[…] Φεύγω και ρωτάω μια κυρία που συνάντησα αν έχει εκεί κοντά κάποια εκκλησία ή σχολείο, όπου θα μπορούσαμε να μείνουμε.
«Κοίταξε να δεις», μου λέει εκείνη, «η εκκλησία είναι κλειδωμένη και δεν μπορείς να μπεις, αλλά, αν προχωρήσεις μέχρι την άκρη του χωριού, θα βρεις την εκκλησία του νεκροταφείου, την Αγία Παρασκευή, που είναι ανοιχτή».
Ετικέτα: απόσπασμα
Η ιστορία ενός αιχμαλώτου του Στρατή Δούκα
Στήν καταστροφή τῆς Σμύρνης, βρέθηκα μέ τούς γονιούς μου στό λιμάνι, στήν Πούντα. Μέσ’ ἀπ’ τά χέρια τους μέ πήρανε. Κι ἔμεινα στήν Τουρκία αἰχμάλωτος.
Μεσημέρι πιάστηκα μαζί μέ ἄλλους. Βράδιασε καί τά περίπολα ἀκόμα κουβαλοῦσαν τούς ἄντρες στούς στρατῶνες.
Κοντά μεσάνυχτα, ὅπως ἤμαστε ὁ ἕνας κολλητά στόν ἄλλο, μπῆκε ἡ φρουρά κι ἄρχισαν νά μᾶς χτυποῦν, ὅπου ἔβρισκαν, μέ ξύλα, καί νά κλοτσοπατοῦν ὅσους κάθονταν χάμω, γόνα μέ γόνα. Τέλος πῆραν διαλέγοντας ὅσους ἤθελαν κι ἔφυγαν βλάστημώντας.
Ἐμείς φοβηθήκαμε πώς θά μᾶς χαλάσουν ὅλους.
Ἕνας γραμματικός, πού ‘χε τό γραφεῖο του πλάι στήν πόρτα, μᾶς ἄκουγε πού μιλούσαμε λυπητερά καί μᾶς ἔκανε νόημα νά τόν πλησιάσουμε:
— Σάν ἔρχονται, μᾶς λέει, καί σᾶς φωνάζουν, ἐσεῖς τραβηχτεῖτε μέσα. Καί τό λόγο μου φυλάχτε τον καλά, ἔξω μήν τόν δώσετε.
Ἀπό κεῖνο τό βράδυ, κάθε νύχτα, ἔπαιρναν ἀπ’ τούς θαλάμους. Κι ἐμεῖς π’ ἀκούγαμε πυροβολισμούς, ἀπ’ τό Κατιφέ – Καλεσί, λέγαμε: «σκοποβολή κάνουνε».
Θούριος του Ρήγα Φεραίου
Ρομαντικά απόσπασμα από το βιβλίο Βορράς και Νότος της Ελίζαμπεθ Γκασκέλ
Υπήρξε αγαπημένο βιβλίο της Βικτωρίανης Περιόδου και έγινε επιτυχημένη σειρά του BBC. Απομονώσαμε τα αγαπημένα μας ρομαντικά αποσπάσματα από τον έρωτα της Μάργκαρετ Χέιλ και του Τζον Θόρντον. Πάρτε μια γεύση! Στα ελληνικά κυκλοφορεί από τις εκδόσεις Μίνωας:
1.Όλη την ευτυχία στη ζωή, όλη την ειλικρινή περηφάνεια στο να προσφέρω κάτι στον κόσμο, όλη αυτή την ενθουσιώδη αίσθηση του να υπάρχω, την οφείλω σε εκείνη.
2. Δεν είχα αγαπήσει καμία γυναίκα πριν, η ζωή μου ήταν πολυάσχολη και οι σκέψεις μου πολύ απορροφημένες από αλλά πράγματα. Τώρα αγαπώ και θα αγαπώ.
3. Δεν μπορούσε να τον αλλάξει, την αγαπούσε και θα την αγαπούσε και θα την αψηφούσε, τόσο αυτή, όσο και τον άθλιο σωματικό πόνο.
4. Όλα αυτά που κέρδισε από την σε ανταπόδοση από την εκδρομή του ήταν μια πιο ζωντανή επίγνωση του ότι δεν υπήρξε λ, δεν υπάρχει και δε θα υπάρξει καμία σαν την Μάργκαρετ° ότι αυτή δεν τον αγαπούσε και ούτε θα τον αγαπούσε, αλλά ότι αυτός° όχι, πότε, ούτε όλος ο κόσμος δεν θα έπρεπε ποτέ να τον εμποδίσει να την αγαπά.
5. Ωω, Μάργκαρετ, δική μου Μάργκαρετ! Κανείς δεν μπορεί να πει τι είσαι για εμένα! Νεκρικά κρύα όπως είσαι ξαπλωμένη εκεί, είσαι η μοναδική γυναίκα που αγάπησα ποτέ.
6. Ήξερε ότι ήταν η πρώτη φορά που τα χέρια του συναντιόντουσαν, αλλά εκείνη αγνοούσε πλήρως αυτό το γεγονός.
Μέχρι το φάρο, ένα απόσπασμα της Βιρτζίνιας Γουλφ
[….] τα παιδιά ποτέ δεν ξεχνούν. Γι’ αυτό έχει τόση σημασία τι λες και τι κάνεις, κι ανασαίνεις μόλις πέσουν να κοιμηθούν. Γιατί τώρα δεν είχε ανάγκη να σκεφτεί κανέναν. Μπορούσε να είναι ο εαυτός της, μόνη της. Κι αυτή ήταν μια ανάγκη που τώρα την ένιωθε συχνά – να σκεφτεί· κι ούτε ακριβώς να σκεφτεί. Να μη μιλάει· να είναι μόνη της. Όλα όσα πρέπει να είσαι και να κάνεις, η διάχυση, η λάμψη, ο λόγος εξατμίζονταν και αποτραβιόσουν με αίσθηση μεγαλοπρέπειας στον εαυτό σου, γινόσουν μια σφήνα από σκοτάδι, κάτι αόρατο στους άλλους. Αν κι εξακολουθούσε να πλέκει και καθόταν με ολόισια ράχη, ένιωθε τον εαυτό της σ’ αυτή την κατάσταση· κι αυτός της ο εαυτός έχοντας αποβάλει τους δεσμούς του ήταν ελεύθερος για τις πιο παράξενες περιπέτειες. Όταν η ζωή για μια στιγμή βούλιαζε, το πεδίο της εμπειρίας έμοιαζε να μην έχει όρια. Και για όλους υπήρχε πάντα αυτή η αίσθηση της απεριόριστης επινοητικότητας, υπέθετε· ο ένας μετά τον άλλο, αυτή, η Λίλυ, ο Αγκούστους Καρμάικαλ, πρέπει να νιώθουν ότι ο εξωτερικός εαυτός μας, εκείνα από τα οποία μας αναγνωρίζετε, δεν είναι παρά πράγματα παιδιάστικα. Πιο κάτω είναι όλα σκοτεινά, όλα απλώνονται, είναι απύθμενα· μα πότε πότε ανεβαίνουμε στην επιφάνεια κι έτσι μας βλέπετε. Ο ορίζοντας της της φαινόταν πως δεν είχε όρια. Υπήρχαν όλοι οι τόποι που δεν είχε δει· οι ινδικές πεδιάδες· έβλεπε τον εαυτό της να παραμερίζει το βαρύ δερμάτινο παραπέτασμα μιας εκκλησίας στη Ρώμη. Αυτός ο πυρήνας από σκοτάδι μπορούσε να πάει οπουδήποτε, γιατί κανένας δεν τον έβλεπε. Δεν μπορούσαν να τον εμποδίσουν, σκεφτόταν με αγαλλίαση. Υπήρχε ελευθερία, υπήρχε γαλήνη, υπήρχε, πιο καλοδεχούμενο απ’ όλα, μια συγκέντρωση, μια ανάπαυση σε μια θέση σταθερότητας. Έβρισκες ανάπαυση όχι όταν ήσουν ο εαυτός σου, το ‘ξερε από δική της εμπειρία (κατάφερε εδώ κάτι επιδέξιο με τις βελόνες της), μα όταν γινόσουν μια σφήνα από σκοτάδι. Χάνοντας την προσωπικότητά σου, έχανες τον εκνευρισμό, τη βιασύνη, την κίνηση· κι εκεί της ανέβαινε στα χείλη πάντα ένα επιφώνημα θριάμβου απέναντι στη ζωή, όταν όλα έφταναν σ’ αυτή τη γαλήνη, αυτή την ανάπαυση, αυτή την αίσθηση της αιωνιότητας· και σταματώντας εκεί γύρεψε με τα μάτια να συναντήσει τη φωτεινή ακτίνα του Φάρου, τη μακριά σταθερή φωτεινή ακτίνα, την τελευταία απ’τις τρεις, που ήταν δική της ακτίνα, γιατί, όταν κοιτούσες με αυτή τη διάθεση πάντα αυτή την ώρα, δεν μπορούσες να μην δεθείς ιδιαίτερα μ’ένα απ’τα πράγματα που έβλεπες· κι αυτό το πράγμα, η μακριά σταθερή ακτίνα, ήταν η δική της ακτίνα. Συχνά έπιανε τον εαυτό της να κάθεται και να κοιτάζει, με τη δουλειά της στο χέρι ώσπου η ίδια γινόταν το πράγμα που κοιτούσε – εκείνο το φως ας πούμε. Κι έφερνε μαζί του μια κάποια φρασούλα που τύχαινε να την έχει στο μυαλό της – » Τα παιδιά δεν ξεχνούν, τα παιδιά δεν ξεχνούν»-
Copyright: 1981 Βιβλιόπολις Α.Ε. (για την παρούσα έκδοση του βήματος)
Copyright: 2007 για αυτή την έκδοση Metropoli SpA (Gruppo Editoriale L’ Espresso)
Μετάφραση: Έλλη Μαρμαρά
Η ιδιοφυΐα του πλήθους, Τσαρλς Μπουκόφσκι
Γιάννης Γαΐτης, Bowler, λιθογραφία, 50 x 65 cm
Υπάρχει αρκετή προδοσία, μίσος, βία, παραλογισμός στο μέσο άνθρωπο
για να προμηθεύσει οποιοδήποτε στρατό, οποιαδήποτε μέρα.
Kαι οι καλύτεροι στο φόνο είναι αυτοί που κηρύττουν εναντίον του.
Kαι οι καλύτεροι στο μίσος είναι αυτοί που κηρύττουν αγάπη.
Kαι οι καλύτεροι στον πόλεμο είναι τελικά αυτοί που κηρύττουν ειρήνη.
Eκείνοι που κηρύττουν θεό, χρειάζονται θεό.
Eκείνοι που κηρύττουν ειρήνη, δεν έχουν ειρήνη.
Eκείνοι που κηρύττουν αγάπη, δεν έχουν αγάπη.
Προσοχή στους κήρυκες,
προσοχή στους γνώστες,
προσοχή σε αυτούς που όλο διαβάζουν βιβλία,
προσοχή σε αυτούς που είτε απεχθάνονται τη φτώχεια,
είτε είναι περήφανοι γι’ αυτήν,
προσοχή σε αυτούς που βιάζονται να επαινέσουν
γιατί θέλουν επαίνους για αντάλλαγμα,
προσοχή σε αυτούς που βιάζονται να κρίνουν,
φοβούνται αυτά που δεν ξέρουν,
προσοχή σε αυτούς που ψάχνουν συνεχώς πλήθη
γιατί δεν είναι τίποτα μόνοι τους,
προσοχή στο μέσο άνδρα και τη μέση γυναίκα,
η αγάπη τους είναι μέτρια,
ψάχνει το μέτριο.
Αλλά υπάρχει ιδιοφυΐα στο μίσος τους,
υπάρχει αρκετή ιδιοφυΐα στο μίσος τους για να σας σκοτώσει,
να σκοτώσει τον καθένα.
Δεν θέλουν μοναξιά,
δεν καταλαβαίνουν τη μοναξιά,
θα προσπαθήσουν να καταστρέψουν οτιδήποτε
διαφέρει από το δικό τους.
Μη βρισκόμενοι σε θέση να δημιουργήσουν έργα τέχνης,
δεν θα καταλάβουν την τέχνη,
θα εξετάσουν την αποτυχία τους, ως δημιουργών,
μόνο ως αποτυχία του κόσμου.
Mη βρισκόμενοι σε θέση να αγαπήσουν πλήρως,
θα πιστέψουν ότι και η αγάπη σας είναι ελλιπής
και τότε θα σας μισήσουν
και το μίσος τους,
θα είναι τέλειο…
Σαν ένα λαμπερό διαμάντι,
σαν ένα μαχαίρι,
σαν ένα βουνό,
σαν μια τίγρη.
Όπως το κώνειο.
Η ΚΑΛΥΤΕΡΗ ΤΕΧΝΗ ΤΟΥΣ.
Διάσπαρτες σκέψεις ενός συγγραφέα του Κνουτ Χάμσουν
Θα μπορούσα να περάσω απέναντι στην Αγγλία, όπως το έκαναν αρκετοί, που σήμερα γυρίζουν σαν ήρωες γιατί εγκατέλειψαν την πατρίδα τους, γιατί το ‘σκασαν απ’ τα χώματά τους. Δεν το έκανα. Δεν ήταν του χαρακτήρα μου ποτέ. Θεώρησα πως υπηρετούσα την πατρίδα μου καλύτερα εκεί που βρισκόμουνα, να ασχολούμαι με τη γη ανάλογα με τις δυνάμεις μου σ΄αυτούς τους δύσκολους καιρούς, που το έθνος μας είχε έλλειψη από κάθε τι. Κι ακόμα χρησιμοποιώ την πένα μου για τη Νορβηγία, που τώρα θα έβρισκε τη θέση της ψηλά-ψηλά ανάμεσα στις γερμανικές χώρες της Ευρώπης. Η σκέψη αυτή μίλησε στην καρδιά μου από την αρχή ακόμα. Ακόμα περισσότερο: με ενθουσίασε, με κατάκτησε.
[…]Σήμερα ακόμα νομίζω πως είναι, πως ήταν μια μεγάλη κι ωραία ιδέα για τη Νορβηγία, που άξιζε να πολεμήσει κανείς και να δουλέψει σκληρά γι’ αυτή. Νορβηγία: μια αυτάρκης και αυτόφωτη χώρα στην άκρη της Ευρώπης!
[…] Όταν καθόμουν κι έγραφα και τηλεγραφούσα νύχτα και μέρα, πρόδιδα, λένε, την πατρίδα μου. Ήμουνα προδότης, λένε. Ας πάει κι αυτό. Μα δεν αισθανόμουν εγώ έτσι, ποτέ μου, ούτε και σήμερα αισθάνομαι έτσι. Έχω την καλύτερη ειρήνη με τον εαυτό μου, την καλύτερη συνείδηση.
Εκτιμώ σε μεγάλο βαθμό την κοινή γνώμη. Εκτιμώ ακόμα περισσότερο τη νορβηγική δικαιοσύνη, μα όχι τόσο πολύ ώστε να υποτιμώ τη δική μου κρίση για το τι είναι καλό ή κακό, δίκαιο ή άδικο. Είμαι αρκετά μεγάλος πια, για να ‘χω το δικαίωμα να ‘χω ένα δικό μου κώδικα˙ κι αυτός είναι δικός μου.
Αποσπάσματα από το βιβλίο του Κνουτ Χάμσουν – Paa gjengrodde stier (Σε Χορταριασμένα Μονοπάτια)
Η πρώτη αγάπη, ένα γλυκό απόσπασμα του Ι. Κονδυλάκη
Τη μεγάλη Παρασκευή τα κορίτσια του χωριού σκόρπισαν στα περιβόλια και στις ανθισμένες πλαγιές και χαρούμενα μάζευαν λουλούδια για τον επιτάφιο. Κάθε μία έπρεπε να πάει μιαν ανθοδέσμη στον επιτάφιο της ενορίας της κι είχανε συνορισιό ποια να συνθέσει την ωραιότερη. Εκεί π’ ανθολογούσαν, σιγοτραγουδούσαν κιόλα. Στο ξεστόλισμα του επιταφίου, της κάθε μιας την ανθοδέσμη θα την άρπαζε κείνος που τη ρεγότανε· κι αν ήσαν δυο ή τρεις οι εραστές, μπορούσε να γίνει και μάχη. Ώστε, κοντά στο θρησκευτικό αίσθημα, ήτο και κάποιο άλλο αίσθημα, που κινούσε τους διαλογισμούς των κοριτσιών.
Μια π’ αυτές τις κοριτσίστικες συντροφιές πήρε και μένα στο γύρο των. Σ’ αυτές,
εννοείται, ήτο και το Βαγγελιό. Τα κορίτσια με ρωτούσαν πώς πέρασα στη χώρα.
– Και δεν ανεζήτηξες το χωριό; μου ’πε μια.
Με το κεφάλι έκαμα ναι, αλλά τα μάτια μου στράφηκαν στο Βαγγελιό. Αυτό το κίνημά μου το ’δαν τα κορίτσια και μια ξεφώνησε:
– Μπρε τον πονηρό! Είδετε την αμματιά που τσ’ ήριξε;
Γέλασαν κι αυτή που ’καμε τ’ αναφώνημα είπε στην αδερφή μου.
– Άκου τα συ. Καλύτερα ’πο σένα κι απού τη μάνα του ’χει τη Βαγγελιά. Δε ζηλεύγεις;
– Γιάιντα να ζηλέψω; Εγώ ’μ’ αδερφή του. Εσείς πρέπει να ζηλεύγετε, που απ’όλες σας εδιάλεξε το Βαγγελιό.
– Μα θαρρείς πως δε ζηλεύγομε; είπε άλλο κορίτσι με ειρωνεία. Τέτοιο ντελικανή ποια δε θα τον ήθελε; Μα σα δε μασε μπεγιεντίζει, να σκάσομε μαθές; Μόνο μικιός που μασε πέφτει μια ολιά.
Τώρα, βλέπετε, ήμουν μικρός.
Σ’ αυτό το μεταξύ κάτι μουρμούρισε το Βαγγελιό που δεν τ’ άκουσα, αλλά μάντευσα ότι η ομιλία της ήτο δυσάρεστη. Έπειτα έτρεξε σε μια κουφοξυλιά, καταστόλιστη με τα δαντελωτά λευκά της άνθη. Κι ενώ ψήλωνε, για να φτάξει το άνθος που’θελε να κόψει, έλεγε:
– Τούτονε θα βάλω στη μέση τση ροδαράς μου και γύρου γύρου τ’ άλλα σειρές.
Αλλά μάλλον φαίνεται πως ήθελε να κρύψει την κοκκινάδα που ’χε χυθεί στο πρόσωπό της και να στρέψει αλλού την ομιλία.
Σε λίγο ένα κορίτσι λέγει του Βαγγελιού:
– Δεν είδες πώς ήλλαξε η φωνή του Γιωργιού;
– Πώς ήλλαξε; είπε το Βαγγελιό· φαίνεται όμως ότι πρώτη αυτή ’χε παρατηρήσει αυτή τη μεταβολή κι έκανε πως δεν καταλάβαινε.
– Εχόντρηνε η φωνή του. Μιλεί βραχνά, σαν τα πετειναράκια, όντε πρωτοκρά-ζουνε.
– Αντροπατεί, εξήγησε η αδερφή μου, όπως άκουσε τη μητέρα να λέγει.
Εμεγάλωσε, δεν τονε θωρείς;
Εγώ ο ίδιος δεν είχα προσέξει σ’ αυτή τη μεταβολή της φωνής μου. Αυτή δε η παρατήρηση και τα σχετικά που άκουσα μου ’δωκαν αφορμή κι άλλων σκέψεων.
Συλλογισμένο ήτο και το Βαγγελιό· κι ενώ τ’ άλλα κορίτσια τραγουδούσαν ή έψαλλαν τροπάρια του επιταφίου, αυτή σιωπούσε. Μια στιγμή, σαν να αισθάνθηκα το βλέμμα της, στράφηκα και τα μάτια μας αντικρίστηκαν. Με κοίταζε μελαγχολική, γιατί ’νιωθε την ταραχή μιας καρδιάς, που ’τον ακόμη πολύ παιδική για τέτοια βάσανα· αλλά και διότι στη δική της ψυχή γινότανε πολύ μεγαλύτερη τρικυμία από το αδύνατο αίσθημα όπου την έριξε η μοίρα της, κι άρχιζε να προβλέπει τα βάσανα που την περίμεναν. Σα να ’το μαγνήτης, πάντα κοντά της βρισκόμουν· και μια στιγμή που ’χαμε μακρυνθεί λιγάκι από τις άλλες, σιγοτραγούδησε μια μαντινάδα, που μόνον εγώ άκουσα:
Δεν είναι πόνος να πονεί, πόνος να θανατώνει,
Σαν την αγάπη την κρυφή, όντε ξεφανερώνει.
Έπειτα με κοίταξε και το βλέμμα της έλεγε: «Σε καταλαβαίνω, καημένο παιδί· μα συ πώς να με καταλάβεις;»
Κι η σοβαρότη που ’χε το πρόσωπό της τελείωσε σ’ ένα μελαγχολικό χαμόγελο.
Τα κορίτσια μιλούσαν για το ξεστόλισμα του Εχτάφιου, ως τον έλεγαν· κι αναμεταξύ των πειραζόντανε για τους αγαπητικούς των. Πείραζαν περισσότερο και σκληρά μια άσκημη και παράωρη. Και της απέδιδαν ως εραστήν ένα τραυλό, βραδύγλωσσο κι ηλίθιο, λεγόμενο Δημήτρη κι επιλεγόμενο περιπαιχτικά Φορδακό.
– Βγενιό, της είπε μία, να βάλεις στη ροδαρά σου και καρδαμουλίδες.
– Γιάιντα καρδαμουλίδες; ρώτησε η άλλη.
– Γιατί θ’ αρέσουνε του Δημητρού.
– Οι καρδαμουλίδες τ’ αρέσουνε;
– Δεν αρέσουνε των αφορδακώ;
Το Βγενιό θύμωσε.
– Εκείνος που μ’ αγαπά, μωρή, δεν είν’ αφορδακός. Είναι καλύτερος από κείνο που θα πάρεις εσύ.
Δεν αφήκαν απείρακτο και το Βαγγελιό και μένα μαζί.
– Μη ξεχάσεις να βάλεις χαμηλά τη ροδαρά σου, γιατί δε θα φτάξει το Γιωργιό
και θα τηνε πάρει κιανείς άλλος.
Το Βαγγελιό έκαμε να γελάσει, αλλά φαινότανε πως δεν είχε όρεξη. Στο πείσμα όμως κείνης που ’θελε να με πειράξει γιατ’ ήμουν μικρός, εγώ στο ξεστόλισμα πήρα την ανθοδέσμη του Βαγγελιού. Αλλ’ αν αυτό ήτο για μένα θρίαμβος, πολύ φοβούμαι σήμερο ότι το Βαγγελιό θα αισθάνθηκε κρυφή λύπη, γιατί δε βρέθηκε κανείς νέος να πάρει την ανθοδέσμη της, αλλά την αφήκαν σ’ ένα παιδί δεκατεσσάρω χρονώ…
Απόσπασμα από νουβέλα
Ουδέν νεότερον από το Δυτικό μέτωπο, απόσπασμα
Ο Έριχ Μαρία Ρεμάρκ γεννήθηκε το σαν σήμερα το 1898 στο Όσναμπρυκ της Γερμανίας και μεγάλωσε μέσα στη νοσηρή ατμόσφαιρα που προηγήθηκε του Α’ Παγκοσμίου Πολέμου. Το 1916 πήγε στρατιώτης όπου βρέθηκε μπροστά στο “μεγαλύτερο ομαδικό έγκλημα στην ιστορία”. Το 1929 κυκλοφόρησε το βιβλίο του “Ουδέν νεότερον από το δυτικό μέτωπο”, που θεωρήθηκε η πιο ειλικρινής και σπαρακτική μαρτυρία για τον Α’ Παγκόσμιο Πόλεμο και γνώρισε διεθνή επιτυχία. Το 1933 τα βιβλία του κάηκαν από το ναζιστικό καθεστώς και ο ίδιος αυτοεξορίστηκε στην Ελβετία.
Σας παραθέτουμε ένα απόσπασμα από αυτή τη συγκλονιστική μαρτυρία:
Είμαι νέος, μόλις έκλεισα τα 20, από τη ζωή δεν ξέρω παρά μόνο την απελπισία, το θάνατο, το φόβο και μια αλυσίδα από ανόητες επιπολαιότητες, πάνω από μια άβυσσο πόνων και θλίψεων. Βλέπω τους λαούς να ορμούν σε άλλους λαούς, να σκοτώνουν και να σκοτώνονται, χωρίς ούτε κι εκείνοι να ξέρουν το γιατί, υπακούοντας σ΄αυτούς που τους στέλνουν, χωρίς συναίσθηση του κινδύνου ή της ευθύνης τους. Βλέπω πως οι δυναμικότεροι εγκέφαλοι του κόσμου εφευρίσκουν όπλα για να γίνονται όλ’ αυτά μ’ έναν τρόπο ακόμα πιο ραφιναρισμένο και να διαρκούν όσο γίνεται περισσότερο. Κι όλοι οι συνομήλικοί μου εδώ, στην αντικρυνή παράταξη, σ’ ολόκληρο τον κόσμο το βλέπουν όπως εγώ. Αυτή είναι η ζωή της γενιάς μου και η δική μας. Τι θα κάνουν άραγε οι πατεράδες μας αν μια μέρα σηκωθούμε και παρουσιαστούν μπροστά τους για να τους ζητήσουμε λογαριασμό; Τι περιμένουν από μας όταν μια μέρα τελειώσει ο πόλεμος; Τι περιμένουν από μας όταν μια μέρα τελειώσει ο πόλεμος; Χρόνια ολόκληρα σκοτώναμε μόνο. Αυτό ήταν το πρώτο μας επάγγελμα στη ζωή. Για μας η επιστήμη της ζωής περιορίζεται στο θάνατο. Τι θα συμβεί ύστερα; Και τι θ’ απογίνουμε εμείς; […]
Έχουμε χάσει κάθε αίσθημα ανθρωπισμού και αλληλεγγύης. Μόλις κατορθώνουμε να αναγνωρίσει ο ένας τον άλλο, όταν η εικόνα του ενός πέσει μπροστά στα μάτια μας, που είναι μάτια κυνηγημένου ζώου. Είμαστε αναίσθητοι νεκροί, οι οποίοι με ένα στρατήγημα ή κάποια επικίνδυνη μαγεία γινήκαμε και πάλι ικανοί να τρέχουμε και να σκοτώνουμε […]
Έχουμε γίνει επικίνδυνα ζώα, δεν πολεμούμε αμυνόμαστε εναντίον της καταστροφής. Δε ρίχνουμε τις χειροβομβίδες μας πάνω σε ανθρώπινα πλάσματα, γιατί τη στιγμή εκείνη δε νιώθουμε παρά ένα πράγμα: ότι ο θάνατος βρίσκεται εκεί σ’ αυτούς να μας αρπάξει κάτω από αυτά τα χέρια και κάτω απ’ αυτά τα κράνη. Είναι η πρώτη φορά έπειτα από τρεις μέρες που μπορούμε ν’ αμυνθούμε εναντίον του. Η αγριότητας και το πάθος που μας εμψυχώνει μοιάζουν με τρέλα. Μπορούμε να καταστρέψουμε και να σκοτώσουμε για να σωθούμε… για να σωθούμε και να εκδικηθούμε….
Έρως, Θέρος, Πόλεμος της Ευγενίας Φακίνου
(…) Η Ελένη ήταν μια ήσυχη γυναίκα είκοσι χρόνων. Όμορφη, πολύ όμορφη και αρκούντως πεισματάρα. Όπως όλες οι γυναίκες της οικογένειάς της. Όπως ήταν κι η μάνα της, η Μάρθα. Αυτή κι αν ήταν. Ανεξάρτητη, με ισχυρή βούληση κι αδιάφορη για ό,τι τότε αποτελούσε τον ηθικό κανόνα. Υπήρξε δίγαμη, κάτι που –φυσικό ήταν– προκάλεσε την κοινωνία, και της χάρισε μερικά επίθετα καθόλου κολακευτικά. Είχε παντρευτεί πρώτα κάποιον απ’ τον οποίο είχε αποκτήσει δυο παιδιά και για λόγους που δε μαθεύτηκαν ποτέ, τον εγκατέλειψε και γύρισε στο πατρικό της. Αργότερα ξαναπαντρεύτηκε –χωρίς να πάρει διαζύγιο, μιας και τότε, γύρω στα 1880, κι εξαιτίας της τουρκικής κατοχής δεν υπήρχαν τέτοιες ευκολίες– ένα δεύτερο άντρα, κρητικής καταγωγής, απόγονο κάποιου απ’ αυτούς που είχαν βρει καταφύγιο στο απομακρυσμένο νησί τους, τη Σύμη, μετά την αποτυχημένη Κρητική Επανάσταση. Έκανε μαζί του άλλα τρία παιδιά, ένα αγόρι και δύο κορίτσια, το τελευταίο απ’ αυτά ήταν η Ελένη. Μεγάλωσε τα παιδιά της στις αυλές του μοναστηριού της. Από μια παλαιότατη συνήθεια, βαθιά ριζωμένη στο νησί, τα παλαιά εγκαταλειμμένα μοναστήρια περνούσαν σε οικογένειες που τα φρόντιζαν – χωρίς να τους ανήκουν. Είχαν, θα μπορούσαμε να πούμε, την επιστασία. ∆ιόρθωναν ανελλιπώς τις σκεπές των κελιών με πατημένο χώμα, στερέωναν τους τοίχους που έπεφταν, άσπριζαν τα εκκλησάκια και τα λειτουργούσαν στις γιορτές του πολιούχου αγίου που ήταν αφιερωμένα, ενώ ταυτόχρονα ζούσαν ως φυσιολογικές οικογένειες στα κελιά. Το μοναστήρι της Μάρθας ήταν προνομιούχο. Βρισκόταν σε περίοπτη θέση, στην υψηλότερη κορυφή του νησιού, επόπτευε του δρόμου –ένα φαρδύ μονοπάτι ήταν– που ένωνε, ανατολικά και δυτικά, τους δύο κυριότερους οικισμούς. Κι από μια ιδιαίτερη εύνοια της τύχης είχε και το μοναδικό τρεχούμενο νερό του νησιού. Οι πρώτοι μοναχοί που στερέωσαν το εκκλησάκι το 13ο αιώνα είχαν εξασφαλίσει το πολυτιμότερο αγαθό. Η «μάνα» του νερού έτρεχε –κι εξακολουθεί να τρέχει και στις μέρες μας– μέσα σε μια μικρή σπηλιά στην πλάτη του μοναστηριού που ακουμπάει στα βράχια και γέμιζε τη δεξαμενή. Ωραίο νερό, διαυγές και ζωογόνο. Γι’ αυτό και πάντα φυλασσόταν. ∆υο βαριές εξώπορτες έκλειναν κι ασφάλιζαν το μοναστήρι όταν νύχτωνε. Ο φρουριακός του χαρακτήρας με τα ψηλά τείχη και τις καμάρες το έκαναν απόρθητο.
Η Ελένη, η ωραία, η ήσυχη και ταυτοχρόνως πεισματάρα, ερωτεύτηκε μικρή μικρή ένα βοσκό που περνούσε τα κοπάδια του έξω απ’ το μοναστήρι κι ανέβαινε απαραιτήτως κάθε φορά να πιει νερό – όλο διψασμένος ήταν ο καημένος.
Η φοβερή Μάρθα είχε βεβαίως αντιληφθεί το τέχνασμα, αλλά δεν μπορούσε ν’ αρνηθεί νερό σε διψασμένο. Αρνήθηκε όμως, όσο άντεξε, την πρόταση του Σωτήρη. ∆εν ήθελε η κόρη της να πάρει βοσκό –σκληρή δουλειά, σκλαβιά πες καλύτερα, χωρίς Κυριακές και σχόλες– αλλά, είπαμε, η Ελένη ήταν πεισματάρα κι ερωτευμένη. Έδωσε πήρε, τον παντρεύτηκε. Σαν να την τιμωρούσε η μάνα της, της έδωσε προίκα ένα σπιτάκι στα ψηλά του Χωριού και τρεις γύρους με αμπέλια, συκιές κι αχλαδιές έξω απ’ το μοναστήρι. Την εξόρισε με τον τρόπο της. Γιατί ενώ είχε χώρο και θα μπορούσε να δώσει ένα απ’ τα κελιά να στεγαστεί η Ελένη, την έβγαλε έξω και την ανάγκασε ν’ ανεβαίνει καθημερινά τη σχεδόν κάθετη ανηφόρα, φορτωμένη μ’ έναν τενεκέ, και να παίρνει το πολύτιμο νερό. Οι σχέσεις των δύο γυναικών θα πρέπει να ήταν σαν τεντωμένο σκοινί. Να ισορροπούσαν όπως το νερό στον ξέχειλα γεμισμένο τενεκέ που κατέβαζε καρτερικά στον ώμο η Ελένη. Απόδειξη των κακών τους σχέσεων ήταν και το γεγονός ότι η Ελένη, ενώ γέννησε πέντε κορίτσια συνολικά, δεν έδωσε το όνομα της μάνας της σε κανένα. Το πρώτο πήρε τ’ όνομα της πεθεράς της, όπως ήταν το έθιμο. Για τα υπόλοιπα όμως όλο κι έβρισκε δικαιολογίες – τάματα. Πάντα ταγμένα τα είχε τα νεογέννητα μωρουδάκια. Η Μάρθα δεν το σχολίασε ποτέ, δεν ταίριαζε με το χαρακτήρα της, αλλά οι μαρτυρίες λένε ότι της το κράτησε κι ότι ήταν ελάχιστα τρυφερή με τις εγγόνες της. Η Ελένη ήταν γκαστρωμένη στο τρίτο της παιδί όταν βρήκε το πουκάμισο του φιδιού. Το πρώτο της κορίτσι, η Αννίκα, ήταν ήδη τεσσάρων ετών και το δεύτερο, η Θαρινή, δύο. Το όνομα στο δεύτερο κοριτσάκι δόθηκε –μετά από τάξιμο βεβαίως– προς τιμήν του Ταξιάρχη Μιχαήλ του Θαρινού, που το ξωκλήσι του ήταν έξω απ’ το Κάστρο. Για το τρίτο, το ερχόμενο παιδί, η Ελένη είχε ήδη αποφασίσει, αν ήταν αγόρι –που τόσο πολύ επιθυμούσε ν’ αποκτήσει ο άντρας της, διάδοχο αλλά και μελλοντικό βοηθό στα κοπάδια– να του έδινε τ’ όνομα του πεθερού της. Αν πάλι τύχαινε να βγει κι αυτό κορίτσι, θα το ονομάτιζε Μαρία, επειδή είχε δει την Παναγία στον ύπνο της.
Όλα τακτοποιημένα λοιπόν ως προς τα ονόματα. Κι όλα κανονισμένα ως προς τις εγκυμοσύνες. Κάθε δεύτερο χρόνο και παιδί. Έτσι ήταν οι ρυθμοί τότε. Και οι κανόνες της φύσης απαραβίαστοι. Όσο θήλαζαν τα μωρά τους οι γυναίκες δεν έμεναν έγκυες. Μόλις τ’ απόκοβαν, ετοιμάζονταν για το επόμενο. Η Ελένη σηκωνόταν χαράματα, βοηθούσε τον άντρα της στο άρμεγμα και μετά στο αμόλημα του κοπαδιού, χτυπούσε το βραδινό γάλα για να πάρει το καϊμάκι, που το μάζευε σε βολαράκια κι έπειτα το ζέσταινε κι έβγαζε το μυρωδάτο βούτυρο, ανάμικτο από κατσικίσιο και προβατίσιο γάλα. Έφτιαχνε μετά απ’ τον τσούρο –το νερό που απόμενε απ’ το ξέπλυμα του τυριού και του κάδου– το φαΐ των σκυλιών προσθέτοντας πίτουρα. Τα σκυλιά των βοσκών λογαριάζονταν μέλη της οικογένειας. Έπειτα έκανε τις δουλειές της ημέρας, μαγείρεμα, συγύρισμα και τα υπόλοιπα, ώσπου να έρθει πάλι το σούρουπο για το βραδινό άρμεγμα και μετά να σβήσει –επιτέλους– τη λάμπα και μέχρι να χαθεί η μυρωδιά του πετρελαίου απ’ το σβησμένο φιτίλι, να έχει ήδη κοιμηθεί ξεθεωμένη. Σκέφτηκε άραγε ποτέ η Ελένη αν η μάνα της είχε –έστω και λίγο– δίκιο όταν δεν ήθελε να τη δώσει σε βοσκό; Κι αν το σκέφτηκε, το πείσμα της δε θα την άφηνε να το ομολογήσει ούτε στον ίδιο της τον εαυτό. Το πείσμα της κι όχι ο έρωτας. Αυτός γρήγορα ξεθώριασε απ’ τα καθημερινά βάσανα κι αποκάλυψε χούγια και ιδιαιτερότητες δύσκολες.
Ο ήλιος, το σκοτάδι και οι εποχές όριζαν τη ζωή της Ελένης. Την άνοιξη, απ’ την Καθαρή ∆ευτέρα, ανέβαινε µε τα παιδιά στο βουνό αφήνοντας τις βολές του κανονικού σπιτιού στο Χωριό. Εκεί στο καλυβάκι, κάτω απ’ το μοναστήρι και το άγρυπνο μάτι της μάνας της, βόλευε παιδιά και νοικοκυριό σε πρωτόγονες συνθήκες. Ο άντρας της χαιρόταν όταν ανέβαινε η οικογένεια στο βουνό, γιατί έτσι είχε την αίσθηση της συντροφιάς, έστω κι αν έλειπε όλη την ημέρα από κοντά τους. Εκείνος έμενε μόνιμα επάνω, με τα κοπάδια και τα σκυλιά του, και μόνο τα Σαββατόβραδα του χειμώνα κατέβαινε στο σπίτι του Χωριού για να πάρει ψωμί και καθαρά ρούχα. Με τον ερχομό του φθινοπώρου κι όταν οι βροχές του Νοεμβρίου γίνονταν ραγδαίες, η Ελένη μάζευε παιδιά και συμπράγκαλα και κατέβαινε πάλι στο σπίτι του Χωριού. Εκείνο το Πάσχα, τον Απρίλη του 1919, επρόκειτο να σημαδέψει τη ζωή πολλών ανθρώπων…
(…) Στα δύο χρόνια απ’ τη γέννηση της Μαρίας, νέο παιδί, πάλι κορίτσι, ήρθε στο σπίτι. Η Ζωοπηή. Ταγμένη απ’ την Ελένη στη Ζωοδόχο Πηγή. Αυτή διέφερε απ’ τις άλλες στα χρώματα, ήταν ξανθιά με πράσινα μάτια. Κι όταν η Μαρία έγινε τεσσάρων, γεννήθηκε και το πέμπτο κορίτσι, τ’ Aστραδενάκι. Εδώ η Ελένη δυσκολεύτηκε να εξηγήσει το τάξιμο, αλλά καιη Μάρθα δεν έδινε σημασία. Ούτε κι ο Σωτήρης νοιαζόταν πια για το φύλο του παιδιού. Πίστευε ότι αυτό ήταν το πεπρωμένο του, να είναι πατέρας θυγατέρων μόνο. Η Μαρία, σε ηλικία τεσσάρων ετών, φρόντιζε τις δυο μικρότερες και κυρίως το μωρό. Του έδινε την πιπίλα του, το κουνούσε, το νανούριζε. Κρατούσε πάντα απ’ το χέρι τη δίχρονη Ζωοπηή, την τάιζε, την έντυνε καιτης έπλεκε τα κοτσιδάκια. Έπαιζε με ζωντανές κούκλες. Η Ελένη η ωραία, η ήσυχη και πεισματάρα δεν προλάβαινε πια ν’ ανασάνει. Έπρεπε να σηκώνεται απ’ τις τρεις τη νύχτα για να τα καταφέρνει όλα. Να βοηθάει τον Σωτήρη στο γάλα και το βούτυρο, να τυροκομεί, να μαγειρεύει, να πλένει, να μπαλώνει και να λούζει τα κορίτσια. Επιπλέον είχαν και τα χτήματα, όπου φύτευαν για τις ανάγκες τους στάρι, κριθάρι, φακές και μπιζέλια. Σ’ ένα κομματάκι ο Σωτήρης φύτευε και καπνά. Κρατούσε για τον εαυτό του και πουλούσε κιόλας. Τα κορίτσια δούλευαν κι αυτά όσο μπορούσαν. Έβρισκαν παιχνίδι να ξεκουκίζουν τα μπιζέλια και τις φακές ή να χωρίζουν ανάλογα με τα χρώματα τα μαλλιά των προβάτων. Ζούσαν μια αρχαία ζωή, που τη ρύθμιζαν οι εποχές, τα γεννητούρια των προβάτων, η ωρίμανση των καρπών, η άνθιση των κυκλάμινων, οπρώτος περίπατος των σαλιγκαριών μετά τα πρωτοβρόχια ή το μάζεµα των άγριων μανιταριών. Όλα είχαν μια τάξη απαραβίαστη.
(…) Tη χρονιά που η Μαρία συμπλήρωνε τα έξι, εκείνο το αξιομνημόνευτο καλοκαίρι του 1925, η Ελένη γέννησε γιο. Όταν πια κανένας δεν το περίμενε και οι ελπίδες του Σωτήρη είχαν εντελώς σβήσει. Γέλασαν επιτέλους τα μουστάκια του. Έβγαλε το μαντίλι απ’ τα μαλλιά του και το ανέμιζε σαν σημαία. Τα παιδιά που του είχαν πάει την είδηση δεν πίστευαν στα μάτια τους. Το διηγήθηκαν στους δικούς τους γελώντας κι οι βοσκοί διασκέδαζαν πειράζοντας τον Σωτήρη. Εκείνος δε θύμωνε παρά τους καλούσε όλους για κέρασμα, μαστίχα και τσιγάρο. Για μέρες κρατούσε ένα μπουκάλι μαζί του για τα συχαρίκια. Όλο το σινάφι των βοσκών, ακόμα κι αυτοί που είχαν τις μάντρες τους σε πολύ μακρινά μέρη, έμαθε ότι ο Σωτήρης ο Ψεύτης είχε αποκτήσει γιο. Στα μικρά μέρη, όπου οικογένειες με το ίδιο επίθετο γίνονταν πολυάριθμες, ένας τρόπος υπήρχε για να ξεχωρίζουν ξαδέλφια και τριτοξάδελφα με το ίδιο ονοματεπώνυμο: τα παρατσούκλια, τα παραβγόλια. Έβγαιναν αβίαστα, πολλά απ’ αυτά ήταν κι ιδιοφυή κι αντανακλούσαν ελαττώματα, χαρίσματα ή ιδιομορφίες. Ο Ακαλημέριστος, η Ελαφροπαλάτζα, ο Βυζανιάρης, τα Γαλλικά Φώτα –προκειμένου για γυναίκες που τους άρεσαν τα πολύχρωμα φορέματα– η Βοδοκοιλιά, η Μεγάλη Παρασκευή, το Μουσείο, η Περηφάνα, ο Τσάρος, ο Ρηχός, το Φτακούνιο, ο Παρμένος και άλλα ατελείωτα.
(…) Πριν μπει το φθινόπωρο του ’26 ένας αξέχαστος καβγάς έγινε στο σπιτάκι. Το καλοκαίρι τελείωνε, τα σπαρτά θερισμένα και καθαρισμένα βρίσκονταν στο κελάρι, ο τραχανάς είχε στεγνώσει και μαζευτεί, τα σύκα ξεραίνονταν στο δώμα κι η καπνοσακούλα του Σωτήρη φούσκωνε σαν γκαστρωμένη απ’ τα ξερά φύλλα. Είχαν αποφάει κι η Αννίβα είχε πλύνει και τακτοποιήσει τις γαβάθες του φαγητού. Το αγοράκι κοιμόταν ήσυχο. Η Ελένη δεν είχε πιάσει το πλεκτό της, αλλά ο Σωτήρης είχε απλώσει τα πόδια του και κάπνιζε, όπως έκανε κάθε απόβραδο. Το αίτημα της Ελένης τον βρήκε απροετοίμαστο. «Η Μαρία πρέπει να πάει σχολείο», του είπε. Έτσι σαν τελεσίγραφο. Σαν μία απόφαση παρμένη από καιρό. Εκείνος αντέδρασε, γιατί δεν του άρεσαν τα ξαφνικά. «Κι έπειτα», της απάντησε, «αφού δεν έχουν πάει οι μεγαλύτερες, γιατί να πάει η Μαρία; Και τι τα θέλουν, παρακαλώ, τα γράμματα κορίτσια πράματα; Για να γράφουν ραβασάκια;» Η γνωστή δικαιολογία. Που θα είχε ακουστεί από δεκάδες, εκατοντάδες πατεράδες εκείνα τα χρόνια. Ύποπτα ήταν τότε τα γράμματα για τα κορίτσια. Αυτωνών η ζωή είχε προδιαγραφεί. Μικρές μικρές παντρεύονταν –όσο πιο μικρές τόσο πιο καλά–, μικρές γίνονταν μάνες κι έτσι προλάβαιναν, αν όλα πήγαιναν καλά και δε χάνονταν σε καμία γέννα, ν’ αποκτήσουν εγγόνια και δισέγγονα, και τρισέγγονα καμία φορά. «Ποιος ο λόγος να μάθουν γράμματα;» μουρμούριζε ο Σωτήρης. «Θα λογαριαστούν ποτέ με τον έμπορα των μαλλιών και θα τις κλέβει στο ζύγι; Ή θα πρέπει να υπογράψουν πουθενά; Κι αν χρειαστεί κι αυτό, καλός είναι κι ο σταυρός. Τι τα θέλουµε τα σχολεία φτωχοί αθρώποι;» «Κι άλλοι είναι φτωχοί», του απάντησε η Ελένη η πεισματάρα, «αλλά στέλνουν τα παιδιά τους στο σχολείο». Οι τόνοι ανέβαιναν, τα κορίτσια πήγαν και μούλωξαν πλάι στη μάνα τους. ∆εν ήξεραν αν είχε δίκιο ή άδικο, δεν ήταν σε θέση και σε ηλικία να κρίνουν, όμως ήταν με το µέρος της. Γιατί ήταν μάνα τους κι έβλεπαν τον κόπο της κι ένιωθαν την τρυφερότητά της. Ο πατέρας τους ήταν λίγο απόμακρος. Καλός, ποτέ μέχρι σήμερα δε σήκωσε χέρι να τις χτυπήσει, αλλά δεν είχε πολλά πολλά μαζί τους. Όλο έξω με τα κοπάδια του ήταν κι όλο βιαζόταν και δεν είχε υπομονή με τα κλάματά τους. Η Μαρία ένιωσε ένοχη. Ο καβγάς γινόταν γι’ αυτήν και την έκανε να φοβάται την οργή του πατέρα της. Έσφιγγε το χέρι της μάνας της σαν να ήθελε να της πει: «Mην το παρατραβάς και μου θυμώσει». Απ’ την άλλη όμως λαχταρούσε να μην κάνει πίσω η μάνα της. Είχε τρελαθεί απ’ τη χαρά της στην προοπτική να πάει σχολείο. Να βρεθεί αλλού, μακριά απ’ το βουνό, που η μοναξιά και η ησυχία του την πλάκωνε. Δεν την ένοιαζαν τα γράμματα, που δεν ήξερε και τι εννοούσαν μ’ αυτό, αλλά της άρεσε η αλλαγή, το φευγιό. Ο Σωτήρης νευρίασε για τα καλά, βρόντηξε πίσω του την πόρτα και βγήκε στη νύχτα. Καλύτερα να πήγαινε στα πρόβατά του, που δεν του έφερναν κι αντίρρηση. Έτσι χάρη στο πείσμα της Ελένης αλλά και στη διορατικότητά της, η Μαρία γράφτηκε στο σχολείο του Χωριού. Η συνωμοσία των μανάδων του βουνού έφερε κι άλλα παιδιά βοσκών στο σχολείο. Ένα πανηγύρι ήταν το ξεκίνημά τους για το σχολείο. Οκτώβρης μήνας κι οι οικογένειες των βοσκών έμεναν ακόμα στο βουνό. Τα παιδιά έπρεπε να περπατάνε μια ώρα για να φτάσουν στο σχολείο. Αλλά τους άρεσε τόσο πολύ. Το είχαν δει σαν περιπέτεια. Το σχολείο εκείνα τα χρόνια ήταν πρωί κι απόγευμα. Τα μαθήματα άρχιζαν στις εφτά το πρωί και σταματούσαν στη μία και μισή το μεσημέρι. Τότε έκαναν ένα μεγάλο διάλειμμα κι έτρωγαν το ψωμοτύρι που τους είχε βάλει η μάνα τους στο φέλεγκα, ένα σακούλι από κανναβίτσα, που ήταν και η τσάντα του σχολείου. Μετά συνέχιζαν τα μαθήματα στις τέσσερις και τελείωναν στις έξι το απόγευμα. Νύχτα έφταναν πίσω στον Άγιο Κωνσταντίνο. Έτρωγαν μαγειρεμένο, ζεστό φαΐ και διηγιόντουσαν στ’ αδέλφια τους τα παράξενα που είχαν μάθει.
(…) Η άνοιξη του ’28 ήρθε αθόρυβα, αλλά θα έφευγε με ένταση και καβγάδες για την οικογένεια της Μαρίας. Ο χειμώνας που πέρασαν στο σπιτάκι του Χωριού είχε δημιουργήσει νέες καταστάσεις. Η Αννίκα, δεκατριών ετών πια, είχε ερωτευτεί ένα δεκαεφτάχρονο παλληκαράκι. Πριν καταλάβουν την αιτία, είχαν παρατηρήσει την αλλαγή στη συμπεριφορά της. Η Αννίκα χτένιζε με τις ώρες τα μακριά μαλλιά της πριν τα πλέξει σε κοτσίδες, που τώρα δεν τις άφηνε ελεύθερες, αλλά τις έφερνε γύρω απ’ το κεφάλι σαν φωτοστέφανο. Ήταν ένα πολύ ωραίο κορίτσι, με λευκό δέρμα και υπέροχα μεγάλα μάτια. Αυτά τα μάτια που τα στύλωνε αφηρημένη σ’ ένα σημείο και ξεχνιόταν έκαναν την Ελένη ν’ ανησυχήσει. Ήξερε από τέτοια σημάδια. Είχε υπάρξει κι αυτή ερωτευμένη. Μια νύχτα με τσουχτερό κρύο ακούστηκε έξω απ’ το σπίτι τους μια καντάδα. Κάποιοι τραγουδούσαν:
«Άσπρη σαν τα γάλατα που βγάζουν οι προβάτες,
έτσι σε διάλεξα κι εγώ από πέντε μαυρομάτες».
Η Ελένη πετάχτηκε και βγήκε να δει ποιοι ήταν οι κανταδόροι, αλλά εκείνοι ήταν καλά κρυμμένοι. Γύρισε μέσα και ξαναξάπλωσε χωρίς να πει τίποτα. Ότι το τραγούδι αναφερόταν σε κάποια απ’ τις κόρες της δεν το αμφισβητούσε, έστω κι αν οι μαυρομάτες δεν ήταν πέντε αλλά τέσσερις, επειδή το Ζωοπιάκι είχε πράσινα μάτια. Η λογική την οδήγησε στην Αννίκα. Έτσι εξηγούνταν οι αφηρημάδες της, αλλά και η προθυμία της να κατεβαίνει στον Γιαλό για τα ψώνια. Εκεί θα τον έβλεπε επομένως. Αλλά ποιος δαίμονας ήταν; Και τι έπρεπε να κάνει; Να της ανοίξει συζήτηση και να προσπαθήσει να μάθει ή να κάνει την ανήξερη ελπίζοντας ότι θα περάσει το κακό; Αποφάσισε το δεύτερο. Όπου να ’ταν ο χειµώνας τελείωνε και θ’ ανέβαιναν στο βουνό. Εκεί δε θα μπορούσε να έρχεται ο λεγάμενος και να κάνει καντάδες. Η Μαρία είχε ξυπνήσει και αυτή απ’ τους τραγουδιστές κι είχε σκουντήσει τη Θαρινή με νόημα. Η Αννίκα δεν τους είχε πει τίποτα, αλλά κι αυτές δεν ήταν χαζές. Ήξεραν ότι σ’ εκείνη ήταν αφιερωμένο το τραγούδι. Η Ελένη της έκοψε τα πολλά σούρτα φέρτα απ’ τον Γιαλό, τώρα έστελνε τη Θαρινή για τα ψώνια, κι είχε το μάτι της άγρυπνο πάνω στην Αννίκα. Όταν ανέβηκαν στο βουνό, η Ελένη ανάσανε λίγο. ∆εν ήταν πια η μόνη υπεύθυνη. Ο Σωτήρης ήταν εδώ, ποιμένας προβάτων και θυγατέρων. ∆εν του είπε τίποτα κι όταν τα Σάββατα η Αννίκα κατέβαινε στο Χωριό για να ζυμώσει και να φουρνίσει το ψωμί της βδομάδας, η Ελένη έστελνε και τη Μαρία μαζί της ως φύλακα-άγγελο.Σ’ αυτήν εκμυστηρεύτηκε η Αννίκα το μεγάλο μυστικό. «Ο Θανάσης», της είπε μόνο, όταν εκείνος είχε το θράσος να περάσει απ’ το σπίτι τους μέρα μεσημέρι και να της πει «Kαλημέρα». Απλώς «καλημέρα», αλλά με νόημα. Σαν να της έκανε μια μακροσκελή ερωτική εξομολόγηση. Τ’ ανείπωτα λόγια. Πάντα πιο φλύαρα και διεγερτικά. Αυτό γινόταν κάθε Σάββατο. Ο Θανάσης περνούσε, έλεγε την τρομερή λέξη «καλημέρα» κι η Αννίκα τρελαμένη έβγαινε στην ταρτάνα με τα λουλούδια και τον κοιτούσε αμίλητη. Έπειτα έμπαινε μέσα και ζύμωνε όλο φούρια, ταράζοντας το ζυμάρι με την ταραχή της. Η Μαρία δεν έβγαλε κουβέντα. Ούτε που τη μαρτύρησε στη μάνα τους κι ας ήξερε ότι δεν εκτελούσε τα χρέη της ως φύλακας. Τη γοήτευαν πάντα οι έρωτες. Ατελείωτες ιστορίες είχε ακούσει για ζευγάρια που κλέφτηκαν, και τα έβρισκε όλ’ αυτά πολύ ρομαντικά. Η Μαρία δε μίλησε, αλλά κάποια απ’ τις γειτόνισσες, που όλα τα έβλεπαν κι όλα τα καταλάβαιναν, μίλησε στη νύφη του Σωτήρη, εκείνη στον άντρα της κι αυτός τα πρόφτασε στον αδελφό του. Ο Σωτήρης συννέφιασε και τα έβαλε με την Ελένη. Έπιασε και την Αννίκα κι αφού της τα έψαλε απ’ την καλή, την έκοψε κι απ’ το ζύμωμα.
Η Αννίκα δεν το ’βαλε κάτω. Όσο έλειπε ο πατέρας τους στη βοσκή, όλο έλεγε στη μάνα της «Eγώ όμως θα τον πάρω». Είχε κληρονομήσει εκτός απ’ την ομορφιά και το πείσμα της. Η Ελένη προσπαθούσε να συμβιβάσει τ’ ασυμβίβαστα. Στην Αννίκα έλεγε «Ό, τι πει ο αφέντης σου, ο πατέρας σου» και στον Σωτήρη «Έτσι είν’ αυτά τα πράγματα. ∆ε θυμάσαι τα δικά μας;». Όχι, αυτός δε θυμόταν πια τίποτα. Του είχαν βάλει λόγια και τ’ αδέλφια του, κάτι του είχαν πει για μια θεία του Θανάση –τάχα υπόπτου ηθικής– κι ήταν ανένδοτος. Οι καβγάδες έδιναν κι έπαιρναν στο σπιτάκι. Για ασήμαντη αφορμή. Ο Σωτήρης ρουθούνιζε θυμωμένος κι ήταν πάντα κατσούφης. Τα είχε μ’ όλα τα θηλυκά του σπιτιού του. Με την Ελένη και την Αννίκα που του πήγαιναν κόντρα, με τη Μαρία –το «αμίλητο νερό» την έλεγε πια για τη στάση που είχε κρατήσει–, με τις μικρές, που δεν έφταιγαν σε τίποτα, αλλά αργά ή γρήγορα θα έκαναν κι αυτές τα ίδια, άτιμα θηλυκά. Μόνο το αγόρι του τον παρηγορούσε. Τριών χρόνων ο Βασίλης, με τα πυρετικά μαύρα μάτια της οικογένειας, τον κοιτούσε και του γλύκαινε την καρδιά. Ο Βασίλης, η παρηγοριά του.
Ένα πρωινό η Μαρία είχε πάει με την ελπίδα να μαζέψει άγρια μανιτάρια. Πιο πολύ όμως για να φύγει μακριά απ’ τη βαριά ατμόσφαιρα του σπιτιού. Είχε προηγηθεί πρωί πρωί ένας μεγάλος καβγάς ανάμεσα στον πατέρα της και στην Αννίκα. Εκείνη η ατίθαση είχε δηλώσει «Ή τον Θανάση ή θα σκοτωθώ». Κι ο πατέρας τους έξαλλος την είχε αρπάξει απ’ την κοτσίδα, που λύθηκε απ’ τη βίαιη κίνηση, κι άρχισε να τη δέρνει όπως δεν το είχε κάνει ποτέ ως τώρα. Τρόμαξαν να την πάρουν απ’ τα χέρια του κι έταξαν ένα μπουκάλι λάδι στον άγιο Κωνσταντίνο για να γλυτώσουν τα χειρότερα. Η Μαρία τρέμοντας –πάντα φοβόταν τις φωνές και τις αντιδικίες– τραβούσε μαζί με τις άλλες την Αννίκα να τη σώσει απ’ τα χέρια του. Όταν είχαν τελειώσει όλα, προσωρινά ασφαλώς, γιατί σίγουρα θ’ ακολουθούσαν κι άλλοι καβγάδες, η Μαρία είχε πάρει την απόφασή της. Θα έφευγε. Μόλις έβρισκε την πρώτη ευκαιρία, θα έφευγε. Πού θα πήγαινε, τι θα έκανε, δεν ήξερε. Το μόνο που σίγουρα ήξερε ήταν ότι θα έφευγε.
(…) Το 1930 ήταν χρονιά μεγάλων αλλαγών για τη Μαρία και την οικογένειά της. Ένα βραδάκι του Μαΐου έφτασαν στο βουνό ο γιατρός κι ο παπα-Γιάννης. Κάθισαν και περίμεναν να τελειώσει ο Σωτήρης με το άρμεγμα των ζώων. Η Ελένη είχε καταλάβει το σκοπό της επίσκεψής τους κι είχε αγωνία για το αποτέλεσμα. Όταν ήρθε κι ο Σωτήρης, έδιωξαν τα παιδιά για να συζητήσουν με την ησυχία τους. Το λόγο πήρε ο γιατρός. Είπε τα καλύτερα λόγια για τον Θανάση και την οικογένειά του και κατέληξε ότι η Αννίκα θα ζούσε καλή ζωή μαζί του. Ο Σωτήρης δε σχολίασε, παρά έστριβε καινούργιο τσιγάρο. «Βρε Σωτήρη», ανέλαβε τότε ο παπάς, «έχεις πέντε κορίτσια. ∆εν αρχίζεις να παντρεύεις ένα ένα να ησυχάσεις; Έτσι που πας, θα καταστρέψεις την οικογένειά σου», τόνισε υπονοώντας τους συνεχείς καβγάδες. Ο Σωτήρης τελείωσε το τσιγάρο του, λες κι είχε ανάγκη εκείνη την παράταση χρόνου για να σκεφτεί καλύτερα, και είπε: «Τι μέρα έχουμε σήμερο;» «Σάββατο», απάντησε έκπληκτος ο παπάς. «Την άλλη Κυριακή θα παντρευτούν. ∆ε θέλω να ’ρχεται ούτε αυτός ούτε οι φίλοι του και να μπαίνουν στο σπίτι μου. Έχω κι άλλα θηλυκά παιδιά».
Η Ελένη, ανακουφισμένη απ’ την έκβαση της κουβέντας, φώναξε τα παιδιά και τους ανακοίνωσε τα ευχάριστα. Επιτέλους θα είχαν κι ένα γάμο στο σπίτι έπειτα από τόσες γκρίνιες, δυστυχίες, καβγάδες και δύο κηδείες. Η Αννίκα έλαμπε. Είχε πάρει το μάτι της και τον Θανάση, που της είχε πετάξει πετραδάκια απ’ το μέρος που κρυβόταν. Όταν έφυγαν οι επισκέπτες, άρχισαν οι συζητήσεις. Ο χρόνος πίεζε. Οι μέρες ίσα που έφταναν για τις ετοιμασίες ενός γάμου. Έπρεπε να βγάλουν τα προικιά της Αννίκας, σεντόνια, μπατανίες και κιλίμια, όλα υφασμένα απ’ την Ελένη, ν’ αεριστούν. Θα της έδιναν το σπιτάκι του Χωριού ως προίκα, κι επομένως θα έπρεπε ν’ ανεβάσουν στο βουνό και τα πράγματα που δε θ’ άφηναν μέσα. Έγιναν όλα όπως έπρεπε και μέσα στην προθεσμία. Φίλες, γειτόνισσες και συγγενείς έβαλαν όλες ένα χέρι βοήθειας. Το σπίτι καθαρίστηκε ως την πιο μικρή γωνία του, ρούχα αερίστηκαν, γυαλικά πλύθηκαν, μπακιρικά γυαλίστηκαν. Όλα στην εντέλεια για το νέο ζευγάρι. Η Αννίκα έπλεε σε πελάγη ευτυχίας. Κι αν για τους υπόλοιπους οιδέκα μέρες ήταν πολύ μικρό χρονικό διάστηµα, για την ίδια ήταν χρονιά ολόκληρη. Έφτιαξαν κι έστειλαν στην οικογένεια του γαμπρού τις πιατέλες με τα καλέσματα. Την Παρασκευή, προπαραμονή του γάμου, τρεις ευτυχισμένες παντρεμένες έπιασαν το προζύμι για τα ψωμιά του γάμου, ενώ άλλες έφτιαχναν τα γλυκά. Τα φαγητά, παστίτσιο, γιαπράκια και ψητά στο φούρνο, τα ετοίμασαν τη νύχτα του Σαββάτου. Την Κυριακή έγινε ο γάμος. Στο σπίτι, όπως ήταν τότε η συνήθεια. Ήρθε ο γαμπρός, ο παπάς, ο κουμπάρος κι οι καλεσμένοι όλοι. Μόνο ο Σωτήρης δεν κατέβηκε απ’ το βουνό. Το πείσμα τον κράτησε πάνω, κι όχι –τάχα– τα ζωντανά του. Όσο κι αν προσπάθησε η Ελένη να του αλλάξει γνώμη, δεν τα κατάφερε.
Η Μαρία και οι αδελφές της είχαν βάλει τα καλά τους φορέματα και φορούσαν και παπούτσια. Καμάρωναν την αδελφή τους που παντρευόταν. Η Αννίκα ήταν πανέμορφη με το νυφικό και το πέπλο της. Ψηλή κι ευθυτενής σαν λαμπάδα. Αυτή που στα τριάντα δύο της θα έμενε παράλυτη και θα περνούσε την υπόλοιπη ζωή της σε μια πάνινη πολυθρόνα. ∆εν την ένοιαζε που ο πατέρας της δεν είχε έρθει στο γάμο. Αρκεί που δίπλα είχε τον Θανάση της. Το γλέντι κράτησε ως τα ξημερώματα με χορούς και σπασίματα πιάτων. Έπειτα η Ελένη πήρε τα παιδιά κι ανέβηκαν στο βουνό.
Τώρα τη θέση της Αννίκας στα πρόβατα την είχε πάρει η Μαρία κι ήταν εξαιρετικά δυστυχής. Όταν άνοιξαν τα σχολεία, εκείνη δεν πήγε. Κι έτσι δεν παρακολούθησε την τελευταία τάξη του δημοτικού. Έκλαιγε συνέχεια. Περπατούσε πλάι στα ήρεμα ζωντανά κι έκλαιγε. Άρμεγε κι έκλαιγε. Τυροκομούσε κι έκλαιγε. Ο Σωτήρης νευρίαζε με τη συμπεριφορά της κι η Ελένη την έβλεπε να μαραζώνει και στενοχωριόταν. Καταλάβαινε ότι αυτό το παιδί δεν έκανε για τέτοιες δουλειές. Το μυαλό του ήταν διαρκώς αλλού…