προβλήματα δημόσιας αισθητικής», «Καλλιτεχνική αγορά», οι οποίες εκφράζουν τις προχωρημένες αισθητικές του απόψεις. Απόψεις για τη διεθνή καλλιτεχνική σκηνή και την αδύναμη Ελληνική πραγματικότητα της εποχής του. Κριτικές μελέτες που δεν έγιναν κατανοητές σε βάθος και θα ήταν ωφέλιμη η επανέκδοση τους.

Πέθανε στις 29 Ιανουαρίου 1945 στην Αθήνα, κλονισμένος από τον θάνατο του αδερφού και της μητέρας του.

Εκτός από την ζωγραφική συνέγραψε και διάφορες μελέτες και βιβλία σχετικά με την τέχνη.Όπως γράφει ο Μίμης Βιτσώρης στο δοκίμιό του «Τέχνη και εποχή» τα γνωρίσματα της ελληνικότητας είναι εσωτερικότερα… Ρυθμός, με την έννοια της ισορροπίας των στοιχείων, διαύγεια, όχι απαραίτητα ατμοσφαιρική, αλλά σκέψεως, πνευματικότητα στην ανώτερη βαθμίδα της.

Το αξιοθαύμαστο στα έργα του Βιτσώρη, με το πυκνό και αδρό τους χρώμα και το ντελικάτο σχέδιο, είναι ότι συγκινούν βαθιά τον σύγχρονο θεατή. Το εν δυνάμει εξασκημένο μάτι μπορεί να διεισδύσει στον εναγώνιο ψυχισμό του και να πλησιάσει την εκφραστική ουσία της τέχνης του.

Μιας πηγαίας και ιδιότυπης εικαστικής κατάθεσης που δεν φέρνει λυρική γαλήνη, ρωπογραφικό ή ή νατουραλιστικό αισθησιασμό με δόσεις δημοφιλών λαικοφανών απλοποιήσεων, αλλά εγείρει χωρίς να είναι ανατρεπτική, αλλά εν τούτοις βαθιά νεωτεριστική για την εποχή του, έντονη αναμόχλευση της συνείδησης και της τραγικής μας φύσης.

Παρακάτω μπορείτε να απολαύσετε τα έργα του Έλληνα Καλλιτέχνη:

Η Μαρία Μαγδαληνή στα πόδια του Χριστού

Κυρία

Κυρία με μαύρο γάντι

Λιμανάκι

Λιμανάκι

Παναγία με το Χριστό

Προσωπογραφία

Σπίτια

Σπίτια

Σχέδιο Γελοιογραφίας

Νεκρή Φύση

Κορίτσι Με Κούκλα

Προσωπογραφία

Χωριατοπούλα

Το Μοντέλο του Ζωγράφου

Ο Ζωγράφος στο ατελιέ του

Στην ταβέρνα

Δρόμος στο Παρίσι

Άλογα που τρέχουν

Αυτοπροσωπογραφία

Πηγές:

http://homouniversalisgr.blogspot.com/2019/01/26-1902-29-1945.html?m=1

https://www.nationalgallery.gr/

Μίμης Βιτσώρης (1902-1945): Αναφορά στον πρώιμο Έλληνα εξπρεσιονιστή

Σπυρίδων Βικάτος:ένας από τους τελευταίους εκπροσώπους της «Σχολής του Μονάχου»

Ο Σπυρίδων Βικάτος (Αργοστόλι, 24 Σεπτεμβρίου 1878 – Αθήνα, 6 Ιουνίου 1960) ήταν Έλληνας ζωγράφος και ένας από τους τελευταίους εκπροσώπους της «Σχολής του Μονάχου».

Με τη βοήθεια του τότε Μητροπολίτη Αθηνών Γερμανού σπούδασε στην Ανωτάτη Σχολή Καλών Τεχνών της Αθήνας ζωγραφική υπό τους Νικηφόρο Λύτρα και Σπυρίδωνα Προσαλέντη και γλυπτική με δάσκαλο τον Γεώργιο Βρούτο.

Μετά την αποφοίτηση από την ΑΣΚΤ συνέχισε τις σπουδές του στην Ακαδημία Καλών Τεχνών του Μονάχου χάρη σε υποτροφία της μονής Πετράκη και της Ε. Βαλλιάνου. Παρέμεινε στο Μόναχο από το 1900 ως το 1906 και μαθήτευσε κοντά στον Νικόλαο Γύζη και τον Λούντβιχ φον Λοφτς.

Επέστρεψε στην Ελλάδα το 1909 και διορίστηκε καθηγητής στην Ανωτάτη Σχολή Καλών Τεχνών της Αθήνας όπου δίδαξε (με μια ολιγόμηνη διακοπή το 1911) σκιαγραφία έως το 1939. Μαθητές του υπήρξαν οι Αγήνωρ Αστεριάδης, Γιώργος Γουναρόπουλος, Σοφία Λασκαρίδου, Σπύρος Παπαλουκάς, Γιώργος Σικελιώτης, Γιάννης Τσαρούχης κ.ά. Το 1937 συμμετείχε στην κίνηση των Ακαδημαϊκών ζωγράφων.

Ο Βικάτος είχε στο ενεργητικό του συμμετοχές σε πολυάριθμες ατομικές και ομαδικές εκθέσεις εντός και εκτός συνόρων. Από αυτές ξεχωρίζουν οι συμμετοχές του στο Γκλασπαλάστ του 1905, στις διεθνείς εκθέσεις του Μπορντώ (1907), της Ρώμης (1911) και του Παρισιού (1937) καθώς και στη μπιεννάλε της Βενετίας τα έτη 1934 και 1936.

Τιμήθηκε πλειστάκις για το έργο του: το 1907 απέσπασε χρυσό μετάλλιο στην έκθεση του Μπορντώ, το 1937 έλαβε από την Ακαδημία Αθηνών το Εθνικό Αριστείο Γραμμάτων και Τεχνών και το 1951 εκλέχτηκε επίτιμο μέλος της Ακαδημίας Καλών Τεχνών του Μονάχου.

Πέθανε σε ηλικία 82 ετών από βρογχοπνευμονία. Με τη διαθήκη του άφησε κληροδότημα στην Ανωτάτη Σχολή Καλών Τεχνών και καθιέρωσε τη «Βικάτειο υποτροφία» σε διπλωματούχους ζωγραφικής, γλυπτικής, χαρακτικής, με πτυχίο «Λίαν καλώς» για μετεκπαίδευση στο εξωτερικό. Επίσης, δώρισε 30 πίνακές του στην Εθνική Πινακοθήκη της Ελλάδος.

Ξεκινώντας νωρίς την εκθεσιακή του δραστηριότητα, παρουσίασε το έργο του σε ατομικές, ομαδικές και διεθνείς εκθέσεις, ανάμεσα στις οποίες ξεχωρίζουν οι συμμετοχές στο Glaspalast το 1905, στις διεθνείς του Μπορντώ το 1907 (χρυσό μετάλλιο), της Ρώμης το 1911 και του Παρισιού το 1937 και στις Μπιενάλε της Βενετίας το 1934 και το 1936. Το 1937 τιμήθηκε με το Εθνικόν Αριστείον Γραμμάτων και Τεχνών, ενώ το 1951 η Ακαδημία Καλών Τεχνών του Μονάχου τον εξέλεξε επίτιμο μέλος της. Ο ίδιος με τη διαθήκη του καθιέρωσε τη Βικάτειο υποτροφία για τους σπουδαστές της Σχολής Καλών Τεχνών της Αθήνας και της Ακαδημίας του Μονάχου αντίστοιχα.

Παραμένοντας πιστός στα διδάγματα της γερμανικής ακαδημαϊκής παράδοσης, ζωγράφισε κατά κύριο λόγο προσωπογραφίες. Σε πιο περιορισμένη κλίμακα ασχολήθηκε με ιστορικές και θρησκευτικές συνθέσεις, νεκρές φύσεις, τοπία και σκηνές της καθημερινής ζωής. Ιδιαίτερη θέση στο έργο του κατέχουν οι γεροντικές μορφές, τις οποίες απέδωσε μεμονωμένα ή στο πλαίσιο ευρύτερων συνθέσεων, με έντονη ψυχογραφική διάθεση.

Τα έργα του Σ. Βικάτου είναι κυρίως προσωπογραφίες και ηθογραφίες με φανερή την επιρροή του γερμανικού ακαδημαϊσμού, από τον οποίο υιοθέτησε μια ήπια εκδοχή, αλλά και της φλαμανδικής σχολής του 17ου αιώνα. Επιπλέον συνδυάζοντας τα διδάγματα της σχολής του Μονάχου με τις νέες τεχνικές που σχετίζονταν με τη νοηματική εμβάθυνση στο χρώμα και στην απόδοση, ξέφευγε ορισμένες φορές από τη στατικότητα που χαρακτήριζε τον ακαδημαϊσμό.

Επίσης διακρίθηκε και ως τοπιογράφος, ενώ και οι «νεκρές φύσεις» του προσέλκυσαν το ενδιαφέρον.

Πίνακές του κοσμούν μεγάλες ξένες πινακοθήκες και μουσεία, καθώς και ιδιωτικές συλλογές.

Πάρτε μια απτή γεύση από το έργο του:

Το κοριτσάκι με την γαλάζια κορδέλα
Το κοριτσάκι με την κόκκινη κορδέλα
Πορτρέτο της Σοφίας Λασκαρίδου
Προσωπογραφία μιας γυναίκας
Το σκάκι
Γυμνό
Γερμανός έφηβος
Σπίτι 1
Η ματαιότις
Προσωπογραφία του Δουβάρη
Οι καλόγεροι
Νεκρή φύση
Pieta
Αράπης
Αιδηψώς
Τυρολέζος
Το χριστουγεννιάτικο δέντρο

Τυρολέζος
Βάζο με τριαντάφυλλα

Πηγές:https://olympia.gr/2019/06/06/%CF%83%CF%80%CF%85%CF%81%CE%AF%CE%B4%CF%89%CE%BD-%CE%B2%CE%B9%CE%BA%CE%AC%CF%84%CE%BF%CF%82-%CE%AD%CE%BD%CE%B1%CF%82-%CE%BB%CE%B1%CE%BC%CF%80%CF%81%CF%8C%CF%82-%CE%B5%CE%BA%CF%80%CF%81%CF%8C%CF%83/

Η ελληνική συνεισφορά στον Δυτικό Κόσμο, απόσπασμα της Έντιθ Χάμιλτον

Πολιτισμός…Πόσο έχει κακοπάθει η λέξη στα χρόνια μας! Πόσο καμιά φορά την μπλέκουμε και την συγχέουμε, με τα τηλέφωνα και τα ραδιόφωνα και τις πλυστικές μηχανές!

Κι όμως, ο αληθινός πολιτισμός βασίζεται σ άξιες αφηρημένες: στην ηδονή του νου, στη λατρεία της ομορφιάς, της χαράς, της ευγένειας. Όταν σ αυτά τα ιδανικά βασίζεται ο πολιτισμός, χωρίς, παράλληλα, να χάνει τίποτα απ τη θετική του δραστηριότητα, τότε η ανθρώπινη ζωή έχει φτάσει σε κορφή, πού ίσως ποτέ να μη μπορεί να ξεπεράσει. Σπάνια είναι τα άτομα πού επέτυχαν αυτή την τέλεια ισορροπία σπανιότερες είναι ακόμα οι ιστορικές εποχές όπου, τέτοια άτομα αποτελούσαν την πλειοψηφία

Μα η εποχή του Περικλή ήτανε τέτοια εποχή. «Φιλοκαλούμεν μετ ευτελείας και φιλοσοφούμε άνευ μαλακίας», λέει ο Θουκυδίδης.

Δεν χρειάζεται νʼ αναζητήσουμε μακριά την απόδειξη, πώς οι Αθηναίοι ήταν άντρες σωστοί, γεροί, σφριγηλοί, και τίποτα δεν είχαν χάσει απ τον ανδρισμό τους, με τούτες τις αισθητικές και φιλοσοφικές αναζητήσεις. Μιλούν γι αυτούς οι Μαραθώνες, οι Θερμοπύλες, οι Σαλαμίνες, ονόματα γραμμένα πια στις δέλτους της ιστορίας, σαν σύμβολα μιας νίκης ενάντια σε πολυαριθμότερο εχθρό. Ανδρείοι και γενναίοι ήταν οι σύγχρονοι του Περικλή. Διαλεκτικοί συνάμα και καπεταναίοι.

Τέτοια και τα παιδιά τους, τέτοια και τα εγγόνια τους: δίναν τη μάχη τους, αλλά λάτρευαν την Ιδέα.

Όταν ο Σοφοκλής είχε πια φτάσει στα βαθιά γεράματα, ο γιος του τον έσυρε στο δικαστήριο, με την κατηγορία πώς ήταν πια ξεμωραμένος και δε μπορούσε να φροντίσει τα του οίκου του. Ψύχραιμος, ο γέρος τραγικός, στάθηκε αντίκρυ στους δικαστές του και απάγγειλε ένα κομμάτι από μια τραγωδία που μόλις είχε τελειώσει. Και οι δικαστές κατάλαβαν και σώπασαν: και έπεσε η αγωγή από μόνη της. Ποια άλλη χώρα, ποια άλλη εποχή θα είχε τέτοιους δικαστές;

Ύστερα ήρθε o χαλασμός.

Πλακώσανε οι Σπαρτιάτες, μπήκανε στην πόλη της Αθήνας, και το ίδιο βράδυ έστησαν γερό τσιμπούσι, γύρω στα μνημεία, να πάρουν δύναμη, να καρδαμώσουνε, να ξεχυθούν με την αυγή να τα κάνουν όλα ρημαδιό.

Μα o υπεύθυνος για την ποιητική τους ψυχαγωγία, ακόμα και οι Σπαρτιάτες, στα συμπόσια, αναζητούσανε την ποίηση διάλεξε να τούς απαγγείλει ένα χωρίο τού Ευριπίδη, και οι άτεγκτοι αυτοί πολεμιστές, στον οργασμό της νίκης τους, μαλάκωσαν κι είπαν ότι μια πόλη πού βγάζει τέτοιον ποιητή, θα έπρεπε άθικτη να μείνει.

Είναι φανερό πώς άλλες άξιες είχαν οι Έλληνες απʼ αυτές πού έχουμε εμείς, στη σύγχρονη εποχή μας. Μας είναι κιόλας δύσκολο, συχνά ακατόρθωτο, να συνταιριάξουμε τα όσα ξέρουμε γιʼ αυτούς. Υπάρχουν εκφάνσεις πού μοιάζουν να συγκρούονται, και νʼ αντικρούουν η μια την άλλη. Πώς είναι δυνατόν, αναρωτιόμαστε, να είναι οι Έλληνες ιδεαλιστές μαζί και ρεαλιστές, ονειροπόλοι και προσγειωμένοι, φιλόσοφοι καλοί και συνάμα καλοί κατακτητές;

Το μυστικό, το αποκαλύπτει η γλυπτική τους, η ποίησή τους, η γραμματεία τους: «Παν μέτρον άριστον».

Ρωμαίος ήταν εκείνος πού είπε πώς είναι γλυκό να πεθαίνει κανένας για την πατρίδα του. Οι Έλληνες ποτέ δεν είπαν πώς είναι γλυκό να πεθαίνει κανένας για οτιδήποτε. Τέτοια μεγάλα ψέματα δεν τα ευνοούσαν. Πέθαιναν γιατί έπρεπε …

Διαφορετικός είναι ο «Επιτάφιος του Περικλεούς» απʼ ότι όμοιο έχει να δείξει η παγκόσμια ρητορική. Τίποτα το ηρωικό, τίποτα το υπερβολικό, δεν περικλείει. Eivαι ένας λόγος άμεσος, διαυγής, αληθινός. Ο ρήτωρ, πρώτα απʼ όλα, λέει, σʼ αυτούς πού τον ακούνε, να εύχονται ποτέ να μην τούς τύχη να πεθάνουνε, όπως πεθάνανε εκείνοι πού εξυμνεί. Ούτε τού έρχεται στο νου να συμβουλεύσει τούς πονεμένους γονιούς να ‘θεωρούνται ευτυχείς γιατί τα παιδιά τους χάθηκαν για χάρη της Αθήνας. Το ξέρει πώς ευτυχισμένος δε μπορεί να ναι ο γονιός στο πένθος του και στιγμή δεν σκέπτεται νʼ αλλάξει την αλήθεια.

Τα λόγια του προσφέρουν παρηγοριά, μα παρηγοριά αληθινή:

«Καρτερεΐν δε χρή καί άλλων παίδων έλπίδι ους έτι

ηλικία τέκνωσιν ποιείσθε.

Όσοι δʼ αυ παρηβήκατε, τον τε πλείονα κέρδος ον

ευτυχείτε

βίον ηγείσθε καί τόνδε βράχον έσεσθαι, καί τή τώνδε

ηλικία

κουφίζεσθε.»

Λόγια άπλα, σοβαρά, προσγειωμένα. Πώς να μην τα συγκρίνει κανένας με τα τόσα πού ακούγονταν, καθώς περνούν τα χρόνια, μπροστά στο μνημείο τού αγνώστου Στρατιώτη, σε πολλές απʼ τις χώρες της γης;

Το ίδιο λιτό και σοβαρό, είναι το επιτύμβιο για τούς Σπαρτιάτες πού έπεσαν στις Θερμοπύλες. «ʼΏ ξεϊν, άγγέλλειν Λακεδαιμονίου ότι τήδε κείμεθα τοις κείνων ρήμασι πειθόμενοι»

Επαναστατεί σχεδόν ή σύγχρονη ψυχή μας. Σίγουρα κάτι πιο πολύ, κάτι καλύτερο, λέμε άξιζε σε κείνα τα παιδιά. Μα για τούς Έλληνες, αυτό ήταν αρκετό. Ο Θάνατος για την Πατρίδα δεν χρειαζότανε διακοσμήσεις.

Ακόμα και στις τραγωδίες είναι φορές που η λιτότατης μας φαίνεται σκληρή κι απάνθρωπη, σαν κάτι να της λείπει. Δεν της λείπει τίποτα, εμείς είμαστε εκείνοι που έχουμε παραγεμίσει τη ζωή μας. Όταν ο Οιδίπους εμφανίζεται για τελευταία φορά και μιλάει για τη μεγάλη δυστυχία του, όλο πού οι φίλοι του έχουνε να του πούνε είναι:

«Έτσι είνʼ αλήθεια, όπως το λες.»

Κι όταν τους λέει πως προτιμούσε να ʼχε πεθάνει στα μικράτα του, πάλι απλή είναι ή συμπόνια και λιτή:

«Έτσι θα το ʼθελα κι εγώ.»

Αν μας φανεί σκληρή μια τέτοια απάντηση, θα πρέπει να θυμόμαστε πώς οι Έλληνες όχι μονάχα κοίταζαν κατάματα τα γεγονότα, μα και δεν το θεωρούσανε σωστό νʼ αποστρέψουν τα μάτια απ την αλήθεια.

Όταν η Ιφιγένεια λέει ότι για να ελευθερωθεί ο Πυλάδης πρέπει να πεθάνει ο Ορέστης, τούτος αρνιέται φυσικά, μα όχι μονάχα γιατί αγαπά το φίλο του. Φοβάται κιόλας την κατακραυγή τού λαού, της κοινωνίας:

«Θα ψιθυρίζει λέει, «ο κόσμος και θα με κατακρίνει πού άφησα το φίλο μου έτσι να πεθάνει, αγάπη σου έχω, μα και την καταφρόνια του κόσμου τη φοβάμαι».

Μουσική και μαθηματική μάθαιναν τʼ αρχαία Ελληνόπουλα στο σχολείο. Για να μπορούν και το ωραίο να χαίρονται και το σωστό να ζυγίζουν:

«Ότι μπορώ να φτάσω, να πασχίζω

κι ότι είναι ωραίο να το αγαπά,

κάνε, θεέ…»’

λέει ο Πίνδαρος.

Edith Hamilton – Αθάνατη Ελλάδα: η ελληνική συνεισφορά στον δυτικό κόσμο

Το καρναβάλι του Γύζη

Σαν χθες, 1η Μαρτίου 1842, γεννήθηκε στο Σκλαβοχώρι της Τήνου ο Νικόλαος Γύζης. Ένας από τους πιο σημαντικούς Έλληνες ζωγράφους του 19ου αιώνα της λεγόμενης «Σχολής του Μονάχου». Διακρίθηκε σε όλα τα χρόνια των σπουδών του και πήρε τα πρώτα βραβεία στην ξυλογραφία, τη ζωγραφική και τη χαλκογραφία.

Ως γνήσιο τέκνο της Σχολής του Μονάχου ο Γύζης ασχολήθηκε με την ηθογραφία, τη νεκρή φύση και το πορτρέτο, όμως ήδη από τα μέσα της δεκαετίας του 1880 θα στραφεί προς τα ιδεαλιστικά – αλληγορικά θέματα επηρεασμένος από τον ευρωπαϊκό Συμβολισμό, εκφράζοντας με τον δικό του, ιδιαίτερο, τρόπο το νέο πνεύμα της εποχής.

Το Εθνικό και Καποδιστριακό Πανεπιστήμιο ζήτησε το 1887 από τον Γύζη αλλά και από τον Ιακωβίδη με την ίδια ακριβώς επιστολή να σχεδιάσουν τη σημαία του. Ο Γύζης αναλαμβάνει το έργο, φροντίζοντας να συζητήσει τα σχέδιά του με τον Ιακωβίδη, τον οποίο εκτιμά ιδιαίτερα. Το λάβαρο, που είναι επηρεασμένο από τα γλυπτά του ναού της Αφαίας, δε θα αρέσει σε όλους: «χονδροειδές εικόνισμα» και «ακαλαίσθητο κακοτέχνημα» είναι κάποιοι από τους χαρακτηρισμούς που ο ζωγράφος θα αντιγράψει στις σημειώσεις του.

Το 1888 το έργο του «Πνεύμα της Τέχνης» χρησιμοποιείται σαν διαφημιστική αφίσα του Καλλιτεχνικού Συνδέσμου του Μονάχου, ενώ το 1892 κερδίζει χρυσά μετάλλια στη Διεθνή Έκθεση του Μονάχου και στη Μαδρίτη. Το 1895 επισκέπτεται για τελευταία φορά την Ελλάδα, όπου όλοι τον αντιμετωπίζουν με δέος και το 1896 σχεδιάζει το Δίπλωμα των Ολυμπιακών Αγώνων.

Από τους σπουδαιότερους εκπροσώπους της «Σχολής του Μονάχου», ο Νικόλαος Γύζης δεν επηρέασε μόνο την πορεία της ελληνικής τέχνης αλλά κατέχει σημαντική θέση και στη γερμανική ιστορία της τέχνης του 19ου αιώνα. Οι ηθογραφίες του υπερβαίνουν την απλή διήγηση, το ιδεαλιστικό, αλληγορικό και θρησκευτικό του έργο, ωστόσο, είναι εκείνο που αναδεικνύει το διαμέτρημά του.

Λάτρης της μουσικής, συνήθιζε να ζωγραφίζει υπό τους ήχους της και η επίδρασή της είναι ορατή σε έργα όπως η «Εαρινή Συμφωνία» και ο «Χορός Των Μουσών». «Όταν ο Πήγασος μου θέλη καμμία φορά να ξεκουρασθή επιστρέφει τις τον Όλυμπον. Eκεί είδα πολλούς· όχι μόνον τους θεούς της Eλλάδος αλλά όλους τους εξόχους άνδρας (…). Kαι το μεγαλοπρεπέστερον, εις υψηλότερον μέρος καθήμενος ο Beethoven έπαιζεν εις όργανον την χιλιοστήν συμφωνίαν του», γράφει.

Το έργο του υπήρξε πολύπλευρο, στο επίκεντρο ωστόσο πάντα βρισκόταν ο άνθρωπος. Η οικογένεια και τα βιώματά της είναι το κύριο θέμα των ηθογραφιών του, ενώ ιδιαίτερη σημασία ο ζωγράφος έδινε στην απόδοση των παιδιών. Λιγοστοί είναι οι πίνακες που απεικονίζουν περιθωριακούς τύπους της κοινωνίας, καθώς και εκείνοι που αναφέρονται στην Τουρκοκρατία, με το «Κρυφό Σχολειό» να κυριαρχεί ανάμεσά τους –πολεμικά γεγονότα ο Γύζης δε ζωγράφισε ποτέ. Επιδιώκοντας να ανανεώσει την ηθογραφία χρησιμοποίησε αρχαιοελληνικά θέματα με τις Νύμφες, τους Κενταύρους, τους Σάτυρους και τους ερωτιδείς να πρωταγωνιστούν.

Στα ιδεαλιστικά του έργα κατοικούν μυστηριώδεις γυναικείες μορφές που φέρουν τα ονόματα Τέχνη, Μουσική, Άνοιξη, Αρμονία, Ιστορία, Φήμη, ενώ τα θρησκευτικά του οράματα είναι δηλωτικά της υπαρξιακής του αγωνίας και εικονογραφούν την πάλη του Καλού με το Κακό. Αν και γνώρισε την αναγνώριση και τη δόξα, ο Νικόλαος Γύζης διατήρησε τη σεμνότητά του, μαζί με μια αίσθηση καλλιτεχνικής ανεπάρκειας, που συνδέεται με τη μεγάλη του αγάπη για τη μουσική: «Πόσον πτωχός είναι ο ζωγράφος απέναντι του ποιητού! Αν ξαναγεννηθώ θα γίνω ποιητής και μουσικός», δήλωνε στο Νικόλαο Νάζο το 1875.

Το έργο του που επιλέξαμε σήμερα, ώστε να συνάδει με το πνεύμα των ημερών είναι το “Καρναβάλι”.
Απεικόνιση σχεδόν φωτογραφική. Φως ζεστό, μαγικό, που ξεπηδά από εκεί που ο ζωγράφος επιλέγει και με τρόπο που μόνο εκείνος ήξερε να διαχειριστεί και φωτίζει ανεπιτήδευτα όλες τις μορφές του έργου ώστε να αποκρυσταλλωθούν με την πιο φυσική μέθοδο οι εκφράσεις τους.

Τα πρόσωπα γεμάτα ένταση. Η χαρά που αναβλύζει από τους χαρακτήρες του έργου, ανόθευτη. Η αίσθηση της ένωσης και του μοιράσματος με αφορμή μια παραδοσιακή γιορτή, δυνατή πολύ.

Άνδρες και γυναίκες, καλικάντζαροι, νέοι και πιο ηλικιωμένοι, έπιπλα και σκεύη σκορπισμένα, μάσκες, ρούχα, ξάφνιασμα, λάγνα βλέμματα, ανάμεικτα συναισθήματα και διάθεση που παραπέμπουν σε γιορτή. Ή όπως ακριβώς το ονόμασε κι εκείνος, ένα «Καρναβάλι στην Αθήνα».

Κι όλα αυτά να διαδραματίζονται σε ένα χώρο που φαντάζει μάλλον φτωχικός.

«Πρόκειται για ελαιογραφία σε μουσαμά που ολοκληρώθηκε το 1892 μετά από τουλάχιστον μία δεκαετία πειραματισμών και έρευνας πάνω στην σύνθεση και την λειτουργία του φωτός στο έργο», αναφέρει ο διευθυντής του Μουσείου Στέφανος Καβαλλιεράκης. Στο εσωτερικό ενός φτωχικού σπιτιού, στα μέσα του 19ου αιώνα, μία οικογένεια καθισμένη γύρω από το τραπέζι, διασκεδάζει με το έθιμο των μασκαράδων όταν αυτοί εισβάλουν για να τρομάξουν τα παιδιά. Η σκηνή, λουσμένη σε ένα ζεστό φως που μπαίνει από το παράθυρο, ανακατεύεται με τη μυρωδιά του γαλακτομπούρεκου, τον καπνό απ’ το τσιγάρο και τις αγκαλιές των παιδιών. Οι αισθήσεις και τα συναισθήματα κυριαρχούν σε αυτό το αριστουργηματικό έργο που αποτελεί αναμφίβολα ένα από τα καλύτερα του κορυφαίου.Η αντιπαράθεση του διονυσιακού και του απολλώνιου στοιχείου, η αναμέτρηση του φωτός και της σκιάς, της οικογενειακής ζωής και των εκστασιασμένων καρναβαλιστών ως ένα είδος δαιμόνων – όλα αυτά δημιουργούν ένα έργο εξαίσιο που ξεφεύγει από την παγίδα τού να αποτελεί ένα απλό, άκακο και αφελές βουκολικό ενσταντανέ».

Είναι κι αυτό ένα έργο της ωριμότητάς του, που ξεκάθαρα υπογραμμίζει τη νοσταλγία του για την πατρίδα. Το ίδιο συναίσθημα γέννα και στο θεατή που τον ταξιδεύει σε εποχές που δεν απέχουν χρονικά της δικής μας αλλά απέχουν σε αυθεντικότητα και συναισθήματα. Ευχόμαστε και οι δικές σας απόκριες να έχουν αυτή τη μαγεία και την ομορφιά του πίνακα.

Πηγή: LiFO