Το νόημα της Ανάστασης, του Χρήστου Γιανναρά

ΠΑΣΧΑ, ΛΕΞΗ ΕΒΡΑΪΚΗ, σημαίνει πέρασμα, καὶ ἡ ἐκκλησιαστικὴ ἐμπειρία γιορτάζει μὲ τὴν ἀνάσταση τοῦ Χριστοῦ τὸ πέρασμα τῆς σύνολης ἀνθρωπότητας ἀπὸ τὸν θάνατο στὴν ἀπερίσταλτη ζωή: Ὁ Χριστὸς συνανέστησε παγγενῆ τὸν Ἀδὰμ ἀναστὰς ἐκ τοῦ τάφου — ἀνέστη Χριστὸς καὶ νεκρὸς οὐδεὶς ἐν τῷ μνήματι.

Ὅμως ἐμεῖς πεθαίνουμε. Στὰ μνήματα ἔχουμε ἀποθέσει δικούς μας ἀγαπημένους, καὶ ὁ καθένας μας, ὅλοι μας, περιμένουμε τὴ σειρά μας. Τὸ πιὸ σίγουρο ἀπὸ τὰ σίγουρα εἶναι ὁ ἐπικείμενος θάνατός μας, τὸ ἀναπότρεπτο τέλος τῆς ἐπίγειας βιοτῆς μας σὲ κάποια στιγμὴ ἴσως ἐγγύτατη, ἴσως ἐγγύτερη, ἴσως ἀπώτερη. Τί λοιπὸν γιορτάζουμε μέσα στὴν πασχαλινὴ φωτοχυσία ἐμεῖς οἱ ἀνέκκλητα μελλοθάνατοι; Ποιά νίκη καταπάνω στὸν θάνατο; Σήμερα, ποὺ τὸ μήνυμα τῆς ἐκκλησιαστικῆς ἐμπειρίας μοιάζει νὰ μὴν τὸ καταλαβαίνουν οὔτε ὅσοι ἐπίσημα τὸ ἐκπροσωποῦν, ἀκοῦμε πασχαλινὰ διαγγέλματα καὶ κηρύγματα μὲ συναισθηματικὲς κυρίως ἐπαγγελίες ἀνάστασης ἢ μὲ κωδικὰ καὶ ἀνερμήνευτα θρησκευτικὰ φιλοσοφήματα περὶ ἀθανασίας. Τὸ συνηθέστερο εἶναι νὰ καταφεύγουν ἀκόμα καὶ κληρικοὶ σὲ ἐκλαϊκευμένα ἀπηχήματα τῆς πλατωνικῆς διδασκαλίας: Ὑπαινίσσονται κάποια δυνατότητα «ἀθανασίας τῆς ψυχῆς» — δυνατότητα ποὺ ἡ ἐκκλησιαστικὴ ἐμπειρία τὴν ἀπέκλεισε εὐθὺς ἐξαρχῆς. Ὡσὰν στὴν κτιστὴ καὶ θνητὴ φύση τοῦ ἀνθρώπου νὰ ὑπάρχει κάποιο «τμῆμα» ἢ «στοιχεῖο» ἀθάνατο ποὺ ἐπιβιώνει μετὰ τὸν φυσικό μας θάνατο. Καὶ μὲ τὴν ἀνάσταση τοῦ Χριστοῦ οἱ ἔτσι κι ἀλλιῶς «ἀθάνατες» ψυχές μας νὰ ἀπολαμβάνουν καλύτερη τύχη ἢ μεταχείριση.

Φυσικά, μιὰ τέτοια ἐκδοχὴ «ζωῆς» μετὰ τὸν θάνατο —λογικὰ καὶ ἐμπειρικὰ αὐθαίρετη— ἐλάχιστα μᾶς ἐνδιαφέρει, ἂν δὲν αὐξάνει κιόλας τὸν τρόμο μας γιὰ τὸν θάνατο. Οὔτε πρωτοτυπεῖ, ἁπλῶς συνοψίζει τὶς πανομοιότυπες σὲ ὅλες σχεδὸν τὶς θρησκεῖες παρηγόριες συναισθηματικῶν ἐλπίδων γιὰ κάποιο νεφελῶδες εἶδος αἰώνιας ἐπιβίωσης.

Ὅμως ἡ γλώσσα τῆς ἐκκλησιαστικῆς ἐμπειρίας, ἔτσι ὅπως διασώζεται καὶ τὶς μέρες αὐτὲς στὸ ποιητικὸ θάμβος τῆς ὀρθόδοξης λατρείας, δὲν ἔχει τίποτε νὰ κάνει μὲ τὶς θρησκευτικὲς παρηγόριες ἢ μὲ τὰ πλατωνικὰ ἰδεολογήματα. Τὸ δύσκολο μὲ αὐτὴ τὴ γλώσσα εἶναι ὅτι μιλάει γιὰ ὀντολογία —γιὰ ἑρμηνεία τοῦ ὑπαρκτοῦ καὶ πραγματικοῦ— ἐνῶ ἐμεῖς, στὸν πολιτισμὸ τῆς νεωτερικότητας, καταλαβαίνουμε μόνο τὴ γλώσσα τῆς ἐπιδερμικῆς φαινομενολογίας ἢ μιᾶς πρακτικῆς ψυχολογίας. Εἶναι σὰν νὰ μιλᾶς γιὰ τὴ σύσταση τοῦ πραγματικοῦ καὶ ὑπαρκτοῦ μὲ τὴ γλώσσα τῆς κβαντικῆς φυσικῆς σὲ κάποιον ποὺ καταλαβαίνει τὸν κόσμο μόνο μὲ τὶς παραστάσεις τῆς νευτώνειας μηχανικῆς. Ἡ πασχάλια ἐκκλησιαστικὴ ἐμπειρία εὐαγγελίζεται ἕναν «καινὸ» τρόπο τῆς ὑπάρξεως: Νὰ ἀντλεῖς ὕπαρξη ἀπὸ τὴ σχέση, ὄχι ἀπὸ τὴ φύση. Ὁ Χριστὸς ἀνέστη ἀπὸ τῶν νεκρῶν ὄχι γιατὶ ἡ ἀνθρώπινη βιολογική του ἀτομικότητα κατεῖχε κάποια ἀνερμήνευτη μαγικὴ δύναμη, ἀλλὰ γιατὶ μεταποίησε ἀκόμα καὶ τὸν βιολογικὸ θάνατο σὲ σχέση μὲ τὸν Θεὸ-Πατέρα σὲ ἐρωτικὴ αὐτοπαράδοση καὶ αὐτοπροσφορά.

Ξέρουμε κι ἐμεῖς ἀπὸ τὴν ὑπαρκτική μας ἐμπειρία ὅτι ὁ ἄνθρωπος συγκροτεῖται σὲ λογικὸ ὑποκείμενο ὄχι χάρη στὴ βιολογική του ἀτομικότητα καὶ τὶς ἐγκεφαλικὲς λειτουργίες της, ἀλλὰ μόνο «στὸν τόπο τοῦ Ἄλλου», μόνο μέσα ἀπὸ τὴ σχέση, τὴν ἀναφορικότητα. Ἡ ἐκκλησιαστικὴ ἐμπειρία βεβαιώνει ὅτι ἡ κλήση τῆς ἀγάπης τοῦ Θεοῦ, κλήση σὲ ἀμεσότητα σχέσης, συγκροτεῖ καὶ τὴν ἴδια τὴν ὑπόσταση τοῦ ὑποκειμένου, τὴν πραγματική του ὕπαρξη. Ζωὴ εἶναι ἡ ἀνταπόκριση σὲ αὐτὴ τὴν ἐρωτικὴ κλήση — ἐάν τε ζῶμεν, ἐάν τε ἀποθνήσκωμεν, τοῦ Κυρίου ἐσμέν. Νυμφίος ὁ Χριστός, μανικὸς ἐραστὴς τοῦ κάθε ἀνθρώπου, ὑποστασιάζει τὴν ὕπαρξή μας μὲ τὸ ζωτικὸ ἐνέργημα τῆς ἀγάπης Του, ἡ οὐσιοποιὸς κλήση τῆς ἀγάπης Του τὴν ἀθανατίζει. Ὁ θάνατος καὶ ἡ ἀνάστασή Του ἀλλάζουν ριζικὰ τὶς ὑπαρκτικὲς δυνατότητες τοῦ κτιστοῦ: Τὸ κτιστὸ μπορεῖ τώρα νὰ ὑποστασιάζει τὶς φυσικὲς ἐνέργειες τῆς ἄκτιστης θείας φύσης, νὰ ὑπάρχει τὸ κτιστὸ μὲ τὸν τρόπο τοῦ ἀκτίστου, τὸν τρόπο τῆς τριαδικῆς ἐρωτικῆς ἀλληλοπεριχώρησης. Αἴρεται ἡ ὑπαρκτικὴ στεγανότητα τοῦ κτιστοῦ, ἡ ὑποταγή του στὴ χωροχρονικὴ περατότητα ποὺ εἶναι συνάρτηση τῆς ὕλης. Τὸ φθαρτὸν πρὸς ἀφθαρσίαν μετεστοιχείωσας, ψάλλει ἡ Ἐκκλησία, καὶ ἀφθάρτου ζωῆς ἔδειξας πηγὴν ἐξ ἀναστάσεως.

Ἄλλη γλώσσα, ἄλλη θέα τοῦ ὑπαρκτοῦ καὶ πραγματικοῦ. Ναί, ἐξακολουθοῦμε νὰ πεθαίνουμε, ἀλλὰ γιὰ νὰ σβήσει στὸ χῶμα ἡ ἔσχατη ἀντίσταση στὴν πληρωματικὴ σχέση: ἡ αὐτονομημένη ἀτομικότητα. Ἡ προσωπική μας ὑπόσταση ἐνεργεῖται καὶ ὑποστασιάζει τὸν ἔρωτα τοῦ ἀγαπήσαντος ἡμᾶς καὶ παραδόντος ἑαυτὸν ὑπὲρ ἡμῶν. Τὸ ἐσχατολογικὸ πλήρωμα αὐτῆς τῆς ἀνάστασης θὰ εἶναι ἡ ὁλόκληρη φανέρωση τῶν ὑπαρκτικῶν δυνατοτήτων τοῦ ὄντως ἔρωτος, τῆς πρόσληψης τοῦ κτιστοῦ ἀπὸ τὸ ἄκτιστο: Καινὴ γῆ καὶ καινοὶ οὐρανοί, ἀνάσταση σωμάτων μεταστοιχειωμένων σὲ σάρκα ἐκθεωμένη τοῦ ἐνανθρωπήσαντος Θεοῦ. Νεοποιεῖς τοὺς γηγενεῖς ὁ πλαστουργὸς χοϊκὸς χρηματίσας. Ἀφθαρτίζεις γὰρ θεοπρεπέστατα ἀπαθανατίζων τὸ πρόσλημμα.

Χριστὸς ἀνέστη, ναί, καὶ κανεὶς πιὰ δὲν πεθαίνει. Ὅπως δὲν πεθαίνει ὁ κόκκος τοῦ σίτου ὅταν σαπίζει μέσα στὴ γῆ γιὰ νὰ φέρει καρπὸ ἑκατονταπλασίονα.

Χρῆστος Γιανναρᾶς, 26.4.1995, «Ἔρως ζωοποιός». Συμπεριλαμβάνεται στὸ «Ἀντιστάσεις στὴν ἀλλοτρίωση—Ἐπίκαιρη κριτικὴ σχοινοβασία» (Ἀθήνα: Ἴκαρος, 2008).

Χρήστος Γιανναράς: «Δε φταίνε οι άνθρωποι που δεν μπορούν να ερωτευτούν»

«Δεν φταίνε οι άνθρωποι σήμερα όταν δεν μπορούν να ερωτευθούν, όταν ταυτίζουν τον έρωτα μόνο με τη χρήση του άλλου»

ΣΤΗΝ ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΓΛΩΣΣΑ ἔχουμε δύο λέξεις γιὰ νὰ σημάνουμε τὰ ἀντι-κείμενα τῆς ἐμπειρικῆς μας πιστοποίησης: τὴ λέξη «πράγματα» καὶ τὴ λέξη «χρήματα».

«Πράγματα» εἶναι τὰ παράγωγα τοῦ πράττειν, τὰ ἀποτελέσματα μιᾶς ποιητικῆς ἐνέργειας, τὰ πεπραγμένα ἑνὸς δημιουργοῦ προσώπου. «Χρήματα» εἶναι ἐκεῖνα ἀπὸ τὰ πράγματα ποὺ καθορίζονται κυρίως ἀπὸ τὴ χρήση τους, ἐξυπηρετοῦν χρηστικὲς ἀνάγκες, εἶναι χρήσιμα στὴν πρακτικὴ τοῦ βίου.

Τὰ πράγματα ἐνδέχεται νὰ διασώζουν τὴν ἑτερότητα (μοναδικότητα καὶ ἀνομοιότητα) ἑνὸς προσωπικοῦ δημιουργικοῦ λόγου, νὰ παραπέμπουν στὸ πρόσωπο τοῦ δημιουργοῦ τους (ὅπως ἡ ζωγραφιὰ στὸν ζωγράφο καὶ τὸ ποίημα στὸν ποιητή).

Τὰ χρήματα ταυτίζονται ἁπλῶς μὲ τὴ χρηστική τους σκοπιμότητα, παραπέμπουν στὴν ἴδια γιὰ ὅλους ὠφέλιμη διευκόλυνση.

EΧΟΥΜΕ ΚΑΙ ΜΙΑ ΤΡΙΤΗ ΛΕΞΗ ΣΤΑ ΕΛΛΗΝΙΚΑ: τὴ λέξη «νομίσματα». Εἶναι ἐκεῖνα ἀπὸ τὰ χρήματα ποὺ τὴ χρήση τους τὴν καθορίζουμε ἐμεῖς (κάθε ἀνθρώπινη κοινωνία) μὲ κοινὴ συμφωνία-σύμβαση. Ἀντιπροσωπεύουν τὴ σύμβαση (τὸν δικό μας «νόμο»), δὲν ἔχουν δική τους «φύση-οὐσία», γι’ αὐτὸ καὶ τὰ λέμε «νομίσματα»: εἶναι τὰ νομιζόμενα, «ὅτι οὐ φύσει, ἀλλὰ νόμῳ κεῖνται», καθὼς ὅρισε ὁ Ἀριστοτέλης.

Μὲ τὰ νομίσματα κατορθώνουμε οἱ ἄνθρωποι νὰ «ἰσάζωμεν» τὶς ἀνταλλακτικές μας σχέσεις, νὰ κοινωνοῦμε τὶς ἀνάγκες μας «κατὰ λόγον», μὲ τρόπο λογικό: τὸν τρόπο τῆς συμπαντικῆς ἁρμονίας καὶ κοσμιότητας. Στόχος εἶναι οἱ ἁρμονικές, κόσμιες σχέσεις μας (στόχος ὑπαρκτικῆς ἀλήθειας καὶ γνησιότητας τόσο γιὰ τοὺς ἀρχαίους Ἕλληνες ὅσο —ὡς ἐλευθερία ἀγάπης— καὶ γιὰ τοὺς Χριστιανούς).

ΤΟ ΝΟΜΙΣΜΑ ΕΙΝΑΙ ΑΠΛΩΣ ΤΟ ΜΕΣΟ, τὸ ἐργαλεῖο ποὺ ὑπηρετεῖ τὴ λογικότητα τῶν σχέσεών μας. Γι’ αὐτὸ καὶ μοιάζει ἀδιανόητο (τουλάχιστον γιὰ τὸν Ἀριστοτέλη) νὰ αὐτονομεῖται τὸ νόμισμα, νὰ λειτουργεῖ ἄσχετα ἀπὸ τὶς σχέσεις, γιὰ παράδειγμα νὰ αὐτοπολλαπλασιάζεται μὲ τὸν «τόκο»: ὁ τόκος, τὸ νὰ «τίκτει» τὸ νόμισμα, «παρὰ φύσιν τῶν χρηματισμῶν ἐστι».

Τὰ «πράγματα» προσφέρονται στὴ σχέση, τὰ «χρήματα» καὶ τὰ «νομίσματα» στὴ χρήση ποὺ ὑπηρετεῖ τὴ σχέση (ὅταν ἀποβλέπει ἡ χρήση στὴν «κοινωνία τῆς χρείας»).

ΟΜΩΣ ΣΗΜΕΡΑ ΖΟΥΜΕ ΣΕ ΚΟΙΝΟ ΤΡΟΠΟ ΒΙΟΥ (δηλαδὴ πολιτισμό) ποὺ μειώνει συνεχῶς τὸ πεδίο τῶν σχέσεων, τὸ ἐνδιαφέρον ἢ τὴν ἀνάγκη τῆς σχέσης, γιὰ χάρη τῆς προτεραιότητας τῶν χρήσεων.

Στὸν πολιτισμό μας ἡ χρήση αὐτονομεῖται ἀπὸ τὴ σχέση, τείνει νὰ ὑποκαταστήσει τὴν κοινωνία τῆς χρείας μὲ παράλληλες ἄπληστες χρήσεις. Διαμορφώνει ἀνεπαίσθητα τὸν ψυχισμό μας αὐτὸς ὁ πολιτισμός, μᾶς μπολιάζει μὲ ἀντανακλαστικὰ κυρίως χρησιμοθηρικά, μὲ προϊούσα ἀνικανότητα σχέσης, ἀνέραστη συμπεριφορά.

ΔΕΝ ΦΤΑΙΝΕ ΟΙ ΑΝΘΡΩΠΟΙ ΣΗΜΕΡΑ ΟΤΑΝ ΔΕΝ ΜΠΟΡΟΥΝ ΝΑ ΕΡΩΤΕΥΘΟΥΝ, ὅταν ταυτίζουν τὸν ἔρωτα μόνο μὲ τὴ χρήση τοῦ ἄλλου. Δὲν φταῖνε, γιατὶ δὲν ἀσκήθηκαν ποτὲ στὴ σχέση, δὲν ξέρουν νὰ σχετίζονται, κάθε ἐπιθυμία τους ἐκπληρώνεται πατώντας ἕνα κουμπί. Δὲν ἔμαθαν νὰ μοιράζονται τὸ θέλημά τους, νὰ βγαίνουν ἀπὸ τὸ ἐγώ τους. Ξέρουν μόνο τὴ χρήση, ὄχι τὴ σχέση, μόνο τὰ χρήματα, ὄχι τὰ πράγματα.

Ο Χρήστος Γιανναράς (10 Απριλίου 1935) είναι σύγχρονος Έλληνας καθηγητής φιλοσοφίας και συγγραφέας. Σπούδασε θεολογία στην Αθήνα και φιλοσοφία στη Βόννη και στο Παρίσι (Σορβόνη). Το συγγραφικό του έργο σχετίζεται πολύ με την έρευνα των διαφορών ανάμεσα στην ελληνική και στη δυτικοευρωπαϊκή φιλοσοφία και ορθόδοξη χριστιανική παράδοση. Πολλά από τα έργα του έχουν μεταφραστεί σε πάνω από 10 γλώσσες.

Πηγή: doctv.gr