Το θαύμα του Άη Νικόλα

©Αναστασία Βιδάκη, Μόνη Αγίου Νικολάου, Βαλτεσινίκο Αρκαδίας

ΤΟ ΘΑΥΜΑ ΤΟΥ ΑΗ ΝΙΚΟΛΑ

Ξύπνησα από κλάματα παιδικά. Το έδαφος κάτω μου ήταν βρεγμένο και κρύο.Ύστερα άκουσα και άλλες φωνές- όχι δεν ήταν αλαλαγμοί, ήταν κραυγές πανικού. Έξω δενείχε φέξει ακόμα. Διέκρινα μόνο από μια σχισμή στο βράχο ένα άγουρο ξημέρωμα. Τα πόδιαμου δε με βάσταγαν, τόσες μέρες κλεισμένη μέσα στο μοναστήρι, με λιγοστή τροφή και νερό,να κρατώ από τη μια τη μάνα μου και από την άλλη την ανιψιά μου, την Φροσούλα. Έτσι τηνφωνάζαμε και ας ήταν αβάπτιστο ακόμα. Την αδελφή μου τη χάσαμε στη γέννα, ο άντρας τηςέγινε κλέφτης στα βουνά και εγώ μάνα ενός ξένου παιδιού, άθελα, στα είκοσί μου.

Ένα χέρι με σκούντηξε άγαρμπα και πετάχτηκα. Γύρω μου θόρυβος πολύς, παιδιά νατρέχουν, γυναίκες να προσεύχονται με δάκρυα στα μάτια και άντρες να πολεμάνε κάτι ναδουν. Έψαξα με το βλέμμα να βρω τη μάνα μου με τη Φροσούλα. Έτσι όπως ήμαστανστοιβαγμένοι δεν τα κατάφερα. Δίπλα μου ακίνητος, καθόταν ο γεροδάσκαλος, ο Φώτης πουπαραμιλούσε. Έλεγε ιστορίες από τον καιρό που το χωριό είχε βουτηχτεί στο αίμα με τηνεπανάσταση των Ορλώφ και έκλαιγε μέσα στην ταλαιπωρημένη του χούφτα σιγανά. Πάνεπολλά χρόνια από τότε, πάνε πολλές μέρες που είχαμε καταφύγει στον Άη Νικόλα, διωγμένοιαπό τον Ιμπραήμ που ήρθε με το έτσι θέλω στο Βαλτεσινίκο, χωρίς να είναι Τούρκος μήτε Έλληνας. Φοβηθήκαμε τον ερχομό του, μαζέψαμε ό,τι είχαμε και παίρνοντας το δρόμο πίσωαπό την Παναγίτσα, κρυφτήκαμε εδώ, γυναικόπαιδα και κάποιοι αγωνιστές να μας φυλάνε,πολιορκημένοι μέσα στον ίδιο μας τον τόπο.

Είναι Σεπτέμβρης και ευτυχώς δεν έχει πιάσει κρύο, μονάχα το βράδυ η πέτραπαγώνει και δεν μπορώ να την ακουμπήσω . Πόσο θα κρατήσει αυτό; Ήδη μέσα στο ιερόέχουμε ένα δυο αρρώστους και δεν πιστεύω να αντέξουν και πολύ. Επιλογή δεν έχεις μπροςτον βέβαιο θάνατο ή ακόμα χειρότερα την ατίμωση. Αυτό φοβόμουν πιότερο, μην καταλήξωσκλάβα σε κανένα παζάρι της Ανατολής. Προτιμούσα τον ένδοξο θάνατο. Στο νεκροκρέβατοτου πατέρα μου του το ‘χα υποσχεθεί ότι θα προσέχω τη μάνα και ότι δε θα παραδοθώ σεκανένα και για τίποτα. Και την υπόσχεση που του ‘δωσα έχω σαν φυλαχτό.

Το μοναστήρι είναι βυθισμένο σε υψώματα. Θυμάμαι παιδιά περπατούσαμε ως εδώ,μαζεύαμε βελανίδια, φωνάζαμε δυνατά και η ηχώ έκανε τη φωνή μας πελώρια. Αυτό ήθελανα κάνω και τώρα, να φωνάξω, μα δεν έβγαινε από μέσα μου μιλιά. Πια μόνο άκουγα. Είχαμάθει να ακούω καλά και προσεκτικά. Και έτσι άκουσα στην οροφή πατημασιές βαριές καιφωνές σκληρές και άγριες. Έτρεξα να το πω στους άντρες , μα δεν πρόφτασα. Με πρόλαβαντα κακά μαντάτα.

Ένας από τους αγωνιστές που δε φαινόταν στο σκοτάδι φώναξε: «Έλληνες,Αρκάδες, ο Ιμπραήμ δε θα τα παρατήσει τόσο εύκολα. Θα μας κάψει ζωντανούς μέσ’ την
εκκλησιά, δεν το καταλάβατε; Όλος ο τόπος μυρίζει θειάφι και καπνιά. Κρύψτε τα γεννήματακαι κάντε το σταυρό σας. Αν δεν ήμασταν τρελοί δε θα κάναμε την επανάσταση, έλεγε ο Γέρος που πολεμήσαμε μαζί. Εγώ τούτο θα σας πω: αν δεν λευτερωθούμε δε θα είμαστεΈλληνες, δε θα είμαστε χριστιανοί! Ζήτω η επανάσταση!»

Μετά την βροντερή του φωνή έπεσε σιωπή ολούθε. Κοίταξα γύρω μου και στα μάτιαόλων αν και βουρκωμένα, έβλεπα μιαν ελπίδα, ένα φως θεανθρώπινο, σα να νιώθαμε πωςεκείνη δα τη στιγμή γινόμασταν μάρτυρες δίχως να ξέραμε για τι μαρτυρούσαμε: για τηγλώσσα, την πίστη, τα παιδιά μας; Με το δικό μου βλέμμα αναζήτησα ξανά τη μάνα πουκαθόταν σε μιαν άκρη αγκαλιά με το μωρό. Έτρεξα κοντά της, ασθμαίνοντας από τηνπροσπάθειά μου να περάσω, από τον ενθουσιασμό να θυσιαστώ και το φόβο του θανάτου.Με φίλησε στο μέτωπο και δεν είπε τίποτα.

Φως ξεχύθηκε ξάφνου από την οροφή και όλοι γρήγορα χώθηκαν στα έγκατα τουναού. Οι κατακτητές από πάνω πετούσαν πυρακτωμένα ξύλα το ένα μετά το άλλο. Τα σιτηράφούντωσαν αμέσως και η φωτιά άρχισε να σκαρφαλώνει στον τοίχο και σταμάτησε μόνο σαντα ‘καψε όλα, αλλά όχι το ηθικό μας. Έβλεπα τον Μεταμορφωμένο Σωτήρα να λιώνει καιμεταμορφωνόμουν εγώ σε κάτι που δεν ήξερα πως ήμουν, σε αγωνίστρια. Μάταιαπροσπαθούσαν· Ο βράχος μας προστάτευε. Κατέβασαν άντρες, μα κι αυτοί έπεσαν από ταβόλια των δικών μας. Το ασέληνο εκείνο βράδυ έκοψα λίγο από το φόρεμά μου, τοβουτήξαμε στο λάδι να φέγγει για καλύτερο σημάδι μέσα στη νύκτα.

Πόσο κράτησαν οι μάχες δεν ξέρω. Οι πολιορκητές, απογοητευμένοι που δε μαςεξολόθρευσαν βάλθηκαν να ρίξουν έναν βράχο να μας πλακώσουν ή να μας κουφάνουν με τοθόρυβο. Η στέγη δε θα βάσταγε και εμείς ήμασταν ανήμποροι. Καθίσαμε όλοι κάτω, με τακαρβουνιασμένα και ιδρωμένα από τη ζέστη πρόσωπα και βήχοντας από τις αναθυμιάσειςκάναμε την τελευταία μας προσευχή αφού μεταλάβαμε. Η μάνα μου μού χάιδευε τοπρόσωπο, αλλά εγώ είχα καρφώσει τα μάτια στην αγιογραφία της Αποκάλυψης. Το άλογοτου θανάτου μας πλησίαζε και εκείνη τη στιγμή της ύστατης παράδοσης ήμουν ελεύθερη.Σαν σήκωσα τα μάτια μου, είδα τον ογκόλιθο να κάθεται στην οροφή. Το θαύμα είχε γίνει και έξω και μέσα μου.

Αναστασία Νεφέλη Βιδάκη

11ο βραβείο στο διαγωνισμό διηγήματος με τίτλο «1 φράση + 821 λέξεις για το 1821» του Εθνικού και Ιστορικού Μουσείου, μέρος της ειδικής συλλογικής έντυπης έκδοσης της Ιστορικής και Εθνολογικής Εταιρεία της Ελλάδος (IEEE)