“Το πένθος ταιριάζει στην Ηλέκτρα” είναι ένα από τα διασημότερα θεατρικά έργα του Ευγένιου Ο’ Νιλ, ενός από τους μεγαλύτερους Αμερικανούς δραματουργούς του 20ου αιώνα. Το έργο που αποτελεί μία σύγχρονη εκδοχή της “Ορέστειας” του Αισχύλου ανέβηκε για πρώτη φορά στις 26 Οκτωβρίου 1931 στο Θέατρο Guild της Νέας Υόρκης και έκτοτε συνιστά ένα από τα σπουδαιότερα έργα της παγκόσμιας δραματουργίας του 20ου αιώνα.
Continue reading “«Το πένθος ταιριάζει στην Ηλέκτρα» του Ο’ Νιλ: η αισχυλική «Ορέστεια» του 20ου αιώνα”Ετικέτα: Αισχύλος
Θέατρο 2020: 5 παραστάσεις– σταθμοί σε μια δύσκολη χρονιά για την θεατρική τέχνη
Το 2020 έρχεται σιγά-σιγά στο τέλος του. Μια δύσκολη χρονιά για όλους πόσω μάλλον για τον χώρο του πολιτισμού. Εν μέσω πανδημίας ίσως η τέχνη που επλήγη περισσότερο από κάθε άλλη ήταν το θέατρο. Για μήνες τα θέατρα στην Ελλάδα αλλά και στις περισσότερες χώρες κατέβασαν αυλαίες και σε αυτή την κατάσταση παραμένουν ως και σήμερα χωρίς κανείς να γνωρίζει πώς θα είναι το θεατρικό τοπίο μόλις αυτά ανοίξουν. Στο πλαίσιο αυτό νέες εναλλακτικές, όπως το “θέατρο από το σπίτι” ή το “τηλε-θέατρο” εμφανίστηκαν και απέκτησαν όλο και μεγαλύτερη αποδοχή, παρόλο που το θέατρο για να υπάρξει έχει ανάγκη το ζωντανό κοινό και την ζωντανή σχέση του ηθοποιού με τον κόσμο που δεν μπορεί επ’ ουδενί να αντικατασταθεί.
Με αισιόδοξη λοιπόν ματιά για τον νέο χρόνο και το μέλλον της θεατρικής τέχνης, θυμηθήκαμε και συγκεντρώσαμε τις αγαπημένες μας παραστάσεις που παρακολουθήσαμε μέσα στο 2020 αναπολώντας τις όμορφες θεατρικά μαγικές στιγμές που αυτές μας χάρισαν. Τις παραστάσεις αυτές θα θέλαμε να τιμήσουμε με το σημερινό μας άρθρο. Απολαύστε τες παρακάτω!
Πέρσαι, Αισχύλου (Φεστιβάλ Επιδαύρου 2020)
Είχαμε την τύχη φέτος πάρα τις δύσκολες υγειονομικές συνθήκες είχαμε την ευκαιρία να παρακολουθήσουμε στο θέατρο της Αρχαίας Επιδαύρου και στο πλαίσιο του Φεστιβάλ Αθηνών και Επιδαύρου του Πέρσες από το Εθνικό Θέατρο σε σκηνοθεσία του Δημήτρη Λιγνάδη.
Ένα κείμενο εξαιρετικό σε απόδοση του Θ.Κ. Στεφανόπουλου αναδείκνυε την συνέχεια της ελληνικής γλώσσας και την μαγεία της. Το μέτρο, ο ρυθμός, οι λέξεις συνέθεταν μια υπέροχη ατμόσφαιρα ώστε να ξεδιπλωθεί πάνω του το ταλέντο των συντελεστών της παράστασης. Ένα έργο διαχρονικό που αποτελεί ξεκάθαρη απόδειξη πως το θέατρο είναι παντός καιρού και αποτελεί μια ανάγκη πανανθρώπινη που διαπερνά τον χώρο και τον χρόνο, τους Αρχαίους και τους Νεοέλληνες, εμάς και τους Πέρσες. Είναι μια τραγωδία οικουμενική, αντιπολεμική και μια μοναδική εμπειρία θεάματος. Οι Αργύρης Πανταζάρας, Αργύρης Ξάφης, Νίκος Καραθάνος, Λυδία Κονιόρδου ήταν εξαιρετικοί στους ρόλους τους και μάς χάρισαν καθηλωτικές ερμηνείες. Διαβάστε ολόκληρο το αφιέρωμά μας στην παράσταση εδώ.
Chicago (Θέατρο Ολύμπια, Φεβρουάριος 2020)
Πάθη και φονικοί έρωτες, μουσική και ίντριγκες, σεξ και φυσικά χορός σ’ ένα από τα κορυφαία μιούζικαλ όλων των εποχών υπό την σκηνοθετική καθοδήγηση του Γιάννη Κακλέα. Το Chicago που παρακολουθήσαμε στο θέατρο Ολύμπια τον Φεβρουάριο του 2020 ήταν όλα όσα υποσχόταν και πολλά περισσότερα. Μια φαντασμαγορική παράσταση, ένα μιούζικαλ υπερπαραγωγή (πόσω μάλλον για τα ελληνικά δεδομένα) με πρωταγωνιστές τους Νάντια Μπουλέ, Μαρία Διακοπαναγιώτου, Αιμιλιανό Σταματάκη, Αργύρη Πανταζάρα, Μίνωα Θεοχάρη, Γιάννη Ποιμενίδη και Δάφνη Λαμπρόγιαννη.
Η ιστορία του έργου ξεκινά σε ένα νάιτ κλαμπ. Η φιλόδοξη νεαρή χορεύτρια Ρόξι Χαρτ φυλακίζεται για τη δολοφονία του εραστή της. Στη φυλακή γνωρίζει μια ντίβα του βαριετέ, τη Βέλμα Κέλι, η οποία είναι επίσης έγκλειστη για φόνο. Η ατίθαση Βέλμα γίνεται το ίνδαλμα της Ρόξι και, παίρνοντας το παράδειγμά της, συνεργάζεται με τον κυνικό δανδή μεγαλοδικηγόρο Μπίλι Φλιν. Με διάφορα τερτίπια στρέφει την προσοχή των μίντια πάνω της, ώστε να έχει την κοινή γνώμη με το μέρος της κι εντέλει να επιτύχει την αθώωσή της. Με έπαρση αλλά και ειρωνεία, ο γοητευτικός μεγαλοδικηγόρος Φλιν, που έχει βρει τον τρόπο να χειραγωγεί τους μάρτυρες, να ελέγχει τα μέσα και να μετατρέπει το δικαστήριο σε αρένα, τραγουδά: «Όλα είναι ένα τσίρκο, μωρό μου: αυτή η δίκη, η ίδια η σόου μπίζνες, ολόκληρος ο κόσμος είναι ένα θέαμα», αφήνοντας να βγει στην επιφάνεια με μοναδικό τρόπο το ηθικό δίδαγμα του έργου.
Τρίτο Στεφάνι (Θέατρο Παλλάς, Φθινόπωρο – Χειμώνας 2020)
Μεστή, απαλλαγμένη από σκηνοθετικές ή αφηγηματικές αμετροέπειες η παράσταση του Παλλάς κέρδισε επάξια το χειροκρότημα των λίγων -λόγω Covid- θεατών. Ο χρονικός περιορισμός στη διάρκεια του έργου, αφού το διάλειμμα απαγορεύθηκε, μάλλον λειτούργησε θετικά. Η παράσταση προβλήθηκε διαδικτυακά από το Θέατρο Παλλάς τον Δεκέμβριο του 2020 με μεγάλη επιτυχία.
Το μυθιστόρημα του Κώστα Ταχτσή με όχημα τη ζωή δύο γυναικών, της Εκάβης και της Νίνας, διατρέχει ένα σημαντικό μέρος της ελληνικής ιστορίας του εικοστού αιώνα. Δεν πρόκειται για στείρο ηθογράφημα αλλά για ένα έργο που ρίχνοντας τον προβολέα στο άτομο, φωτίζει την κοινωνία των καίριων εκείνων ιστορικών στιγμών. Οι πολιτικοκοινωνικές ανακατατάξεις και τα απότοκα των πολέμων που ταλάνιζαν την Ελλάδα ενσωματώνονται στο έργο του κοσμογυρισμένου συγγραφέα, ο οποίος χρησιμοποιώντας πολλούς όρους της αγγλόφωνης πεζογραφίας, φτιάχνει ένα μυθιστόρημα με ελληνική πνοή και έντονα αυτοβιογραφικά στοιχεία. Θέματα όπως το οιδιπόδειο σύμπλεγμα, η ομοφυλοφιλία, η απιστία, η φτώχεια, ο πόλεμος κ.ά. σχολιάζονται από τον συγγραφέα με οξυδερκές χιούμορ χωρίς να προκαλούν δυσφορία. Ασφαλώς στο έργο επικρατούν οι αναδρομές στο παρελθόν και το μοντάζ.
Όπου χρειαζόταν εύθραυστη, εκεί που έπρεπε δυναμική και πάντα υπηρετώντας τις επιταγές του κειμένου η Μαρία Κίτσου αν και δεν έφερε κάτι από ταλαιπωρημένη Νίνα, αφού έλαμπε μέσα στο μεταξωτό φουστάνι της, ελίχθηκε καταπληκτικά ανάμεσα στις απαραίτητες συναισθηματικές εναλλαγές. Η Μαρία Καβογιάννη, από την άλλη, ανεπιτήδευτα άμεση και απόλυτα συμπαθής έπλασε μια Εκάβη περισσότερο θύμα και με μικρό μερίδιο ευθύνης στα δεινά της ζωής.
Ιστορία Χωρίς Όνομα (Ίδρυμα Μιχάλης Κακογιάννης, Ιανουάριος 2020)
Ύστερα από την επιτυχημένη της πορεία στο Θέατρο Αριστοτέλειον στην Θεσσαλονίκη τον Δεκέμβριο του 2019, η παράσταση “Ιστορία Χωρίς Όνομα” σε σκηνοθεσία Κώστα Γάκη συνέχισε από τις 17 Ιανουαρίου 2020 τον θρίαμβό της στην Αθήνα, στο Ίδρυμα Μιχάλης Κακογιάννης, με συνεχόμενες sold out παραστάσεις. H υποδοχή της παράστασης ήταν διθυραμβική και στην καλοκαιρινή περιοδεία της στην Κύπρο.
Η παράσταση αφηγείται τον θυελλώδη έρωτα της Πηνελόπης Δέλτα και του Ίωνος Δραγούμη. Ίων Δραγούμης και Πηνελόπη Δέλτα. Μια ψυχή χωρισμένη σε δύο σώματα. Ένας θαμμένος πόνος που δεν εκτονώθηκε ποτέ. Δύο λυγμοί που συνορεύουν. Ο έρωτας και η πατρίδα. Μια ιστορία ηδονής και οδύνης. Ο εμβληματικός διπλωμάτης και η σπουδαία συγγραφέας σε μια νοερή ζωή επιθυμίας, ονείρων, υψηλών ιδανικών, υψηλών δεσμεύσεων, υψηλών οραμάτων.
Ο Τάσος Νούσιας ενσαρκώνει τον εμβληματικό και για πολλούς αμφιλεγόμενο διπλωμάτη, λόγιο και πολιτικό Ίωνα Δραγούμη. Η εξαιρετική Μπέτυ Λιβανού και η αποκαλυπτική Μαρία Παπαφωτίου μοιράζονται δύο διαφορετικές εποχές της σπουδαίας συγγραφέως και ιστορικής προσωπικότητας, Πηνελόπης Δέλτα. Στη διανομή του έργου προστέθηκε το 2020 και ο Νίκος Ορφανός, στον ρόλο του Στέφανου Δέλτα.
Ποντικοπαγίδα (Θέατρο Νέος Ακάδημος, Φθινόπωρο 2020)
Μια ακόμη παράσταση που παρακολουθήσαμε το 2020 και ξεχωρίσαμε λόγω και της αγάπης μας για το είδος του αστυνομικού και την βασίλισσα αυτού, Αγκάθα Κρίστι, ήταν και η “Ποντικοπαγίδα” στο Νέο Ακάδημο. H διάσημη συγγραφέας, όταν το έγραψε, δεν πίστευε ότι θα μπορούσε να αντέξει στη σκηνή για πάνω από 8 εβδομάδες. Όταν η ιστορία τη διέψευσε, απέδωσε την συνεχιζόμενη επιτυχία του έργου στο γεγονός πως υπάρχει «κάτι» στο κείμενο που αφορά κάθε θεατή προσωπικά.
Η υπόθεση του έργου εκτυλίσσεται σε μια απομονωμένη πανσιόν μιας επαρχίας, την ώρα που το χιόνι πέφτει πυκνό. Οκτώ ήρωες, που όλοι τους κρύβουν ένα μυστικό, βρίσκονται αντιμέτωποι με σκληρές αλήθειες και επικίνδυνα ψέματα. Ο φόβος τους κυκλώνει και ένας δολοφόνος βρίσκεται ανάμεσά τους. Μια ιστορία εκδίκησης με αιφνιδιαστικές ανατροπές, έξυπνα τεχνάσματα και μια ποντικοπαγίδα που περιμένει το επόμενο θύμα της!
Στη νέα προσαρμογή του έργου, σε σκηνοθεσία και δραματουργική επεξεργασία Κίρκης Καραλή, μια ομάδα οκτώ πρωταγωνιστών (Μαρία Κωνσταντάκη, Ερρίκος Λίτσης, Δανάη Λουκάκη, Ράνια Οικονομίδου, Σήφης Πολυζωίδης, Νίκος Πουρσανίδης, Μιχάλης Συριόπουλος, Αποστόλης Τότσικας), μεταφέρεται κάπου στις αρχές της δεκαετίας του ’90, προτού μπουν τα κινητά τηλέφωνα στις ζωές μας, σε μια πανσιόν της ελληνικής επαρχίας. Λατρέψαμε την νέα διασκευή του κλασικού και αγαπημένου μυθιστορήματος. Η ατμόσφαιρα ήταν υποβλητική και γεμάτη σασπένς, όπως αρμόζει άλλωστε σε έργα της Αγκάθα Κρίστι, και σε έκανε να αναζητείς αγωνιωδώς την αλήθεια. Πολύ δυνατές ερμηνείες από την πλειοψηφία των ηθοποιών, εκ των οποίων ξεχωρίσαμε για άλλη μια φορά την ερμηνεία του ταλαντούχου και βραβευμένου με Χορν νέου ηθοποιού, Μιχάλη Συριόπουλου.
ΠΗΓΕΣ: https://dromospoihshs.home.blog/2020/07/27/persesaisxylos/, https://www.efsyn.gr/nisides/anohyroti-poli/272578_theatro-meta-tin-pandimia, https://www.culturenow.gr/h-pontikopagida-tis-agkatha-kristi-ston-neo-akadimo/, https://www.culturenow.gr/kritiki-gia-to-trito-stefani-sto-theatro-pallas-enas-kosmos-poy-allazei/, https://www.culturenow.gr/istoria-xoris-onoma-gia-deyteri-xronia-sto-idryma-mixalis-kakogiannis/, https://www.athinorama.gr/theatre/article/chicago_miouzikal_uperparagogi_sto_olumpia-2538902.html
Ο δραματουργός Νίκος Καζαντζάκης (τραγική τριλογία “Προμηθέας”)
«Ο Καζαντζάκης δραματουργός. Θέμα ανεξάντλητο και μαζί εξαντλητικό. Ανεξάντλητο σε δύναμη φαντασίας, εξαντλητικό για κάθε μας προσπάθεια να υποτάξουμε την ορμή του σε θεατρική πράξη.
Από όλους τους νεοέλληνες θεατρικούς δημιουργούς, ο Καζαντζάκης είναι ο πιο αισχυλικός. Τιτάνας στ’ αγκαλιάσματα της ύλης, γίγαντας στ’ άπλωμα της δράσης, Κύκλωπας στο πελέκημα της κάθε του φράσης, αδιαφορεί για τους κοινούς τόπους και τρόπους, πλάθει, ονειρεύεται, προφητεύει. Αν στις τρεις δεκαετίες που δούλευε τα έργα του το θέατρό μας δεν ήταν προσηλωμένο στην ηθογραφία και τη φαρσοκωμωδία, ο Καζαντζάκης θα είχε σταθεί ο πραγματικός πατέρας της δραματουργίας μας ή, πιο σωστά, η πρωτόγονη δημιουργική της θεότητα. Μα δεν τ’ αξιωθήκαμε. Μήτε κι εκείνος γνώρισε τη χαρά […]Από το 1950 κι εδώθε -αφού πια ο Καζαντζάκης είχε ανακηρυχθεί στην ξενιτειά μεγάλος- η δεισιδαιμονία διαλύθηκε και το θεατρικό μας κοινό αγάπησε τη Μέλισσα, τον Ιουλιανό, τον Κολόμβο, το Βούδα, τον Καποδίστρια και, σαν όπερες του Καλομοίρη, τον Παλαιολόγο και τον Πρωτομάστορα.
Μα ακόμα και σήμερα μερικοί χολερικοί -παλαιού και νέου κύματος- τον διαγράφουν από το ελληνικό θεατρικό στερέωμα. Ίσως γιατί εκείνος δεν θέλησε ποτέ να κυνηγήσει την εύκολη επιτυχία, ακολουθώντας τα ρεύματα, τις μόδες και το Zeitgeist. Επαναστάτης από τις φασκιές του, αναρχικός, προοδευτικός, ήρωας, μάρτυρας, ελεύθερος πολιορκημένος του κομμουνισμού, χριστιανός σε παγκόσμια συμπόνοια κι Έλληνας σε παλμό ψυχής, ο Καζαντζάκης δεν βολεύτηκε ποτές του με συμβιβασμούς.
Το θέατρο ήταν γι’ αυτόν ένα αλώνι ελεύθερης αναμέτρησης Διγενή και Χάροντα, ένας δίχως υποκρισία, δίχως καπηλεία αγώνας εξόντωσης και διαιώνισης, μια τίμια ισορροπία -καθώς λέει ο ίδιος- ανάμεσα στο γκρεμό του ανθρώπου και το γκρεμό του Θεού.»
Αλέξης Σολομός (από το βιβλίο της Κυριακής Πετράκου “Ο Καζαντζάκης και το θέατρο”)
Ο Καζαντζάκης πράγματι φιλοδοξούσε να μείνει στην ιστορία ως μεγάλος θεατρικός συγγραφέας, κάτι το οποίο τελικά δεν κατάφερε. Η διεθνοποίησή του επήλθε μέσω των σπουδαίων μυθιστορημάτων του, όπως το “Βίος και Πολιτεία του Αλέξη Ζορμπά”, μυθιστορήματα που έθιγαν ζητήματα πανανθρώπινα με πρώτιστο το θέμα της ελευθερίας. Είναι γεγονός ότι τα θεατρικά εργα του Καζαντζάκη είχαν έντονη ποιητικότητα κι ήταν επομένως καταλληλότερα για ανάγνωση. Παρόλο που τον ενδιέφερε η καταξίωση μέσω του θεάτρου, εν τέλει αυτή ήρθε μέσω της πεζογραφίας που έγινε η δίαυλος επικοινωνίας του μεγάλου αυτού λογοτέχνη με το πλατύ ευρωπαϊκό κοινό.
Το καλοκαίρι τού 1943 ο Νίκος Καζαντζάκης γράφει στην Αίγινα την τραγική τριλογία: “Προμηθέας Πυρφόρος”, “Δεσμώτης”, “Λυόμενος”. Το 1945 ο “Προμηθέας Πυρφόρος” δημοσιεύεται στο περιοδικό “Καλλιτεχνική Ελλάδα” του Στρατή Μυριβήλη με αφιέρωση στον Ι. Θ. Κακριδή. Το 1948 μεταφράζεται στη γαλλική γλώσσα από τον ίδιο το συγγραφέα. Το 1955 ο “Δίφρος” εκδίδει στην Αθήνα με επιμέλεια Ε. Χ. Κάσδαγλη τον πρώτο τόμο του Θεάτρου του Καζαντζάκη, που περιλαμβάνει τραγωδίες με αρχαία θέματα: τον Προμηθέα, τον Κούρο, τον Οδυσσέα και τη Μέλισσα.
Η τριλογία του Καζαντζάκη είναι αντίστοιχη με την αρχαία τριλογία. Έχουν μάλιστα και οι δυο ίδιους τίτλους: Πυρφόρος, Δεσμώτης, Λυόμενος. Ο Καζαντζάκης ολοκλήρωσε την τριλογία του στο διάστημα Αυγούστου-Σεπτέμβρη 1943 στην Αίγινα.
«Όπως κάνει και με άλλα του θέματα, ο συγγραφέας δανείζεται ένα γνωστό μύθο ή πραγματικό γεγονός ή ακόμα μια μυθική ή λογοτεχνική μορφή και εννοιολογικά μετασχηματίζοντάς τη την κάνει κατάλληλη για την έκφραση του προσωπικού του μηνύματος. […]»
(Από το άρθρο του Θόδωρου Γραμματά «Ξαναδιαβάζοντας το έργο τού Νίκου Καζαντζάκη».)
«Ο συγγραφέας δανείζεται το γνωστό μύθο για να εκφράσει τις ιδέες του, τη μεταφυσική αγωνία του.
»Ο Προμηθέας βοηθάει τους θεούς να καταστείλουν την επανάσταση των Τιτάνων, ζητώντας ως αντάλλαγμα να μην πειράξουν τους ανθρώπους. Ωστόσο οι θεοί, παραβαίνοντας την υπόσχεσή τους, σκότωσαν τους ανθρώπους, γιατί οδηγούσαν τους τυφλούς Τιτάνες στα απάτητα μονοπάτια τού Ολύμπου. Ο Προμηθέας επαναστατεί, όταν τους βλέπει κατακεραυνωμένους. […]
»Οι άνθρωποι έχουν χαθεί. Ο Προμηθέας συγκρούεται με τους θεούς του Ολύμπου, μοιράζεται μαζί τους τον κόσμο. Παίρνει τη γης. […]
»Από το χώμα πλάθει καινούριους ανθρώπους. Δυο πήλινα αγάλματα στέκονται ασάλευτα ανάμεσα στους βράχους: ένας νέος και μια κοπέλα. Μέσα στα σπλάχνα τους έχει σφηνώσει την άγρια περηφάνια και το πείσμα.
»Αγωνίζεται να δώσει ζωή στη λάσπη, “ζωή και λευτεριά στης γης το χώμα”. Ο Σειληνός του αποκαλύπτει το μυστικό: μόνο ο κεραυνός μπορεί και τον πηλό να ζωντανέψει. Αλίμονο όμως σ’ εκείνον που θα απλώσει το χέρι του στη θεία φλόγα. Αιώνες θα μουγκρίζει κρεμασμένος πάνω στην άβυσσο.
»Ο Προμηθέας” με λαγαρό σκληρό μυαλό διαλέγει τη φοβερή τής λευτεριάς τη στράτα”.»Βροντή τρομερή ακούγεται, ένας κεραυνός πέφτει κι η αγριελιά μπροστά από τη σπηλιά παίρνει φωτιά. Ο Προμηθέας χυμάει και παίρνει ένα κλαρί αναμμένο. Στήνουν πέτρες, σωριάζουν ξύλα και χώνουν τον κεραυνό με προσοχή να μη σβήσει. Ο Προμηθέας αρπάζει ένα δαυλό, τρέχει στα πήλινα αγάλματα, τα αλείφει με τις φλόγες. “Τα κοιτάζει με αγωνία. Σιγά σιγά ζωντανεύουν, παίρνουν αναπνοή, αναστενάζουν, παίζουν τα βλέφαρα, κουνούν τα χέρια, κάνουν τρεκλίζοντας ένα βήμα”. Το θάμα έγινε. Η λάσπη πήρε ψυχή. Περικυκλώνουν με χαρά τους καινούριους ανθρώπους, τους αγκαλιάζουν, τους μαθαίνουν να περπατούν, να γελούν, να ζουν, να αγωνίζονται.
»Ο “Προμηθέας Πυρφόρος”, γράφει ο Βρεττάκος, “δείχνει περισσότερο από κάθε άλλο του έργο την πρωτεϊκή απασχόληση της σκέψης του Καζαντζάκη. Την αγωνία του να ανοίξει ένα δρόμο σ’ αυτό που νομίζει σκοτάδι, την αναδίπλωσή του στις ρίζες, την εμπιστοσύνη του στα τραχιά πολεμικά κορμιά, στη φυσική δύναμη, κι όλα αυτά βέβαια σε έναν αιώνα που τα ξεπέρασε το πνεύμα κι οι δυνάμεις του ανεβάσματος του ανθρώπου έχουν μετατεθεί”.»
(Από το βιβλίο τής Θεοδώρας Παπαχατζάκη-Κατσαράκη Το Θεατρικό Έργο τού Νίκου Καζαντζάκη.)
Υπόθεση των έργων της τριλογίας
Προμηθέας Πυρφόρος
Μετά την Τιτανομαχία, ο Δίας απαιτεί την υποταγή του Προμηθέα στην εξουσία του, λησμονώντας ότι κατάφερε να νικήσει χάρη στη δική του βοήθεια.
Αγανακτισμένος επειδή ο Δίας παραβίασε τους όρκους του και κατέστρεψε τους ανθρώπους, ο Προμηθέας αρνείται. Πλάθει με πηλό έναν άντρα και μια γυναίκα και τους δίνει ψυχή μ’ ένα κλαδί που είχε ανάψει από τον κεραυνό του Δία. Οι πήλινες μορφές ζωνταντεύουν και η Πανδώρα γίνεται για λίγο το μήλο της έριδος ανάμεσα στον Προμηθέα και τον αδερφό του, Επιμηθέα. Αν και η γυναίκα προτιμά τον ανυπότακτο Προμηθέα, ε-κείνος την παροτρύνει να παντρευτεί τον Επιμηθέα. Οι γιορτές του γάμου σκιάζονται από την προσδοκία της τρομερής εκδίκησης του Δία.
Προμηθέας Δεσμώτης
Πολλά χρόνια αργότερα, ο ασπρομάλλης Προμηθέας εξακολουθεί να διδάσκει τους ανθρώπους, αλλά αισθάνεται ότι ο χρόνος του τελειώνει. Πράγματι, ο Επιμηθέας τον προδίδει και οι δύο εκτελεστές του Δία, ο Θυμός και η Βία, τον καρφώνουν στον Καύκασο. Ο Προμηθέας παραμένει ανυπόκτακτος και αρνείται τις προτάσεις της Πανδώρας να μεσολαβήσει για χάρη του στον Δία. Ενώ τον συντροφεύουν οι Ωκεανίδες, έρχεται μια χωριατοπούλα κρατώντας ένα ομοίωμα παιδιού, και του ζητά να την ευλογήσει για ν’ αποκτήσει γιο από έναν άγνωστο γκριζομάλλη άντρα. Αργότερα, τον επισκέπτεται η Αθηνά, που αποκαλύπτεται ότι είναι κόρη δική του και όχι του Δία. Του προτείνει να ξεχάσει τα πάντα και να ανέβει μαζί της στον Όλυμπο, διαβεβαιώνοντάς τον ότι ο Δίας δεν έχει πάψει να τον αγαπάει. Σε όραμα, του δείχνει την ακμή και την παρακμή του ανθρώπινου πολιτισμού και στο τέλος του λέει αι-νιγματικά ότι η ίδια, όπως και ο Δίας, είναι δέσμιοι μιας ακόμη μεγαλύτερης δύναμης, την οποία όμως δεν ονομάζει. Ο Προμηθέας απορρίπτει την προσφορά.
Προμηθέας Λυόμενος
Ακόμη πιο γερασμένος, ο Προμηθέας εξακολουθεί να βρίσκεται καρφωμένος στον Καύκασο και περιμένει τις Ωκεανίδες να του φέρουν τα νέα για την έλευση του Λυτρωτή γιου του. Όταν εκείνες έρχονται, βλέπουν με έκπληξη πως έχει ανθίσει το ακάνθινο στεφάνι που φορεί στο κεφάλι του. Επικρατεί αναταραχή. Τρομαγμένοι Τιτάνες φτάνουν με μήνυμα συμφιλίωσης από τον Δία, αλλά ο Προμηθέας δηλώνει ότι λυτρώθηκε μόνος του και είναι εκείνος που θα σώσει τον Δία. Ακολουθούν ο Σιληνός μ’ ένα νέο θεό, τον Βάκχο, ένα πλήθος Γερόντων κυνηγημένων από ένα μυστηριώδη ανθρώπινο-λιονταρίσιο ίσκιο, και ο Επιμηθέας. Δεν αργεί να εμφανιστεί ο Ηρακλής – ο «Λυτρωτής-γιος», που απελευθερώνει τον Προμηθέα. Η Αθηνά καλεί τον Ηρακλή να ανέβει στον Όλυμπο, αλλά ο Προμηθέας, προσπαθώντας να τον εμποδίσει, τον αγκαλιάζει και χάνεται μέσα του. Τώρα πια, ο αντάρτης Τιτάνας ζει «σα στοχασμός» στο σώμα του Ηρακλή, που αποφασίζει να μείνει στη γη και να βοηθήσει στον αγώνα της.
ΠΗΓΕΣ: https://totheatro.blogspot.com/2013/10/kazantzakis-theatro.html , https://totheatro.blogspot.com/2013/10/kazantzakis-promitheas.html
Αισχύλου Πέρσαι στην Επίδαυρο
Πληροφορίες για το έργο
Το 472 π.Χ. ο Αισχύλος νίκησε με μια τετραλογία που περιελάμβανε τις τραγωδίες Φινεύς, Πέρσαι, Γλαύκος, Ποτνιεύς και το σατυρικό δράμα Προμηθεύς Πυρκαεύς.
Οι Πέρσαι είναι το παλαιότερο σωζόμενο έργο του δραματουργού, ενώ από τα άλλα τέσσερα, μυθολογικού περιεχομένου, δεν διασώζονται παρά μηδαμινά σπαράγματα. Είναι, επομένως, οι Πέρσαι το πρώτο πλήρες δράμα στην ιστορία του θεάτρου και ταυτόχρονα το μόνο δραματικό έργο που διασώζεται με ιστορικό περιεχόμενο. Χρησιμεύει πολύ για τη μελέτη του δράματος, ωστόσο δεν είναι κάτι εντελώς καινούργιο για την εποχή του Αισχύλου. Ο Φρύνιχος είχε παρουσιάσει δύο τουλάχιστον φορές έργα εμπνευσμένα από την ιστορική πραγματικότητα. Για το ένα, μάλιστα, τη Μιλήτου άλωσι, είχε υποχρεωθεί να πληρώσει ο ίδιος και πρόστιμο επειδή είχε υπενθυμίσει στο αθηναϊκό κοινό «οικεία κακά», την καταστροφή δηλαδή της Μιλήτου από τους Πέρσες. Το δε δεύτερο έργο του Φρυνίχου –Φοίνισσαι– έχει ακριβώς το ίδιο θέμα με τους Πέρσες, την καταστροφή των Περσών από τους Έλληνες στη Σαλαμίνα.
Η επιλογή του θέματος αυτού από τον Aισχύλο, όπως άλλωστε και από τον ομότεχνό του Φρύνιχο στις «Φοίνισσές» του, που διδάχτηκαν τέσσερα χρόνια νωρίτερα, με χορηγό το Θεμιστοκλή, δε συνιστά τόσο μεγάλη απομάκρυνση από τη σφαίρα του μύθου, εφόσον είναι ακόμα η εποχή που η ιστορική συνείδηση, όπως την εννοούμε σήμερα, δεν έχει ακόμα αναπτυχθεί και οι Έλληνες πιστεύουν και στων μύθων την ιστορική αξία προκειμένου να προβάλουν ή να ερμηνεύσουν γεγονότα του καιρού τους, καταφεύγουν άνετα στη μυθική τους παράδοση πιστεύοντάς την για ιστορία.
Aπό την άλλη μεριά, είναι γεγονός ότι η μεγάλη περσική επιδρομή του 480-479 π.X. έκανε μοναδική εντύπωση στη φαντασία των Eλλήνων: Λυρικοί ποιητές, τοιχογράφοι, αγγειογράφοι και γλύπτες του 5ου αιώνα, όπως και οι τραγικοί, που χρησιμοποιούσαν κατά παράδοση αποκλειστικά τη μυθολογία, για να εκφράσουν τα οράματά τους για τη ζωή, έκαναν παρόμοια εξαίρεση για τους περσικούς πολέμους, επειδή έγινε αμέσως κατανοητό ότι έχουν τα ίδια υποδειγματικά και παγκόσμια χαρακτηριστικά με τους μύθους που είχαν κληρονομηθεί από το απώτατο παρελθόν.
Στους Πέρσες ο Αισχύλος υιοθετεί εκτός από το θέμα και τη βασική ιδέα του προκατόχου του, την περιγραφή της ελληνικής νίκης από την πλευρά των ηττημένων, προχωρώντας βεβαίως σε μια μεγαλοπρεπή ανύψωση. Ο Αισχύλος υμνήθηκε πολλάκις και δικαίως διότι χάρισε υπερχρονική διάρκεια στις ύψιστες ώρες του λαού του, χωρίς ελάχιστο ίχνος στενόκαρδου μίσους.
Η υπόθεση του έργου το οποίο διαδραματίζεται στα Σούσα έχει, συνοπτικά, ως εξής:Την είσοδο του Χορού την αποτελούν Πέρσες γέροντες ευγενείς (σύμβουλοι) που εκφράζουν την ανησυχία τους για την τύχη του στρατού που έχει εκστρατεύσει κατά της Ελλάδας, αναφέροντας τα ονόματα των επιφανών Περσών που συμμετέχουν. Ο Χορός περιγράφει το πλήθος του στρατού αλλά και την ιστορία των Περσών όσον αφορά τη στρατιωτική (και ναυτική) επιχείρηση που τώρα έχουν αναλάβει. Στη σκηνή εισέρχεται η Άτοσσα, σύζυγος του νεκρού Δαρείου και μητέρα του αρχηγού της εκστρατείας Ξέρξη. Εμπιστεύεται στον Χορό την ανησυχία που την έχει κυριεύσει και διηγείται το όνειρο που την τάραξε (τη ζεύξη δύο γυναικών, μιας Ελληνίδας και μιας Ασιάτισσας, σε ένα άρμα από τον Ξέρξη), δηλώνοντας επίσης ότι προτίθεται να προσφέρει θυσία στους θεούς.
Φθάνει ο αγγελιαφόρος και αναγγέλλει τη νίκη των Ελλήνων και την καταστροφή των Περσών, πληροφορώντας την Άτοσσα για τη σωτηρία του Ξέρξη ενώ αναφέρεται και ονομαστικά στους Πέρσες που σκοτώθηκαν. Κατόπιν περιγράφει αναλυτικά τη ναυμαχία καθώς και την κακή τύχη του υπόλοιπου στρατού που επιχείρησε να επιστρέψει διά ξηράς.
Η Άτοσσα επιστρέφει στο παλάτι για να ετοιμάσει θυσία. Ο Χορός εν τω μεταξύ θρηνεί για την πανωλεθρία. Η Άτοσσα μαζί με τον Χορό προσφέρουν τιμές στον τάφο του Δαρείου. Ξαφνικά εμφανίζεται το φάντασμα του Δαρείου και μιλάει προς τους Πέρσες και την Άτοσσα. Ο Δαρείος πληροφορείται για τη συμφορά των Περσών και την αποδίδει στην αλαζονεία του γιου του που ξεπέρασε το μέτρο. Η Σαλαμίνα είναι το πρώτο μέρος της ανταπόδοσης και οι Πλαταιές, όπως προφητεύει ο Δαρείος προτού επιστρέψει στον Κάτω Κόσμο, θα είναι το δεύτερο. Ο Χορός αναπολεί τις επιτυχίες του Δαρείου όσο ήταν ζωντανός. Έρχεται ο Ξέρξης με θρήνους για τη συμφορά και σε λυρικό διάλογο με τον Χορό μνημονεύει και άλλους επιφανείς Πέρσες που χάθηκαν. Το έργο τελειώνει με λυρικούς θρηνητικούς στίχους που εναλλάσσονται ανάμεσα στον Ξέρξη και στον Χορό.
Η αντίληψη –διαμορφωμένη προφανώς στις αρχές του 5ου αιώνα π.Χ.– ότι ο ελληνικός και ο ασιατικός κόσμος χωρίζονται σαφώς από όρια που εκτός από γεωγραφικά είναι επίσης και ηθικά, αισθητικά και ιδεολογικά φαίνεται ολοκάθαρα στο κείμενο του Αισχύλου, σχετιζόμενη άμεσα με τη γνωστή διάκριση «Ελλήνων» και «βαρβάρων».
Στους Πέρσες η εικόνα της ελληνικής νίκης αναμφισβήτητα τονίζεται, παρουσιάζεται πάντως χωρίς εύκολη θριαμβολογία από χείλη νικητών, αλλά με ανησυχία και οδύνη από πάθη ευγενών ηττημένων. Οι πολιτικές και πολιτιστικές αιχμές του Αισχύλου είναι εμφανείς, με τον υπερτονισμό του στοιχείου της δεσποτικής περσικής μοναρχίας και με την υπενθύμιση των αγαθών που εξασφαλίζει στην ελληνική πλευρά η ελευθερία της βούλησης. Μεγάλο ενδιαφέρον στην τραγωδία αυτήν παρουσιάζει το γεγονός ότι κάποιου τύπου αξιολογική διάκριση ανάμεσα στους δύο αυτούς κόσμους πρέπει να γινόταν αντιληπτή ακουστικά. Στο γλωσσικό επίπεδο, ιδίως στα στάσιμα, φαίνεται να εκφράζεται με τις θρηνητικές εκφράσεις και με την υπερβολική χρήση των επιφωνημάτων.
Και, κάτι άλλο. Μας διαφεύγει, δυστυχώς, η μουσική, το μεγαλύτερο χάσμα που καλούμαστε να ξεπεράσουμε, αφού προσεγγίζουμε το δράμα μόνο οπτικά!
Ένα άλλο γενικό πρόβλημα είναι η θρησκευτική διάσταση της ιδεολογίας στο θέατρο του Αισχύλου. Η διάκριση του ελληνικού και του ασιατικού χώρου ανάγεται σε θρησκευτικό επίπεδο, δηλαδή σε ένα επίπεδο κοινής αποδοχής της εποχής του. Εντοπίζεται στην αποδοκιμασία που εκφράζει ο θεϊκός χώρος –ο Δίας– μέσω της ελληνικής νίκης απέναντι στην επεκτατική απληστία του παρορμητικού Ξέρξη. Ακούμε για την Άτη και συναντούμε έτσι μία έννοια που στην τραγωδία, την αισχύλεια προ πάντων, είναι ένα βασικό στοιχείο της ερμηνείας του κόσμου. Η γλώσσα μας δεν μπορεί να την εκφράσει με μία λέξη. Από το μέρος των θεών η Άτη είναι το πεπρωμένο που αυτοί το στέλνουν στους ανθρώπους, ενώ από το μέρος των ανθρώπων η Άτη παριστάνεται ως τύφλωση, που στην αρχή έρχεται κοντά τους χαμογελαστή, τους θολώνει όλο και περισσότερο το μυαλό, τους ξεγελάει, και τους αφήνει τέλος να τραβήξουν τον δρόμο της καταστροφής τους. Η εξολόθρευση της περσικής βασιλικής δύναμης παριστάνεται ως συνέπεια εκείνης της αρχικής αμαρτίας που οι Έλληνες ονόμαζαν Ύβρι. Ο άνθρωπος που τον βρήκε η Άτη ξεπερνάει τα σύνορα που του έχουν ορισθεί, κλονίζει την τάξη του κόσμου και πρέπει να πέσει θύμα της δικής του τύφλωσης. Η ζεύγη του Ελλησπόντου –όπως και η ζεύξη των δύο γυναικών στο όνειρο της Άτοσσας– εμφανίζεται ως υβριστική παραβίαση μιας φυσικής τάξης που δεν πρέπει να διαταραχθεί.
Ο Δίας που τιμωρεί το μυαλό που ανεβαίνει πολύ ψηλά είναι μία άποψη που συμμερίζεται όλος ο αθηναϊκός λαός αλλά υπάρχει και ένας άλλος σκοτεινός λόγος: Λέει ο Αισχύλος: «αλλ’ όταν σπεύδη τις αυτός, χω θεός συνάπτεται» (όταν κάποιος δείχνει βιασύνη, τότε και ο θεός του δίνει ένα χέρι). Ο άνθρωπος ξεκινώντας για την αμαρτία βρίσκει πρόθυμο αρωγό τον θεό, λοιπόν. Μια παράξενη σκέψη για έναν θεό που βοηθάει για το κακό μένει σκοτεινή και μόνο στην Ορέστεια αποκαλύπτεται τελείως η σημασία της.
Εξάλλου, το είδωλο του Δαρείου εκτός από ένα θεατρικό εύρημα έχει και έναν ιδεολογικό πυρήνα που τοποθετεί στις τρεις διαστάσεις του χρόνου, στο παρελθόν, στο παρόν και στο μέλλον, τα όρια της συμβίωσης των δύο κόσμων.
Πληροφορίες για την παράσταση
Είχαμε την τύχη φέτος πάρα τις δύσκολες υγειονομικές συνθήκες είχαμε την ευκαιρία να παρακολουθήσουμε στο θέατρο της Αρχαίας Επιδαύρου και στο πλαίσιο του Φεστιβάλ Αθηνών και Επιδαύρου του Πέρσες από το Εθνικό Θέατρο σε σκηνοθεσία του Δημήτρη Λιγνάδη.
Ένα κείμενο εξαιρετικό σε απόδοση του Θ.Κ. Στεφανόπουλου αναδείκνυε την συνέχεια της ελληνικής γλώσσας και την μαγεία της. Το μέτρο, ο ρυθμός, οι λέξεις συνέθεταν μια υπέροχη ατμόσφαιρα ώστε να ξεδιπλωθεί πάνω του το ταλέντο των συντελεστών της παράστασης. Σε αυτό συνέβαλαν τα υποβλητικά σκηνικά (Αλέγια Παπαγεωργίου), ο εναλλασσόμενος φωτισμός (Χριστίνα Θανάσουλα), τα εξαίσια κουστούμια (Εύα Νάθενα). Τα τελευταία συνοδευόμενα με τις κινήσεις των ηθοποιών σε μια υποβλητική χορογραφία και μουσική υπόκρουση της λύρας (Κωνσταντίνος Ρήγος, Γιώργος Πούλιος, Μελίνα Παιονίδου) χαρακτηριστική του πόνου και της ήττας απέδιδαν μια υπερβατική φύση σε όλη την ατμόσφαιρα.
Ο χορός με τους γέροντές του ήταν μοναδικός και τα λόγια του δυνατά πέρασαν τόσους αιώνες και ακόμα και σήμερα ακούγονταν επίκαιρα και ουσιώδη. Ο Άγγελος (Αργύρης Πανταζάρας) μετέφερε τα αρνητικά μαντάτα με πόνο τρομερό και άφατο. Ομοίως ο Ξέρξης (Αργύρης Ξάφης), γυρνά ατιμωμένος και πληγωμένος, προδομένος από τον ίδιο του τον εαυτό και τις προσδοκίες του. Ο Δαρείος (Νίκος Καραθάνος) από την άλλη που εμφανίζεται σαν είδωλο από τον κάτω κόσμο κατέχει την σοφία και την διορατικότητα των νεκρών. Η Βασίλισσά του (Λυδία Κονιόρδου) είναι το τραγικό πρόσωπο της ιστορίας, αφού σαν μάνα και σαν αρχόντισσα χάνει τα νιάτα της Περσίας και την πίστη της αυτοκρατορίας στον γιο της.
Οι ηθοποιοί ερμήνευσαν με μοναδική μαεστρία και υποκριτική δεινότητα τους ρόλους ενός έργου δύσκολου και απαιτητικό τόσο από σκηνοθετική και χορογραφική άποψη όσο και λόγω κειμένου και ύψιστων νοημάτων. Το έργο αυτό είναι μια ξεκάθαρη απόδειξη πως το θέατρο είναι παντός καιρού και αποτελεί μια ανάγκη πανανθρώπινη που διαπερνά τον χώρο και τον χρόνο, τους Αρχαίους και τους Νεοέλληνες, εμάς και τους Πέρσες. Είναι μια τραγωδία οικουμενική, αντιπολεμική και μια μοναδική εμπειρία θεάματος. Αντί επιλόγου προτιμούμε τα λόγια του σκηνοθέτη Δημήτρη Λιγνάδη:
Μὲ τὴν παράσταση αὐτὴ θέλησα νὰ κλίνω εὐλαβικῶς τὸ γόνυ ἀπέναντι σὲ ἕναν ὕψιστο δημιουργό. Τὸν Αἰσχύλο Εὐφορίωνος. Προσπάθησα νὰ καταστήσω εὔληπτη τὴ Σημαντικὴ τοῦ θείου Λόγου του. Καθιστώντας ταυτόχρονα εὐάγωγους τοὺς αἰσθητηριακοὺς ὑποδοχεῖς τοῦ κοινοῦ, ὥστε νὰ συλλάβει τὴν «παρασημαντική» του. Προσπάθησα, ἐπίσης, νὰ ἀποτυπωθοῦν καὶ νὰ κατανοηθοῦν –λόγω καὶ ἔργω– τὰ ζητήματα ποὺ θέτει τὸ ἔργο. Ρητὰ καὶ ὑπόρρητα. Συλλαβὴ πρὸς συλλαβή, «διαβάσαμε» τὸ αἰσχύλειο μέτρο στὸν στίχο, γιὰ νὰ τὸ ἀποδώσουμε σὲ ἦχο. Στὸ μέτρο τὸ ἀνθρώπινο.
Δὲν θὰ σταθῶ ἐδῶ οὔτε στὴν ὑπόθεση τῶν ΠΕΡΣΩΝ οὔτε στὸν μεγαλειώδη τρόπο τοῦ Αἰσχύλου μὲ τὸν ὁποῖο μετουσιώνει ἕνα μεῖζον ἱστορικὸ Θέμα σὲ ἕνα μέγιστο ποιητικὸ Θέαμα. Θὰ σταθῶ μονάχα στὴ συγκίνηση ποὺ δοκιμάσαμε ὅλοι, σχεδιάζοντας καὶ ἐκτελώντας, ὄχι εὔκολα, τὸ ἐγχείρημα τοῦτο, κατὰ τὴ συγκεκριμένη χρονικὴ στιγμή. Σὲ μία δυστοπική, θεατρικὰ (καὶ ὄχι μόνο) περίοδο, τὸ Ἐθνικὸ Θέατρο φώναξε «παρών». Ἐν ὀνόματι τοῦ κάθε ἀπόντος. Μετὰ ἀπὸ ἕναν ἀναγκαστικὰ νοσηρὸ ἐγκλεισμὸ ἐντὸς καὶ ἐκτός μας, μέσα σὲ ἕναν… πανδημικὸ σκεπτικισμὸ ἀπέναντι σὲ «παλαιὲς» ἀξίες, ὅπου ὅλοι τηροῦμε ἀποστάσεις ἀσφαλείας ἀπὸ… ἥρωες, ἡ σκηνοθετική μου ἀνάγνωση ἐπιχειρεῖ νὰ γεφυρώσει μὲ ἕναν, ἂς τὸν ὀνομάσω ΜΕΤΑΚΛΑΣΙΚΟ τρόπο, τὸ κείμενο μὲ τὴν Σήμερον, τὴν Αὔριον καὶ τὸ Χθές. Εὐχαριστῶ γιὰ τὴ συμπόρευση, τὴν ἀντοχὴ καὶ ἀνοχὴ ὅλων τῶν συνεργατῶν μου.
Τέλος, στοὺς ΠΕΡΣΕΣ ἀκούγεται ὁ στίχος Ἴτε, παῖδες Ἑλλήνων καὶ λίγο μετὰ Ὅταν ἀνθίζει ἡ ὕβρις, μεστώνει τὸ στάχυ τῆς πλάνης καὶ τότε θερίζεις θέρος δακρύων. Σὲ ἕναν τέτοιον ποιητὴ ἐμπιστεύθηκα τὴν κάθε εἴδους ἀνάταση ποὺ ὅλοι μας ἔχουμε ἀνάγκη. – Δημήτρης Λιγνάδης, σκηνοθεσία
Πηγές:
1. Γράμματα Ι: Αρχαϊκή και Κλασική Περίοδος, ΕΑΠ, 2001.
2. Άλβιν Λέσκυ, Ιστορία της Αρχαίας Ελληνικής Λογοτεχνίας
3. http://texnografia.blogspot.com/2014/07/blog-post_29.html?m=1
4. https://eapilektoi.blogspot.com/2013/09/blog-post.html?m=1