Σούμπερτ: λίγα λόγια για το συνθέτη και το πιο υποβλητικό τραγούδι του…

Σαν σήμερα γεννιέται ο μεγάλος βιεννέζος μουσικοσυνθέτης Φράντς Σούμπερτ. Ο Σούμπερτ καλλιτεχνικά τοποθετείται ανάμεσα σε δύο ρεύματα, μεταξύ κλασικών και ρομαντικών. Ξεχώρισε από μικρός για το ταλέντο του στη μουσική και ήξερε να παίζει βιολί και πιάνο. Εγκατέλειψε σύντομα την προσπάθεια να γίνει δάσκαλος, όπως και ο πατέρας του και αφοσιώθηκε στη σύνθεση. Ασχολήθηκε με διάφορα είδη μουσικής και συνέθεσε πλήθος έργων  τα οποία ωστόσο δεν έλαβαν την αναγνώριση που τους άξιζε όσο ο ίδιος ζούσε. Τα λήντερ (τραγούδια), που έγραψε, για παράδειγμα τα έπαιζε κατά κύριο λόγο στις «Σουμπερτιάδες», σε συγκεντρώσεις, δηλαδή του κύκλου του, όπου οι παρευρισκόμενοι παρουσίαζαν μεταξύ τους έργα τέχνης που είχαν δημιουργήσει (συνθέσεις, ποιήματα, τραγούδια..). Ο Σούμπερτ πέθανε πολύ νέος, σε ηλικία 31 ετών. Άφησε, ωστόσο πίσω του αριστουργηματικά έργα, τα οποία συνδέουν δύο εποχές και ιδεολογίες, το κλασικό πνεύμα της «τελειότητας», με το πάθος και τον συναισθηματικό πλούτο του Ρομαντισμού.

Ένα εξαίρετο δείγμα του ρομαντικού πνεύματος του Σούμπερτ είναι το έργο «Ο Βασιλιάς των Ξωτικών», που ανήκει στην κατηγορία των τραγουδιών (Λήντερ). Το Ληντ είναι έντεχνο τραγούδι, το οποίο ως είδος άνθισε στις αρχές του 19ου αιώνα. Οι Ρομαντικοί δημιουργούσαν μεμονωμένα τραγούδια ή κύκλους τραγουδιών, με κοινό θέμα, τα οποία αποτελούσαν ένα συνδυασμό ποίησης και μουσικής, για φωνή και πιάνο συνήθως. Το σημερινό έντεχνο τραγούδι αποτελεί απόγονο των Λήντερ. Για τα Λήντερ αξιοποιήθηκε η λυρική ποίηση δημιουργών όπως ο Γκαίτε, ο Χάινε, ο Μπάυρον και ο Σελλεϋ. Ως θεματολογία το Ληντ ασχολείται με την αγάπη, τη φυσιολατρεία και τις μεταστροφές της ανθρώπινης τύχης.

Ο Βασιλιάς των ξωτικών (Εrlkönig)

Ο Σούμπερτ έγραψε τον «Βασιλιά των Ξωτικών» σε ηλικία 18 ετών. Οι στίχοι προέρχονται  από την ομώνυμη μπαλάντα του Γκαίτε, η οποία βασίζεται στο θρύλο του Βασιλιά των ξωτικών. Σύμφωνα με αυτόν, όποιος αισθανθεί το άγγιγμα του βασιλιά των ξωτικών πεθαίνει. Η μπαλάντα του Γκαίτε μας μεταφέρει σε μια θυελλώδη νύχτα. Ένας πατέρας, καβάλα στο άλογό του προσπαθεί να φτάσει στον προορισμό του, κρατώντας σφιχτά τον άρρωστο  γιό του. Το παιδί είναι πολύ άρρωστο και ο πατέρας αγωνιά. Όπως καλπάζουν, το μικρό αγόρι βλέπει και ακούει τον Βασιλιά των Ξωτικών, να το καλεί κοντά του. Ο πατέρας του προσπαθεί διαρκώς να το καθησυχάσει και να το ζεστάνει. Οι προσπάθειές του όμως είναι μάταιες, καθώς μόλις φθάνουν, συνειδητοποιεί ότι το αγόρι έχει πεθάνει.

Η μουσική του «Βασιλιά των Ξωτικών» είναι υποβλητική. Το πιάνο, με γρήγορο ρυθμό  και ένα χαρακτηριστικό μοτίβο μιμείται τον γοργό καλπασμό του αλόγου μέσα στη νύχτα και δημιουργεί μία ατμόσφαιρα αγωνίας. Τα αφηγηματικά πρόσωπα είναι τέσσερα, τραγουδιούνται από τον ίδιο ερμηνευτή με υφολογικές αλλαγές: έχουμε τον αφηγητή, που τραγουδά σε μεσαίους τόνους και περιγράφει τα καίρια σημεία. Επίσης διακρίνεται ο πατέρας, σε μπάσες συχνότητες, με ύφος καθησυχαστικό, σε πλήρη αντίθεση με το τρομαγμένο μικρό αγόρι, ο ρόλος του οποίου βρίσκεται σε υψηλές συχνότητες. Τέλος, σε πλήρη αντίθεση έρχεται ο Βασιλιάς των Ξωτικών, η προσωποποίηση του θανάτου. Καθώς ο ίδιος καλεί κοντά του το μικρό αγόρι, η μελωδία του είναι χαρούμενη, με ύφος κολακευτικό αρχικά και ύστερα επίμονο. Το κομμάτι τελειώνει όταν ο πατέρας φθάνει στον προορισμό του, το άλογο σταματάει να καλπάζει και κατ’ αναλογία σταματάει βαθμιαία η γεμάτη ένταση συνοδεία του πιάνου· επικρατεί μια στιγμή σιωπής και διαπιστώνει στον τελευταίο στίχο πως ο γιός του έχει πεθάνει.

ΠΗΓΕΣ:

J. Machlis, Kr. Forney, H απόλαυση της μουσικής, εκδ. fagotto, μτφρ. Δ. Πυργιώτης

Pinterest

Das Goethezeitportal