Μικρές καθημερινές αλήθειες από τον Τίτο Πατρίκιο

Όταν είχα την τύχη να πέσει στα χέρια μου το βιβλίο “Ο πειρασμός της νοσταλγίας” – σημειώσεις καθημερινότητας των εκδόσεων Κίχλη δεν περίμενα να διαβάσω τόσο αληθινά, επίκαιρα και συγχρόνως ποιητικά και πεζά κείμενα, διαφωτιστικά που με ώθησαν να παρουσιάσω ορισμένα εξ αυτών σε εσάς! Τα υπόλοιπα θα τα βρείτε στο ίδιο το βιβλίο! Πάρτε μια γεύση:

Μιλᾶμε γιὰ κεραυνοβόλους ἔρωτες, φιλίες, προσηλώσεις. Δὲν μιλᾶμε γιὰ τὴν κεραυνοβόλα ἀποξένωση ποὺ μπορεῖ νὰ συμβεῖ τὴν ὁποιαδήποτε στιγμή. Ἴσως ἐπειδὴ ἀργοῦμε νὰ τὴν παραδεχτοῦμε.

*

Ἡ κακογραφία στὰ σημειωματάρια τῶν συγγραφέων ὀφείλεται ὄχι τόσο στὴν ταχύτητα ποὺ ἀπαιτεῖται γιὰ νὰ καταγραφοῦν οἱ σκέψεις τους, ὅσο στὸ ἀκαταστάλαχτο ἀκόμα αὐτῶν τῶν σκέψεων.

*

Μὲ τὴν ἐμπέδωση τῆς δημοκρατίας οἱ ἄνθρωποι δὲν ἔγιναν πιὸ ἠθικοί, ὅπως φαντάζονταν ἀρκετοί. Οὔτε ὅμως ἔγιναν πιὸ ἀνήθικοι, ὅπως καταγγέλλουν τώρα ἄλλοι. Ἁπλῶς ἡ διαφθορά, ἀπὸ ἀποκλειστικὸ προνόμιο τῶν λίγων, ποὺ ἦταν παλιότερα, ἔγινε τώρα κεκτημένο δικαίωμα τῶν πολλῶν.

*

Μέσα σὲ τί ἐρημιὰ ζοῦνε αὐτοὶ ποὺ πιστεύουν πὼς ἔχουν πάντα δίκιο. Καὶ σὲ τί κατάθλιψη βυθίζονται ἐκεῖνοι ποὺ φοβοῦνται πὼς ἔχουν διαρκῶς ἄδικο.

*

Ἂν ὑποθέσουμε ὅτι ἡ ποίηση μπορεῖ νὰ γιατρέψει κάποιον, αὐτὸς εἶναι ὁ ἀναγνώστης, ὄχι ὁ ἴδιος ὁ ποιητής. Ἐκεῖνον, ἀντίθετα, τὸν ἀρρωσταίνει. Καὶ μάλιστα, γιὰ νὰ εἶναι καλὴ ποίηση, πρέπει νὰ τὸν ἀρρωσταίνει ὣς τὸ ἔπακρο, ὣς ἐκεῖ ποὺ ἀνοίγει κανεὶς στὰ δύο τὸν ἑαυτό του. Ἂν ὁ ποιητὴς χρησιμοποιεῖ τὴν ποίησή του γιὰ δικό του φάρμακο, τὴ νοθεύει, τὴν ἔχει κάνει κιόλας κακὴ ποίηση. Βέβαια ὁ ποιητὴς μπορεῖ κι αὐτὸς νὰ γιατρευτεῖ μὲ τὴν ποίηση, ἀλλὰ μόνο ὡς ἀναγνώστης τῆς ὡραίας ποίησης ἑνὸς ἄλλου ποιητῆ.

*

Καλὰ βιβλία εἶναι αὐτὰ ποὺ εἴτε σοῦ γεμίζουν τὰ κενὰ ποὺ ἔχεις ὅσο νὰ ξεχειλίσουν εἴτε σοῦ δημιουργοῦν κενὰ ποὺ πρέπει ἐσὺ νὰ τὰ γεμίσεις. Τὰ μεγάλα βιβλία εἶναι ἐκεῖνα ποὺ κάνουν ταυτόχρονα καὶ τὰ δύο.

*

Οἱ συγγραφεῖς ποὺ ἀντιγράφουν εἶναι οἱ πιὸ ταπεινοί, οἱ πιὸ λιτοδίαιτοι. Ἀρκοῦνται στὰ ἀποφάγια τῶν ἄλλων συγγραφέων. Ἴσως γι’ αὐτὸ νὰ εἶναι οἱ πιὸ ἐπικίνδυνοι. Ἔχουν ὅλη τὴν κρυμμένη ἐπιθετικότητα ἐκείνου ποὺ πιστεύει ὅτι ἀδικήθηκε γιατὶ κάποιοι πρόλαβαν νὰ διατυπώσουν πρὶν ἀπ’ αὐτὸν τὶς δικές του ἰδέες.

*

Ἀκούω νὰ φωνάζουν κάποιον Θανάση καὶ ἐπαναλαμβάνω μέσα μου τὸ ἀστεῖο: «Ποιός Θανάσης;». Ὁπότε ἀντιλαμβάνομαι ὅτι πρόκειται γιὰ τὸ πιὸ θαρραλέο ὄνομα. Αὐτὸ ποὺ ἀφαίρεσε τὸ στερητικὸ ἄλφα ἀπὸ τὸ Ἀθανάσιος καὶ κατάργησε τὴν ἐπιθυμία τῆς ἀθανασίας. Περιέργως αὐτὴ τὴν ἐπιθυμία εἶναι σὰν νὰ τὴν ἀποδέχονται, κι ἂς μὴν τὴν ἔχουν, οἱ γυναῖκες, οἱ Ἀθανασίες.

*

Ὅποιος λέει πότε πότε καμιὰ ἀνοησία δὲν σημαίνει πὼς εἶναι βλάκας. Ἀνοησίες ὅλοι λένε, ἀκόμα καὶ οἱ ἰδιοφυεῖς. Μόνο ποὺ ἐκεῖνοι τὸ ἀντιλαμβάνονται ἐγκαίρως. Ἄλλωστε ἕνας σοβαρὸς δείκτης εὐφυΐας εἶναι καὶ ὁ χρόνος ποὺ χρειάζεται κανεὶς γιὰ νὰ ἀντιληφθεῖ πὼς εἶπε μιὰν ἀνοησία.

*

«Νὰ ξέρεις, παιδί μου, οἱ βλάκες εἶναι οἱ πιὸ πρωτότυποι ἄνθρωποι. Γιατὶ αὐτοὶ μποροῦν νὰ ἐπινοοῦν συνεχῶς καινούργιες βλακεῖες. Ἐνῶ οἱ εὐφυεῖς δὲν μποροῦν νὰ ἐπινοοῦν συνεχῶς καινούργιες ἔξυπνες ἰδέες». Αὐτὸ μοῦ τὸ εἶχε πεῖ ὁ Ἡρακλῆς Ἀποστολίδης, ὁ δημιουργὸς τῆς διάσημης ποιητικῆς ἀνθολογίας, τότε ποὺ πῆγα νὰ τοῦ δώσω τὸ πρῶτο ποιητικὸ βιβλίο μου, τὸ 1954. Ἦταν ἤδη ἡλικιωμένος κι ἐγὼ ἀκόμα πολὺ νέος. Αὐτὴ ἡ κουβέντα μοῦ ἄρεσε καὶ τὴν υἱοθέτησα. Ὅμως μὲ τὸν καιρὸ ἄρχισα νὰ θεωρῶ ὅτι οἱ βλάκες ἐκτὸς ἀπὸ πρωτότυποι μποροῦν νὰ γίνουν καὶ ἐπικίνδυνοι.

Ὕστερα ἀπὸ χρόνια, τὸν καιρὸ τῆς Χούντας καὶ μ’ ἀφορμὴ ἕνα δυσάρεστο περιστατικό, ἔλεγα στὴ φίλη μου τὴ Nina Borruso, στὴ Ρώμη, πὼς οἱ βλάκες εἶναι ἐπικίνδυνοι. Ἐκείνη μὲ ἀντέκρουσε: «Ὄχι ὅλοι οἱ βλάκες. Ἐπικίνδυνοι εἶναι οἱ σκεπτόμενοι βλάκες (οἱ cretini pensanti). Οἱ ἄλλοι εἶναι συνήθως γραφικοί». Υἱοθέτησα καὶ αὐτὴ τὴν κουβέντα. Πέρασαν κι ἄλλα χρόνια ὥσπου εἶδα πώς, ἕως τὴ στιγμὴ ποὺ θὰ βουλιάξουν στὴ γελοιότητα, οἱ σκεπτόμενοι βλάκες παραμένουν ἀκατανίκητοι. Μόνο ποὺ αὐτὴ ἡ στιγμὴ πολλὲς φορὲς ἀργεῖ νὰ ἔρθει. Καὶ κάποτε δὲν ἔρχεται ποτέ.

*

Διακινδύνευσα μερικὲς φορὲς τὴ ζωή μου ἀλλὰ ὄχι τὴν καθημερινὴ εἰκόνα μου. Γι’ αὐτὴν ἀπέφυγα κάθε ἐξτρεμισμό.

*

Μήπως ἡ παράταση τῆς νεότητας ἑνὸς συγγραφέα συνδέεται μὲ μιὰ παρατεινόμενη ὁμοιομορφία τοῦ ἔργου του; Μήπως γιὰ νὰ ὑπάρξουν βαθιὲς τομὲς στὴν προβληματικὴ καὶ στὸ ὕφος του χρειάζονται ἔντονες τομές, ἀκόμα καὶ χρονικές, στὴ ζωή του;

*

Γιὰ νὰ εἶσαι τελείως ἀνεξάρτητος δὲν φτάνει νὰ μὴν εἶσαι ἐξαρτημένος ἀπὸ ἄλλους. Πρέπει καὶ νὰ μὴν ἔχεις ἄλλους ἐξαρτημένους ἀπὸ ἐσένα. Δηλαδὴ νὰ ἔχεις ἀποκοπεῖ ριζικὰ ἀπὸ τοὺς ἄλλους. Μήπως ἡ ἀπόλυτη ἀνεξαρτησία εἶναι μιὰ ἐξιδανικευτικὴ φαντασίωση τῆς ἀπόλυτης μοναξιᾶς;

*

Ἡ ζωὴ εἶναι ἰσχυρότερη ἀπὸ τὰ δράματά της. Ἡ λογοτεχνία εἶναι ἰσχυρότερη ἀπὸ τὶς ἀποτυχίες της.

*

Ἀποφάσισα ἐπιτέλους νὰ ξεκαθαρίσω τὶς λέξεις ποὺ χρησιμοποιῶ. Κυρίως νὰ ἀπαλλαγῶ ἀπὸ λέξεις ποὺ τὶς εἶχα ἐμπιστευτεῖ κι ἐκεῖνες μὲ παγίδεψαν. Πάνω στὸ ξεκαθάρισμα εἶδα πὼς κι αὐτὸ τὸ ἔκανα μὲ λέξεις ποὺ τὶς ἐμπιστευόμουν.

*

Ὁ δημοκρατικὸς συγκεντρωτισμὸς ὅπως περίπου ἴσχυε στὴν πάλαι ποτὲ Σοβιετικὴ Ἕνωση, δηλαδὴ μὲ τὴν καταγγελία καὶ τὴ διαγραφὴ ὅποιου ἔκανε κριτικὴ στὴν ἡγεσία ἢ καὶ μόνο στὴ γραμμή της, ἰσχύει πλέον σὲ ὅλα τὰ ἑλληνικὰ κόμματα. Εὐτυχῶς χωρὶς τὴ φυσικὴ ἐξόντωση, ὅπως κατὰ κανόνα γινότανε τότε ἐκεῖ. Βέβαια, τὰ κόμματα δὲν τὸν ἀναγνωρίζουν ἀνοιχτά, τὸν ἐφαρμόζουν ὅμως στὴν πράξη. Ἡ ἐπιτυχία τοῦ δημοκρατικοῦ συγκεντρωτισμοῦ μὲ ἐκπλήσσει ἀλλὰ δὲν μὲ ἀνησυχεῖ. Γιατὶ, ὅπως κάθε ἐπανάληψη στὴν ἱστορία, ἔτσι κι αὐτὴ τώρα ἔχει τὴ μορφὴ κωμωδίας.

*

Τὸ ἔνδυμα τῆς λογοτεχνίας προσπαθοῦν πάντα νὰ τὸ φορέσουν ἡ ρητορική, ἡ δημοσιογραφία, ἡ ἀνθρωπολογία. Σ’ αὐτὲς ἔχει προστεθεῖ τελευταῖα ἡ θεωρία τῆς λογοτεχνίας.

*

Ὁ μόνος ἀληθινὸς θάνατος εἶναι ὁ συγκεκριμένος θάνατος ἑνὸς συγκεκριμένου ἀνθρώπου. Ὅλοι οἱ ἄλλοι, οἱ φαντασιακοὶ ἢ οἱ συμβολικοὶ θάνατοι, μόνο φιλολογικὴ ἢ ἐξορκιστικὴ σημασία ἔχουν.

*

Τὰ νοήματα μποροῦν νὰ πολλαπλασιάζονται, νὰ συνδιαπλέκονται, νὰ συγκρούονται, νὰ χωρίζουν μόνο ὅσο εἶναι ζωντανά. Ὅπως τὰ κύτταρα.

*

Γιὰ νὰ ἐπικοινωνήσουμε μὲ τὸν ἄλλο χρειάζεται νὰ δώσουμε ἕνα σπρώξιμο πρὸς τὰ ἔξω ὥστε νὰ βγοῦμε ἀπὸ τὸν ἑαυτό μας. Γιὰ νὰ ξαναμποῦμε στὸν ἑαυτό μας χρειάζεται νὰ δώσουμε ἕνα σπρώξιμο πρὸς τὰ μέσα ὥστε νὰ ἀποκολληθοῦμε ἀπὸ τὸν ἄλλο. Εἴμαστε λίγο σὰν τὶς περιστρεφόμενες πόρτες, τὶς revolving doors, τῶν μεγάλων ξενοδοχείων.

*

Πολλὲς φορὲς περισσότερο γυμνωνόμαστε ὅταν μιλᾶμε μὲ κάποιον ἄλλο παρὰ μὲ τὸν ἑαυτό μας. Μάλιστα κάποτε μένουμε τελείως γυμνοὶ ἀπέναντι στὸν ἄλλο. Ὅμως ἀμέσως ξαναβάζουμε κάποιο ροῦχο. Ὑπάρχει καὶ ὁ κίνδυνος τοῦ κρυολογήματος.

*

Τὸ θέμα τῆς γενναιοδωρίας δὲν εἶναι μόνο ἠθικό. Εἶναι καὶ αἰσθητικό.

*

Στὴν ποίηση κυριαρχεῖ ὁ παρὼν χρόνος τοῦ ποιητῆ, ἀκόμα κι ἂν ἀνάγεται στὸν παρελθόντα χρόνο. Στὴν ἱστορία κυριαρχεῖ ὁ παρελθὼν χρόνος στὸν ὁποῖο ἀναφέρεται ὁ ἱστορικός, ἀκόμα κι ἂν προεκτείνεται ἕως τὸν παρόντα χρόνο.

Ὁ χρόνος τῆς ποίησης διέπεται ἀπὸ τὴ μετακινούμενη μνήμη. Ὁ χρόνος τῆς ἱστορίας προσδιορίζεται ἀπὸ τὴ σταθεροποιημένη μνήμη.

*

Ἀπὸ τὸ πολιτικὰ ὀρθὸ εὔκολα φτάνουμε στὸ ἠθικὰ ὀρθό. Ἀλλὰ σ’ αὐτὸ τὸ τελευταῖο ποιό εἶναι τὸ ἀντίθετο; Τὸ ἠθικὰ πεσμένο ἢ τὸ ἀνήθικα ὄρθιο;

*

Δὲν ξέρω τί εἶναι πιὸ ἐπικίνδυνο: τὸ νὰ μὴ βρίσκεις λύση σ’ ἕνα αἴνιγμα ἢ τὸ νὰ νομίζεις πὼς ἔχεις λύσεις γιὰ ὅλα τὰ αἰνίγματα;

*

Ἕνας προβληματικὸς ἥρωας, ὅπως τὸν περιγράφουν ὁ Λούκατς, ὁ Λυσιὲν Γκολντμὰν ἢ ὁ Ρενὲ Ζιράρ –ἔχω κατεβάσει σήμερα τὰ βιβλία τους καὶ τὰ ξαναδιαβάζω–, δηλαδὴ ἕνας ἥρωας μυθιστορήματος, τί κάνει ὅταν πρέπει νὰ τηγανίσει δύο αὐγά, νὰ πάει στὸ πλυντήριο τὰ ἐσώρουχά του, νὰ φωνάξει ἕναν ὑδραυλικὸ ἢ ἕναν ἠλεκτρολόγο;

*

Ἂν οἱ ἄνθρωποι δὲν εἶχαν μιὰ συμπληρωματικὴ ψευδὴ συνείδηση ποὺ μπορεῖ νὰ δικαιώνει τὶς πιὸ ἀντιφατικές, τὶς πιὸ παράλογες, τὶς πιὸ γελοῖες, τὶς πιὸ ἰδιοτελεῖς, τὶς πιὸ ποταπὲς πράξεις τους, θὰ πήγαιναν ὅλοι στὸ φρενοκομεῖο.

*

Τὸ ταξίδι ποὺ ἔχεις νὰ κάνεις γιὰ νὰ διασχίσεις μιὰ θάλασσα ἀπὸ ἀνοησίες εἶναι τόσο πιὸ δύσκολο ὅσο πιὸ εὐλογοφανεῖς εἶναι οἱ ἀνοησίες. Γίνεται ὅμως ἐπικίνδυνο ὅταν οἱ ἀνοησίες αὐτὲς ἀποκτοῦν πολιτικὴ ὑπόσταση.

*

Ὄχι μόνο οἱ ἥρωες τῶν μυθιστορημάτων, ὅλοι οἱ ἄνθρωποι λένε κάποια στιγμὴ πὼς ὑποφέρουν. Συνήθως τὸ ἀποδίδουν στὴν καταδρομὴ τῆς τύχης ἢ στὴν κακότητα τῶν ἄλλων. Εἴτε πάλι στὸ ὅτι ἀφοσιώθηκαν μάταια σ’ ἕνα πρόσωπο ἢ σ’ ἕναν σκοπό. Ὅλα αὐτά, ἀκόμα κι ἂν γίνουν μελοδραματικά, προκαλοῦν πάντα ἐνδιαφέρον. Ὅμως, περισσότερο κι ἀπὸ τοὺς ἥρωες τῶν μυθιστορημάτων, οἱ ἄλλοι ἄνθρωποι ἀποφεύγουν νὰ ποῦνε ὅτι πολλὲς φορὲς ὑποφέρουν ὄχι γιατὶ δὲν θέλησαν νὰ ξεχάσουν τίποτα ἀλλὰ γιατὶ δὲν τόλμησαν νὰ θυμηθοῦνε τὰ πάντα.

*

Συχνὰ τὸ γῆρας γινόταν ἕνα δράμα, ὄχι μόνο γιὰ τὶς ὡραῖες ἀλλὰ καὶ γιὰ τοὺς ὡραίους. Σήμερα, μὲ τὴν αὐξανόμενη μακροβιότητα, τὰ βελτιωμένα καλλυντικά, τὴν αἰσθητικὴ χειρουργική, μπορεῖ νὰ γίνει ἱλαροτραγωδία.

*

Τὸ πρόβλημα ἀπὸ τὴν παράταση τῆς ζωῆς δὲν ἐντοπίζεται μόνο στὶς δυσχέρειες τῶν ἀσφαλιστικῶν ταμείων νὰ καταβάλλουν τὶς συντάξεις. Βρίσκεται καὶ στὸ ὅτι ὅλο καὶ περισσότερο ζοῦμε σὲ μιὰ κοινωνία γερόντων στὴν ὁποία κυριαρχεῖ τὸ μοντέλο τῆς διαρκοῦς νεότητας.

*

Καμιὰ περιγραφὴ τῆς φρίκης ἀπὸ τὴν ποίηση ἢ τὸ μυθιστόρημα, καμιὰ ἀναπαράστασή της ἀπὸ τὴ ζωγραφική, τὸ θέατρο, τὸν κινηματογράφο, καμιὰ τέλος πάντων καλλιτεχνικὴ ἀποτύπωσή της, ὅσο δυνατὴ κι ἂν εἶναι, δὲν φτάνει τὰ ὅσα φριχτὰ τρέφουμε καὶ κρύβουμε μέσα μας. Αὐτὰ ποὺ δὲν τὰ κάνουμε ὄχι μόνο γιατὶ τὰ ἐλέγχουμε ἀλλὰ καὶ γιατὶ κάποτε δὲν τὸ τολμοῦμε.

*

Ὅταν κανείς, ὠθώντας ὣς τὰ ἔσχατα τὴ διερεύνηση αὐτοῦ ποὺ βίωσε, κατορθώνει νὰ τὸ φωτίσει, μπορεῖ καὶ νὰ τυφλωθεῖ ἀπὸ τὸ φῶς ποὺ ξαφνικὰ ξεχύνεται. Εὐτυχῶς ποὺ αὐτὴ ἡ τύφλωση δὲν εἶναι τὸ ἴδιο ὀδυνηρή, οὔτε καὶ μόνιμη, ὅπως ἐκείνη τοῦ Οἰδίποδα.

*

Οἱ νέοι ἄνθρωποι εἶναι σὰν ἀνολοκλήρωτες σφαῖρες. Ἀπὸ τὰ ἐλλείποντα κομμάτια τους πολλὰ τοὺς τὰ προσκομίζει ἡ φιλία. Ἔτσι, συνδέονται βαθύτατα μὲ τοὺς φίλους, ἀλληλοσυμπληρώνονται, καλύπτουν τὶς ἐλλείψεις τους, ὥσπου γίνονται πλήρεις σφαῖρες. Ὅταν ὅμως κάποτε συμβεῖ αὐτό, δὲν χρειάζονται ἄλλο τὶς ὁλικὲς φιλίες ποὺ γεμίζουν ἀκόμα καὶ τὰ ἀνομολόγητα κενά. Ἀπὸ κεῖ καὶ πέρα, μὲ τοὺς παλιοὺς φίλους τους, ποὺ κι αὐτοὶ ἔχουν γίνει πλήρεις σφαῖρες, ἢ συγκυλοῦν ἢ συγκρούονται, ὅπως οἱ μπάλες τοῦ μπιλιάρδου.

*

Ἡ λογοκρισία ἔχει κι ἕνα καλό. Μᾶς εὐκολύνει νὰ ἀποδίδουμε σ’ αὐτὴν τὶς ἀδυναμίες τῆς δικῆς μας γραφῆς.

*

Οἱ λογοκριτὲς εἶναι οἱ πιὸ προσεκτικοὶ ἀναγνῶστες, οἱ μόνοι ποὺ διαβάζουν κι ἀνάμεσα στὶς γραμμές, ὅπως λέει ὁ Ἴταλο Καλβίνο.

Πάντως ἀκόμα καὶ σ’ ἐποχὲς βαριᾶς λογοκρισίας, ἡ ποίηση, μὲ τὶς μεταφορές, τὶς παρομοιώσεις, τὶς ἀλληγορίες της, καταφέρνει συχνὰ νὰ ξεγελάσει καὶ τὸν πιὸ προσεκτικό, τὸν πιὸ διεισδυτικὸ λογοκριτή. Ἴσως γι’ αὐτὸ νὰ ἔχει τότε μεγαλύτερη δραστηριότητα ἀπὸ τὴν πεζογραφία.

*

Ἡ δική μας ἀλήθεια γιὰ νὰ ἐπιβεβαιωθεῖ δὲν φτάνει νὰ ἀντιπαρατεθεῖ στὸ ψεῦδος τοῦ ἄλλου. Πρέπει καὶ νὰ διασταυρωθεῖ μὲ τὴ δική του ἀλήθεια.

*

Ἡ παρουσία τοῦ ἄλλου ὄχι μόνο ἀσκεῖ ἕναν ἐξωτερικὸ ἔλεγχο πάνω μας, ἀλλὰ πυροδοτεῖ καὶ τὸν ἔλεγχο τοῦ ἑαυτοῦ μας ἀπὸ ἐμᾶς τοὺς ἴδιους.

*

Σκύβουμε στὶς ἀδυναμίες, στὰ πάθη μας, ὁμολογημένα ἢ ἀνομολόγητα, ὅπως σ’ ἕνα πηγάδι. Κοιτάζουμε τὸ σκοτεινό του βάθος. Ὄχι γιὰ νὰ φέρουμε κάτι στὸ φῶς ἀλλὰ γιὰ νὰ ἀπολαύσουμε γιὰ λίγο ἕναν ἀκίνδυνο ἴλιγγο.

*

Μὲ πιάνει ἴλιγγος ὅταν ἀναλογίζομαι πόσος χρόνος εἶναι κιόλας πίσω μου. Οὔτε θέλω νὰ σκέφτομαι πόσος μπορεῖ νὰ εἶναι ἀκόμα μπροστά μου.

*

Ἀπὸ τὰ πιὸ δυσάρεστα ποὺ μποροῦν νὰ σοῦ συμβοῦν εἶναι νὰ διαφωνεῖς μ’ αὐτοὺς ποὺ ἀγαπᾶς καὶ νὰ συμφωνεῖς μ’ αὐτοὺς ποὺ ἀπεχθάνεσαι.

*

Ἡ λογοτεχνία γίνεται μερικὲς φορὲς μιὰ μορφὴ ἐκλεπτυσμένης αὐτολογοκρισίας.

*

Οἱ ἐπιθυμίες δὲν σβήνουν μὲ τὸν καιρό. Ἁπλῶς μεταλλάσσονται.

*

Πρὶν ἀπὸ κάποια χρόνια, ἂν φώναζες στὸν δρόμο «Ποιητή!…» δὲν θὰ γύριζε κανείς. Τὸ πολὺ νὰ ἀποκρινότανε ὁ Σικελιανός, ὅταν κατέβαινε περήφανα τὴ Βασιλίσσης Σοφίας, στὸ πεζοδρόμιο τοῦ Ἐθνικοῦ Κήπου, μὲ τὴ μαύρη μπέρτα ριχτὴ στὴν πλάτη καὶ τὸ χρυσὸ ρολόι, κρεμασμένο στὸν λαιμὸ ἀπὸ μιὰ χρυσὴ ἁλυσίδα, νὰ αἰωρεῖται στὸ στῆθος του.

Ἂν φωνάξεις σήμερα «Ποιητή!…» ἀμέσως θὰ γυρίσουν τὸ κεφάλι συνταξιοῦχοι στρατηγοί, δικαστικοί, πανεπιστημιακοί, καθηγητὲς καὶ δάσκαλοι, βουλευτές, ὑπουργικοὶ σύμβουλοι, συμβολαιογράφοι, δικηγόροι, γιατροί, φαρμακοποιοί, εἰσαγωγεῖς αὐτοκινήτων, ἔμποροι ἀλλαντικῶν, καὶ ἄλλοι ἀπ’ ὅλα τὰ ἐπαγγέλματα.

Εἶναι φυσικό. Ἀπὸ τὴν ποίηση δὲν μπορεῖ κανεὶς νὰ ζήσει, ἄρα γιὰ νὰ μπορεῖ νὰ γράφει πρέπει νὰ ἔχει κάποιο ἐπάγγελμα ἢ κάποιο εἰσόδημα. Ἄλλο μοῦ κάνει ἐντύπωση. Τὸ πόσοι ἄνθρωποι διαλέγουν τὸν τρόπο τῆς ποίησης γιὰ νὰ ἐκφράσουν ὅσα αἰσθάνονται, ὅσα σκέφτονται, ὅσα τοὺς βασανίζουν. Κι ἀκόμα περισσότερο τὸ ὅτι μποροῦν νὰ τὸ δείχνουν χωρὶς τὶς παλιὲς ἀναστολές, χωρὶς νὰ νιώθουν πιὰ καμιὰ ἐνοχή, καμιὰ μειονεξία. Εὐτυχῶς ποὺ εἶναι πολὺ λίγοι ἐκεῖνοι ποὺ ἐπιζητοῦν τὴ δόξα ποὺ φαντάζονται ὅτι δίνει ἡ ποίηση.

*

Δὲν ὑπάρχει ποιητὴς ποὺ δὲν ἔχει γράψει τετριμμένους στίχους τοῦ πόνου τῆς ψυχῆς καὶ τῆς ἀδιέξοδης αὐτοανάλυσης, τοῦ χρόνου ποὺ φεύγει καὶ τοῦ ἔρωτα ποὺ δὲν ἔρχεται, τῆς ἀνέξοδης εἰρωνείας καὶ τοῦ ἀνώδυνου αὐτοσαρκασμοῦ, τῆς σιγουρεμένης ἀμφιβολίας καὶ τῆς κρυφῆς βεβαιότητας. Ἀλίμονο σ’ αὐτοὺς τοὺς στίχους ὅταν παίρνουν τὸν ἑαυτό τους στὰ σοβαρά.

*

Ἡ ποίηση ξεκινάει σὰν αὐτοβιογραφία τοῦ ποιητῆ καὶ ὁλοκληρώνεται σὰν αὐτοβιογραφία τοῦ ἀναγνώστη.

Απόσπασμα από το Μάγκα της Πηνελόπη Δέλτα

Πρώτη φορά βρισκόμουν σε βαπόρι. Η θάλασσα μύριζε δυνατά, ο άνεμος φυσούσε.

Μαζί ταξίδευε όλη η οικογένεια. Μα ιδιαίτερη γνωριμία και φιλία είχα με τον Λουκά και τις δίδυμες Άννα και Λίζα, τα τρία μικρότερα παιδιά του αφέντη μου. Αυτά έρχονταν κι έπαιζαν τακτικά μαζί μου, στην άκρη του περιβολιού της Κηφισιάς, όπου καθόταν ο Σωτήρης ο υπηρέτης, και όπου ήταν και το δικό μου σπιτάκι.

Τον αφέντη μου δεν τον πολυήξερα. Είχε φτάσει από ταξίδι την παραμονή που φύγαμε από την Κηφισιά, με τον μεγάλο του γιο, το Μήτσο. Ως προς τις δυο κυρίες, την κυρία Βασιωτάκη και την Εύα, τη μεγάλη της κόρη, που ήταν δεκαπέντε χρονών και δεν καταδεχόταν πια παιχνίδια, σχεδόν δεν τις γνώριζα. Σπάνιες ήταν οι επισκέψεις τους στη δική μου γωνιά του κήπου και μετρημένα τα χάδια τους.

Το βαπόρι ήταν πανηγύρι. Πολλοί οι επιβάτες, και με όλους ήμουν φίλος.

Μόνο με μια κοπέλα, νόστιμη γαλανομάτα Εγγλεζίτσα, τα χάλασα από την πρώτη μέρα.

Μα μήπως έφταιγα εγώ;

Καθόταν σε μια πάνινη καρέκλα κοντά στον Μήτσο και κουβέντιαζε μαζί του. Στο χέρι της, που τ’ άφηνε και κρεμόταν απ’ έξω από την καρέκλα, βαστούσε ένα άσπρο κουρελάκι και, ενόσω μιλούσε του Μήτσου, το κουνούσε μια εμπρός και μια πίσω, αργά αργά.

Ανασηκώθηκα και ύψωσα τ’ αυτιά μου. Το κουρελάκι εξακολουθούσε να πηγαινοέρχεται σαν να μου λέει:

– Και αμέ δε θα με πιάσεις ποτέ… και αμέ δε… και αμέ δε… και αμέ δε…

– Α, έτσι είναι; του φώναξα.

Μ’ έναν πήδο όρμησα στο χέρι της μικρής Εγγλέζας, άρπαξα το κουρέλι, το τίναξα δυο τρεις φορές, έτσι που να βγάλω από μέσα του κάθε πνοή, και, πιάνοντάς το ανάμεσα στα πόδια μου, του τράβηξα δυο δαγκωματιές και το έκανα τρία κομμάτια.

Πού να φανταστώ εγώ πως θα σηκωνόταν τέτοια επανάσταση για ένα κουρέλι που σκότωσα!

Η κοπέλα έβαλε τις φωνές σαν να την είχα προσβάλει, φώναξε πως της έσχισα το νταντελένιο της μαντίλι. Ο Μήτσος, ο Λουκάς, ο κύριος Βασιωτάκης, οι δίδυμες, όλοι σηκώθηκαν ξεφωνίζοντας:

– Μάγκα! Μάγκα!

Δεν ήξερα ποιον να πρωτακούσω, σε ποιον να πρωτοτρέξω. Η κυρία Βασιωτάκη έλεγε και ξανάλεγε πως τα σκυλιά δεν είναι για συντροφιές. Μόνο η Εύα δεν είχε κουνήσει από την πλαγιαστή της καρέκλα, και γελούσε με την καρδιά της.

Σταμάτησα να συλλογιστώ πώς να ευχαριστήσω όλους, πώς να πάω μεμιάς σε όλους, και τότε μ’ έπιασε ο Μήτσος και μ’ έδειρε.

Δεν πόνεσα πολύ. Μια δυο μπατσιές στη ράχη δεν είναι πράμα να γίνει λόγος. Μα το φιλότιμό μου πειράχτηκε πολύ, γιατί το Μήτσο δεν τον γνώριζα ακόμα αρκετά, ώστε να παραδεχθώ από εκείνον τέτοιες ελευθερίες απέναντί μου.

Θύμωσα κι εγώ. Κακιωμένος με όλους, αρνήθηκα να πάω στη γαλανομάτα Εγγλεζίτσα, που, μετανιωμένη τώρα, με ξαναφώναζε κοντά της. Δε μ’ αρέσουν οι άνθρωποι που ανακατώνονται στις δουλειές των άλλων, κι εννοούσα να της το αποδείξω.

Η «Χαμένη Άνοιξη» του Στρατή Τσίρκα είναι η Ελλάδα του σήμερα;

Ο Στρατής Τσίρκας (πραγματικό ονοματεπώνυμο Ιωάννης Χατζηανδρέας) (Κάιρο 23 Ιουλίου 1911 – Αθήνα 27 Ιανουαρίου 1980) ήταν Έλληνας, συγγραφέας από τους αξιολογότερους πεζογράφους της μεταπολεμικής γενιάς, περισσότερο γνωστός για την μυθιστορηματική του τριλογία «Ακυβέρνητες πολιτείες» και το μυθιστόρημά του «Η χαμένη Άνοιξη».

Η «Χαμένη Άνοιξη» του Στρατή Τσίρκα αναφέρεται στην Αποστασία, την κυβερνητική αστάθεια, τη δολοφονία του Σωτήρη Πέτρουλα και γενικώς στο πολιτικό και κοινωνικό κλίμα λίγο πριν την Χούντα του 1967.
Το απόσπασμα μιλά για ξένους και στις επιδιώξεις τους στην Αθήνα, μέσω των πρακτόρων τους εγχώριων και μη:

Θέλουν τη Ελλάδα πόρνη να τους ανοίγει τα σκέλια στην ποδιά της Ακρόπολης να προμηθεύει μισοτιμής το ρίγος της αμαρτίας στις μαραγκιασμένες από τον πουριτανισμό ψυχές τους.

Μας θέλουν γκαρσόνια ταβερνιάρηδες μαστροπούς βαρκάρηδες επιβήτορες καμπαρετζήδες μπουζουξήδες χασισέμπορους αχ αμαν αμαν και συρτάκι αμε και Ζόρμπα δη Γκρηκ κι αυτοί ν’αρμέγουν τον τόπο το κρασί το λάδι τα πορτοκάλια τις ντομάτες τα ροδάκινα το βαμπάκι τα μάρμαρα το βωξίτη το λιγνίτη τα μεταλλεύματα και τον ιδρώτα του κόσμου.

Κοίτα που καταντήσαμε κάθε πολιτικός και κόκκινο φαναράκι στην πόρτα του και τ’όνομά του φωτισμένο σε ταμπελίτσα πλάι στο κουδούνι. Λουιζ Κλάρα Ρόζα Ντολόρες.
Παραμερίστε διαφορές με Παπατζήδες ή Σβωλοτσιριμώκους, παράπονα και μνησικακίες για Λίβανους και Δεκέμβρηδες και λοιπά. Όλοι μαζί, όλοι μαζί, να σώσουμε τον τόπο, γιατί η Γερμανίδα λύσσαξε και θα τον ξεπατώσει….
Σε άλλες χώρες που οι πολίτες ξέρουν τα δικαιώματά τους θα είχε αλλάξει από καιρό τέτοια κατάσταση. εδώ τα εδραιωμένα συμφέροντα, η μονοπωλιακή εκμετάλλευση, τα «κλειστά επαγγέλματα» , το συνάλλαγμα που σπαταλιέται σε πολυτέλειες και αργομισθίες… Τετρακόσια χρόνια σκύβαμε το κεφάλι όταν σήκωνε τη φωνή κι ο τελευταίος αγάς. Ενάμιση αιώνα τώρα ελεύθερο κράτος κι ακόμη μας δυναστεύουν αγάδες κάθε λογής, από τον εισπράχτορα του λεωφορείου ως το διοικητή της Εθνικής, απ τον Βαν Φλητ ως τους εξοχότατους της Πιουριφάι και Λαμπουίς, τους ανθύπατους της νέας Ρώμης στο κρατίδιο των Γραικύλων…
Φοβάμαι πως δε θα την αποφύγουμε τη δικτατορία.
Γιατί τώρα τι έχουμε; ρώτησε ο Βάρναλης. Έχουμε δικτατορία των δωσίλογων με φερετζέ. Την παρουσιάζουμε για «αληθινή δημοκρατία». Και η δουλειά τους – δηλαδή η προδοσία του λαού – γίνεται. Καμαρώστε καθεστώς: πατημένο σύνταγμα, κυβέρνηση της μειοψηφίας, χιτλερική νομοθεσία, αστυνομοκρατία, παρακρατικοί δολοφόνοι, γερμανοντυμένοι «πατριώτες» και τα λοιπά…

Χαμένη Άνοιξη, Κέδρος, 1976