Τὸ πλοῖο ὁλοσκότεινο ἔσχιζε τὰ νερὰ ζητώντας ἀνυπόμονα τὸ λιμάνι του. Δὲν εἶχε ἄλλο φῶς παρὰ τὰ δύο χρωματιστὰ φανάρια τῆς γέφυρας ζερβόδεξα· ἕνα ἄλλο φανάρι ἄσπρο ἀκτινοβόλο ψηλὰ εἰς τὸ πλωριὸ κατάρτι καὶ ἄλλο ἕνα μικρὸ πίσω εἰς τὴν πρύμη του. Τίποτε ἄλλο. Οἱ ἐπιβάτες ἦσαν ὅλοι ξαπλωμένοι στὶς κοκέτες τους, ἄλλοι παραδομένοι στὸν ὕπνο καὶ ἄλλοι στοὺς συλλογισμούς. Οἱ ναῦτες καὶ θερμαστές, ὅσοι δὲν εἶχαν ὑπηρεσία ἐροχάλιζαν εἰς τὰ γιατάκια τους. Ὁ καπετάνιος μὲ τὸν τιμονιέρη ὀρθοὶ στὴ γέφυρα, μαῦροι ἴσκιοι, σχεδὸν ἐναέριοι, ἔλεγες πὼς ἦσαν πνεύματα καλόγνωμα, ποὺ ἐκυβερνοῦσαν στὸ χάος τὴν τύχη τοῦ τυφλοῦ σκάφους καὶ τῶν κοιμωμένων ἀνθρώπων. Ἔξαφνα ἡ καμπάνα τῆς γέφυρας ἐσήμανε μεσάνυχτα. Μεσάνυχτα ἐσήμανε καὶ ἡ καμπάνα τῆς πλώρης. Τὸ καμπανοχτύπημα γοργό, χαρούμενο, ἐπέμενε νὰ ρίχνῃ τόνους μεταλλικοὺς περίγυρα, κάτω στὴ σκοτεινὴ θάλασσα καὶ ψηλὰ στὸν ἀστροφώτιστο οὐρανὸ καὶ νὰ κράζῃ ὅλους εἰς τὸ κατάστρωμα. Καὶ μὲ μιᾶς τὸ σκοτεινὸ πλοῖο ἐπλημμύρισεν ἀπὸ φῶς, ἀπὸ θόρυβο, ἀπὸ ζωή. Ἄφησε τὸ πλήρωμα τὰ γιατάκια του καὶ οἱ ἐπιβάτες τὶς κοκέτες τους.
Continue reading “Πάσχα στα Πέλαγα του Ανδρέα Καρκαβίτσα”Ετικέτα: Ανδρέας Καρκαβίτσας
Χριστουγεννιάτικο Διήγημα: “Οι ήχοι της καμπάνας” του Ανδρέα Καρκαβίτσα
Νταγκ! Νταγκ! Νταγκ!
Το χωριό γίνεται ανάστατο μεμιάς. Μέσα απ’ τον αγέρα, που σαλεύει με θόρυβο τα δένδρα και μέσα απ’ τα κεραμίδια, σιγά – σιγά δυναμώνουν και φτάνουν στην αρχή σαν όνειρο κι έπειτα σαν πραγματικότητα στ’ αυτιά του κοιμισμένου χωρικού. Αυτός όμως είναι τόσο καλά μέσα στο καλύβι του, αισθάνεται τέτοια ζέστη κάτω από τα μάλλινα σκεπάσματά του, που δυσκολεύεται ν’ αλλάξει τη ζεστασιά του με το κρύο της νύχτας. Αλλά κι οι ήχοι της καμπάνας του φέρνουν τέτοια χαρά στην καρδιά, του χύνουν τόση γαλήνη στην ψυχή, του ξυπνούν τη θρησκευτική του πίστη, που η φαντασία του παρουσιάζει μπροστά του το εκκλησάκι, που λαμποκοπάει μες στην ομορφιά και στη δόξα. Νιώθει γύρω του να ψάλλονται τα τροπάρια, που δεν καταλαβαίνει τα λόγια τους, αλλά μαντεύει τη σημασία τους με την καρδιά του. Η ψυχή του κυριεύεται από ακράτητη ορμή κι από πόθο να χαρεί την Άγια Γιορτή και διώχνει αμέσως τη νύστα του, πηδώντας ορθός και φωνάζοντας με χαρά:
– Γυναίκες, παιδιά, σηκωθείτε!
Μα οι γυναίκες και τα παιδιά βρίσκονται πριν απ’ αυτόν στο πόδι. Ανάβουν το λυχνάρι, και σκαλίζουν τη φωτιά, που τρώει λαίμαργη μια καινούρια αγκαλιά από φρύγανα. Τα παιδιά ζητούν ανυπόμονα τα καινούρια τους ρούχα, ο χωρικός βιάζεται να καθαρίσει τη σκονισμένη απ’ τη δουλειά φορεσιά του, η χωρική τρέχει παντού.
– Νταγκ! Νταγκ! Νταγκ!
Χτυπάει, για να ξυπνήσει τους αφεντάδες του τόπου, που δεν τους ξύπνησαν οι πρώτοι ήχοι της καμπάνας. Σηκώνονται κι εκείνοι κι ενώ ετοιμάζονται για τη Λειτουργία, ρίχνουν ματιές στο γουρουνόπουλο, που κρέμεται απ’ το ταβάνι. Θυσιάστηκε κι αυτό μαζί μ’ όλους τους όμοιούς του στο χωριό και στα γύρω τ’ απομεσήμερο της περασμένης μέρας. Από το πρωί είχαν απολυθεί όλα τα φυλαγμένα γουρούνια κι έτρεχαν κοπαδιαστά στους δρόμους του χωριού. Άξαφνα όμως ο Βόλας, ο καλύτερος σκοπευτής του χωριού, ρίχνει στο κοπάδι την πρώτη τουφεκιά. Κι ενώ οι γυναίκες και τα παιδιά, κλείνονται μέσα στα σπίτια, οι χωρικοί με τα καρυοφίλλια στα χέρια πυροβολούν αλύπητα. Οι γρυλισμοί των ζώων, οι χαρούμενες φωνές των αντρών, που τα κυνηγούν, τα γαυγίσματα των σκύλων κι οι αδιάκοπες ντουφεκιές γεμίζουν τον αέρα με θόρυβο κι αλαλητό. Σε λίγο όμως παύουν όλα. Οι γυναίκες βγαίνουν να ζεστάνουν νερό για το μάδημα, ενώ οι άντρες περιγράφουν ο ένας στον άλλον κοροϊδευτικά τις απελπισμένες φωνές και τα τρεχάματα των γουρουνιών για να ξεφύγουν το θάνατο…Τώρα, καθένα τους κρέμεται στο σπίτι του αφεντικού του, έχοντας στο στόμα του ακέραιο λεμόνι, που του το’ βαλε η νοικοκυρά για να γίνει νόστιμο το κρέας του. Σε λίγο θα λιανιστεί. Θα βραστεί, θα παστωθεί για να γίνει παστουρμάς και πηχτή και να θρέψει όλο το χειμώνα τον αφέντη και το σπίτι του…
– Νταγκ! Νταγκ! Νταγκ!
Ακούγεται ξανά η καμπάνα, που αντηχεί δυνατά σαν να της μεταδίνει όλη του την ανυπομονησία ο κωδωνοκρούστης. Το νιό αντρόγυνο θέλει να πάει στη Λειτουργία, αλλά πρέπει να πάει καθώς του ταιριάζει μια τέτοια επίσημη μέρα. Η λυγερή θυμάται καλά τα λόγια, που της είχαν πει από βραδίς τα παιδιά, που τραγουδούσαν:
Σήκω κυρά μ’ να στολιστείς,
σήκω κυρά μ’ ν’ αλλάξεις,
βάλε τον ήλιο πρόσωπο
και το φεγγάρι αστήθι
και τον καθάριο αυγερινό
βάλτονε δαχτυλίδι…
Γι’ αυτό στέκεται ορθή μπρος σ’ ένα μικρό κομμάτι από καθρέφτη, κολλημένο με λάσπη στον τοίχο, και βάνει όλη της τη φροντίδα για να δώσει περισσότερη λάμψη στο φυσικό κάλλος του προσώπου της. Μα κι ο άντρας της, λεβέντης με το μαύρο μουστάκι στριμμένο, με το φέσι του λίγο στραβά, με τη φουστανέλλα τη χιονάτη, φοράει τα παπούτσια του και τραβούν για την εκκλησία.
– Νταγκ! Νταγκ! Νταγκ!
Ας έρθει ο κόσμος όλος! Όλους τους θέλει η εκκλησιά. Κι ολοένα μαζεύονται από δω κι από κει απ’ όλα τα μονοπάτια του χωριού προβάλουν συντροφιές από γυναίκες κι άντρες και παιδιά. Κι η χαμηλή και στενόχωρη εκκλησιά με τις θαμπόθωρες εικόνες της, με το ξύλινο ταβάνι και με το πλακόστρωτο χώμα, όλους τους καρτερεί και όλους τους υποδέχεται, θαρρείς με τις προσευχές του παπά και τις φωνές του ψάλτη. Κι η ψυχή τους φτερουγίζει στο Θρόνο του Πλάστη. Τα πρόσωπα όλα γελούν, οι καρδιές βροντοχτυπούν στα στήθη συγκινημένες, το θρησκευτικό αίσθημα μεγαλώνει. Οι παράτονες φωνές του ψάλτη φαίνονται θεία λόγια και η ιεροτελεστία του παπά σαν φύσημα δροσιστικό, που βαλσαμώνει τους κόπους της καθημερινής ζωής.
– Νταγκ! Νταγκ! Νταγκ!
Η Λειτουργία τελείωσε, απόλυσε η εκκλησιά. Οι χωριανοί ασπάζονται τις εικόνες, φιλούν το χέρι του παπά, άλλοι μεταλαβαίνουν κι άλλοι φεύγουν μασώντας τ’ αντίδωρο και κάνοντας το σταυρό τους. Στα σπίτια τους, εκεί ακούν με προσοχή κανένα γέρο αγωνιστή, που παραβάλλει τη φυγή της Παρθένου και του Ιησού με τα άτυχα ανδρόγυνα στην εποχή της Επαναστάσεως. Και η απλοϊκή παράσταση της γεννήσεως ενός Θεανθρώπου τόσο αρμονικά συνταιριάζεται με τη φαντασία και τα αγνά έθιμα των χωρικών, που καθένας τους φέρνει αμέσως στο νου του το εσωτερικό του στάβλου του και τοποθετεί μέσα σ’ αυτόν μια γυναίκα πανέμορφη, λυμένη από τους πόνους της γέννας, κι ένα απλοϊκό χωρικό γονατισμένο μπροστά της, πρόθυμο να την υπηρετήσει και ένα βρέφος καταγής που τις περισσότερες φορές έχει τη μορφή του πρώτου γιου του, και τα δεμάτια τ’ άχυρο τριγύρω και το βόδι και τ’ άλογα από τη μια μεριά κι από την άλλη και δυο – τρεις γέρους τσοπάνηδες που τρέχουν να προσκυνήσουν το νεογέννητο Βασιλιά…
Ακούστε το διήγημα στον σύνδεσμο που ακολουθεί. Διαβάζει ο Ανδρέας Χατζηδήμου:
Πηγή: http://ligakaikala.blogspot.com/2013/12/blog-post_1130.html?m=1
Χριστουγεννιάτικο Διήγημα: Ἀνδρέας Καρκαβίτσας, “Θεῖον Ὅραμα”
Δὲ λέτε, ρὲ παιδιά, τίποτα νὰ ζεσταθοῦμε;
Καὶ μὲ τὸ λόγο φάνηκε μαῦρο κορμὶ στὴν ἀνοιχτὴ θυρίδα, κύλησε ἀπὸ τὴ σκάλα κάτω ὁ Κώστας ὁ θερμαστής, βαρυτυλιγμένος στὴν πατατούκα του. Ἔκανε κρύο δυνατό. Βοριὰς ἐξύριζε τὰ πέλαγα, πάγωνε τ᾿ ἀκρογιάλια, κρουστάλλιαζε τὰ στοιβαγμένα χιόνια στὰ βουνά. Καὶ τὸ πλήρωμα, ναῦτες καὶ θερμαστές, συναγμένοι ὁλόγυρα στὴ θερμάστρα, φρόντιζαν νὰ ζεσταθοῦν μὲ τὴ φασκομηλιὰ καὶ τὸ ψωμοτύρι. Ὁ λύχνος, καρφωμένος στὴ μέση ἑνὸς στύλου, φώτιζε καὶ κάπνιζε μαζὶ τὰ περίγυρα σωθέματα. Διπλὰ-τριπλὰ τὰ κρεβάτια κολλημένα στὰ πλευρά, μὲ τὰ μαῦρα τους στρωσίδια, θύμιζαν νεκροθῆκες στ᾿ ἀνήλιαστα βάθη τῆς γῆς ταιριασμένες. Κοντὰ ἡ καμαρούλα τοῦ ναύκληρου, ἀνοιχτόπορτη, ἔδειχνε ἄλλο κρεβάτι στρωμένο, δυό-τρεῖς φωτογραφίες παλιές, μιὰ χρωμολιθογραφία χανούμισσας, χρυσοφορεμένης καὶ ξαπλωμένης σὲ πουπουλένια προσκέφαλα. Καὶ ὁλοῦθε κρεμασμένα τὰ ροῦχα, στὸ λάδι καὶ στὸ κάρβουνο βουτημένα. Οἱ μουσαμάδες ξεσχισμένοι καὶ μυριομπαλωμένοι. Τὰ χοντρὰ ποδήματα καὶ τὰ κασκέτα καὶ οἱ χρωματιστοὶ σκοῦφοι ἔδειχναν τὸ χώρισμα καλογερικὸ κελλί. Ἀλλὰ τὸ φλίφλισμα τοῦ νεροῦ ποὺ ἀκουόταν στὰ πλευρά, ἡ μυρωδιὰ τοῦ κατραμιοῦ καὶ τὰ ψημένα πρόσωπα τῶν ἀνθρώπων ἔδειχναν πὼς ἡ ζωὴ ἐδῶ ἀγωνίζεται τὸν τελευταῖο ἀγώνα της. Γιὰ τοῦτο καὶ κανένας δὲν πρόσεξε τώρα στὸ ἀστεῖο κατρακύλημα τοῦ θερμαστῆ.
– Δὲ λέτε, ρὲ παιδιά, καὶ τίποτα νὰ ζεσταθοῦμε; ξαναδευτέρωσε ἐκεῖνος, ἀγκαλιάζοντας τὴ θερμάστρα σὰν ἐρωμένη.
– Τί νὰ εἰποῦμε; ρώτησε μελαγχολικὸς ὁ Κώστας ὁ Ἀξιώτης. Νυχτιὰ σὰν τὴν ἀποψινὴ δὲ θέλει παραμύθια. Ὄχι, δὲ θέλει παραμύθια! Ἐδῶ στὸν ἄγριο κόρφο ποὺ εἴμαστε κλεισμένοι, τριγυρισμένοι ἀπὸ τὸ μούγκρισμα τῆς Μαύρης Θάλασσας, σαβανωμένοι ἀπὸ τὸν πουπουλένιο θυμὸ τ᾿ οὐρανοῦ, ἂς ποῦμε κατιτὶ θεϊκὸ καὶ παρήγορο. Στὰ παλιὰ χρόνια οἱ γέροντές μας δὲν εἶχαν τὴν καταδίκη ποὺ ἔχουμε ἐμεῖς τώρα. Περνοῦσαν τὶς ἅγιες ἡμέρες κάτω ἀπὸ τὴ στέγη τους, κοντὰ στὴ φωτιά, ἀνάμεσα στὴ φαμίλια τους. Ὅπως ὁ ἀμπελοφυτευτὴς τ᾿ ἀμπέλι του, τρυγούσανε καὶ κεῖνοι τὸ καλοκαίρι τὴ θάλασσα καὶ χαίρονταν τὸ χειμώνα τὰ καλὰ τῆς ἄφοβα. Ἤξεραν τὴ γιορτὴ καὶ τὴν καματερή τους. Εἶχαν καιρὸ γιὰ τὴ χαρὰ καὶ γιὰ τὴ θλίψη τους. Ἐμεῖς τίποτ᾿ ἀπ᾿ αὐτά! Χειμώνα-καλοκαίρι τ᾿ ὀργώνουμε τὸ κύμα. Βόδια καματερὰ στὴ βουκέντρα τῆς Ἀνάγκης, ὑποταχτικὰ θ᾿ αὐλακώνουμε τ᾿ ἁρμυρὸ χωράφι, μονάχα τὴ φάκνα μας ἔχοντας γιὰ πληρωμή. Γιὰ τοῦτο καλὰ ποὺ ἔτυχε ἡ κακοκαιρία ν᾿ ἀφήσουμε λίγο τὸν κάματο. Δὲ λέω πὼς θὰ μείνουμε τώρα ἥσυχοι. Ὁ ἀφέντης θέλει δουλειὰ ἀπὸ τὸ δουλευτή, γιατί φοβᾶται μὴν ὀκνέψη μὲ τὴν ἀκαμωσιά. Φαντάσου ὅμως, ἂν ἦταν καλωσύνη, τί δρόμο θὰ παίρναμε τώρα. Ἔτσι τουλάχιστο ἔχω ἐλεύθερο τὸ νοῦ νὰ συλλογιστῶ τὸ σπίτι μου.
Ἄχ, τὸ σπίτι μου! Ἄρχισα τὸ παραπόνο καὶ κοντεύω νὰ δακρύσω σὰν ἄπραγο παιδί. Μὰ δὲ φταίω γώ. Φταίει αὐτὴ ἡ νύχτα. Φταίει τὸ ἀποψινὸ ἀποσπέρισμα, τ᾿ ἀστέρι τὸ λαμπρὸ ποὺ ἔτρεμε βασιλεύοντας πίσω ἀπὸ τὰ χιονισμένα βουνὰ καὶ τάραξε τὸ εἶναι μου. Ὅπως τοὺς Μάγους ὡδήγησε καὶ μένα πίσω ἀπὸ τὰ βουνὰ καὶ τὰ πέλαγα στὴ Νάξο, στὸ Γρίτι μου τὸ πρασινοντυμένο, τὸ ταπεινὸ μὰ ὁλόχαρο σπιτάκι μου. Καὶ ὄχι ὡς ἐδῶ. Παραμπρός, παραμπρὸς ἀκόμη. Μ᾿ ἔφερε στὰ παιδιάτικα χρόνια μου, πρὶν ἀφήσω τὴ στεριὰ καὶ πρὶν ταξιδέψω στὴ θάλασσα.
Καθόμαστε ὅλοι στὸ παραγώνι, διπλοπόδι στὰ μάλλινα στρωσίδια, ντυμένοι μὲ τὰ ζεστὰ φορεματάκια μας, ποὺ τὰ ἔρραψε τῆς μάννας μας ἡ φροντίδα καὶ τῆς ἀδερφῆς μας, τῆς ὀμορφούλας τὰ πιδέξια χέρια. Ὁ πατέρας μου, θεριακωμένος καὶ νιοφάνταχτος γέροντας, καθότανε στὶς προσκεφαλάδες ψηλὰ καὶ ρουφοῦσε ἀπολαυστικὰ τὸ τσιμπούκι του.
Ὅταν μας ἔβλεπε ἔτσι συναγμένους, τοῦ ἄρεσε νὰ διηγέται παραμύθια καὶ ἱστορίες τῆς ζωῆς του. Τῆς θάλασσας οἱ κίνδυνοι, τῆς στεριᾶς οἱ χαρές, ὁ τρόμος τῶν κουρσάρων, τὰ ναυτικὰ κατορθώματα τῆς Ἐπανάστασης διάβαιναν ζωντανὰ καὶ ὁλοφώτιστα μπροστά μας. Μὰ κείνη τὴ νύχτα δὲ θέλησε νὰ μιλήση οὔτε γιὰ παραμύθια, οὔτε γιὰ ταξίδια του. Μόλις βάλαμε τὸ λύχνο στὸ λυχνοστάτη καὶ φάγαμε τὴ λειψόπητα, μᾶς ἄρχισε θρησκευτικὲς κουβέντες. Ἦταν θρῆσκος ὁ ἁγιοχώματος καὶ τὰ ἱερὰ βιβλία δὲν τ᾿ ἄφηνε ἀπὸ κοντά του. Ἀλήθεια, στὰ ταξίδια του εἶχε πρόχειρα τὰ τροπάρια καὶ τὶς βλαστήμιες. Μὰ τώρα ποὺ ἔπαψε τὸν ἀγώνα τῆς ζωῆς, φρόντιζε γιὰ τὴ σωτηρία τῆς ψυχῆς του.
-Δὲ μοῦ λές, εἶπε στὸν ἀδερφό μου τὸ μικρότερο, τί ὅραμα εἶδε ἡ Παναγία τὴ νύχτα ποὺ γέννησε τὸν Κύριο ἡμῶν Ἰησοῦ Χριστό;
Κόκκαλο ἐκεῖνος. Ρωτάει ἐμένα, τὸ ἴδιο.
Ἄ, δὲν τὸ ξέρετε ! πρόσθεσε μὲ ἤρεμη φωνή. Μὰ δὲν φταῖτε σεῖς, φταίω γῶ ποὺ δὲν σᾶς τὸ ἒμαθ᾿ ἀκόμη. Ἔγινε πέρα στὴν Ἀνατολή, στὸν τόπο τὸν παράδοξο. Ποιὸ χρόνο δὲ σᾶς λέω. Φτάνει νὰ μετρήσετε τὸ φετεινὸ καὶ τὸ βρίσκετε ἀμέσως. Ἐκείνη τὴ νύχτα μία γυναίκα, συντροφιασμένη ἀπὸ τὸν τέχτονα τὸν ἄντρα της, στάθηκε μισοστρατὶς σὲ μιὰ σπηλιὰ καὶ γέννησε ἕνα παιδί. Φτωχὰ ἦταν τὰ ροῦχα της, ἡ ὄψη της πικραμένη· μὰ εἶχε κατιτὶ τόσο λαμπρὸ στὴ ματιά, ποὺ ἔλεγες θ᾿ ἀναστήση καὶ τὴν πέτρα. Κάτω ἀπὸ τὸ γαλάζιο φόρεμα καὶ τὸ κόκκινο στηθοπάνι, τὸ κορμὶ φάνταζε λυγερό, ἄξιο γιὰ νὰ θρονιάση μία πάναγνη ψυχή. Καὶ κάτω ἀπὸ τὸν ἄσπρο της κεφαλοδέτη τὰ μυγδαλωτὰ μάτια, τὰ φρύδια τὰ σμιχτά, τὸ λεφαντένιο μέτωπο, λαμπρότερο κι ἀπὸ τὰ χρυσὰ στολίδια του, φανέρωναν τὴν αἰσθαντικὴ πηγὴ ποὺ θὰ σάρκωση τὴν ἀγάπη καὶ τὴν Καλωσύνη.
Γέννησε τὸ παιδί, τὸ βύζαξε, τὸ τύλιξε στὸ σάλι της καὶ τ᾿ ἀπίθωσε στὴ φάτνη πάνω στ᾿ ἄχυρα νὰ κοιμηθῆ. Σὲ λίγο ὁ ἀνασασμὸς ἔβγαινε ἀπὸ τὸ στηθάκι του ἥσυχος, σὰν ἀνασασμὸς βαλσαμόδεντρου. Γύρω τὸ σκοτάδι ἁπλωνόταν πίσσα. Κάτω στὸ χῶμα πλαγιασμένα τὰ ζωντανά, βόδια καὶ πρόβατα καὶ ἄλογα μαζί, ἔνιωθαν κάποια φρίκη νὰ χαμοπετᾶ πάνω τους, σύγκρυο νὰ τὰ περιγλείφη κ᾿ ἔμεναν ἄγρυπνα. Μὰ οὔτε βέλασμα, οὔτε χλιμίντρισμα, οὔτε βούγεμα ἠχολογοῦσε. Ἡ φάκνα ἔτριζε κάποτε. Ἀλλὰ καὶ κείνη ἔμενε ξερομασσημένη στὸ στόμα τους. Ἀπάνω ἡ σπηλιὰ μὲ τὸν οὐρανὸ τῆς νεροστάλαχτο, μὲ τὰ πλευρὰ τῆς αὐλακωμένα ἀπὸ τὶς νεροσυρμές, πράσινα ἀπὸ τὰ πολυτρίχια, σκισμένα ἀπὸ τὰ νύχια τοῦ ὄρνιου, τρύπια ἀπὸ τοῦ σφαλαγγιοῦ τὸ κεντρί, κλεισμένα μὲ τὸν πλοκὸ τῆς ἀράχνης, ξεθεμελιωμένα ἀπὸ τὸν ποντικό, ψήλωνε βουβὴ κι ἀτάραχη. Καὶ κάτω ἀπὸ τὴ χαμηλὴ ἐμπατή, τὸ φῶς ἀστροστόλιστης νύχτας χυνόταν στὶς πλαγιὲς καὶ τὰ λακκώματα. Οἱ κουρμάδες ἐκεῖ ψήλωναν λαμπάδες, μὲ τὰ καμαρωτὰ κλωνιὰ καρποφορτωμένα. Ἐκεῖ τ᾿ ἀμπέλια ἔδειχναν κλαδιὰ ἕτοιμα ν᾿ ἀνοίξουν μάτια χλωροπράσινα στὸ πρῶτο φύσημα τῆς ἄνοιξης. Ἐκεῖ ἀσπραργυρανθισμένες οἱ ἐλιὲς λαγάριζαν ἀπὸ τώρα τὸ χυμὸ ποὺ θὰ καῆ θυσία στὸ νεογέννητο. Ἐκεῖ καὶ τὰ σπίτια τῆς Βηθλεὲμ μικρά, τετράγωνα, μὲ τὸ δῶμα πάνω καὶ τὴν πόρτα στὸ πλάγι, ἔλαμπαν στὸν ἀσβέστη, λὲς καὶ στολίσθηκαν νὰ καλωσορίσουν Ἐκεῖνον ποὺ θὰ τοὺς χαρίση τὴ δόξα. Βαθιὰ ὁ Ἰορδάνης στέναζε μέσα στὴ χαλκοστρωμένη κοίτη του καὶ πρόσμενε μὲ τρόμο τὸ θεϊκὸ κορμὶ ποὺ θ᾿ ἅγιαζε τὰ νερά του. Δεξιὰ στὴ χούνη σὰν κατάρατο πνεῦμα βρουχιόταν ἡ Νεκρὴ θάλασσα, λὲς κ᾿ εἶχε ἀκόμη μέσα της τὰ Σόδομα καὶ τὰ Γόμορα. Ἀριστερά, ἀπάνω ἀπὸ τοὺς ζυγούς, ἐκεῖ ποὺ δὲν ἔφτανε τὸ ἀνθρώπινο μάτι, ἦταν ὅμως ἀσήκωτος ὁ λογισμὸς τοῦ Θεοῦ, στὴ χαρὰ καὶ στὴν ἀκολασία παραδομένα οὔρλιαζαν τὰ Γεροσόλυμα, τὸ ᾄσμα τῶν Προφητῶν κ᾿ ἡ λατρεία λαοῦ μεγάλου.
Ὁ Ἰωσήφ, μόλις εἶδε κοιμισμένο τὸ παιδί, κατέβηκε στὸ χωρίο νὰ φροντίση γιὰ τὴ λεχώνα. Καὶ κείνη ὁλομόναχη, ἀδυνατισμένη, μὲ τὴ μητρικὴ λαχτάρα στὰ στήθη, σταύρωσε τὰ χέρια, ἀκούμπησε τὸ κορμὶ σ᾿ ἕνα στύλο κ᾿ ἔκλεισε τὰ ματόφυλλα. Μὰ στάθηκε ἀδύνατο νὰ κοιμηθῆ. Ἡ τύχη τοῦ θεόσταλτου ᾖρθε νὰ τῆς τυραννήση τὴν ψυχή. Τί θ᾿ ἀπογένη στοῦ κόσμου τὴν ἀντάρα ὁ τρυφερός της Κρίνος, Ἐκεῖνος ποῦ τῆς δόθηκε μὲ τὸ χέρι ἀσπροντυμένου Χερουβεὶμ; Ποιὰ θὰ εἶνε ἡ ζωὴ καὶ ποιὸ τὸ τέλος του; Θὰ περάση δρόμο πορφυρόστρωτο ἢ θὰ βάψη μὲ τὸ αἷμα του τ᾿ ἀγκάθια καὶ τὶς στουρναρόπετρες; Ὁ κόσμος παραλυμένος δὲν προσέχει πιὰ στὰ λόγια τῶν Προφητῶν. Ὁ Ἰσραὴλ στενάζει κάτω ἀπὸ τὸ ψέμα τῶν Φαρισαίων καὶ τῶν Ρωμαίων τὸ ζυγό. Δὲν κιθαρίζει ὁ Δαβὶδ οὔτε ἡ Δεβόρρα δικάζει τὸ λαὸ κάτω ἀπὸ τοὺς κουρμάδες. Τοῦ Ἀαρὼν τὰ τέκνα λῃστεύουν. Ἀπιστίας σύγνεφο κάθεται στὴν Ἱερὴ Κιβωτὸ καὶ στοῦ Μεγάλου Ναοῦ τὰ ἄδυτα. Πίνει τὸ αἷμα τῶν Μακκαβαίων ἡ γῆ, χωρὶς ν᾿ ἀποδώση ἐλευθερία καὶ δικαιοσύνη. Ὁ Γαυλωνίτης Ἰούδας χάθηκε χωρὶς ν᾿ ἀνορθώση τὸ Νόμο. Ἡ Γῆ τῆς Ἐπαγγελίας, χωρισμένη σὲ βασίλεια καὶ τοπαρχίες, φθείρεται ἀπὸ τὸν ἐμφύλιο σπαραγμό, σὰ νὰ τὴ βαραίνη ἀκόμη ἡ ἀπείθεια τῶν προγόνων στὴν ἔρημό του Σίν. Κόλαση ἔγινε ὁ ποτε Παράδεισος! Ἐγωιστὴς καὶ ἐκδικητικὸς καὶ ἄδοξος ὁ περιούσιος λαὸς τοῦ Κυρίου! Πῶς θὰ ζήση σὲ τέτοιον κόσμο τὸ παιδί της;
Ἄξαφνα λύχνος ἠλιοστάλαχτος κρεμάστηκε μπρὸς στῆς μάννας τὴν ψυχή, ἕτοιμος νὰ δείξη τὸ μέλλον τοῦ νιογέννητου, ὅπως ἡ νεφέλη ἔδειξε ἄλλοτε τὸν ἄγνωστο δρόμο στὴ φυλή της. Καὶ τὸν εἶδε τριαντάχρονο λεβεντονιὸ νὰ μαγνητίζη τὶς ψυχὲς τοῦ λαοῦ. Ψηλός, λυγερός, μὲ σεβαστὴ μελαγχολία στὸ ροδοζύμωτο πρόσωπο, μὲ τὰ καστανὰ μαλλιὰ κυματιστὰ στοὺς ὤμους, μὲ τὸ στόμα γλυκοστάλαχτο καὶ τὰ γαλανὰ μάτια, μιλοῦσε στὸ λαὸ καὶ τὸν ἔπειθε. Ἐκήρυττε στὶς συναγωγὲς καὶ χίλιοι τὸν ἄκουαν ἀνέβαινε στὸ βουνὸ καὶ μύριοι τὸν ἀκολουθοῦσαν. Διαβαίνει ἀνάλαφρα τὴ λίμνη τῆς Γενησαρὲτ καὶ ρίχνονται λαμνοκοπώντας οἱ κόσμοι στὰ βήματά του. Οἱ Προφῆτες ποὺ τὸν προσπερνοῦσαν, τώρα πισωδρομοῦν ὑποταχτικοί του. Ὁ Νόμος τοῦ Μωυσῆ ἀναζῆ στὰ λόγια του καὶ συμπληρώνεται. Ἡ ἔρμη γῆ ἀναδροσίζεται τ᾿ ἀπελπισμένα στήθη ξαναθαρρεύουν τὰ πλανημένα πρόβατα γυρίζουν πάλι στὴ μάντρα τους. ἡ ἀγάπη τρέχει ἀδαπάνητη ἀπὸ τὰ πλατειὰ στέρνα του καὶ δροσίζει τὸ καμίνι τῆς κακομοιριᾶς. Οἱ ἄπιστοι πιστεύουν καὶ σηκώνονται οἱ ταπεινοί, τυφλοὺς φωτίζει, χωλοὺς ὁδηγεῖ. Τὰ Γεροσόλυμα στρώνουν τοὺς δρόμους μὲ βάγια νὰ τὸν δεχτοῦν. Σύγκαιρα ὅμως καρφώνουν τὸ σταυρό. Ὁ φθονερὸς μαθητὴς τὸν παραδίνει μὲ φίλημα. Ὁ δειλὸς φίλος του τὸν ἀρνιέται πρὶν λαλήση ὁ πετεινός. Μὰ Ἐκεῖνος, ἀνώτερος ἀπὸ τὰ τέκνα τῶν ἀνθρώπων, συγχωρεῖ τὴν ἄρνηση καὶ τὴν προδοσία, διαβαίνει πράος μέσα ἀπὸ τὶς κοροϊδίες καὶ τὰ φτυσίματα, πίνει τὸ ξίδι καὶ τὴ χολή, φορεῖ τὸ ἀγκαθερὸ στεφάνι, τὴν περιφρονητικὴ χλαμύδα, κρατεῖ τὸ καλαμένιο σκῆπτρο καὶ ἀνεβαίνει στὸ μαρτύριο.
– Γυναίκα, νὰ ὁ γιός σου, λέει τὴν τελευταία στιγμή.
Καὶ ἀποχαιρετᾶ, μ᾿ ἕνα βλέμμα μελαγχολικό, τὴ μάννα ποὺ τὸν γέννησε, τοὺς φίλους ποὺ τὸν πίστεψαν, τὸ λαὸ ποὺ τὸν τυράννησε, τὴ Γῆ ποὺ εἶδε τὶς πίκρες του καὶ τὸν Οὐρανὸ ποὺ θὰ δεχόταν τὸ Σῶμα του.
Ἡ μάννα ἦταν ἐκεῖ καὶ τὰ ἔβλεπε ὅλα. Ἤθελε νὰ φωνάξη, νὰ τρέξη γιὰ νὰ τὸν σώση ἀπὸ τὰ χέρια τῶν κακούργων ἀλλὰ δὲ μποροῦσε νὰ βγάλη φωνή. Τὸ σῶμα δὲν ἀκολουθοῦσε τοὺς πόθους τῆς ψυχῆς. Μὰ ὅταν εἶδε ἕνα στρατιώτη ἀγριοπρόσωπο, ἕτοιμο νὰ λογχίση τὰ πλευρά του,
– Μή! … ἐφώναξε μὲ ὅλη της τὴ δύναμη.
Καὶ μὲ τὸ μή! ξύπνησε. Δὲν εἶδε ὁλόγυρα της τίποτα ἀπὸ τὸ φριχτὸ δράμα. Τὸ βρέφος κοιμότανε ἀκόμη πλάγι της, μέσα στὴ φάτνη, ἀπάνω στὸ ἄχυρο. Μὰ δὲ βασίλευε ἡ σιγὴ καὶ τὸ σκοτάδι, ὅπως πρίν. Ἀγγελικὴ ἁρμονία κατέβαινε ἀπὸ ψηλὰ καὶ λαμπρομέτωπο ἀστέρι ἔχυνε θάλασσα τὸ φῶς του στὴ σπηλιά.
Καὶ μπρὸς στὰ πόδια της, οἱ Μάγοι γονατιστοὶ μὲ τὰ δῶρα τους, τὴ σμύρνα καὶ τὸ μόσχο καὶ τὸ λιβάνι, ὠνόμαζαν τὸ γιό της βασιλέα καὶ Θεό.
Ἐκείνη τὴν ὥρα φάνηκε στὴν ἐμπατὴ χλωμὸς ὁ Ἰωσήφ.
-Νὰ φύγουμε, λέει τρέμοντας στὴ γυναίκα του. Ὁ Ἡρῴδης θέλει τὸ παιδὶ κ᾿ οἱ ἀνθρώποι τὸν ψάχνουν στὴ χώρα. Γλήγορα νὰ φύγουμε!
Ἐκείνη ἅρπαξε ἀμέσως τὸ βρέφος, τὸ ἕσφιξε στοὺς κόρφους της καὶ πῆραν δρόμο γιὰ τὴν Αἴγυπτο. Ἡ νύχτα τοὺς ἔκρυψε. Μὰ τὰ αἵματα τῶν ἄλλων παιδιῶν κι ὁ θρῆνος τῶν μαννάδων ἀνέβαιναν ἀπὸ τὰ σπίτια τῆς Γαλιλαίας, πρωτόλουβη θυσία στὸν ἀναμορφωτὴ τοῦ κόσμου.
-Πόσα αἵματα θὰ χυθοῦν ἀκόμη! ψιθύρισε προφήτης ἡ γυναίκα. Πόσα αἵματα! …»
Τέλειωσε ὁ Ἀξιώτης τὸ διήγημά του κ᾿ οἱ σύντροφοι ἔμειναν ἀκόμη ἀκίνητοι σὰν ὀνειροπλανεμένοι. Μερικοὶ σταυροκοπήθηκαν ἄλλοι στέναξαν βαθιὰ σὰ νὰ ξύπνησε κάτι παρήγορο μέσα τους. Μὰ ὁ Κώστας ὁ θερμαστής, ἴδιος στ᾿ ἀστεῖα καὶ στὰ σοβαρά, ρώτησε πονηρὰ τὸ σύντροφό του:
-Δὲ μοῦ λές, βλάμη. Εἶδε ἡ Παναγιὰ στ᾿ ὄνειρό της καὶ τὸν πατριώτη σου τὸ Βαραββᾶ;
Ἐκεῖνος χολοταράχτηκε. Φοβερὴ βλαστήμια ἀνέβηκε στὰ χείλη του. Μὰ τὴν κατάπιε. Δὲν ἦταν καιρὸς τώρα νὰ κολαστῆ κανείς! Χαμογέλασε, ἔκαμε τὸ σταυρό του καὶ ξαπλώθηκε στὸ ἔρημο κρεβάτι του.
-Καὶ τοῦ χρόνου, παιδιά, στὰ σπίτια μας! εὐχήθηκε.
-Στὰ σπίτια μας, μὰ θὰ μᾶς θερίζη ἡ πείνα, εἶπε ὁ θερμαστής.
Καὶ γέλασε δυνατά.
Πηγή: Ελληνικά Χριστούγεννα με τον Καρκαβίτσα, τον Κόντογλου και τον Παπαδιαμάντη, επιμέλεια Θ. Κοροβίνης, εκδ. Μεταίχμιο 2008.
Ακούστε το διήγημα στον σύνδεσμο που ακολουθεί. Διαβάζει ο Ανδρέας Χατζηδήμου: