O τραγικός Ορέστης του Ευριπίδη

Ο «Ορέστης» του Ευριπίδη θεωρείται ότι είναι το τελευταίο έργο του ποιητή που παραστάθηκε στην Αθήνα πριν απ’την αναχώρησή του, στα 408 π.Χ., για τη Μακεδονία. Το έργο αυτό έχει ιδιοτυπία, είναι ένα έργο σκληρό: τρεις άνθρωποι προσπαθούν να σώσουν τη ζωή τους και ο αγώνας τους στρέφεται εναντίον ενός κόσμου που δε διακρίνεται για υψηλό φρόνημα και που είναι άπονος.

Ο Ευριπίδης

Ο Ευριπίδης έγινε ο νεωτεριστής της τραγωδίας. Μεταχειρίστηκε τα θρησκευτικά και ηθικά θέματα των παλαιών μύθων με πρωτοτυπία, χωρίς να διστάσει να τους παραλλάξει, προκειμένου να πετύχει το δραματουργικό ή ιδεολογικό του στόχο. Εισήγαγε καινοτομίες στη σκηνική παρουσίαση των έργων του. Όπως ήταν επόμενο, η ιδιορρυθμία του αντιμετώπισε τη συντηρητικότητα και τις προκαταλήψεις των συγχρόνων του προκαλώντας άλλοτε τη χλεύη και άλλοτε την απόρριψη. Αυτό γίνεται αντιληπτό από το γεγονός ότι παρά τη μεγάλη συγγραφική του παραγωγή κέρδισε πρώτο βραβείο σε θεατρικούς αγώνες μόνο πέντε φορές για το σύνολο της δραματουργικής του δραστηριότητας.
Προερχόταν από αριστοκρατική οικογένεια και ήταν αρκετά εύπορος. Πράγμα δε σπάνιο για την εποχή εκείνη, διέθετε μια εξαιρετικά πολύτιμη και πλούσια βιβλιοθήκη. Εμφανίστηκε ως δραματουργός σε μια εποχή σκληρού ανταγωνισμού στο χώρο αυτό. Ο Αισχύλος είχε μόλις πεθάνει ύστερα από μια αδιάλειπτη και επιτυχημένη σχέση με το κοινό για 45 χρόνια. Ο Σοφοκλής είχε κιόλας δεκαετή παρουσία στο θέατρο και θα συνέχιζε να γράφει για τα επόμενα 50 χρόνια. Υπήρχε επιπλέον πληθώρα άλλων δραματουργών που τώρα είναι λησμονημένοι, επειδή δεν διασώθηκαν ακέραια έργα τους, αλλά τότε γνώριζαν μεγάλη αποδοχή, κερδίζοντας πολλά βραβεία δραματικών αγώνων. Ήταν δύσκολο λοιπόν για ένα νέο ποιητή να καθιερωθεί ανάμεσα σε τόσους και τόσο καλά δοκιμασμένους ανταγωνιστές. Ο Ευριπίδης δεν περιορίστηκε εν τούτοις να κερδίσει απλώς μια θέση ανάμεσα στους άλλους δραματουργούς ακολουθώντας την πεπατημένη μέθοδο της δραματικής τέχνης. Προτίμησε διαφορετικούς τρόπους και ιδέες. Είναι ο δραματουργός με τη μεγαλύτερη επιρροή στο θέατρο του καιρού του, αλλά και στη μεταγενέστερη ευρωπαϊκή θεατρική παραγωγή.
Σε ηλικία 73 ετών εγκαταλείπει την Αθήνα και τους θορυβώδεις αντιπάλους του για την αυλή του βασιλιά της Μακεδονίας. Εκεί, ως τιμώμενο πρόσωπο, μακριά από τις μικρότητες, τις κακίες, τις πικρόχολες κριτικές, τις πολιτικές αναταραχές, τις οχλαγωγίες και τα επερχόμενα δεινά που απειλούσαν την Αθήνα, γράφει ελεύθερα, με βάθος, με διανοητική ζέση και απαστράπτοντα λόγο. Ποτέ πριν δεν είχε αγγίξει αυτό το υψηλότατο επίπεδο γραφής στα έργα του. Πέθανε το 406 π.Χ. Όλη η Αθήνα μετανιωμένη για τη στάση της απέναντί του, εκδηλώνει τώρα τον κρυμμένο θαυμασμό και την αγάπη της γι’ αυτόν. Όπως και τον Σοφοκλή, τον θρήνησε όλη η πόλη. Λίγο μετά το θάνατό του ανέβηκαν τέσσερα από τα έργα που είχε γράψει κατά τη διαμονή του στη Μακεδονία και τιμήθηκαν με το πρώτο βραβείο, παρά το γεγονός ότι λίγους μήνες πριν ο Αριστοφάνης επιχείρησε στην κωμωδία του «Βάτραχοι» με μια σκληρή σάτιρα εναντίον του να μειώσει τη μεγάλη του αξία και να ειρωνευτεί τον τρόπο γραφής του.
Ο Ευριπίδης αναλύει την ανθρώπινη φύση, τα ένστικτά της, τα πάθη της, τα κίνητρά της με ρεαλισμό. Αμφιβάλλει, ανησυχεί, αμφισβητεί, αναρωτιέται για τα πάντα, χωρίς να εξαίρει το αλάνθαστο των θεών και παλαιών ηθικών αρχών. Από τα 90 έργα που έγραψε έχουν σωθεί οι τίτλοι των 81, και από αυτά υπάρχουν ακέραια μόνο τα 19, ένα σατυρικό δράμα, ο Κύκλωψ και 18 άλλα έργα: Άλκηστις, Ανδρομάχη, Βάκχαι, Εκάβη, Ελένη, Ηλέκτρα, Ηρακλείδαι, Ηρακλής Μαινόμενος, Ικέτιδες, Ιππόλυτος, Ιφιγένεια η εν Αυλίδι, Ιφιγένεια η εν Ταύροις, Ίων, Μήδεια, Ορέστης, Ρήσος, Τρωάδες, Φοίνισσαι.

Το έργο

Ο «Ορέστης» είναι το όψιμο έργο του, με το οποίο ο ποιητής αποχαιρετά τους συμπολίτες του, αφήνοντας πίσω του τον απόηχο των ιδεών και της δραματουργικής του τέχνης. Διδάχτηκε το 408 π.Χ. και αποτελείται από 1.693 στίχους. Τα πρόσωπα είναι η Ηλέκτρα, η Ελένη, ο Ορέστης, ο Μενέλαος, ο Τυνδάρεως, ο Πυλάδης, ο Άγγελος, η Ερμιόνη, ο Φρύγας και ο Απόλλωνας. Ο Χορός αποτελείται από γυναίκες του Άργους. Τόπος το Παλάτι Ατρειδών στο Άργος.
Οι υπεράνθρωποι και αψεγάδιαστοι ήρωες δεν έχουν θέση εδώ. Όλα γίνονται πιο ανθρώπινα και οικεία. Από τον κόσμο των θεών και των ηρώων μεταφερόμαστε στον κόσμο των ανθρώπων με τις αδυναμίες και τις ενοχές τους.
Στο τέλος του 5ου αιώνα ο αγώνας για τα ιδανικά έχει μετατραπεί σε αγώνα για την επιβίωση. Σημαντικότερη έγνοια η διατήρηση στη ζωή μέσα σ’ έναν κόσμο ανασφάλειας και παρακμής.
Τονίζονται οι ανθρώπινοι κι ευγενικοί δεσμοί της αδελφικής αγάπης και της πιστής φιλίας. Οι τρεις γίνονται ένας και αυτός ακριβώς ο δεσμός προκαλεί τη συμπάθεια του κοινού γι’ αυτούς. Και οι τρεις όμως διαφέρουν ως ήθος από τους αντίστοιχους ήρωες προγενέστερων δραμάτων. Σε αυτά η συμπεριφορά τους ήταν ηρωική, με την έννοια ότι χωρίς ή με λίγες αμφιβολίες μένουν πιστοί στους θεϊκούς χρησμούς αδιαφορώντας για την ίδια τη ζωή τους. Αντίθετα στον Ορέστη, από ένα σημείο και πέρα, το βασικό μέλημα των πρωταγωνιστών είναι η επιβίωση με κάθε τρόπο, ακόμα και με τον εκβιασμό! Το ήθος τους είναι βέβαια ανθρώπινο, αλλά οπωσδήποτε αντιηρωικό. Έτσι η τραγωδία δεν θα μπορούσε να τελειώσει με την εξ ανάγκης ειρήνευση ανάμεσα στον Μενέλαο και τον Ορέστη, γιατί τότε το περιεχόμενό της δεν θα είχε τραγικό τέλος. Ο Απόλλωνας έρχεται ως από μηχανής θεός να δώσει τη λύση στο δράμα και να επαναφέρει (με τις αναμφισβήτητες θεϊκές εντολές) την τάξη, την ευρυθμία και την ισορροπία στον αποδιοργανωμένο κόσμο των θνητών.

Πιο αναλυτικά, απ’την άποψη της σκηνογραφίας, όλο το έργο παίζεται μπροστά σ’ένα παλάτι, δεν έχουμε δηλαδή μεταβολή του σκηνικού χώρου.

Στην εισαγωγή του έργου η Ηλέκτρα, ξεκινώντας με μία γνωμολογία (στ. 1-3), αναπτύσσει τη γενεαλογία της, για να την εστιάσει τελικά στο θέμα της μητροκτονίας, για την οποία αποδέχεται τη συνενοχή της, και στις συνέπειες που αυτή είχε στο αδελφό της, Ορέστη, ιδιαίτερα. Τα δύο αδέλφια αντιμετωπίζουν θανατική καταδίκη για το έγκλημα της μητροκτονίας και μόνη ελπίδα τους διαφυγής απ’τον κίνδυνο είναι ο, πριν από λίγο φτασμένος στο Άργος, Μενέλαος, ύστερα απ’την μακρόχρονη περιπλάνησή του.

Στον «πρόλογο» του έργου εντάσσεται μία συνομιλία ανάμεσα στην Ηλέκτρα και στην Ελένη. Σ’αυτήν απροκάλυπτα η πρώτη προπηλακίζει τη δεύτερη που, διστάζοντας να κινηθεί η ίδια, επιζητεί τρόπο να στείλει τις νεκρικές προσφορές στον τάφο της αδελφής της. Στο τέλος της συνομιλίας αυτής η Ηλέκτρα σχολιάζει την ενέργεια της Ελένης χαρακτηρίζοντάς την σαν αδάπανη τυπική εθιμική λειτουργία. Ο Ορέστης μένει τυπικά άφωνος σ’όλα στον πρόλογο, αλλ’η κατάστασή του περιγράφεται έντονα: κοιμισμένος καθώς είναι, δε μετέχει στο διάλογο των δύο γυναικών, αλλ’αποτελεί κέντρο κοινού ενδιαφέροντος των συνομιλητριών, κυρίως βέβαια της αδελφής του που, ευαίσθητη απέναντί του, είναι σκληρή απέναντι στην Ελένη.

Στην «πάροδο» του έργου ο χορός είναι διαλεγόμενο πρόσωπο και με τα ερωτήματά του προεκτείνει όσα διαδραματίστηκαν στον «πρόλογο». Δείχνει ευαισθησία στις παρακλήσεις της Ηλέκτρας που στοργικά νοιάζεται να μην ταράξει τίποτε στη ληθαργική κατάσταση του αδελφού της. Επιτιμά ευγενικά τις γυναίκες του χορού, που θα μπορούσαν με λόγια και κινήσεις να ταράξουν τον ύπνο του Ορέστη, και στο τέλος, κάνοντας πρώτα μια γενική αναφορά στα οικογενειακά της δεινά, θρηνολογεί για τη δική της τύχη, που θα τελειώσει τη ζωή της ανύπαντρη και άτεκνη.

Στο πρώτο «επεισόδιο» ο Ορέστης, από σωριασμένο σ’ένα κρεβάτι κορμί γίνεται πρόσωπο. Το ξύπνημά του απ’το λήθαργο είναι εντυπωσιακό: ευλογεί τον ανακουφιστικό της αρρώστιας του ύπνο και προσπαθεί να σταθεί όρθιος. Με τις παλινδρομήσεις του, ανάμεσα στη διάθεση να ορθοποδήσει και στην αστάθειά του, που τον ξανασπρώχνει στο κρεβάτι του, φανερώνει τη δύσκολη κατάστασή του. Μόλις που κατορθώνει να σχολιάσει κάπως το νέο που του ανακοινώνει η αδελφή του, δηλαδή την άφιξη του Μενέλαου. Σε λίγο περνά σε φάση κρίσης, που την επισημαίνει στην έναρξή της η Ηλέκτρα (στ. 253-254), και δίνεται στη συνέχεια (στ. 255-279), με παραστατικό τρόπο απ’το διάλογο. Η λήξη της κρίσης μας δίνει τη δυνατότητα να διαπιστώσουμε το ήθος του Ορέστη: είναι ο άνθρωπος που έκανε ένα έγκλημα, με ηθικό αυτουργό τον Απόλλωνα, είναι φονιάς, που έκανε ανώφελο φονικό, και, απ’την άλλη, είναι ένας αδελφός, που βλέπει το δράμα της αδελφής του και όσο μπορεί επιχειρεί να την ανακουφίσει, βλέποντας στο πρόσωπό της το μοναδικό στήριγμα που έχει στις δύσκολες ώρες που περνά. Εξάλλου, με το τέλος του «επεισοδίου» προβάλλεται και το ήθος της Ηλέκτρας: η ζωή της είναι συνδεδεμένη με τη ζωή του αδελφού της και, αν εγκαταλείπει προσωρινά τον Ορέστη, δεν το κάνει χωρίς επιφυλάξεις, έτσι εξυπηρετείται άλλωστε και η οικονομία του έργου.

Στο πρώτο «στάσιμο» ο χορός δείχνει ανυπόκριτη συμπάθεια για τον Ορέστη. Δεν κάνει άμεσο λόγο για τη μητροκτονία του, που οπωσδήποτε επισημαίνεται με την επίκληση των Ερινυών, και συντάσσεται με την άποψη που διατύπωσαν στην «πάροδο» (στ. 191-193) η Ηλέκτρα και στο πρώτο «επεισόδιο» (στ. 276) ο Ορέστης, ότι για ό,τι έγινε υπεύθυνος είναι ο Απόλλωνας. Η συμπάθεια του χορού εκφράζεται έντονα και με συνεπικουρία ποιητικής μεταφοράς. Στο πλαίσιο του χορικού είναι αξιοπρόσεχτη η ενσωμάτωση του θυμόσοφου στίχου 339: «ο μέγας όλβος ου μόνιμος εν βροτοίς».

Στο δεύτερο «επεισόδιο» παρελαύνουν στη σκηνή πολλά πρόσωπα: Ορέστης, Μενέλαος, Τυνδάρεος, Πυλάδης -ως πρόσωπο λειτουργεί εδώ και ο χορός. Σταθερή είναι η παρουσία του πρώτου και του τελευταίου, ενώ τα τρία άλλα πρόσωπα εναλλάσσονται έτσι, ώστε να είναι δυνατή η εξυπηρέτηση των ρόλων απ’τους διαθέσιμους τρεις υποκριτές της αρχαίας ελληνικής τραγωδίας.

Ο Μενέλαος εμφανίζεται με ανάμικτα συναισθήματα: τη χαρά της επιστροφής ύστερα απ’το δεκάχρονο τρωικό πόλεμο και την πολύχρονη περιπλάνηση του νόστου με τα απανωτά μηνύματα για το ρήμαγμα της οικογένειας του αδελφού του. Βρίσκεται μπροστά σ’ένα ξέπνοο Ορέστη που ωστόσο ανοίγει μαζί του διάλογο για να απαντήσει στα ερωτήματα του Μενέλαου. Η στιχομυθία των δύο αντρών επικεντρώνεται στην επικείμενη απόφαση της λαοσύναξης των Αργείων που θα οδηγήσει τον Ορέστη και την Ηλέκτρα σε δημόσιο λιθοβολισμό για το έγκλημα της μητροκτονίας. Κι ενώ ο διάλογος βρίσκεται σε οριακό σημείο, για να δείξει το ήθος του Μενέλαου, ο ποιητής του δίνει αναβολή, καθώς δε χρειάζεται να απαντήσει με την εμφάνιση του Τυνδάρεου που φοβίζει τον Ορέστη και επικεντρώνει το σκηνικό ενδιαφέρον στη δική του παρουσία.

Ο Τυνδάρεος ξεκινά με φιλοφροσύνη προς το Μενέλαο και με αποτροπιασμό στο αντίκρισμα του Ορέστη. Ο διάλογος Τυνδάρεου-Μενέλαου (στ. 481-490) δίνει την ευκαιρία στον τελευταίο να δείξει το ήθος του και, αντιμετωπίζοντας τους προπηλακισμούς του πρώτου, να διατυπώσει αξιοπρόσεχτες απόψεις. Αλλ’από εκεί και πέρα ο ποιητής αφήνει άφωνο το Μενέλαο που δεν απαντά ούτε σε ερωτήσεις ούτε σε απειλές του Τυνδάρεου.

Η συνέχεια αποτελεί ένα είδος «αγώνα λόγων» ανάμεσα στον Τυνδάρεο και τον Ορέστη. Ο Τυνδάρεος στηρίζει την επιχειρηματολογία του στη βάση ότι η με φόνο εκδίκηση για φόνο είναι αδιέξοδη διαδικασία και θεωρεί ορθότερη παλιότερη τακτική που τιμωρούσε με εξορία φονικά εγκλήματα. Αποδοκιμάζει απερίφραστα το έγκλημα της Κλυταιμνήστρας (το ίδιο κάνει και για τη συμπεριφορά της Ελένης, κακίζοντας παράλληλα το Μενέλαο για την εκστρατεία που έκανε για χάρη της στην Τροία) αλλά και ψέγει δριμύτατα τον Ορέστη που κώφευσε στις ικεσίες της μητέρας του και κλείνει την πρωτολογία του με απερίφραστη απειλή για το Μενέλαο. Ο Ορέστης στηρίζει την επιχειρηματολογία του στη βάση ότι για ένα γιο μεγαλύτερη είναι η σημασία του πατέρα παρά της μητέρας και ότι με την πράξη του θέσπισε κανόνα δικαίου, που δεν αφήνει περιθώρια αποφυγής της τιμωρίας με την ικεσία ύστερα από μία αξιόποινη πράξη. Τονίζει ότι αιτία του εγκλήματός του ήταν η μητέρα του που εγκλημάτησε. Κατηγορώντας την για μοιχεία την αντιπαραβάλλει με την πιστή Πηνελόπη και, τελικά, προβάλλει την ηθική αυτουργία του Απόλλωνα για το δικό του έγκλημα ανάγοντας έτσι σε μεταφυσικό επίπεδο τη δική του πράξη. Η δευτερολογία του Τυνδάρεου δεν είναι συνέχεια της αρχικής επιχειρηματολογίας του -φεύγει εκτοξεύοντας απειλές για τον Ορέστη και για το Μενέλαο.

Ακολουθεί ένας δεύτερος «αγώνας λόγων», τώρα ανάμεσα στον Ορέστη και στο Μενέλαο. Ο Ορέστης στηρίζει την επιχειρηματολογία του στη βάση της υποχρέωσης του Μενέλαου να ανταποδώσει όσα έκανε για χάρη του ο Αγαμέμνονας. Ο Μενέλαος στηρίζει την επιχειρηματολογία του σε βάση ρεαλιστική αφού, από έλλειψη επαρκών δυνάμεων, δεν μπορεί να επιβάλλει για χάρη του Ορέστη τη θέλησή του στους Αργείους, πρέπει να χρησιμοποιήσει την πειθώ των λόγων. Ο Μενέλαος φεύγει με την αβέβαιη αποτελεσματικότητα της παρέμβασής του στη λαοσύναξη των Αργείων. Είμαστε και πάλι σε οριακό σημείο: ο Ορέστης βρίσκεται σε απόγνωση. Τότε ο ποιητής εμφανίζει τον Πυλάδη και, με το διάλογο Πυλάδη-Ορέστη (στ. 729-806), κλείνει το δεύτερο «επεισόδιο». Στο διάλογο αυτό προβάλλεται το ήθος του Πυλάδη, αλλά και του Ορέστη. Η τελική απόφασή τους, στο ζωηρό διάλογό τους, που αρχίζει με «στιχομυθία» (στ. 734-798) και συνεχίζεται με «αντιλαβές» (στ. 774-798), είναι να παρουσιαστούν στη λαοσύναξη των Αργείων και ό,τι βγει.

Σ’όλο το «επεισόδιο» ο χορός κάνει διακριτικές παρεμβολές (στ. 456-458, 542-543, 605-606 και 680-681) για να εισαγάγει τον Τυνδάρεο, για να σχολιάσει τις δυσάρεστες περιπτώσεις τεκνογονίας, για να τονίσει τον αρνητικό ρόλο των γυναικών στη ζωή των αντρών, για να επικουρήσει στο αίτημα του Ορέστη προς το Μενέλαο.

Στο δεύτερο «στάσιμο» ο χορός αναφέρεται στο αιματηρό παρελθόν των Πελοπιδών που κάνει να χάνεται η δόξα των απογόνων τους Ατρειδών. Χρωματίζει έντονα τη μητροκτονία, μεταφέροντας σε ευθύ λόγο τα υποτιθέμενα λόγια της Κλυταιμνήστρας, λίγο πριν απ’το φόνο της, μιλά για τις συνέπειές της για το μητροκτόνο και απορεί πως μπόρεσε ο Ορέστης να κωφεύσει στις ικεσίες της μητέρας του, κάπως σα να προοικονομεί την καταδίκη του.

Στο τρίτο «επεισόδιο» η εξερχόμενη απ’το παλάτι Ηλέκτρα εκπλήσσεται αρχικά βλέποντας να απουσιάζει ο Ορέστης, μαθαίνει απ’το χορό το λόγο της απουσίας του και στη συνέχεια ακούει και εκείνη και οι θεατές απ’τον άγγελο την αγγελική ρήση των στ. 866-952 που μεταφέρει στη σκηνή όσα διαδραματίστηκαν στη λαοσύναξη των Αργείων. Η αγγελική ρήση, τυπικό στοιχείο στην αρχαία ελληνική τραγωδία, είναι ενδιαφέρουσα: ο αφηγητής δίνει ζωντανά τα διαδραματισθέντα, έχει ύφος λαϊκού ανθρώπου που χρησιμοποιεί συχνά τον ευθύ λόγο και προβάλλει με το λόγο του τους ομιλητές στη λαοσύναξη, τον κήρυκα Ταλθύβιο, «που είναι πάντοτε με το μέρος των δυνατών» και είπε λόγια διπλοσήμαντα και σε τελευταία ανάλυση σε βάρος του Ορέστη, το βασιλιά Διομήδη, που έχει να κάνει μια πρόταση επιεική, αλλά δεν έχει τη δύναμη να την επιβάλλει, έναν ανώνυμο «αθυρόγλωσσον», που ήταν «Αργείος ουκ Αργείος», που για τον αφηγητή είναι επικίνδυνος άνθρωπος, και προτείνει θανάτωση των αδελφών με λιθοβολισμό, έναν ανώνυμο ξωμάχο, που ο αφηγητής τον εγκωμιάζει με τρόπο ιδιαίτερα εντυπωσιακό και που αντί τιμωρίας προτείνει επιβράβευση του Ορέστη για την παραδειγματική μητροκτονία που διέπραξε, και τον Ορέστη, σε μία απολογία πειστική αλλά που δεν έπεισε. Ο άγγελος κλείνει την αφήγησή του με μία λεπτομέρεια που εντάσσεται στο πλαίσιο της γνωστής διατύπωσης «δυοίν κακοίν προκείμενοιν το μη χείρον βέλτιστον», δηλαδή ότι ανάμεσα σε δύο κακά καλύτερο είναι το λιγότερο κακό: αντί λιθοβολισμού οι κατάδικοι μπορούν να επιλέξουν τον τρόπο της αυτοκτονίας τους.

Τα προεκτεθέντα οδηγούν την Ηλέκτρα σε θρήνο (στ. 960-1012) που είναι γεμάτος από αναφορές στην κακοτυχία του γένους της. Ο θρηνητικός μονόλογός της συνεχίζεται όταν σε λίγο βλέπει τον αδελφό της. Ο Ορέστης καταβάλλει προσπάθειες να αντιμετωπίσει με ψυχραιμία την κοινή τύχη τους, να ενδυναμώσει την Ηλέκτρα -και το πετυχαίνει στο στ. 1041- και τότε αφήνεται στη διάθεση της αδελφής του για έναν τελευταίο εναγκαλισμό. Κι ύστερα ζητά απ’το φίλο του Πυλάδη να του δείξει μεταθανάτια έγνοια. Εκεί δημιουργείτε μια εμπλοκή: ο Πυλάδης επιμένει να συμμεριστεί την τύχη του φίλου του με πειστική επιχειρηματολογία. Όμως για την οικονομία του έργου ο Πυλάδης δεν περιορίζεται σε μία επίδειξη φιλικών αισθημάτων που φτάνουν ως την εκούσια διαγραφή της ζωής του. Προτείνει να εκδικηθούν πρώτα τον αδιάφορο για την τύχη τους Μενέλαο με το φόνο της Ελένης. Ο Ορέστης με ευχαρίστηση αποδέχεται την πρόταση, αν και έχει επιφυλάξεις και ερωτήματα σχετικά με το σχεδιαζόμενο εγχείρημα. Ο Πυλάδης αίρει τις επιφυλάξεις του φίλου του, απαντά στα ερωτήματά του και, έχοντας την πρωτοβουλία των κινήσεων, προβλέπει δραστηριότητες ακόμη και στην περίπτωση αποτυχίας του εγχειρήματός τους. Ο χορός, εκπροσωπώντας την κοινή γνώμη, επιδοκιμάζει το σχεδιαζόμενο φόνο της Ελένης και ο Ορέστης εξαίρει με επιγραμματικό τρόπο «ουκ εστίν ουδέν κροίσσον ή φίλος σαφής, ου πλούτος ου τυραννίς» (στ. 1155-1156) την αξία της φιλίας.

Ενώ ο Ορέστης προοικονομεί την εξέλιξη του έργου (στ. 1172-1174), η Ηλέκτρα σοφίζεται συμπληρωματικό μέτρο που μπορεί να εξασφαλίσει τη σωτηρία τους: προτείνει τη σύλληψη της Ερμιόνης, καθώς θα γυρίζει απ’τον τάφο της Κλυταιμνήστρας. Ο Ορέστης εγκωμιάζει την αδελφή του, που έχει «φρένας άρσενας», και τονίζει στον Πυλάδη τι θα χάσει ή τι θα κερδίσει με την Ηλέκτρα πεθαμένη ή ζωντανή. Καταστρώνεται το τελικό σχέδιο ενεργειών και οι τρεις νέοι επικαλούνται την αρωγή του νεκρού Αγαμέμνονα και των θεϊκών δυνάμεων για πραγματοποίηση των στόχων τους. Η επίκληση αυτή γίνεται έτσι μία «μεταφυσική» κάλυψη για σχεδιαζόμενα «φυσικά» εγκλήματα.

Στο τρίτο «στάσιμο» η Ηλέκτρα, σε διάλογο με το χορό (με την κορυφαία ή με τις παραστάτριες των δύο ημιχορίων) εξασφαλίζει τη συνεργασία του στην πραγματοποίηση του σχεδίου. Έτσι ο χορός, απ’το αρχικό στάδιο της επιδοκιμασίας για ότι σχεδιάζεται, θα παίξει τώρα το ρόλο του συνεργού.

Στο τέταρτο «επεισόδιο» η εξέλιξη του έργου ξεκινά με έντονη αδημονία από την πλευρά της Ηλέκτρας, ενώ μέσα στο παλάτι ακούγονται δύο φορές οι σπαραχτικές κραυγές της Ελένης, ώστε η σιωπή της στη συνέχεια να εκληφθεί ως αποτέλεσμα θανάτωσής της. Το ακόλουθο παραστατικό με την παγίδευση της Ερμιόνης οδηγεί σε μία δεύτερη απατηλή εντύπωση: ότι η κόρη του Μενέλαου θα αποτελέσει στα χέρια του Ορέστη ένα ισχυρό διαπραγματευτικό μέσο στην προσδοκώμενη συνάντησή του με το Μενέλαο.

Ενώ η Ερμιόνη βγάζει φωνή τρόμου, ενώ ο Ορέστης της μιλά απερίφραστα για τον κίνδυνο που διατρέχει, ενώ η Ηλέκτρα καθοδηγεί, ο ποιητής παρεμβάλλει το πρώτο τμήμα του τέταρτου «στάσιμου» στο οποίο ο χορός, αδιαφορώντας για την Ερμιόνη, εκφράζει τις εκδικητικές διαθέσεις του για την Ελένη.

Στο τέλος του πρώτου τμήματος του τέταρτου «στάσιμου» ο Ευριπίδης επινοεί την έξοδο απ’το παλάτι ενός ανώνυμου Φρύγα, δούλου της Ελένης, για να παίξει το ρόλο αγγέλου. Η αγγελική ρήση του ανώνυμου Φρύγα είναι απ’τις πιο παράξενες του συνηθισμένου αυτού στοιχείου στην αρχαία τραγωδία: η αφήγηση έχει τη μορφή τραγουδιού, είναι παραφορτωμένη και περιέχει τραυλίσματα «βαρβαρικά». Οπωσδήποτε, παρά τις παρατηρήσεις αυτές, η αφήγηση του ανώνυμου Φρύγα είναι ενταγμένη στο ρόλο των αγγελικών ρήσεων που μεταφέρουν στους θεατές νοερά σε γεγονότα που συνέβησαν σε χώρο έξω απ’τον άμεσα σκηνικό χώρο. Ο Ευριπίδης βάζει στο στόμα του στοιχεία που θα κολάκευαν Έλληνες θεατές: πολλοί Τρωαδίτες ακόλουθοι της Ελένης, τόσοι άνθρωποι του παλατιού δεν μπορούν να τα βάλουν με τους δύο νέους -ιδιαίτερα αξιοσημείωτη είναι η περιεχόμενη στους στ. 1483-1485 παραδοχή της κατωτερότητας των Τρωαδιτών έναντι των Ελλήνων.

Στο διάλογο που ακολουθεί ανάμεσα στον Ορέστη και στον ανώνυμο Φρύγα, ο ποιητής σκιτσάρει, σε αναλογία με την προηγηθείσα εικόνα, το δουλικό ήθος του Φρύγα που ελίσσεται ανάμεσα σε κολακείες και σε αυτοπροστατευτικές κινήσεις διατηρώντας παράλληλα και κάποια αίσθηση χιούμορ.

Και ενώ ο Φρύγας φεύγει χαρούμενος απ’την ανέλπιστη σωτηρία του και ο Ορέστης δείχνει έτοιμος να αντιμετρηθεί με το Μενέλαο, που έρχεται σε λίγο, ο ποιητής παρεμβάλλει το δεύτερο τμήμα του τέταρτου «στάσιμου», με το οποίο δηλώνεται η αμηχανία του χορού.

Στην «έξοδο» του έργου έχουμε την προσδοκώμενη συνάντηση του Μενέλαου με τον Ορέστη και μία συζήτησή τους σε διαφορετικό επίπεδο: ο Ορέστης ανεβασμένος στη στέγη και απειλητικός για την κόρη του Μενέλαου, ο Μενέλαος ανήσυχος για την τύχη των δύο αγαπημένων του προσώπων και κλιμακωτά έτοιμος να αντικρίσει, όπως πιστεύει, το φόνο και των δύο. Η προσδοκία του Ορέστη να εκβιάσει το Μενέλαο ματαιώνεται και ο θεατής είναι έτοιμος να αποδεχτεί το τράβηγμα της κατάστασης ως τα έσχατα όριά της: ο Ορέστης και οι συνεργοί του θα βάλουν φωτιά στο παλάτι. Όμως ο Ευριπίδης δεν προτιμά μια τέτοια αφανιστική λύση του δράματος. Επιστρατεύει τον «από μηχανής θεό» και ο Απόλλωνας, προστάτης του Ορέστη, θα δώσει λύσεις αποδεκτές απ’τους ως πριν από λίγο αντίδικους: η Ελένη με μία αποθέωσή της έχει ήδη ξεφύγει κάθε κίνδυνο (λύνεται έτσι το αίνιγμα της εξαφάνισής της), ο Μενέλαος θα πάρει άλλη γυναίκα, αφού η Ελένη χρησιμοποιήθηκε απ’τους θεούς ως όργανο για τη λύση του προβλήματος του υπερπληθυσμού της γης (στ. 1641-1642), ο Ορέστης θα εξαγοράσει το έγκλημα της μητροκτονίας με εξορία ενός χρόνου και στη συνέχεια θα αθωωθεί στον Άρειο Πάγο της Αθήνας, για να πάρει στη συνέχεια γυναίκα του το παραλίγο θύμα του, την Ερμιόνη, και την εξουσία στο Άργος, ο Πυλάδης θα ενώσει την τύχη του με την Ηλέκτρα, όλα καταλήγουν σε αίσιο τέλος, σ’ένα πολλαπλό happy end. Οι αντίδικες πλευρές αποδέχονται τις θεϊκές ρυθμίσεις και η ένταση χαλαρώνει. Ο χορός θα κλείσει το έργο με ευσεβείς λόγους.

Η συνολική θεώρηση του έργου μας οδηγεί στο συμπέρασμα ότι στην όψιμη περίοδο της δημιουργίας του ο Ευριπίδης κάνει μία προσπάθεια να ζωντανέψει τη δράση με καινούργια μέσα. Έχει επιτυχία, αν δώσουμε βάση στην παρατήρηση που διαβάζουμε στην «υπόθεση» του έργου ότι είναι «το δράμα των επί σκηνής ευδοκιμούντων»». Είναι ένα έργο σκληρό, αν και τελειώνει με εξημέρωση των παθών που κυριαρχούν στην εξέλιξή του. Οι χαρακτήρες του, με λίγες εξαιρέσεις, είναι αλύγιστοι -στην «υπόθεση» του έργου τονίζεται ότι είναι «χείριστον δε τοις ήθεσι, πλην γαρ Πυλάδου πάντες φαύλοι ήσαν».


Ο «Ορέστης» του Ευριπίδη παραστάθηκε το 408 π.Χ. και είναι ένα από τα έργα της τελευταίας φάσης της δημιουργίας του ποιητή. Από τους αρχαίους «γραμματικούς» μας σώζεται μια διπλή παραλλαγή της «υπόθεσης» του έργου που μεταφρασμένη έχει ως εξής:

Υπόθεση

«Ο Ορέστης παίρνοντας εκδίκηση για το φόνο του πατέρα του σκότωσε τον Αίγισθο και την Κλυταιμνήστρα επειδή τόλμησε να γίνει μητροκτόνος, τιμωρήθηκε αμέσως με το να τρελαθεί. Όταν ο Τυνδάρεος, ο πατέρας της σκοτωμένης, τον κατηγόρησε, οι Αργείοι είχαν την πρόθεση να ψηφίσουν από κοινού για το τι έπρεπε να πάθει αυτός που ασέβησε. Κατά συντυχία, όταν ο Μενέλαος γύρισε στον τόπο του από την περιπλάνησή του, έστειλε μέσα στην πόλη τη νύχτα την Ελένη και ο ίδιος μπήκε σε αυτή με το ξημέρωμα. Ενώ ο Ορέστης τον παρακαλούσε να τον βοηθήσει, αυτός πιο πολύ φοβήθηκε τον Τυνδάρεο που είχε αντιρρήσεις. Αφού διατυπώθηκαν απόψεις μπροστά στο λαό, η πλειοψηφία οδηγήθηκε στην απόφαση για θανάτωση του Ορέστη. (Αυτός γλύτωσε την καταδίκη) με την υπόσχεση ότι θα φύγει από τη ζωή. Όντας μαζί τους ο Πυλάδης, ο φίλος του, συμβούλεψε πρώτα να εκδικηθούν το Μενέλαο σκοτώνοντας την Ελένη. Αυτοί λοιπόν πήγαν για το σκοπό αυτό, αλλά διαψεύστηκαν στην ελπίδα τους, επειδή οι θεοί άρπαξαν την Ελένη. Ωστόσο η Ηλέκτρα έδωσε στα χέρια τους την Ερμιόνη που εμφανίστηκε και αυτοί είχαν την πρόθεση να τη σκοτώσουν. Παρουσιάστηκε τότε ο Μενέλαος και βλέποντας ότι του στερούσαν παράλληλα γυναίκα και παιδί, άρχισε να πολιορκεί το παλάτι. Εκείνοι πρόφτασαν και απείλησαν ότι θα βάλουν φωτιά. Παρουσιάστηκε όμως ο Απόλλωνας, είπε ότι μεταφέρει την Ελένη στους θεούς και πρόσταξε τον Ορέστη να πάρει την Ερμιόνη και στον Πυλάδη να ζήσει με την Ηλέκτρα και εξαγνισμένος από το φόνο να έχει την εξουσία στο Άργος».

«Ο Ορέστης μετά το φόνο της μητέρας του κυνηγημένος από τις Ερινύες και καταδικασμένος σε θάνατο από τους Αργείους, ενώ σκόπευε να σκοτώσει την Ελένη και την Ερμιόνη, επειδή ο Μενέλαος ήταν εκεί και δεν τον βοήθησε, εμποδίστηκε από τον Απόλλωνα. Το μυθικό αυτό θέμα δεν το διαπραγματεύτηκε κανείς.

Η σκηνή του δράματος είναι στο Άργος. Ο χορός αποτελείται από Αργείτισσες, συνομήλικες της Ηλέκτρας, που όταν μαθαίνουν, βρίσκονται εκεί για την τύχη του Ορέστη. Τον πρόλογο τον κάνει η Ηλέκτρα.

Το δράμα έχει κάπως κωμικό τέλος. Η δομή του δράματος είναι τέτοια: Μπροστά στο παλάτι του Αγαμέμνονα βρίσκεται ο Ορέστης άρρωστος και από την τρέλα του ξαπλωμένος σε μικρή κλίνη. Δίπλα στα πόδια του είναι καθισμένη η Ηλέκτρα. Και προκαλεί απορία, γιατί τάχα δεν είναι καθισμένη δίπλα στο κεφάλι του, διότι έτσι πιο πολύ θα έδειχνε ότι φροντίζει τον αδελφό της, αν καθόταν πιο κοντά. Φαίνεται λοιπόν ότι αυτή τη δομή έδωσε ο ποιητής εξαιτίας του χορού. Διότι θα σηκωνόταν ο Ορέστης, που είχε κοιμηθεί με δυσκολία πριν από λίγο, αν οι γυναίκες του χορού ήταν πιο κοντά του. Μπορεί να το εικάσει κάποιος από όσα λέει η Ηλέκτρα «σώπα, σώπα, μην κάνεις θόρυβο με τα πόδια σου». Λοιπόν είναι πιθανό αυτό είναι η αιτία για μία τέτοια ρύθμιση.

Το δράμα είναι από εκείνα που έχουν σκηνική επιτυχία, αλλά οι χαρακτήρες του είναι πολύ κακοί, διότι όλοι εκτός από τον Πυλάδη ήταν κακοί». Τα του δράματος πρόσωπα είναι η Ηλέκτρα, η Ελένη, ο χορός, ο Ορέστης, ο Μενέλαος, ο Τυνδάρεος, ο Πυλάδης, ο άγγελος, η Ερμιόνη και ο Απόλλωνας.

Πηγές:

«Ευριπίδης Ορέστης»,Θεόδωρος Μαυρόπουλος, εκδ. Ζήτρος

www.catisart.gr