«Απομακρύνομαι…», μου ‘χε πει κάποτε μια φίλη, «…δε θα πει χάνομαι. Θα πει δίνω χώρο. θα πει κοιτώ τα πράγματα από μια άλλη σκοπιά – παρατηρώ. Ναι. Παρατηρώ. Πόσες λεπτομέρειες χάνει μια φευγαλέα ματιά; Πόσες στιγμές καίγονται όταν δε δίνεις σημασία. Θες από βιασύνη; Από περιφρόνηση; Γι’ αυτό αποστασιοποιήσου. Παρατήρησε».
Να μην κοιτάς, λοιπόν, μα να παρατηρείς. Γιατί η παρατήρηση έχει διάρκεια. Κι η διάρκεια είναι πάθος.
Η διάρκεια είναι πάθος. Ένα πάθος που σιγοκαίει. Σύμφωνοι χωρίς φλόγες αφού τις καταπίνει. Αλλά και χωρίς καπνούς. Με λιγότερη στάχτη. Δεν κορώνει μου λες. Ούτε κρυώνει. Αντιθέτως κρατάει ζωντανή τη φωτιά. Έστω τη σπίθα. Είναι κάτι κι αυτό. Είναι πολύ. Είναι αυτό που μας λείπει.
Η διάρκεια είναι πάθος. Ένα πάθος που δεν βλέπεις στο σινεμά γιατί οι ταινίες διαρκούν το πολύ δυο ώρες κι όταν πέφτει το τέλος η ζωή συνεχίζεται. Είρήσθω εν παρόδω όχι όπως θέλουμε αλλά όπως μπορούμε.
Η διάρκεια είναι πάθος.
Ιδιαίτερα στην αγάπη. Σου το λέω εγώ που αγαπώ τόσους ανθρώπους επί τόσα χρόνια χωρίς να το ξέρουν. Μεταξύ μας για μένα τους αγαπώ. Μου κάνει καλό. Όπως η αγάπη μου για σένα φερ’ ειπείν. Με κάνει καλύτερο. Καλύτερο κι από σένα ενίοτε. Έλα, σε πειράζω.
Δώσ’ μου το χέρι σου να το κοιμίσω. Είναι παλτό ξεκούμπωτο η νύχτα προβιά σφαγμένου ζώου που ανασαίνει ακόμα. Κοιμήσου – η καρδιά μου ξαγρυπνά.
Πηγή: «Ο ύπνος του καπνιστή», Ποιήματα 1978-2012, εκδ. Μελάνι
Επειδή η ζωή μας μοιάζει να φυραίνει μέρα τη μέρα, δε θα πει πως η ζωή δεν αξίζει τον κόπο.
Επειδή σ’ αγάπησα και σ’ αγαπώ ακόμη κι ας μην είναι όπως παλιά, δε θα πει πως πέθανε η αγάπη, κουράστηκε ίσως σαν καθετί που ανασαίνει.
Επειδή περνάς δύσκολες μέρες σκυμμένη σε χαρτιά και γκρεμούς που δεν κλείνουν, κι εγώ πηδάω τις νύχτες επί κοντώ λαχανιάζοντας, δε θα πει πως δεν έχουμε μοίρα στον ήλιο, έχουμε τη δική μας μοίρα.
Επειδή πότε είσαι άνθρωπος και πότε πουλί, φέρνεις στο σπίτι μας ψωμάκια μικρά της αποδημίας κι ελπίζουνε τα παιδιά μας σε καλύτερες μέρες.
Επειδή λες όχι και ναι κι ύστερα όχι και δεν παραιτείσαι, ντρέπομαι για τα ίσως, τα μπορεί τα δικά μου, μα δεν αλλάζω, όπως δεν αλλάζεις κι εσύ, αν αλλάζαμε θα ’μαστε πάλι δυο άγνωστοι και θ’ αρχίζαμε απ’ το άλφα.
Τώρα ξέρουμε πού πονάς πού σωπαίνω πότε γίνεται παύση, διακοπή αίματος και κρυώνουν τα σώματα, ώσπου μυστικό δυναμό να φορτίσει πάλι τα μέλη με δύναμη κι έλξη και δέρμα ζεστό.
Επειδή είναι δύσκολο ν’ αγαπάς και δυσκολότερο ν’ αγαπάς τον ίδιο άνθρωπο για καιρό, κάνοντας σχέδια και παιδιά και καβγάδες, εκδρομές, έρωτα, χρέη κι αρρώστιες, Χριστούγεννα, Κυριακές και Δευτέρες, νόστιμα φαγητά και καμένα, θέλοντας ο καθένας να ’ναι ο άλλος γεφύρι και δέντρο και πηγή, κατά τις περιστάσεις ή και όλα μαζί στην ανάγκη, δε θα πει πως εγώ δεν μπορώ να γίνω κάτι απ’ αυτά ή και όλα μαζί, κι αν είναι να περάσω μια ζωή στη σκλαβιά –έτσι κι αλλιώς– ας είμαι, λέω, σκλάβος της αγάπης.
Ο ύπνος του καπνιστή, Ποιήματα 1978-2012, εκδ. Μελάνι
Ο Μιχάλης Γκανάς εγεννήθη μείζων ποιητής κατά τον Σαββίδη στον Τσαμαντά Θεσπρωτίας το 1944. Από το 1962 ζει και εργάζεται στην Αθήνα, όπου ήρθε για να σπουδάσει νομικά. Βιβλιοπώλης για μια δεκαπενταετία, συνεργάστηκε αργότερα με την κρατική τηλεόραση ως επιμελητής λογοτεχνικών εκπομπών και σεναριογράφος. Από το 1989 είναι κειμενογράφος σε διαφημιστική εταιρεία.
Ποιήματά του έχουν μεταφραστεί σε διάφορες γλώσσες, ενώ στίχοι του έχουν μελοποιηθεί από γνωστούς Έλληνες και ξένους συνθέτες: Μ. Θεοδωράκης, Ν. Μαμαγκάκης, Ν. Ξυδάκης, Δ. Παπαδημητρίου, Ν. Κυπουργός, G. Bregovic, A. Dinkjian κ.ά. Μετέφρασε τις “Νεφέλες” του Αριστοφάνη για το Θέατρο Τέχνης – Κάρολος Κουν και τους “Επτά επί Θήβας” του Αισχύλου για το ΔΗ.ΠΕ.ΘΕ Πατρών.
Το 1994 τιμήθηκε με το Κρατικό Βραβείο Ποίησης για το βιβλίο του “Παραλογή”. Τον Δεκέμβριο του 2011 τιμήθηκε με το Βραβείο Ποίησης του Ιδρύματος Πέτρου Χάρη της Ακαδημίας Αθηνών για το σύνολο του έργου του.
«Μεγάλωσα κυρίως με γυναικόπαιδα. Οι άντρες πολεμούσαν στον Εμφύλιο ή είχαν φύγει για τις κωμοπόλεις. Κάποια στιγμή, ο Εθνικός Στρατός εκπόρθησε τη Μουργκάνα και, φεύγοντας, οι αντάρτες τούς πήραν όλους μαζί τους, Αριστερούς και Δεξιούς. Χαρακτηριστικά, του παππού μου, που ήταν με τον Ζέρβα, όπως και όλη η οικογένειά μου, του είπαν «πάμε να φύγουμε, συναγωνιστή». Δεν υπήρχαν εκείνη την ώρα περιθώρια να εξηγήσεις τι και πώς. Φύγαμε για την Ουγγαρία τον Σεπτέμβριο του ’48 και γυρίσαμε τον Φεβρουάριο του ’54, αφήνοντας εκεί δύο νεκρούς: τη γιαγιά μου και τη θεία μου.
Δεν ήμασταν πολιτικοί πρόσφυγες και γι’ αυτόν το λόγο χαρακτηριστήκαμε απαχθέντες απ’ τους αντάρτες. Η φυγή μας στην Ουγγαρία ήταν μια πάρα πολύ δυνατή περιπέτεια. Έχω γράψει κι ένα πεζογράφημα, τη Μητριά Πατρίδα, γι’ αυτό. Όταν φτάσαμε στην Ουγγαρία, μας μοιράσανε σε αστικό και αγροτικό πληθυσμό και χτίσανε το χωριό Μπελογιάννη, ειδικά για μας, τους αγρότες. Ένα απ’ τα πρώτα μέρη στα οποία μας πήγαν ήταν η λίμνη του Μπάλατον, εκεί όπου βρίσκονταν τα πολυτελή θέρετρα των Μαγυάρων, και βιώσαμε το πρώτο πολιτισμικό σοκ.
Στην Ουγγαρία ζούσα μέσα στην οικογένεια, οπότε ήταν δύσκολο να περάσουν τα πολιτικά μηνύματα είτε απ’ το σχολείο είτε απ’ το κομμουνιστικό κράτος. Όταν γυρίσαμε στην Ελλάδα είχα την τύχη να μην πάω στις «Παιδοπόλεις». Εκεί, πολλά παιδιά πήγαν απ’ το άσπρο στο μαύρο και τρελάθηκαν. Μεγάλο πρόβλημα αντιμετώπισα στην Αθήνα, όταν ήρθα για σπουδές, το 1962. Έβραζε τότε ο τόπος από την αδικία που συνέβαινε στην Αριστερά. Εξορίες, πιστοποιητικά κοινωνικών φρονημάτων και άλλα με οδήγησαν προς τα εκεί. Ήταν ένα ρεύμα. Βέβαια, ένιωθα πολύ άσχημα απέναντι στον πατέρα μου, που του είχαν πάρει όλη την οικογένεια. Στη συνέχεια, μπορώ να πω πως, χωρίς να οργανωθώ στην Αριστερά, ανήκα σε αυτόν το χώρο.
Στο χωριό είναι ζήτημα να υπήρχαν τρία βιβλία. Ένα απ’ αυτά, μάλιστα, ήταν η Σεξολογία του Τσακίρη, που όταν το διαβάζαμε με τον αδερφό μου αρρωσταίναμε. Με τα βιβλία άρχισα να έχω επαφή χάρη στον δάσκαλο του χωριού, και περισσότερο όταν κατέβηκα στους Φιλιάτες, στο Γυμνάσιο. Επειδή ήμουν κλειστό παιδί, βρήκα εκεί πέρα το αποκούμπι μου. Άρχισα να διαβάζω τα σχολικά αναγνώσματα, άλλα βιβλία δεν υπήρχαν. Ήρθαν προς το τέλος του Γυμνασίου από φοιτητές που είχαν κατέβει στην Αθήνα. Το πρώτο εξωσχολικό βιβλίο που διάβασα ήταν τα ποιήματα του Καββαδία στη σειρά του Γαλαξία. Τότε ξεκίνησε και το γράψιμο. Πώς και γιατί, δεν μπορώ να το εξηγήσω. Η επαφή με το δημοτικό τραγούδι ήταν καθοριστική. Στο χωριό μου και στη γύρω περιοχή δεν υπήρχαν μουσικά όργανα. Στους γάμους όλοι τραγούδαγαν α καπέλα. Λέγαμε, μάλιστα, για τους πολύ καλούς τραγουδιστές ότι «αυτός μπορεί να κάνει έναν γάμο μόνος του». Από κει κι έπειτα έρχεται μόνο του: τα πανηγύρια, τα κορίτσια. Αρχίζεις να συγκεντρώνεις κάποιο υλικό.
Το ότι δεν μπόρεσα να μιλήσω για την Αθήνα έχει να κάνει με το γεγονός ότι οι εμπειρίες μου απ’ την Ήπειρο και την Ουγγαρία έκατσαν πολύ βαθιά μέσα μου. Μου έλεγε ο Γιάννης Βαρβέρης: «Ωραία είναι τα ποιήματά σου, αλλά θέλω να δω πώς βλέπεις τα μπαρ, πώς βλέπεις την οδό Πανεπιστημίου, πώς βλέπεις πράγματα της πόλης». Δεν ξέρω τι ακριβώς με βασανίζει. Αυτό που διατύπωσαν άλλοι είναι το ανέφικτο της επιστροφής. Δεν είναι μόνο η Ήπειρος, αλλά αυτό που έχει ο καθένας μέσα του: το αδύνατο της επιστροφής, ένα πράγμα που είναι εξ ορισμού χαμένο. Ένα βαρύ πράγμα, σαν ηπειρώτικο μοιρολόι. Η επιστροφή είναι αδύνατη. Γι’ αυτό υπάρχει αυτή η ένταση. Τελευταία, συμβαίνει το αντίθετο: έχω πιάσει τον εαυτό μου να του λείπει η Αθήνα. Εξημερώθηκα μαζί της μέσω των παιδιών μου, που η Αθήνα είναι η πόλη τους. Πηγαίναμε εκδρομές στην εξοχή και μου έλεγαν πως βρωμάει δεντρίλα.
Το πρώτο μου βιβλίο βγήκε το 1978 απ’ τις εκδόσεις Κείμενα. Ο ποιητής τότε είχε κι εκτίμηση και μέλλον. Βέβαια, πρέπει να σου πω πως, όσο ήμουν στο Γυμνάσιο, δεν ήξερα κανέναν εν ζωή ποιητή, εκτός απ’ τον Καββαδία. Και μιλάμε για το 1962, που έναν χρόνο μετά ο Σεφέρης πήρε Νόμπελ. Αν δει κανείς ψύχραιμα, όμως, τις επιδόσεις των ποιητών και των πεζογράφων, θα καταλάβει πως δεν υπάρχει μεγάλη διαφορά. Κάθε γενιά βγάζει τρεις-τέσσερις σημαντικούς ποιητές. Είναι ένα είδος, όμως, που το φοβάται ο κόσμος. Επειδή έχει αυξηθεί, σήμερα, ο όγκος των αναγνωστών, φαίνεται ότι η ποίηση διαβάζεται λιγότερο, ενώ στην πραγματικότητα διαβάζεται περισσότερο».
Η σχέση του με την ποίηση
«Με τα βιβλία άρχισα να έχω επαφή χάρη στον δάσκαλο του χωριού. Επειδή ήμουν κλειστό παιδί, βρήκα εκεί το αποκούμπι μου.Άρχισα να διαβάζω τα σχολικά αναγνώσματα.Άλλα βιβλία δεν υπήρχαν.Την ποίηση πρέπει να την βρεις εσύ, δε θα σε βρει αυτή. Το πρώτο εξωσχολικό βιβλίο που διάβασα ήταν τα ποιήματα του Νίκου Καββαδία. Τότε ξεκίνησε και το γράψιμο.Πως και γιατί δε μπορώ να το εξηγήσω.Λένε ότι η ποίηση είναι το πιο δύσκολο είδος. Για μένα είναι το πιο εύκολο.Δε θέλω να πω ότι γράφω καλά αλλά πηγαίνει πιο εύκολα το χέρι μου.Η ποίηση έχει πάντα κάτι να πει αλλά δε βιάζεται να το πει.Δεν προσφέρεται για επείγοντα περιστατικά.Χρειάζεται χρόνο για να μετουσιώσει σε λόγο τα τρέχοντα. Μόνο καλά έχω πάρει από την ποίηση.Καθόλου δε με κούρσεψε αντίθετα με πλούτισε.Μόνο δώρα μου έφερε.Μακάρι να της έδωσα κι εγώ κάτι.Ένα πράσινο φύλλο που λέει ο λόγος.
Περιμένοντας έρχονται τα ποιήματα. Σ’ εμένα τουλάχιστον. Και δε μιλάω για σκόρπια ποιήματα. Αυτά είναι αψιμαχίες. Η επαφή με τον “εχθρό” γίνεται όταν νιώσω το κύμα να φουσκώνει. Τότε ο λόγος ρέει αβίαστα και συνήθως προηγείται ο ρυθμός και ακολουθούν οι λέξεις, δεν ξέρω δηλαδή τι θα πω, υποτάσσομαι στο ρυθμό κι έτσι γράφεται το ποίημα. Η πρώτη γραφή φυσικά. Υπάρχει η άποψη ότι ο ποιητής πρέπει να γράφει έστω και ένα στίχο κάθε μέρα για να κρατιέται στον αφρό. Εμένα μου κάνει καλό η σιωπή. Βρίσκω το λόγο πιο φρέσκο, πιο δυνατό κι εγώ είμαι πιο διψασμένος για έκφραση, μην έχοντας αυτή την καθημερινή τριβή. Γιατί η ποίηση δεν αντέχεται κάθε μέρα. Εγώ δεν την αντέχω, ούτε ως αναγνώστης. Η ποίηση όμως ως στάση ζωής ή ως αίσθηση του κόσμου είναι κάτι άλλο, που δεν το έχιε μόνο ο ποιητής αλλά κάθε άνθρωπος και μακάρι να υπήρχε περισσότερη στη ζωή μας, έστω και εις βάρος της γραπτής ποίησης.
Ντρέπομαι ακόμα όταν γράφω ένα ποίημα. Νιώθω ότι δεν είμαι μέσα στη φάρα μου. Νιώθω ότι μ’ αυτό θα νιώθει αμήχανος ο πατέρας μου. Σαν να ξεστράτισα. Σαν να προοριζόμουν γι’ αλλού κι αλλού να πήγα. Βέβαια, κανείς δεν αποδέχεται το γράψιμο. Ούτε οι αστοί ούτε οι μεγαλοαστοί. Θυμηθείτε πώς αντιμετώπιζαν τον Εμπειρίκο. Τους φοβούνται τους ανθρώπους που παρεκκλίνουν απ’ τις νόρμες.
Στα ποιήματά μου δεν είναι ότι χρησιμοποιώ τους ίδιους ήρωες, αλλά έχω φτιάξει έναν κόσμο. Όπως στα πολυφωνικά ηπειρώτικα τραγούδια, όπου υπάρχουν ρόλοι: υπάρχει ο κεντρικός τραγουδιστής και οι άλλοι βοηθάνε. Οι απλές στιγμές είναι αυτές που παίζουν ιδιαίτερο ρόλο στο έργο μου. Στους γραφιάδες λειτουργεί αυτόματα η παρατήρηση. Πολλές φορές αυτό οδηγεί σε παρεξηγήσεις, όταν βάζεις τα σουσούμια ενός ανθρώπου στο χαρτί. Αισθάνεται προδομένος. Είναι περίεργη η θέση αυτού που γράφει. Απ’ τη μια υπάρχει μια θολή αναγνώριση κι απ’ την άλλη μια επιφύλαξη που λέει «δεν ξέρεις μ’ αυτόν τι μπορεί να γίνει».
Ποτέ δεν ήταν η ποίηση για πολλούς. Ο Καρούζος έβγαζε τα βιβλία του μόνος του σε 200 αντίτυπα και η “Στροφή” του Σεφέρη μπορεί να υπάρχει ακόμα στην αποθήκη. Την ποίηση πρέπει να τη βρεις, δεν θα σε βρει αυτή. Προσωπικά δεν συμφωνώ με την εξωστρέφεια των ποιητών που εκφράζεται με εκδηλώσεις για να περάσει η ποίηση στην κοινωνία. Αυτό είναι αντίθετο στην ουσία της ποίησης, γιατί έτσι η πρόσληψή της γίνεται με λάθος τρόπο, μέσω ενός κοσμικού γεγονότος ή μιας διαμαρτυρίας, παρά ως εσωτερική ανάγκη». Και συμπληρώνει: «Η ποίηση θέλει αφοσίωση, να τρελαίνεσαι με αυτό που διαβάζεις. Είναι η μόνη τέχνη που δεν έχει μπει στο χρηματιστήριο της τέχνης, κανείς εκδότης δεν θα σε πιέσει να γράψεις μπεστ σέλερ».
Η ποιητική του
Τα βασικά εργογραφικά στοιχεία του Μιχάλη Γκανά επιτρέπουν να διακρίνουμε στο έργο του δύο μεγάλους δημιουργικούς κύκλους: (α) από τη δημοσίευση του πρώτου ποιήματός του το 1966, και έως το 1981, οπότε εκδόθηκε το αυτοβιογραφικό αφήγημα Μητριά Πατρίδα. (β) από το 1989, οπότε εξεδόθη η ποιητική συλλογή Γυάλινα Γιάννενα, και έως το 1993, οπότε εξεδόθη η ποιητική σύνθεση Παραλογή, η οποία βραβεύτηκε με το πρώτο Κρατικό Βραβείο Ποίησης. ενώ άλλης τάξεως ποιητική κατάθεση συνιστά η έκδοση το 2000 της συλλογής Τα μικρά (1969-1999), όπου έχουμε την αναδρομική αποθησαύριση γνωστών αλλά και άγνωστων “μικρών” ποιημάτων.
Ο πρώτος κύκλος αποτελεί την περίοδο της διαμόρφωσης (Ακάθιστος Δείπνος, 1978), αλλά και της κατάκτησης μιας προσωπικής ποιητικής γλώσσας και μιας ποιητικής ηθικής (Μαύρα Λιθάρια 1980). Αυτής που θεωρεί ως αντίτιμο της την προϋπόθεση ισχυρών συγκινήσεων και επώδυνων εμπειριών. Ο δεύτερος κύκλος αποτελεί την περίοδο της αποκάλυψης μιας συγκεκριμένης ποιητικής περιοχής (Γυάλινα Γιάννενα), αλλά και της “κατακόρυφης ανύψωσης” (Παραλογή), Στην Παραλογή αναπτύσσονται σ’ ένα πιο σύνθετο ποιητικό σύστημα επιτεύξεις των συλλογών Μαύρα Λιθάρια και Γυάλινα Γιάννενα, καθώς έχουμε τη δημιουργία ενός νέου ποιητικού κόσμου, όπου συνυπάρχουν νεκροί και ζωντανοί, διεκδικώντας ίσο μερίδιο μνήμης και ύπαρξης.
Ποιητής της αναμονής, ο Γκανάς γράφει πάντα μέσα σε κλίμα γνήσιας ποιητικής ευφορίας, αφού καραδοκεί την έλευση της ποιητικής στιγμής και δεν την εκβιάζει εργαστηριακά. Υπ’ αυτή την έννοια, ο τόνος της φωνής του Γκανά, χαρακτηρίζεται από γνήσια συγκινησιακή φόρτιση. Η ορμητικότητα των παλαιών βιωμάτων που διεκδικούν με δύναμη, θέση μέσα στο ποιητικό παρόν, συνιστά το βασικότερο μηχανισμό της τεχνικής της έμπνευσης του Μιχάλη Γκανά. Έμπνευση που ελέγχεται διαρκώς από μια μνήμη που διεκδικεί μερίδιο στον παρόν και κατορθώνει να εξισώνει παρόν παρελθόν και μέλλον, καταργώντας συμβατικές διακρίσεις όχι μόνο στο επίπεδο του χρόνου, αλλά και σε αυτό της διαλεκτικής σχέσης του πάνω με τον κάτω κόσμο, του έρωτα και του θανάτου.
Ποίηση με ευδιάκριτες ρίζες και δυνατά βιώματα, η ποίηση του Γκανά διαλέγεται μόνιμα και δραστικά κυρίως προς την κατεύθυνση του ελληνικού δημοτικού τραγουδιού, αλλά και με τους βασικότερους νεοέλληνες ποιητές, με πιο ισχυρή τη δημιουργική κλίση προς την ποίηση του Διονυσίου Σολωμού και του Γιώργου Σεφέρη. Ωστόσο, και μολονότι ο διάλογος με την ποιητική παράδοση είναι δεδομένος, η ποιητική του Γκανά διακρίνεται όχι μόνο από τη διαύγεια του ποιητικού της τοπίου, αλλά και από τη συνοχή του οράματος. Σε όλη την έκταση της ποιητικής του παραγωγής διακρίνει κανείς τη στερεότητα των επανερχόμενων θεμάτων και μοτίβων. Σε κάθε ποίημα, ακόμη και στη στιχουργική του παραγωγή, αναγνωρίζονται βασικές σταθερές που εξελίσσονται και μεταμορφώνονται, διατηρώντας ωστόσο τα βασικά χαρακτηριστικά και το ειδικό τους βάρος.
Όπως όλη η μεγάλη ποίηση, έτσι και η ποίηση του Γκανά είναι στην πραγματικότητα ένα ποίημα εν προόδω. Ένα ποίημα που κυκλώνει συνεχώς από διαφορετικές σκοπιές και με διαφορετικούς τρόπους το ίδιο θέμα: αυτό της οριστικά ματαιωμένης επιστροφής σε μιαν στείρα “μητριά πατρίδα”, όπου το μόνιμο αίσθημα του ξένου γίνεται ολοένα και πιο οδυνηρό, καθώς συνδυάζεται με την ανελέητη μνήμη “των κεκοιμημένων” ή με τη στέρηση των ανεκπλήρωτων σκοτεινών ερώτων.
Στην ποίηση του Γκανά δεν υπάρχει κανένα ποίημα ή, καλύτερα, καμία ποιητική φράση, η οποία να ψευτίζει αισθήματα ή να θεατρίζει ιδέες. Γιατί η ποίηση του Γκανά στηρίζεται σε μιαν ατόφια ποιητική φλέβα και προϋποθέτει δυνατές συγκινήσεις. Χωρίς αυτό να σημαίνει ότι πρόκειται για ποίηση της άμεσης εξομολόγησης. Απεναντίας, τα αισθήματα και οι αισθήσεις συσσωρεύονται για μακρό διάστημα και, αφού πρώτα διυλιστούν μέσα από τους λεπτούς μηχανισμούς της επιλεκτικής μνήμης, αναδύονται αρτεσιανά στο ποίημα, ξαφνιάζοντας ακόμη και τον ίδιο τον ποιητή.
Οι επιρροές
«Μια πολύ θεμελιώδης για μένα επιρροή είναι σίγουρα ο Σολωμός και έπειτα ο Σεφέρης, ο οποίος είναι ένα ποιητικό μέγεθος στη γλώσσα μας που δεν μπορεί κανείς να τον αγνοήσει. Θετικά ή αρνητικά πρέπει να έχει μαζί του ένα διάλογο. Σαν αυτόν που είχε ο Πάουντ με τον Ουίτμαν. Ο Πάουντ ξεκίνησε επαναστατικά, ριζοσπαστικά και κάποια στιγμή νιώθει την ανάγκη να συμφιλιωθεί με τον παππού του, με τον Ουίτμαν. Λοιπόν είναι ο Σεφέρης και είναι και ο Καρυωτάκης, ο οποίος έχει αυτή την οριακή ρήξη με τον περιβάλλον του. Υπάρχουν και κάποιοι ελάσσονες ποιητές, ο Άγρας, ο Πορφύρας, που βρίσκω σ’ αυτούς μια άλλου είδους μαγεία, γιατί μιλάνε σε χαμηλούς τόνους, για πράγματα πολύ οικεία και καθημερινά, δεν έχουν αυτό τον όγκο που συνήθως έχουν οι μεγάλοι ποιητές».
Τα τραγούδια
«Ο αναγνώστης της ποίησης είναι ασκημένος, ξέρει, καταλαβαίνει τι θέλω να πω. Αντίθετα, το κοινό του τραγουδιού πρέπει να το παίρνεις πάντα υπόψη σου: τι λέμε τώρα και σε ποιον το λέμε. Στο τραγούδι δεν έχει επιστροφή, πρέπει ο ακροατής να το πιάσει με τη μία, ενώ στο ποίημα θα επανέλθει και θα έχει την ευκαιρία να το ξανασκεφτεί. Κακά τα ψέματα, στην ποίηση ο έπαινος της συντεχνίας είναι πολύτιμος, αν σε αποδεχτεί νιώθεις ότι είσαι εντάξει. Στο τραγούδι πρέπει να σε αποδεχτεί ο ακροατής. Δεν είναι διαφορετικό το κουστούμι του στιχουργού, απλώς υπάρχουν κάποιες μικρές διαφορές. Τα τραγούδια που έχω γράψει τ’ αγαπώ πολύ. Όσα πέτυχαν και όσα δεν πέτυχαν. Δούλεψα πολύ με παραγγελιές πάνω σε έτοιμες μελωδίες. Μπορεί να είναι κάποιου είδους ευνουχισμός, αλλά και το «Όλα σε θυμίζουν» γράφτηκε πάνω σε μελωδία. Θα είχα χάσει κάποια απ’ τα καλύτερα τραγούδια μου αν δεν είχα μπει σ’ αυτό το λούκι. Απλώς, γράφοντας στίχους, είχα πάντα στο μυαλό μου ότι ο ακροατής δεν έχει τη δυνατότητα να επανέλθει, όπως ο αναγνώστης. Η γραφή δεν πρέπει να είναι απλοϊκή, αλλά ευθύβολη. Είναι αρχή για μένα, κάτι σαν στρατευμένη τέχνη».
Τα έργα
Ακάθιστος Δείπνος (εκδ. Καστανιώτη)
Η πρώτη συλλογή του ποιητή. Ούτε μια περιττή λέξη στη συλλογή του “Ακάθιστος δείπνος”. Αντίθετα, όλες οι λέξεις είναι ξαναφτιασμένες, καινούργιες, τα επίθετα περασμένα από χίλια φίλτρα πριν χρησιμοποιηθούν, συνδυασμένα έντεχνα με την ηπειρωτική δημοτική παράδοση και τη σύγχρονη πικρή εμπειρία της αβίωτης πρωτεύουσας. Πρόκειται για την πιο ολοκληρωμένη πρώτη ποιητική συλλογή που έχει κυκλοφορήσει στην Ελλάδα μετά το 1950… (Βασίλης Βασιλικός)
Η Μητριά Πατρίδα, εκδ. Μελάνι
«Το πεζό μου, η Μητριά Πατρίδα, είναι εξήντα σελίδες για ένα θέμα για το οποίο ένας κανονικός πεζογράφος θα μπορούσε να γράψει μια τριλογία. Ο Ρένος Αποστολίδης, όταν το είδε, μου είπε «Τι να σου πω; Καλό είναι. Αλλά έχεις τέτοιο υλικό και μου γράφεις εξήντα σελίδες;». Τι να κάνω; Δεν είμαι πεζογράφος».
Η “Μητριά Πατρίδα”, πέρα από τις όποιες πεζογραφικές της αρετές, την αξία της δηλαδή ως αυθύπαρκτης λογοτεχνικής μονάδας, αποτελεί συγχρόνως και ένα καλό βοήθημα για όσους επιθυμούν να προσεγγίσουν την ποίηση του Γκανά… (Μιχάλης Πιερής)
Γυάλινα Γιάννενα, εκδ. Καστανιώτη
Η Τρίτη συλλογή ποιημάτων του, ουσιαστικά, δεν καλύπτει πάνω από 29 σελίδες. Όμως, αν εξαιρέσουμε τις 23 σελίδες ποιητικής ύλης της πρώτης συλλογής του Καβάφη (Ποιήματα, 1904), δεν μπορώ να θυμηθώ άλλη “πλακέτα” που να σου επιβάλλεται έτσι αυθωρεί με την μαστορική λιτότητά της και την ανθρώπινή της γνησιότητα. Και, δεδομένου ότι τούτη η συλλογή συμπεριλαμβάνει ένα νέο – Καρυστακικό πράγμα (σ. 21) που μου είναι αφιερωμένο, θα ήθελα να επικαλεστώ την ιδιωτική μαρτυρία ενός συνομήλικού μου ποιητή, ο οποίος, τις προάλλες, μου έλεγε με συγκινημένο θαυμασμό. “Δεν έτυχε να γνωρίσω τον Γκανά, και διαβάζοντάς τον αναρωτιέμαι πως είναι δυνατόν να υπάρχει την σήμερον ημέρα ποιητής που να γράφει τα Ελληνικά με τέτοιο ήθος…”. (Γ.Π. Σαββίδης )
Υπάρχουν ποιητές που όσο περνάει ο καιρός τόσο βαθαίνουν στα πράγματα, τόσο βαθαίνουν στις λέξεις, τόσο περισσότερο αναζητούν τη εκφραστική τους περιπέτεια μέσα στο Μύθο που μοιάσει απαραίτητος όσο ποτέ σήμερα. Σ’ αυτούς ανήκει και ο Μιχάλης Γκανάς… Τα Γιάννενα – η γενέθλια πόλη του ποιητή για όσους δεν το γνωρίζουν – δεν είναι παρά η πρόφαση, το σκηνικό για να ακουμπήσει ο Μύθος και να ξεκινήσουν έτσι οι μυθολογικές διαδρομές τις οποίες ακολουθούμε στις περισσότερες σελίδες του βιβλίου… (Έλενα Χουζούρη)
Παράλογη , εκδ. Καστανιώτη
Ο έρωτας και ο θάνατος, η λατρεία της ελληνικής φύσης (που ξεφεύγει από τον ελληνοκεντρισμό και το συναισθηματικό αναμάσημα της γενέθλιας γης με την καθαρώς υπαρξιακή ή αισθησιακή διάσταση την οποία προσλαμβάνει η εικόνα της), η Νέκυα και οι κατάλογοι των οικείων ονομάτων, οι μεγάλες απώλειες και τα μικρά κέρδη των μνημονικών αφιερώσεων: αυτές είναι οι αναντικατάστατες παράμετροι της συλλογής του Γκανά, που παρασύρει αμέσως τον αναγνώστη στον κόσμο της χάρη στην άνεση της συναναστροφής του δημιουργού με τον προγονικό ποιητικό κορμό και τις αξίες του. Συναναστροφή που προδίδει ελευθερία πνεύματος, στέρεη γλωσσική συμπεριφορά και έμπνευση και ταλέντο. (Βαγγέλης Χατζηβασιλείου)
Ανθοδέσμη, εκδ. Άγρα
[…]πρόκειται για ποίηση εσωτερικών αποτιμήσεων, μια που θεματικά αγγίζουν την προσωπική εξομολόγηση. …Ο Μιχάλης Γκανάς δεν αποφθέγγεται τον πόνο, αλλά μελετάει τον θάνατο – και η ποίηση του εγείρει αξιώσεις αθανασίας. Ο Μιχάλης Γκανάς έχει μια πολυδύναμη ποιητική φλέβα που υπερακοντίζει την οποιαδήποτε αριθμητική του συμμετοχή. Αλλά και από άποψη μήκους θητείας στην Ποίηση, ο Γκανάς είναι ο δεσπόζων: τυχαίνει άλλωστε να είναι ο ποιητής που ήδη έχει εγγραφεί στην τράπεζα του Μέλλοντος…(Θ.Δ. Φραγκόπουλος)
Τα μικρά, εκδ. Καστανιώτη
Είτε ως αποθησαυρίσματα από παλαιότερα έργα είτε ως λησμονημένα πονήματα που ήρθε η ώρα τους να βγουν από το συρτάρι, τα ποιήματα αυτά περιέχουν μυρωδιές, φωνές και πρόσωπα…
Πάνω απ’ όλα, πρόκειται για μια ποίηση της απώλειας. ίσως γι’ αυτό τονίζονται έντονα στους λίγους στίχους των “Μικρών” η αξία αυτών που χάθηκαν, η πολυτιμότητα ενός χαμένου παράδεισου είτε πρόκειται για τόπο είτε για πρόσωπο -στο βαθμό που ο αγαπημένος τόπος αποκτά μίλια και μάτια δικά του, και αντικριστά, το αγαπημένο πρόσωπο ριζώνει μέσα μας σαν πατρίδα στην οποία επιστρέφουμε διαρκώς. (Ηλίας Μαγκλίνης)
Μαύρα Λιθάρια, εκδ. Κείμενα
Ο Γκανάς συνηθίζει, στο τέλος της συλλογής, να έχει μικρότερα ποιήματα που ονομάζει «ακαριαία» και ακόμη μικρότερα – έναν στίχο – που ονομάζει «μονόξυλα». Στα «Μαύρα λιθάρια» είχε ένα μονόξυλο που έλεγε: «το κλάμα σου γυμνό καλώδιο, το πιάνω με βρεγμένα χέρια». Ο Βλάχος τον φώναξε όταν έστηνε τη σελίδα: «Μαέστρο, έχουμε θέμα» – μαέστρους αποκαλούσε τους ποιητές του. «Αυτό το μονόξυλο γυρίζει αράδα και δεν πρέπει». «Ας γυρίσει», λέει ο Γκανάς. «Αφού είναι μονόξυλο. Δεν πρέπει να γυρίσει. Αλλά πρέπει να το κρατήσουμε, είναι ωραίο».
Άψινθος, εκδ. Μελάνι
«Ο τίτλος αυτής της συλλογής είναι «Αψινθος», δηλαδή η αψιθιά, το φυτό απ’ όπου έβγαινε το αψέντι, αλλά είναι και το αστέρι που πέφτει κατά την Αποκάλυψη του Ιωάννη και δηλητηριάζει τα νερά και τις πηγές. Το βιβλίο θα μπορούσε να χαρακτηριστεί οικολογικό. Είναι η ανησυχία μου για όσα γίνονται στον πλανήτη, όπως όλων μας.»
Ο ύπνος του καπνιστή, εκδ. Καστανιώτη
«Εχω την εντύπωση ότι έκλεισα έναν κύκλο με τον «Καπνιστή». Ολα τα θέματά μου ανακυκλώθηκαν εκεί, με όλους τους τρόπους και με τα πεζά και με τραγουδάκια και με ελεύθερο στίχο. Επειτα η υποδοχή αυτού του βιβλίου ήταν περίεργη, από την κριτική περισσότερο. Δεν γράφτηκαν πολλά πράγματα. Ερχόμουνα εν τω μεταξύ από μια σιωπή δέκα ετών, είχαν μεσολαβήσει τα τραγούδια, δηλαδή «μεροδούλι μεροφάι στιχουργική». Και σκέφτομαι εκ των υστέρων, τότε δεν το πολυένιωθα, ότι μία είναι η δεξαμενή, από την ίδια βγαίνουν όλα και τα τραγούδια και τα ποιήματα. Μπορεί να έγινε υπεράντληση, κυρίως από τα τραγούδια».
Τα περισσότερα ποιήματα θα τα βρείτε συγκεντρωμένα στα ποιήματα 1978-2012 των εκδόσεων Μελάνι
Χρησιμοποιούμε cookies για να διασφαλίσουμε ότι σας προσφέρουμε την καλύτερη εμπειρία στον ιστότοπό μας. Εάν συνεχίσετε να χρησιμοποιείτε αυτόν τον ιστότοπο, θα υποθέσουμε ότι είστε ικανοποιημένοι με αυτόν.Εντάξει!