Το λυπημένο μου πρόσωπο του Χάινριχ Μπελ

Σταματώντας στην άκρη του λιμανιού για ν’ αγναντέψω τους γλάρους, το λυπημένο μου πρόσωπο τράβηξε την προσοχή του πολιτσμάνου, που γύριζε σ’ εκείνη την περιοχή. Είχα αφαιρεθεί κοιτάζοντας τα αιωρούμενα πουλιά, που ζυγιάζονταν κι εφορμούσαν για να βρούνε κάτι να φάνε, μα χωρίς αποτέλεσμα. Το λιμάνι ήταν έρημο, το νερό πράσινο, πηχτό από τ’ ακάθαρτο πετρέλαιο και στο λεπιδωτό δέρμα του έπλεε κάθε λογής σαβούρα. Πλοίο πουθενά, ο γερανός σκουριασμένος, οι αποθήκες ρεπιασμένες. Στα μαύρα ερείπια της αποβάθρας ούτε ποντίκια δεν κατοικούσαν πια· νέκρα. Εδώ και χρόνια ήταν κομμένη κάθε σχέση με τον έξω κόσμο.

Continue reading “Το λυπημένο μου πρόσωπο του Χάινριχ Μπελ”

Κάτι θα γίνει, μια ιστορία με πλούσια δράση του Χάινριχ Μπελ

Μια από τις πιο παράξενες περιόδους της ζωής μου είναι σίγουρα αυτή που πέρασα ως υπάλληλος του ‘Αλφρεντ Βουνσίντελ. Από τη φύση μου, κλίνω περισσότερο στη σκέψη και την απραξία παρά στην εργασία, κάπου κάπου όμως επίμονες οικονομικές δυσχέρειες μ’ αναγκάζουν – μια και η σκέψη φέρνει τόσα λεφτά όσα και η απραξία – να δεχτώ μια λεγόμενη «θέση». Όταν έφτασα για μιαν ακόμα φορά σ’ ένα τέτοιο σημείο κατάπτωσης, απευθύνθηκα στο Γραφείο Ευρέσεως Εργασίας κι από κει με στείλανε, μαζί με άλλους εφτά ομοιοπαθείς μου, στο εργοστάσιο Βουνσίντελ, όπου θα μας υπέβαλλαν σε μια δοκιμασία καταλληλότητας.

Continue reading “Κάτι θα γίνει, μια ιστορία με πλούσια δράση του Χάινριχ Μπελ”

Παιδική Πασχαλιά του Αλεξάνδρου Παπαδιαμάντη

Τὸν υἱόν της τὸν καπετὰν Κομνιανὸν τὸν ἐπαντρολογοῦσεν ἤδη ἡ γρια-Κομνιανάκαινα, ἂν 〈καὶ〉 δὲν εἶχε χρονίσει ἀκόμη ἡ νύμφη της, ἡ μακαρῖτις. Τὰ δύο ὀρφανά, μία κόρη ὀκταέτις καὶ ἓν τετραετὲς παιδίον, ἐφόρουν μαῦρα, κατάμαυρα, ὁποὺ ἐστενοχώρουν κ᾽ ἐχλώμιαιναν τὰ πτωχὰ κάτισχνα κορμάκια των, καὶ ἦτον καημὸς καρδιᾶς νὰ τὰ βλέπῃ τις. Ἐνθύμιζαν τὸ δημῶδες δίστιχον:

Continue reading “Παιδική Πασχαλιά του Αλεξάνδρου Παπαδιαμάντη”

Πάσχα στα Πέλαγα του Ανδρέα Καρκαβίτσα

Τὸ πλοῖο ὁλοσκότεινο ἔσχιζε τὰ νερὰ ζητώντας ἀνυπόμονα τὸ λιμάνι του. Δὲν εἶχε ἄλλο φῶς παρὰ τὰ δύο χρωματιστὰ φανάρια τῆς γέφυρας ζερβόδεξα· ἕνα ἄλλο φανάρι ἄσπρο ἀκτινοβόλο ψηλὰ εἰς τὸ πλωριὸ κατάρτι καὶ ἄλλο ἕνα μικρὸ πίσω εἰς τὴν πρύμη του. Τίποτε ἄλλο.  Οἱ ἐπιβάτες ἦσαν ὅλοι ξαπλωμένοι στὶς κοκέτες τους, ἄλλοι παραδομένοι στὸν ὕπνο καὶ ἄλλοι στοὺς συλλογισμούς. Οἱ ναῦτες καὶ θερμαστές, ὅσοι δὲν εἶχαν ὑπηρεσία ἐροχάλιζαν εἰς τὰ γιατάκια τους. Ὁ καπετάνιος μὲ τὸν τιμονιέρη ὀρθοὶ στὴ γέφυρα, μαῦροι ἴσκιοι, σχεδὸν ἐναέριοι, ἔλεγες πὼς ἦσαν πνεύματα καλόγνωμα, ποὺ ἐκυβερνοῦσαν στὸ χάος τὴν τύχη τοῦ τυφλοῦ σκάφους καὶ τῶν κοιμωμένων ἀνθρώπων. Ἔξαφνα ἡ καμπάνα τῆς γέφυρας ἐσήμανε μεσάνυχτα. Μεσάνυχτα ἐσήμανε καὶ ἡ καμπάνα τῆς πλώρης. Τὸ καμπανοχτύπημα γοργό, χαρούμενο, ἐπέμενε νὰ ρίχνῃ τόνους μεταλλικοὺς περίγυρα, κάτω στὴ σκοτεινὴ θάλασσα καὶ ψηλὰ στὸν ἀστροφώτιστο οὐρανὸ καὶ νὰ κράζῃ ὅλους εἰς τὸ κατάστρωμα. Καὶ μὲ μιᾶς τὸ σκοτεινὸ πλοῖο ἐπλημμύρισεν ἀπὸ φῶς, ἀπὸ θόρυβο, ἀπὸ ζωή. Ἄφησε τὸ πλήρωμα τὰ γιατάκια του καὶ οἱ ἐπιβάτες τὶς κοκέτες τους.

Continue reading “Πάσχα στα Πέλαγα του Ανδρέα Καρκαβίτσα”

Χωρίς Στεφάνι του Αλέξανδρου Παπαδιαμάντη

Τάχα δεν ήτον οικοκυρά κι αυτή στο σπίτι της και στην αυλήν της; Τάχα δεν ήτο κι αυτή, έναν
καιρόν, νέα με ανατροφήν; Είχε μάθει γράμματα εις τα σχολεία. Είχε πάρει το δίπλωμά της από το
Αρσάκειον.
Κι ετήρει όλα τα χρέη της τα κοινωνικά, και μετήρχετο τα οικιακά έργα της, καλλίτερ’ από
καθεμίαν. Είχε δε μεγάλην καθαριότητα εις το σπίτι της, κι εις τα κατώφλιά της, πρόθυμη ν’
ασπρίζη και να σφουγγαρίζη, χωρίς ποτέ να βαρύνεται, και χωρίς να δεικνύη την παραξενιάν
εκείνην ήτις είνε συνήθης εις όλας τας γυναίκας, τας αγαπώσας μέχρις υπερβολής την καθαριότητα.
Και όταν έμβαινεν η Μεγάλη Εβδομάς, εδιπλασίαζε τα ασπρίσματα και τα πλυσίματα, τόσον οπού
έκαμνε το πάτωμα ν’ αστράφτη, και τον τοίχον να ζηλεύη το πάτωμα.

Continue reading “Χωρίς Στεφάνι του Αλέξανδρου Παπαδιαμάντη”

Διήγημα Φώτων: “Φώτα ολόφωτα” του Αλέξανδρου Παπαδιαμάντη

Εκινδύνευε να βυθισθεί εις το κύμα η μικρή βάρκα του Κωνσταντή του Πλαντάρη, πλέουσα ανάμεσα εις βουνά κυμάτων, έκαστον των οποίων ήρκει δια να ανατρέψει πολλά και δυνατά σκάφη και να μη αποκάμει, και εις αβύσσους, εκάστη των οποίων θα ήτο ικανή να καταπίει εκατόν καράβια και να μη χορτάσει. Ολίγον ακόμη και θα κατεποντίζετο. Άγριος εφύσα βορράς, οργώνων βαθέως τα κύματα, και η μικρά φελούκα, δια να μην αρμενίζει κατεπάν’ τον αέρα, είχε μαϊνάρει το πανί της, και είχε μείνει ξυλάρμενη και ωρτσάριζε κι εδοκίμαζε να κάμει βόλτες. Του κάκου. Μετ’ολίγον η θάλασσα επήρε τον ελεεινόν φελλόν εις την εξουσίαν της, και ο άνεμος τον έσυρεν εδώ κι εκεί, και ο Κωνσταντής ο Πλαντάρης εξέμαθεν εις την στιγμήν όσας βλασφημίας ήξευρε και ησχολείτο να κάμει την προσευχήν του, ενώ ο μικρός σύντροφός του, ο ναύτης Τσότσος, νέος δεκαεπτά χρόνων, εγδύνετο και ητοιμάζετο να πέσει εις την θάλασσαν, ελπίζων να σωθεί κολυμβών, και ο μόνος επιβάτης των, ο ζωέμπορος Πραματής, έκλαιε και εύρισκεν ότι δεν ήξιζε τον κόπον ν’αρμενίσει τις τόσην θάλασσαν δια να πνιγεί, αφού η γη ήτο ικανή να σκεπάσει με το χώμα της τόσους και τόσους.

Εκινδύνευε ν’ αποθάνει από τους πόνους η Μαχώ, η γυναίκα του Κωσταντή του Πλαντάρη, νεόγαμος, πρωτάρα. Η Πλανταρού, η πεθερά της, είχε καλέσει από το βράδυ της προλαβούσης ημέρας την μαμμήν την Μπαλαλίναν και την εμπροσθινήν την Σωσάνναν. Αι δύο γυναίκες, τεχνίτισσαι εις το είδος των, και η μήτηρ του συζύγου της κοιλοπονούσης, φιλόστοργος, ως πάσα πενθερά ήτις δεν επιθυμεί τον θάνατον της νύμφης της, όταν αύτη είναι πρωτάρα, πριν βεβαιωθεί ότι θα επιζήσει το παιδίον, δια να ασφαλισθεί η κληρονομία της προικός, επροσπάθουν, όσον το δυνατόν, να ανακουφίσουν τους πόνους της ωδινούσης. Και είχεν ανατείλει ήδη η άλλη ημέρα και ακόμη η γυνή εκοιλοπόνει, και η μαμμή, η εμπροσθινή και η πενθερά συνεπόνουν με αυτήν, και ο καλογερόπαπας του Μετοχίου του Αγίου Σπυρίδωνος είχε λάβει εντολήν να ψάλει μικράν και μεγάλην Παράκλησιν προς βοήθειαν της ωδινούσης.

Το σπιτάκι έκειτο επάνω εις την κορυφήν του μικρού νησιδίου προς μεσημβρίαν. Την πρωίαν της Παρασκευής, η βάρκα του Πλαντάρη είχε φανεί αντικρύ, αγωνιώσα εις τα κύματα, και δύο παιδία του γιαλού, απ’ εκείνα που περνούν τον καιρόν των κάτω από τον αρσανάν, μη γνωρίζοντα επί της ξηράς άλλην διατριβήν από τας συρμένας έξω φελούκας, ούτε άλλο παιγνίδι από την θάλασσαν, ήλθαν να πάρουν τα συχαρίκια της Πλανταρούς, ακούσαντα την είδησιν από πορθμείς, οι οποίοι είχον αναγνωρίσει μακρόθεν την βάρκαν. Και τότε η Πλανταρού είδε, κι εκατάλαβεν από την τρικυμίαν, όπου ήτο εις το πέλαγος, ότι η βάρκα ανεβοκατέβαινεν εις τα κύματα κι εκινδύνευε να βουλιάξει, και τότε ενόησε τι θα ’πει να ’χει κανείς «δυο χαρές και τρεις τρομάρες». Διότι διπλή μεν χαρά θα ήτο να έφτανεν αισίως ο υιός της, να εγέννα με το καλόν και η νύμφη της· τριπλή δε τρομάρα ήτο ο κίνδυνος του υιού της, ο κίνδυνος της νύμφης της και ο κίνδυνος του προσδοκωμένου νεογνού. Ίσως δε θα ήτο τετραπλή η τρομάρα, αν προσετίθετο και ο φόβος μήπως τυχόν και η νύμφη της γεννήσει …θήλυ.

* * *

Επάνω εις την κορυφήν του λόφου, ευρίσκετο μονήρες το σπιτάκι, και κάτω εις την ακρογιαλιάν ήτο κτισμένον το χωρίον. Διακόσια σπίτια αλιέων, πορθμέων και ναυτών. Έν μίλιον απείχε το σπιτάκι από το χωρίον. Υπήρχε μικρός επισφαλής όρμος, αλλά δεν ήτο λιμήν. Έβλεπε μόνον προς μεσημβρίαν. Η αγωνία της βάρκας του Πλαντάρη ήτο ορατή από την πολίχνην, ορατή και από τον μεμονωμένον οικίσκον.

Η Πλανταρού ήρχισε τότε να μέμφεται πικρώς τον υιόν της δια την τόλμην και την αποκοτιά του. Τι ήθελε, τι γύρευε τέτοιες μέρες να κάμει ταξίδι; Δεν άκουε, ο βαρυκέφαλος, τη μάννα του, τι του έλεγε. Ακόμη τα Φώτα δεν είχαν έλθει. Ο Σταυρός δεν είχε πέσει στο γιαλό. Τον αβάσταχτο είχε; Δεν εκαρτερούσε, ο απόκοτος, δύο τρεις ημέρες, να φωτισθούν τα νερά, να αγιασθούν οι βρύσες και τα ποτάμια, να φύγουν τα σκαλικαντζούρια; Καλά να πάθει, γιατί δεν την άκουσε.

Όσον υψώνετο ο ήλιος προς το μεσουράνημα, τόσον ηύξανε και η αγωνία της Πλανταρούς. Η νύμφη της, υποστηριζομένη όπισθεν από την Μπαλαλού και κρεμαμένη έμπροσθεν από τον τράχηλον της Σωσάννας, εμούγκριζεν ως αγελάδα. Ο άνεμος εκεί κάτω, εις το πέλαγος, εφαίνετο ότι απεμάκρυνε το πλοιάριον αντί να το προσεγγίσει εις την ακτήν. Η βάρκα ολονέν εξέπεφτε μακρύτερα, αισθητώς εις το βλέμμα. Εις την νύμφην της η Πλανταρού εφυλάχθη να είπει τίποτα. Μόνον εξήρχετο συχνά εις τον εξώστην, προσποιουμένη ότι ήθελε να κουβαλήσει το εν και το άλλο, και έμενεν επί μακρόν κι εκοίταζε. Δεν επανήρχετο ειμή αν την ανεκάλει η μαμμή, η Μπαλαλού.

Επλησίαζεν ήδη η μεσημβρία και η αγωνία της Πλανταρούς έφθασεν εις το κατακόρυφον. Δεν εφαίνετο πλέον να υπάρχει ελπίς. Ο υιός της θα επνίγετο εκεί εις το άσπλαχνον πέλαγος, και την νύμφην της ομού με το έμβρυον θα την εσκέπαζεν η «μαύρη γης».

Τέλος, η γραία απέκαμε. Η βάρκα έγινεν άφαντη…Και η σύζυγος του υιού της εγέννησεν ….άρρεν. Ω! το στρίγλικο, το κακοπόδαρο, ω! το γρουσούζικο, οπού ψωμόφαγε τον πατέρα του! Πνίξτε το! Σκοτώστε το! Τι το φυλάτε; Πετάτε το στο γιαλό, να πα να βρει τον πατέρα του! Κ’αυτή, η γουρουνοποδαρούσα η μάννα του, αυτή η πρωτάρα, η στερεμένη, αυτή η λεχώνα η λοχεμένη!… Ημπορείς, μαμμή, να την καρυδοπνίξεις, κειδά που θα ψοφολογήσει, στο κρεβάτι της, να στραμπουλήξεις με τη χεράρα σου και της κλήρας το λαιμό, να πούμε πως εγεννήθηκε πεθαμένο το παιδί, και πως η μάννα ετελείωσε, καθώς κάθισε στα σκαμνιά, ημπορείς;

* * *

Δεν την εσκέπασεν η μαύρη γης την ταλαίπωρον μητέρα ομού με τον καρπόν των σπλάχνων της, και το πέλαγος ίλεων δεν έπνιξε τον πατέρα. Ο Πλαντάρης είχε τελειώσει προ πολλού την προσευχήν του, και ο μικρός ναύτης, ο Τσότσος, είχε φορέσει εκ νέου το υποκάμισον και την περισκελίδα του. Ο ζωέμπορος ο Πραματής επείσθη ότι ήτο καλός χριστιανός και ότι ήτο προωρισμένος να ταφεί εις ευλογημένον χώμα. Ο άνεμος είχε κοπάσει περί το δειλινόν, και ο κυβερνήτης ανέλαβε το κράτος του επί του μικρού σκάφους. Έπιασε δυνατά το τιμόνι και με τα πολλά ορτσαρίσματα ήλθεν η φελούκα εις μέρος απαγγερόν, δίπλα εις την ξηράν, ολίγα μίλια απώτερον του μικρού όρμου. Δια τούτο η βάρκα είχε γίνει άφαντος εις τα όμματα της Πλανταρούς, ήτις δεν είχε παύσει ν’αγναντεύει από το ύψος του εξώστου. Έφθασε δε ασφαλώς εις τον όρμον, ευθύς ως έπεσεν εντελώς ο άνεμος, βασίλευμα ηλίου.

Δεύτερα συχαρίκια επήραν της Πλανταρούς. Ο υιός της, αποστάζων άλμην, κατάκοπος, θαλασσοπνιγμένος, έφθασεν εις το σπιτάκι, άμα ενύκτωσε, κι εκεί μόνον έμαθε την ευτυχή είδησιν, ότι η συμβία του τού είχε γεννήσει κληρονόμον.

* * *

Την επαύριον ήσαν Φώτα. Την άλλην ημέραν Ολόφωτα. Την εσπέραν της μεγάλης εορτής, άμα τη τριημερεύσει της λεχούς και του παιδίου, έβαλαν την σκαφίδα κάτω εις το πάτωμα και εγέμισαν με χλιαρόν νερόν βρασμένον με δάφνας και με μύρτους. Επρόκειτο να τελέσουν τα «κολυμπίδια» του παιδίου.

Η καλή μαμμή, η Μπαλαλού, εξήπλωσε το βρέφος μαλακά επί των ηπλωμένων κνημών της και ήρχισε να λύει τα σπάργανα. Είχε νυκτώσει. Μία λυχνία και δύο κηρία έκαιον επί χαμηλής τραπέζης. Το παιδίον, παχύ, μεγαλοπρόσωπον, με αόριστον ροδίζοντα χρώτα, με βλέμμα γαλανίζον και τεθηπός, ανέπνεε και ησθάνετο άνεσιν, καθ’όσον απηλλάσσετο των σπαργάνων.

Εμειδία προς το φως, το οποίον έβλεπε, κι έτεινε την μικράν χείρα δια να συλλάβει την φλόγα. Την άλλην χείρα την είχε βάλει εις το στόμα του, κι επιπίλιζε, επιπίλιζε. Τι ησθάνετο; Απερίγραπτον.

Η καλή μαμμή αφήρεσεν όλα τα σπάργανα, απέσπασεν αβρώς την φουστίτσαν και το υποκάμισον του βρέφους και το έρριψεν απαλώς εις την σκαφίδα. Ήρχισε να το πλύνει και να αφαιρεί τα άλατα, με τα οποία το είχε πιτυρίσει κατά την στιγμήν της γεννήσεως, αφού το είχε αφαλοκόψει. Αφήρεσε και το βαμβάκιον, με το οποίον είχε περιβάλει τας παρειάς και την σιαγόνα του παιδίου, δια να κάμει άσπρα γένεια.

Έλαβε την «μασά», την σιδηράν λαβίδα, από την εστίαν και την έβαλε μέσα εις την σκάφην, δια να γίνει το παιδίον σιδεροκέφαλον.

Το βρέφος ήρχισε να κλαυθμυρίζει, ενώ η μαμμή εξηκολούθει να το πλύνει μαλακά και να το υποκορίζεται άμα: «Όχι, χαδούλη μ’, όχι, χαδιάρη μ’! όχι κεφαλά μ’, πάπο μ’, χήνο μ’!» Και συγχρόνως ο πατήρ, η μήτηρ, η μαμμή, η Πλανταρού και άλλοι συγγενείς και φίλοι παρόντες, έρριπτον αργυρά νομίσματα, δια ν’ ασημώσουν το παιδίον. Τα απέθετον αβρώς επί του στέρνου και της κοιλίας του βρέφους, και ολισθαίνοντα έπιπτον εις τον πάτον της σκάφης.

Το παιδίον δεν έπαυε να κλαίει, και η μαμμή το εκολύμβιζεν ακόμη, το εκολύμβιζεν. Κολύμβα, τέκνον μου, εις την σκάφην σου, κολύμβα και απόβαλε την άλμην σου εις το γλυκόν νερόν. Θα έλθει καιρός ότε θα κολυμβάς εις το αλμυρόν κύμα, καθώς εκολύμβησεν όλος, χθες ακόμη, ο πατήρ σου με την σκάφην του. «Φωνή Κυρίου επί των υδάτων, ο Θεός της δόξης εβρόντησε, Κύριος επί των υδάτων πολλών».

* * *

Την επαύριον, εορτήν της Συνάξεως του Αγίου Ιωάννου του Βαπτιστού, έμελλε να βαπτισθεί το παιδίον, επειδή είχε συμβεί να γεννηθεί ούτω τας παραμονάς της εορτής, πριν περάσουν όλως τα Φώτα. Αλλά την εσπέραν, μετά τα κολυμπίδια, δείπνον παρετέθη εις την οικίαν. Η μαμμή εμάζωξε μετά προσοχής, όλα τα αργυρά κέρματα, ημιτάλληρα και σβάντζικα και δραχμάς, τα εκομβόδεσεν εις το μανδήλιόν της, ενώ οι παρεστώτες εφώναζαν γύρωθεν: «Να ζήσει! σιδεροκέφαλος!» και επηύχοντο εις την μαμμή «καλή ψυχή».

Είτα η Μπελαλού εσπόγγισε καλώς το παιδίον με μέγα λευκόν προσόψιον, του εφόρεσε καινούργιον καθαρόν υποκάμισον και ποδίτσαν, το ανέκλινεν επί των κνημών της, και ήρχισε να το περιβάλλει με τα σπάργανα.

Ο ζωέμπορος, ο Πραματής, είχεν έλθει εις τα κολυμπίδια, και εδήλωσεν ότι επεθύμει να γίνει ανάδοχος του βρέφους, εις μνήμην του προχθεσινού εν θαλάσση κινδύνου και της διασώσεως.

Ο μικρός ναύτης, ο Τσότσος, είχεν έλθει έως την θύραν, και ίστατο θεωρών μακρόθεν την τελετήν του κολυμβήματος. Ο γείτων, ο Δημήτρης ο Σκιαδερός, πρωτοξάδελφος του Κωνσταντή του Πλαντάρη, δεν είχε φανεί εις την οικίαν από πέρυσι, από την ημέραν του γάμου. Αλλά την εσπέραν ταύτην επήρε την γυναίκα του την Δελχαρώ και τα παιδιά του, εκ των οποίων δύο εκράτει αυτός αρμαθιαστά από την μίαν χείρα, το εν πενταετές και το άλλο τετραετές, τρίτον διετές, έφερεν υπό την μασχάλην, εν πενταμηνίτικον βρέφος εβύζαινεν εις τους κόλπους της η γυνή του, και δύο άλλα επτά και οκτώ ετών την ηκολούθουν κρατούμενα από το φουστάνι της, κι επαρουσιάσθη χαμογελών, χαίρων δια την χαράν του συγγενούς του, γεμάτος ευχάς και συγχαρητήρια.

Εκάθισαν όλοι εις την τράπεζαν. Δεξιά η Μπαλαλού, η μαμμή, αριστερά η μπροσθινή, η Σωσάννα, καταμεσής ο πατήρ του νεογνού. Δεξιόθεν της Σωσάννας η Πλανταρού, κατόπιν ο ζωέμπορος ο Πραματής και δύο τρεις άλλοι. Το λοιπόν του χώρου κατείχετο από τον Δημήτρην τον Σκιαδερόν και από την φαμελιά του.

Ήρχισαν να τρώγουν. Τα παιδιά του Δημήτρη του Σκιαδερού δεν εταιριάζοντο εύκολα. Εφώναζαν, εγρίνιαζαν, κι εθορυβούσαν. Το ένα ήθελε τσιτσί, δεν ήθελε μαμμά. Το τρίτον, κλαυθμηρίζον, εζήτει βρυ. Το τέταρτον ήθελε γλυκό, δεν του ήρεσε το τυρί. Η ταλαίπωρος η λεχώ υπέφερε κάπως από τον θόρυβον.

Ήρχισαν αι προπόσεις. Ηύχοντο εις τον πατέρα να του ζήσει, και εις την λεχώ «καλή σαράντιση». Πρώτη έπιεν η μαμμή, δεύτερος ο πατήρ, τρίτη η γραία Σωσάννα, η μπροσθινή.

Όταν ήλθεν η σειρά της Πλανταρούς να πίει εις την υγείαν της νύμφης της, ευχήθη με τρεις διάφορους τόνους φωνής·

– Εβίβα, νύφη, με το καλό να σαραντίσεις… Κι ό,τι είπα, παιδάκι μ’…αστοχιά στο λόγο μου!

(1894)

Ακούστε το διήγημα εδώ. Διαβάζει ο Ανδρέας Χατζηδήμου:

Πηγή: https://www.google.com/amp/s/sarantakos.wordpress.com/2017/01/06/fwtaolofwta/amp/

Πρωτοχρονιάτικο διήγημα: Οι μεγαλομάρτυρες της Πρωτοχρονιάς

Στους δρόμους κόλαση σε χρυσή κορνίζα. Αν δεν ήταν η γιορτινή έκφραση στα πρόσωπα των οδοκαθαριστών και των πολιτσμάνων, θα μπορούσε να σκεφτεί κανείς ότι στην πρωτεύουσα μπαίνουν οι εχθροί. Πηγαινοέρχονται τρίζοντας και θορυβώντας τα γιορτινά έλκηθρα και οι άμαξες… Στα πεζοδρόμια τρέχουν οι επισκέπτες με τη γλώσσα έξω και τρίβοντας τα μάτια τους… Τρέχουν με τόση ορμή, που, έτσι και άρπαζε η γυναίκα του Πεντεφρία κανένα βιαστικό κρατικό υπάλληλο από την ουρά του φράκου, θα της έμενε στο χέρι όχι μόνο το φράκο, αλλά και όλη η πλευρά με τα συκώτια του και τη σπλήνα μαζί…
Ξάφνου ακούγεται η διαπεραστική σφυρίχτρα του αστυνομικού. Τι έγινε; Οι οδοκαθαριστές παρατούν τα πόστα τους και τρέχουν προς τα εκεί που ακούστηκε το σφύριγμα…
«Διαλυθείτε! Κάντε πιο πέρα! Δεν υπάρχει λόγος να στέκεστε εδώ! Δεν είδατε ποτέ σας νεκρό; Τι κόσμος κι αυτός…»
Μπροστά σε μια πόρτα, πάνω στο πεζοδρόμιο, κείτεται ένας άνθρωπος, καλοντυμένος, με μια γούνα κάστορα και καινούργιες λαστιχένιες γαλότσες… Δίπλα στο φρεσκοξυρισμένο πρόσωπό του, κάτασπρο σαν νεκρού, είναι τα σπασμένα του γυαλιά. Η γούνα είναι ανοιχτή στο στήθος και το πλήθος διακρίνει ένα μέρος του φράκου και το παράσημο τρίτου βαθμού, το «Στανισλάφ». Το στήθος ανασαίνει αργά και βαριά, τα μάτια είναι κλειστά…

«Κύριε!» σκουντάει ο πολιτσμάνος τον κρατικό υπάλληλο. «Κύριε, δεν επιτρέπεται να ξαπλώνετε εδώ! Αξιότιμε κύριε!»

Αλλά ο κύριος ούτε μιλάει ούτε κουνιέται… Αφού ασχολήθηκαν μαζί του πέντε λεπτά, χωρίς να τον συνεφέρουν, τα όργανα της τάξης τον βάζουν σε μια άμαξα και τον μεταφέρουν στις Πρώτες Βοήθειες της αστυνομίας.

«Ωραία παντελόνια!» λέει ο πολιτσμάνος, βοηθώντας το νοσοκόμο να ξεντύσει τον ασθενή. «Πρέπει να κάνουν κάνα εξάρι ρούβλια! Και το γιλέκο δεν είναι άσχημο… Αν κρίνουμε από τα παντελόνια, πρέπει να είναι από τους ευκατάστατους…»

Στο Πρώτων Βοηθειών, ξαπλωμένος μιάμιση ώρα, κι έχοντας πιει ολόκληρο φιαλίδιο βαλεριάνας, ο κρατικός υπάλληλος ανακτά τις αισθήσεις του… Θα μάθουν ότι είναι ο τιτλούχος σύμβουλος Γκεράσιμ Κουζμίτς Σινκλετέγεφ.

«Πού πονάτε;» τον ρωτάει ο αστυνομικός γιατρός.

«Ευτυχισμένος ο καινούργιος χρόνος…» μουρμουρίζει εκείνος, κοιτάζοντας ηλίθια το ταβάνι και βαριανασαίνοντας.

«Επίσης… Όμως… πού πονάτε; Γιατί πέσατε; Για θυμηθείτε! Ήπιατε κάτι;»
«Ό… όχι…»
«Τότε γιατί αδιαθετήσατε;»
«Παλάβωσα… Έκανα… έκανα επισκέψεις…»
«Θα πρέπει να κάνατε πολλές επισκέψεις!»
«Όχι… όχι, όχι πολλές… Μετά τη λειτουργία… ήπια το τσάι μου και πήγα στον Νικολάι Μιχαήλιτς… Εκεί, βεβαίως, υπέγραψα… Μετά από κει πήγα στην Οφιτσέρκαγια… στον Κατσάλκιν… Επίσης υπέγραψα… Θυμάμαι ακόμη ότι στο χολ με φύσηξε ένα ρεύμα… Από τον Κατσάλκιν πήγα στη Βίμπορσκαγια, στον Ιβάν Ιβάνιτς… Υπέγραψα…»
«Φέρανε κι άλλον υπάλληλο!» ανέφερε ο πολιτσμάνος.
«Από τον Ιβάν Ιβάνιτς», συνεχίζει ο Σινκλετέγεφ, «πετάχτηκα μέχρι τον έμπορο Χριμόβ, να τον χαιρετήσω… Μπήκα… καθόταν όλη η οικογένεια… μου προσέφεραν να πιω για τη γιορτή… Πώς να μην πιεις; Θα τους προσβάλεις αν δεν πιεις… Ε, ήπια τρία ποτηράκια… τσίμπησα και λίγο σαλάμι… Από εκεί έφυγα για την άλλη άκρη της Πετρούπολης, για τον Λιχοντέγεφ… Καλός άνθρωπος…»
«Όλα αυτά με τα πόδια;»
«Με τα πόδια… Υπέγραψα στον Λιχοντέγεφ… Έπειτα, έφυγα για την Πελαγία Εμιλιάνοβνα… Εκεί, με κράτησαν για πρωινό και με φίλεψαν καφέ. Ο καφές με ζάλισε, πρέπει να με χτύπησε κατευθείαν στο κεφάλι… Από την Πελαγία Εμιλιάνοβνα πήγα στον Ομπλεούχοφ… Τον Ομπλεούχοφ τον λένε Βασίλη, έχει τη γιορτή του, λοιπόν. Να μη φας γλυκά σε κάποιον που γιορτάζει, είναι προσβολή…»
«Έφεραν ένα στρατιωτικό εν αποστρατεία και δυο υπαλλήλους!» αναφέρει ο πολιτσμάνος…

«Έφαγα ένα κομμάτι γλυκό, ήπια βότκα και πήγα στη Σαντοβάγια, στον Ιζιούμοφ… Στον Ιζιούμοφ ήπια κρύα μπίρα… και με πείραξε ο λαιμός μου… Από τον Ιζιούμοφ στον Κόσκιν, μετά στον Καρλ Κάρλιτς… κι από κει στο θείο μου τον Πιοτρ Σεμιόνιτς… Η ανιψιά μου η Νάστια με κέρασε καυτή σοκολάτα… κατόπιν πέρασα από τον Λιάπκιν… όχι, λάθος, όχι στον Λιάπκιν, αλλά στην Ντάρια Νικοντόμοβνα. Από αυτήν πια, στον Λιάπκιν… Και παντού ένιωθα μια χαρά… Μετά πήγα στον Ιβάνοφ, τον Κουρντιουκόφ και τον Σίλερ, πήγα στο συνταγματάρχη Ποροσκόφ, κι εκεί επίσης ένιωθα καλά… Και από τον έμπορο Ντιούτκιν πέρασα… Επέμενε να πιω κονιάκ και να φάω λουκάνικο με λάχανο… Ήπια τρία ποτηράκια… έφαγα δυο λουκάνικα, και πάλι εντάξει… Μόνο που να, όταν βγήκα από τον Ριζόφ, ένιωσα στο κεφάλι… λάμψη… αδυναμία… Δεν ξέρω γιατί…»

«Εξαντληθήκατε… Ξεκουραστείτε λίγο, και θα σας στείλουμε ύστερα στο σπίτι σας…»
«Δεν μπορώ να πάω σπίτι…» βογκάει ο Σινκλετέγεφ. «Πρέπει ακόμη να περάσω από το γαμπρό μου, τον Κουζμά Βασίλιτς… από τον εκτελεστικό σύμβουλο… από τη Ναταλία Εγκόροβνα… Υπάρχουν ακόμα πολλοί που δεν πήγα…»
«Και δεν πρέπει να πάτε».
«Δεν μπορώ… Πώς γίνεται να μην τους ευχηθώ για την καινούργια χρονιά; Πρέπει… Αν δεν περάσω από τη Ναταλία Εγκόροβνα είναι σαν να μη θέλω τη ζωή μου… Αφήστε με τώρα να φύγω, κύριε γιατρέ, μη με κρατάτε…»
Ο Σινκλετέγεφ σηκώνεται και πάει να πάρει τα ρούχα του.
«Στο σπίτι να πάτε», λέει ο γιατρός, «αλλά για επισκέψεις ούτε να το σκέφτεστε…»
«Δεν πειράζει, ο Θεός θα με βοηθήσει…» αναστενάζει ο Σινκλετέγεφ. «Θα τα καταφέρω σιγά σιγά…»
Ο υπάλληλος ντύνεται αργά, τυλίγεται στη γούνα και παραπατώντας βγαίνει στο δρόμο.
«Έφεραν πέντε ακόμη υπαλλήλους!» αναφέρει ο πολιτσμάνος. «Πού να τους ακουμπήσω;»

Ακούστε το διήγημα στον σύνδεσμο που ακολουθεί. Διαβάζει ο Ανδρέας Χατζηδήμου:

Πηγή:Συλλογικό έργο – Ρώσικες χριστουγεννιάτικες ιστορίες, μεταφρ. Ελένη Μπακοπούλου, εκδ. Νάρκισσος, 2003.

“Παραμονή Χριστουγέννων” του Νικολάι Γκόγκολ

Χριστούγεννα μέρα. Μπήκε η χειμωνιάτικη, ξάστερη νύχτα. Φάνηκαν τα αστέρια. Το φεγγάρι υψώθηκε μεγαλόπρεπο στον ουρανό, φωτίζοντας τους ευσεβείς ανθρώπους κι όλο τον κόσμο, κι έτσι θα πούν όλοι χαρούμενοι τα κάλαντα (1) και θα δοξάσουν τον Χριστό. Η παγωνιά ήταν δυνατότερη απ’ ό,τι το πρωί κι η ησυχία τόσο απόλυτη, που το τρίξιμο του χιονιού κάτω από τις μπότες ακουγόταν μισό χιλιόμετρο μακριά. Οι παρέες των παλικαριών δεν είχαν φανεί ακόμα έξω από τα παράθυρα των χωριατόσπιτων. Μόνο το φεγγάρι έριχνε κρυφές ματιές, σαν να καλούσε τις κοπέλες, που εκείνη την ώρα στολίζονταν, να βγουν όσο το δυνατόν γρηγορότερα στο τριζάτο χιόνι. Και κάπου εκεί, μέσα από την καμινάδα μιας καλύβας, ανέβαινε στον ουρανό τούφες τούφες ο καπνός, σύννεφο ολόκληρο, και μαζί με τον καπνό σηκωνόταν κι η μάγισσα καβάλα στο σκουπόξυλο.

Αν τη στιγμή εκείνη περνούσε από εκεί ο κύριος ληξίαρχος πάνω στην τρόικα των μικροαστικών του αλόγων, φορώντας τον τετράκοχο σκούφο με το προβάτινο μπορ, στο στιλ που συνήθιζαν οι ουλάνοι, καθώς και τη γαλάζια κάπα του, τη φοδραρισμένη με μαύρη γούνα νεογέννητου αρνιού, και κρατώντας το σατανικά πλεγμένο μαστίγιό του, με το οποίο έχει τη συνήθεια να εξαναγκάζει τον αμαξά του να τρέχει, τότε σίγουρα θα την είχε προσέξει, διότι από το ληξίαρ-χο δεν μπορεί να ξεφύγει στον κόσμο ούτε μύγα, όχι ολόκληρη μάγισσα. Ξέρει λεπτομερώς πόσα γουρου-νάκια θηλάζει κάθε γουρούνα σε κάθε σπίτι, και πόσα σκουτιά υπάρχουν σε κάθε μπαούλο, και τι καταβάλλει κάθε χρηστός άνθρωπος μια γιορτινή μέρα στο καπηλειό. Αλλά ο ληξίαρχος δεν περνούσε, γιατί τι δουλειά είχε με τους ξένους, αυτός έχει τη δική του επαρχία. Και η μάγισσα, στο μεταξύ, είχε ανέβει τόσο ψηλά, που δεν ήταν πια παρά μια μαυριδερή σκιά εκεί πάνω. Όμως, απ’ όπου περνούσε εκείνη η σκιά, τα αστέρια, το ένα μετά το άλλο, χάνονταν από τον ουρανό. Σύντομα η μάγισσα μάζεψε ολόκληρο σακούλι από αυτά. Τρία ή τέσσερα μόνο έλαμπαν ακόμη.

Ξαφνικά, από την άλλη άκρη, εμφανίστηκε μια άλλη σκιούλα, που μεγάλωσε, άρχισε ν’ απλώνεται και έπαψε να είναι πια μια τόση δα σκιούλα. Από μπροστά ήταν εντελώς «Γερμανός»(2): είχε στενούτσικο μουσούδι, που τελείωνε, όπως και στα γουρούνια μας, με ένα στρογγυλό πενηνταράκι, και τρύπωνε ασταμάτητα παντού και μύριζε ό,τι έβρισκε μπροστά του. Τα πόδια του ήταν τόσο λεπτά, που, αν τα είχε ο αρχηγός των κοζάκων, θα τα έσπαγε με το πρώτο καζατσόκ. Από πίσω όμως ήταν αυθεντικός νομαρχιακός δικαστικός επόπτης με στολή, γιατί του κρεμόταν μια ουρά τόσο μυτερή και μακριά, όπως οι σημερινές ουρές των στρατιωτικών στολών. Μόνο από το τραγίσιο γενάκι στο μουσούδι, από τα μικρά κέρατα, που προεξείχαν στο κεφάλι του κι από το ότι δεν ήταν πιο άσπρος από καπνοδοχοκαθαριστή, μπορούσες να μαντέψεις ότι δεν ήταν «Γερμανός(2)», ούτε νομαρχιακός δικαστικός επίτροπος, αλλά ήταν απλώς ο διάβολος, που του απέμενε μια τελευταία νύχτα για να περιφέρεται στο φως του κόσμου και να μετράει τις αμαρτίες των ευσεβών ανθρώπων. Αύριο κιόλας, με τις πρώτες καμπάνες του όρθρου, θα ’πρεπε να πάρει των οματιών του και, μαζεύοντας την ουρά κάτω από τα σκέλια, να τρέξει στη φωλιά του.

Στο μεταξύ, ο διάβολος είχε πλησιάσει στα κλεφτά το φεγγάρι και είχε απλώσει το χέρι του να το αρπάξει, όταν ξάφνου ένιωσε να καίγεται. Το τράβηξε πίσω γρήγορα, πιπίλισε τα δάχτυλά του, ταλαντεύτηκε πάνω στο ένα του πόδι και έτρεξε από την άλλη μεριά, αναπήδησε όμως και πάλι, τραβώντας το χέρι του. Ωστόσο, παρά την αποτυχία, ο πονηρός διαβολάκος δεν παράτησε τις σκανταλιές του. Πλησιάζοντας γρήγορα, άρπαξε μεμιάς το φεγγάρι και με τα δυο του χέρια, και μορφάζοντας και φυσώντας, βάλθηκε να το πετάει από το ένα χέρι στο άλλο, σαν μουζίκος που έπιασε με γυμνά δάχτυλα το καρβουνάκι για το τσιμπούκι του. Τέλος, το έχωσε αστραπιαία στην τσέπη του και, σαν να μη συνέβαινε τίποτα, συνέχισε το δρόμο του. Στην Ντικάνκα κανείς δεν άκουσε ότι ο διάβολος έκλεψε το φεγγάρι. Είναι αλήθεια ότι ο γραμματέας της κοινότητας, βγαίνοντας με τα τέσσερα από το καπηλειό, είδε ούτε λίγο ούτε πολύ το φεγγάρι να χορεύει πάνω στον ουρανό, και, παίρνοντας όρκο, διαβεβαίωνε περί αυτού όλο το χωριό. Ο κόσμος όμως κούναγε το κεφάλι αποδοκιμαστικά, κάποιοι μάλιστα τον πήραν στο ψιλό.

Όμως, για ποιο λόγο ο διάβολος αποφάσισε μια τόσο άνομη κίνηση; Θα σας πω: ήξερε ότι ο πλούσιος κοζάκος Τσουμπ ήταν προσκεκλημένος του διάκου για κουτιά (3), κι ότι στο γεύμα θα συμμετείχαν: ο κοινοτάρχης, ένας συγγενής του διάκου από την αρχιερατική σχολή ψαλτών, που μπορούσε να πιάσει τα πιο χαμηλά μπάσα και φορούσε γαλάζια ρεντιγκότα, ο κοζάκος

Σβερ-μπιγκούζ και κάποιοι άλλοι ακόμα. Κι ότι, εκτός από τη νηστίσιμη κουτιά, θα υπήρχαν γεμιστές πίτες, βότκα αρωματισμένη με μπαχάρια και σαφράν και πολλά ακόμα φαγώσιμα. Και στο μεταξύ, η θυγατέρα του, η καλλονή του χωριού, θα έμενε σπίτι, και αυτή τη θυγατέρα, σίγουρα, θα την επισκεφτόταν ο σιδεράς, ένα γεροδεμένο και ίσαμε κει πάνω παλικάρι, που ο διάβολος τον αντιπαθούσε περισσότερο από τα κηρύγματα του πάτερ Κοντράτιου. Στον ελεύθερο από τις δουλειές του χρόνο, ο σιδεράς ασχολιόταν με τις μπογιές και φημιζόταν ως ο καλύτερος ζωγράφος της περιοχής. Ο ίδιος ο εκατόνταρχος των κοζάκων, Λ.,.κο, που τότε ζούσε ακόμα, τον προσκάλεσε στην Πολτάβα, να ζωγραφίσει τον ξύλινο ναό κοντά στο σπίτι του. Όλες οι γαβάθες, από τις οποίες οι κοζάκοι της Ντικάνκα τρώγανε το μπορς τους, ζωγραφίστηκαν από το σιδερά. Ο σιδεράς ήταν θεοσεβής, ζωγράφιζε συχνά μορφές αγίων, και στην εκκλησία Τ… μπορείς ακόμα να δεις έναν ευαγγελιστή Λουκά που έχει φτιάξει. Αλλά η κορωνίδα της τέχνης του ήταν μια εικόνα στον τοίχο του δεξιού νάρθηκα, στην οποία απεικόνισε τον άγιο Πέτρο, με τα κλειδιά στο χέρι, να εκδιώκει την ημέρα της Κρίσεως, από τον Αδη το κακό πνεύμα: ένας τρομοκρατημένος σατανάς χτυπιόταν από δω κι από κει, προαισθανόμενος το χαμό του, ενώ οι έγκλειστοι, πρώην αμαρτωλοί, τον χτυπούσαν και τον έσπρωχναν με βούρδουλες, μιε ρόπαλα και μιε ό,τι άλλο βρέθηκε μπροστά τους. Τον καιρό που ο σιδεράς μοχθούσε με την εικόνα αυτή, και τη ζωγράφιζε πάνω στη μεγάλη ξύλινη τάβλα, ο διάβολος προσπαθούσε να τον ενοχλεί με κάθε τρόπο: σπρώχνοντας αθέατα το χέρι του ή σηκώνοντας από το καμίνι στάχτη και σκεπάζοντας την εικόνα. Παρ’ όλα αυτά, η δουλειά τέλειωσε, η τάβλα μεταφέρθηκε στην εκκλησία και καρφώθηκε στον τοίχο του νάρθηκα, κι από τότε ο διάβολος είχε ορκιστεί να εκδικηθεί το σιδερά. Του απέμενε μια νύχτα ακόμα για να τριγυρνάει στον πάνω κόσμο, αλλά ακόμη και τη νύχτα τούτη έψαχνε τρόπο να βγάλει την κακία του πάνω στο σιδερά.

Γι’ αυτό και αποφάσισε να κλέψει το φεγγάρι, ελπίζοντας ότι ο γερο-Τσουμπ, τεμπέλης και καθόλου ευκολοκίνητος, θα έμενε σπίτι, πόσο μάλλον που η απόσταση ως το σπίτι του διάκου δεν ήταν και τόσο μικρή: ο δρόμος περνούσε από κορυφογραμμές, δίπλα από μύλους, δίπλα από το νεκροταφείο και από μια χαράδρα. Αν η νύχτα ήταν ακόμα φεγγαρόφωτη, η βότκα με τα μπαχάρια και το σαφράν θα μπορούσε να βάλει σε πειρασμό τον Τσουμπ. Αλλά σε τέτοια σκοτεινιά, είναι ζήτημα αν θα κατάφερνε κανείς να τον τραβήξει από τη ζεστασιά της ξυλόσομπας και να τον βγάλει από το σπίτι. Και ο σιδεράς, που από καιρό ήταν παρεξηγημένος μαζί του, δε θα τολμούσε με τίποτα, όσο ο γερο-Τσουμπ ήταν εκεί, να επισκεφτεί την κόρη του, παρά τη δύναμή του. Έτσι, με το που έκρυψε ο διάβολος στην τσέπη του το φεγγάρι, έπεσε τέτοιο σκοτάδι στον κόσμο ολόκληρο, που δε θα μπορούσε κανείς να βρει το δρόμο για το καπηλειό, κι ακόμα περισσότερο για το σπίτι του διάκου. Η μάγισσα, που βρέθηκε ξαφνικά μέσα στο σκοτάδι, έσυρε μια στριγκλιά. Κι ο διάβολος, πλησιάζοντάς την ανάλαφρα, την άρπαξε από το χέρι και άρχισε να της ψιθυρίζει στο αυτί αυτό που συνήθως ψιθυρίζουν οι άντρες στο γυναικείο γένος. Διότι όλα είναι τόσο θαυμαστά καμωμένα σ’ αυτό τον κόσμο! Όλα όσα ζουν πάνω στον πλανήτη, τα πάντα, προσπαθούν να μαϊμουδίσουν και να μιμη-θούν το ένα το άλλο. Για παράδειγμα, παλιότερα, στο Μίργκοροντ, μονάχα ο δικαστής, άντε κι ο δημοτικός άρχοντας κυκλοφορούσαν το χειμώνα με γούνες φοδρα-ρισμένες απ’ έξω, ενώ οι κατώτεροι αξιωματούχοι φορούσαν τις απλές. Τώρα όμως και ο πάρεδρος και ο ειρηνοδίκης προμηθεύτηκαν καινούργιες κάπες από αρνίσια προβιά, με φόδρα απ’ έξω, ενώ πρώτα φορούσαν γούνα μέσα έξω… Ο λογιστής και ο νομαρχιακός γραμματέας πριν από τρία χρόνια πήραν γαλάζιο μεταξωτό ύφασμα με έξι ρούβλια τον πήχη. Ο νεωκόρος έφτιαξε μεταξωτή βράκα για το καλοκαίρι και ριγωτό μάλλινο γιλέκο. Εν ολίγοις, οι άνθρωποι επιδεικνύονται όλο και περισσότερο. Πότε, αλήθεια, θα ησυχάσουν! Στοιχηματίζω ότι πολλοί θα τα χάσουν, αν δουν το διάβολο να υποκύπτει και αυτός. Το πιο λυπηρό όμως είναι πως, σίγουρα, ο διάβολος θεωρεί τον εαυτό του ομορφο-νιό, ενώ, εδώ που τα λέμε, σιχαίνεσαι και να τον κοιτάξεις. Η μουτσούνα του, όπως λέει ο Φομά Γκριγκορό-βιτς, είναι μια αηδία και μισή, όμως παρ’ όλ’ αυτά έχει κι αυτός τις ερωτοδουλειές του! Πάντως, στον ουρανό και κάτω από τον ουρανό έπεσε μια τέτοια σκοτεινιά, που δεν μπορούσες πια να δεις τι συνέβη στη συνέχεια ανάμεσά τους.

«Λοιπόν, κουμπάρε, δεν πήγες ακόμα στο νέο κονάκι του διάκου;» έλεγε ο κοζάκος Τσουμπ, βγαίνοντας από την πόρτα της ίσμπας του, στον ισχνό, ψηλό μουζίκο,με την κοντή κάπα και τη μεγάλη γενειάδα, που μαρτυρούσε ότι πάνω από δυο βδομάδες τουλάχιστον δεν την είχε ακουμπήσει λεπίδι δρεπανιού, με το οποίο συνήθως οι χωριάτες ξυρίζουν τη γενειάδα τους ελλείψει ξυραφιού. «Τώρα, εκεί πέρα, θα το έχουν στρώσει στο ποτό!» συνέχισε ο Τσουμπ, χασκογελώντας. «Μόνο να μην αργήσουμε».

Λέγοντάς το αυτό, ο Τσουμπ διόρθωσε τη ζώνη, που έζωνε σφιχτά την κάπα του, κατέβασε χαμηλά το γούνινο σκούφο του, πέρασε στο χέρι του το μαστίγιο — φόβος και τρόμος των ενοχλητικών σκυλιών. Αλλά ρίχνοντας μια ματιά στον ουρανό σταμάτησε… «Τι στο διάβολο! Κοίτα! Κοίτα, Πανάς!…»

«Τι;» είπε ο κουμπάρος και σήκωσε επίσης το κεφάλι του ψηλά.

«Πώς τι; Το φεγγάρι λείπει».

«Να πάρει η οργή! Πράγματι δεν έχει φεγγάρι».

«Ακριβώς, δεν έχει!» είπε ο Τσουμπ κάπως μπερδεμένος από τον αμετάβλητο, αδιάφορο τόνο του κουμπάρου του, «αλλά εσένα σκοτούρα σου».

«Ε, και.τι θες να κάνω!»

«Σίγουρα», συνέχισε ο Τσουμπ, σκουπίζοντας τα μουστάκια του με το μανίκι, «κάποιος διάβολος, που να μην προφτάσει το σκυλί να δοκιμάσει ούτε σταγόνα βότκα, έχει βάλει την ουρά του!… Έτσι, για πλάκα… Καθισμένος στο σπίτι, κοιτούσα έξω από το παράθυρο: η νύχτα ήταν ένα θαύμα! Ολοφώτεινη. Το χιόνι άστραφτε κάτω από το φεγγάρι, φαίνονταν τα πάντα, λες και ήταν μέρα. Δεν πρόλαβα να βγω από το σπίτι κι ορίστε, δε βλέπω την τύφλα μου!» Ο Τσουμπ έβριζε και γκρίνιαζε κάμποση ώρα, και ταυτόχρονα σκεφτόταν τι να κάνει. Ήθελε μέχρι θανάτου να φλυαρήσει περί ανέμων και υδάτων στου διάκου, όπου χωρίς αμφιβολία είχαν μαζευτεί ο κοινοτάρχης και μαζί ο φιλοξενούμενος βαρύτονος, κι ο σαπωνοποιός Μικίτα, που πήγαινε κάθε δεύτερη βδομάδα στην Πολτάβα για εμπόριο, και διηγόταν τέτοια καλαμπούρια που σύσσωμο το χωριό κρατούσε την κοιλιά του από τα γέλια. Ο Τσουμπ έβλεπε νοερά τη βότκα με τα μπαχάρια πάνω στο τραπέζι. Όλα αυτά ήταν ελκυστικά, αλήθεια, αλλά η σκοτεινιά της νύχτας τού θύμισε αυτή την τεμπελιά που τόσο αγαπούν οι κοζάκοι. Τι καλά θα ήταν τώρα να είσαι ξαπλωμένος στη ζεστή πεζούλα πάνω από την ξυλόσομπα, να καπνίζεις ήσυχα το τσιμπούκι σου, και να ακούς, μέσα από ένα απολαυστικό μισοΰπνι τα κάλαντα και τα τραγούδια των εύθυμων νεαρών και των κοριτσιών, που θα συνωστίζονταν, παρέες ολόκληρες, έξω από τα παράθυρα. Αν ήταν μόνος του, θα αποφάσιζε, χωρίς καμιά αμφιβολία, το δεύτερο. Αλλά τώρα, πρώτον, δε θα ήταν τόσο θλιβερά και τρομαχτικά να περπατήσουν οι δυο τους μέσα στη μαύρη νύχτα, και δεύτερον, δεν ήθελε να φανεί στους άλλους τεμπέλης και φοβιτσιάρης. Τελειώνοντας τις προετοιμασίες του, στράφηκε και πάλι στον κουμπάρο.

«Λοιπόν, δεν έχει φεγγάρι, κουμπάρε;»

«Όχι».

«Παράξενο, στ’ αλήθεια. Δώσ’ μου να μυρίσω λίγο ταμπάκο! Έχεις υπέροχο ταμπάκο, κουμπάρε! Πού τον βρίσκεις;»

«Σιγά τον υπέροχο!» αποκρινόταν ο κουμπάρος, κλείνοντας τη σκαλιστή ταμπακέρα από σημύδα. «Δε σπάει η μύτη σου!»

«Θυμάμαι», συνέχισε στο ίδιο στιλ ο Τσουμπ, «μια φορά, μου είχε φέρει ο μακαρίτης ο κάπελας ο Ζουζούλια ταμπάκο από το Νεζίν. Ε, τι ταμπάκος ήταν εκείνος! Καλός ταμπάκος! Λοιπόν, κουμπάρε, τι θα κάνουμε; Έξω είναι θεοσκότεινα».

«Ε, τότε ας μείνουμε σπίτι», είπε ο κουμπάρος πιά-νοντας το χερούλι της πόρτας.

Αν δεν το είχε πει αυτό ο κουμπάρος, ο Τσουμπ σίγουρα θα είχε αποφασίσει να μείνει. Όμως, τώρα, κάτι τον τσιγκλούσε να εναντιωθεί. «Όχι, κουμπάρε, πάμε! Δεν είναι σωστό, πρέπει να πάμε!» Λέγοντάς το αυτό είχε ήδη μετανιώσει. Του ήταν πολύ δυσάρεστο να τραβολογιέται μια τέτοια νύχτα. Τον παρηγορούσε όμως το γεγονός ότι το αποφάσισε μόνος του, και δεν το δέχτηκε επειδή του το πρότειναν οι άλλοι.

Ο κουμπάρος, χωρίς το πρόσωπό του να εκδηλώσει το παραμικρό ίχνος δυσαρέσκειας, σαν άνθρωπος που του είναι απολύτως αδιάφορο το να κάτσει σπίτι ή να τριγυρνάει έξω, κοίταξε ένα γύρο, έξυσε με ένα κλαδί που βρήκε μπροστά του τους ώμους του και οι δυο κουμπάροι ξεκίνησαν.

Τώρα, ας δούμε τι κάνει, έχοντας μείνει μόνη, η όμορφη θυγατέρα. Η Οξάνα δεν είχε συμπληρώσει ακόμα τα δεκαεφτά, και σε όλο σχεδόν τον κόσμο, κι από τη μια μεριά της Ντικάνκα κι από την άλλη μεριά της Ντικάνκα, δε μιλούσαν παρά μόνο γι’ αυτήν. Τα παλικάρια του χωριού είχαν παραδεχτεί ομόφωνα ότι ομορφότερη κοπέλα δεν υπήρξε και δεν επρόκειτο να υπάρξει ποτέ στο χωριό. Η Οξάνα ήξερε και είχε ακούσει όλα όσα λέγονταν για πάρτη της, και ήταν καπριτσιό-ζα, όπως όλες οι πεντάμορφες. Οι νεαροί έτρεχαν πίσω της τσούρμο ολόκληρο. Αλλά, χάνοντας πια την υπομονή τους, απομακρύνθηκαν σιγά σιγά και στράφηκαν σε άλλες, όχι τόσο κακομαθημένες. Μονάχα ο σιδεράς επέμενε και δε σταματούσε να την κορτάρει, παρά το ότι του φερόταν κι αυτουνού όπως στους υπόλοιπους.

Όταν έφυγε ο πατέρας της, συνέχισε για πολλή ώρα ακόμα να στολίζεται και να ακκίζεται μπροστά στο μικρό καθρέφτη, αυτόν με την κορνίζα από κασσίτερο, μην μπορώντας να χορτάσει το είδωλό της. «Μα, τι πάθανε όλοι και λένε ότι είμαι όμορφη;» αναρωτιόταν, δήθεν απορημένη, μόνο και μόνο για να κρατήσει την κουβέντα με τον εαυτό της. «Οι άνθρωποι λένε ψέματα, δεν είμαι καθόλου όμορφη». Αλλά το φρέσκο, ζωηρό, παιδικά νεανικό πρόσωπο στον καθρέφτη, με τα λαμπερά κατάμαυρα μάτια και το απερίγραπτα γλυκό χαμόγελο, που σου έκαιγε την καρδιά, έδειχναν το εντελώς αντίθετο. «Είναι άραγε τα μαύρα φρύδια μου και τα μαύρα μάτια μου τόσο ωραία», συνέχιζε η πεντάμορφη, χωρίς να αφήνει τον καθρέφτη, «που όμοιά τους δεν υπάρχουν στον κόσμο; Και τι το ωραίο μπορεί να υπάρχει σ’ αυτή την ανασηκωμένη μύτη; Και στα μάγουλα; Και στα χείλη; Σάμπως είναι όμορφες οι μαύρες πλεξούδες μου; Ου! Μπορείς και να τις φοβηθείς τη νύχτα έτσι όπως τυλίγονται και κουλουριά-ζονται πάνω στην κεφαλή μου σαν μεγάλα φίδια. Ω, το βλέπω, δεν είμαι όμορφη!» Ύστερα όμως, απομα-κρύνοντας λίγο τον καθρέφτη, είπε με δυνατή φωνή: «Ναι, ναι, όμορφη είμαι! Αχ, πόσο όμορφη είμαι! Σαν θαύμα! Τι χαρά θα δώσω σ’ αυτόν που θα με κάνει γυναίκα του! Πώς θα με κοιτά και δε θα με χορταίνει ο άντρας μου! Θα χάσει το μυαλό του. Θα με πνίξει στα φιλιά».

«Παράξενη κοπελιά!» μουρμούρισε ο σιδεράς που είχε μπει απαρατήρητος. «Κι από παίνεμα, άλλο τίποτα! Μια ώρα τώρα στέκει μπροστά στον καθρέφτη και δε χορταίνει να κοιτάζεται, αλλά και να παινεύεται, φωναχτά μάλιστα!»

«Και τι νομίζατε, νεαροί μου, ότι είστε άξιοι για μένα; Για κοιτάξτε με», συνέχιζε η όμορφη κοκέτα. «Κοιτάξτε πόσο όμορφα κινούμαι. Ή πουκαμίσα μου είναι κεντημένη με κόκκινο μετάξι. Και οι κορδέλες στα μαλλιά μου! Στον αιώνα τον άπαντα δε θα δείτε καλύτερα σιρίτια! Κι όλα αυτά μου τα αγόρασε ο πατέρας μου, για να μιε παντρέψει με το καλύτερο παλικάρι τούτης της πλάσης!» Χαμογελώντας, στριφογύρισε στις μύτες των ποδιών της και τότε είδε το σιδερά

Άφησε ξαφνιασμένη μια κραυγή κι ύστερα στάθηκε αγριεμένη μπροστά του.

Ο σιδεράς τα έχασε.

Δύσκολο να πεις τι εξέφραζε το μελαψό πρόσωπο της παράξενης αυτής κοπέλας: αγριάδα —ήταν ολοφάνερη— και μέσα από την αγριάδα κάτι σαν κοροϊδία απέναντι στον αμήχανο σιδερά, καθώς ένα ανεπαίσθητο, αμήχανο κοκκίνισμα ξεχυνόταν ελαφρά στα μάγουλά της. Κι όλα ανακατεύονταν με τέτοιο τρόπο κι ήταν τόσο απερίγραπτα ωραία, που το καλύτερο που μπορούσες να κάνεις ήταν, σίγουρα, να τη φιλήσεις ένα εκατομμύριο φορές.

«Τι δουλειά έχεις εδώ;» άρχισε να λέει η Οξάνα. «Θέλεις να σε ξαποστείλω με το σκουπόξυλο; Είσαστε όλοι σας μαέστροι στο να μας πλησιάζετε. Στο λεπτό μυρίζεστε πότε λείπουν οι πατεράδες απ’ το σπίτι. Ω, σας ξέρω εγώ! Το ετοίμασες το μπαούλο μου;»

«Θα το ετοιμάσω, καρδούλα μου, μετά τις γιορτές θα είναι έτοιμο. Αν ήξερες πόσο καιρό ασχολούμαι μ’ αυτό: δυο νύχτες ολόκληρες δε βγήκα από το σιδεράδικο. Αλλά καμιά παπαδοπούλα δε θα έχει τέτοιο μπαούλο. Το κάλυψα εσωτερικά με σίδερο, που όμοιό του δε χρησιμοποίησα ούτε στου εκατόνταρχου τη δίτροχη άμαξα, τότε που πήγα στην Πολτάβα. Ω, και πώς θα είναι ζωγραφισμένο! Όλο το χωριό να γυρίσεις με τα άσπρα ποδαράκια σου, όμοιό του δε θα βρεις! Θα είναι κατάσπαρτο με κόκκινα και μπλε λουλούδια. Θα καίει σαν φωτιά. Μη μου θυμώνεις! Ασε με έστω να σου μιλήσω, να σε κοιτάξω λίγο!»

«Ποιος σου το απαγορεύει; Μίλα και κοίτα!» Κάθισε στο σκαμνί, κοιτάχτηκε ακόμη μια φορά στον καθρέφτη και βάλθηκε να τυλίγει τις πλεξούδες στο κεφάλι της. Περιεργάστηκε το λαιμό της, την καινούργια της πουκαμίσα με τα μεταξωτά κεντήματα, και ένα αμυδρό χαμόγελο αυταρέσκειας απλώθηκε στα χείλη της και στα ολόφρεσκα μήλα του προσώπου της και φώτισε τα μάτια της.

«Άσε με να κάτσω δίπλα σου!» είπε ο σιδεράς.

«Κάτσε», είπε η Οξάνα, διατηρώντας στα χείλη και στο ικανοποιημένο βλέμμα της το ίδιο χαμόγελο.

«Υπέροχη, λατρευτή μου Οξάνα, άσε με να σε φιλήσω!» ψιθύρισε πιο θαρραλέα ο σιδεράς και την έσφιξε πάνω του, με την πρόθεση να αποσπάσει ένα φιλί. Αλλά η Οξάνα τράβηξε το μάγουλό της, που βρισκόταν ήδη σε απόσταση αναπνοής από τα χείλη του σιδερά, και τον έσπρωξε. «Μπα, τίποτ’ άλλο θα ήθελες; Δε σου φτάνει που έχεις το μέλι, θέλεις και το κουτάλι! Άντε φύγε από εδώ, τα χέρια σου είναι πιο σκληρά κι από σίδερο. Και μυρίζεις ολόκληρος καπνίλα. Μπορεί και να με γέμισες καπνιά». Ξανάπιασε τον καθρέφτη και άρχισε πάλι να αυτοθαυμάζεται.

«Δε μ’ αγαπάει!» σκεφτόταν ο σιδεράς σκύβοντας το κεφάλι. «Όλα τής φαίνονται παιχνίδια. Κι εγώ στέκομαι μπροστά της σαν βλάκας και δεν μπορώ να πάρω τα μάτια μου από το πρόσωπό της. Θα μπορούσα να στέκομαι μπροστά της μια αιωνιότητα, χωρίς να παίρνω τα μάτια μου από το πρόσωπό της! Υπέροχη κοπελιά! Και τι δε θα ’δινα για να μάθω τι έχει στην καρδιά της, ποιον αγαπάει. Αλλά, όχι, αυτή δεν έχει ανάγκη κανέναν. Αυτή λατρεύεται μόνη της. Με παιδεύει, τον δύστυχο. Κι εγώ από τη θλίψη έχω χάσει το μυαλό μου. Την αγαπάω όσο κανένας άνθρωπος στον κόσμο δεν αγάπησε και δε θα αγαπήσει ποτέ».

«Είναι αλήθεια ότι η μητέρα σου είναι μάγισσα;» είπε σιγανά η Οξάνα και γέλασε. Ο σιδεράς ένιωσε πως μέσα του γέλασαν τα πάντα. Το γέλιο τούτο σαν ηχώ απλώθηκε αμέσως στην καρδιά και στις ελαφρά παλλόμενες φλέβες του, και τον έπιασε θλίψη στην ψυχή που δεν ήταν σε θέση να φιλήσει αυτό το τόσο γλυκά χαμογελαστό πρόσωπο.

«Τι με νοιάζει εμένα η μάνα μου; Εσύ είσαι η μάνα μου, κι ο πατέρας μου, κι ό,τι πιο αγαπημένο στον κόσμο. Αν με καλούσε ο τσάρος και μου έλεγε: “Σιδερά Βακούλα, ζήτησε μου ό,τι καλύτερο υπάρχει στο βασίλειό μου, και θα σου το δώσω. Θα διατάξω να σου φτιάξουν χρυσό σιδεράδικο, και θα βροντοκοπάς με ασημένια σφυριά”. Δε θέλω, θα έλεγα στον τσάρο, ούτε πολύτιμες πέτρες, ούτε χρυσό σιδεράδικο, ούτε όλο σου το βασίλειο: δώσε μου μόνο την Οξάνα μου!»

«Είδες τι είσαι! Μόνο που ο πατέρας μου είναι τετραπέρατος. Θα το καταλάβεις αυτό, όταν δε θα παντρευτεί τη μάνα σου!» είπε, χαμογελώντας πονηρά η Οξάνα. «Όμως, πού είναι τα κορίτσια, γιατί δεν έρχονται;… Τι σημαίνει αυτό; Εδώ και ώρα έπρεπε να λέμε τα κάλαντα. Βαριέμαι».

«Παράτα τες, ομορφιά μου!»

«Αυτό μιας έλειπε! Μαζί τους θα έρθουν κι οι νεαροί. Θα αρχίσουν οι χοροί. Μπορώ να φανταστώ πόσες αστείες ιστορίες θα μιας πούνε!»

«Διασκεδάζεις λοιπόν μαζί τους;»

«Περισσότερο απ’ ό,τι με σένα. Α! να, κάποιος χτύπησε. Σίγουρα ήρθαν τα κοράσια και τα παλικάρια».

«Μα, τι άλλο περιμένω;» αναρωτιόταν ο σιδεράς. «Με κοροϊδεύει. Της είμαι τόσο αναγκαίος όσο ένα σκουριασμένο πέταλο. Αν είναι έτσι λοιπόν, θα πρέπει να μην καταλάβουν τίποτα οι άλλοι, για να μην αρχίσουν να γελάνε μαζί μου. Ίσως, μάλιστα, δω ποιος της αρέσει περισσότερο από μιένα. Θα μάθω…»

Ο χτύπος στην πόρτα και μια δυνατή φωνή «άνοιξε!» μέσα στην παγωμένη νύχτα διέκοψαν τις σκέψεις του.

«Κάτσε, θα ανοίξω εγώ», είπε ο σιδεράς και βγήκε στο κατώφλι, έτοιμος από τη στενοχώρια του να σπάσει τα μούτρα στον πρώτο άνθρωπο που θα έβλεπε μπροστά του.

Η παγωνιά δυνάμωσε και ψηλά, εκεί πάνω, το κρύο ήταν τόσο, που ο διάβολος χοροπηδούσε από τη μια οπλή στην άλλη και χουχούλιαζε τις παλάμες του, προσπαθώντας να ζεστάνει κάπως τα ξεπαγιασμένα χέρια του. Δεν είναι περίεργο, πάντως, να κρυώνει κάποιος που τριγυρνάει ολημερίς στην Κόλαση, όπου, ως γνωστόν, δεν κάνει τόσο κρύο όσο σε μας το χειμώνα, και όπου φορώντας το σκούφο του και στημένος μπροστά στη φωτιά, σαν πραγματικός μάγειρας, τηγανίζει τους αμαρτωλούς με την ίδια ευχαρίστηση που οι γυναίκες τηγανίζουν λουκάνικα τη νύχτα των Χριστουγέννων. Η μάγισσα ένιωσε κι αυτή ότι κάνει κρύο, παρά το ότι ήταν ζεστά ντυμένη. Γι’ αυτό, σήκωσε το χέρι της ψηλά, σήκωσε και το πόδι της, ήρθε στη στάση που παίρνει ο άνθρωπος όταν γλιστράει πάνω στα παγοπέδιλά του, και χωρίς να κινήσει ούτε βλέφαρο βούτηξε προς τα κάτω, λες και κατέβαινε την παγωμένη λεία βουνοπλαγιά, και μπήκε κατευθείαν στην καμινάδα. Ο διάβολος, με τον ίδιο ακριβώς τρόπο, την ακολούθησε. Αλλά, καθώς το ζωντανό αυτό είναι πιο επιδέξιο από οποιονδήποτε κομψευόμενο λιμοκοντόρο, δεν είναι περίεργο που έφτασε μέχρι το άνοιγμα της καμινάδας κρεμασμένο στο λαιμό της ερωμένης του, κι έτσι κατέληξαν κι οι δυο στον ευρύχωρο φούρνο ανάμεσα στα κιούπια. Η ταξιδιώτισσα τράβηξε σιγανά το πορτάκι, για να δει μήπως ο γιος της, ο Βακούλα, είχε καλέσει στο σπίτι κόσμο. Αλλά, μόλις είδε ότι δεν ήταν κανείς, εκτός μόνο από κάτι σακιά καταμεσής του δωματίου, βγήκε από το φούρνο, πέταξε από πάνω της το ζεστό γουνάκι, και φτιάχτηκε έτσι που κανείς δε θα μπορούσε να καταλάβει πως ένα λεπτό νωρίτερα πετούσε καβάλα στο σκουπόξυλο.

Η μάνα του σιδερά Βακούλα ήταν από γεννησιμιού της όχι παραπάνω από σαράντα χρόνων. Δεν ήταν ούτε όμορφη ούτε άσχημη. Δύσκολο βέβαια να είσαι όμορφη τέτοιες εποχές. Ωστόσο, ήξερε τόσο καλά να γοητεύει τους πιο επιφανείς κοζάκους (οι οποίοι —δε θα πείραζε να το σημειώσουμε— ελάχιστα ενδιαφέρονταν, εδώ που τα λέμε, για την ομορφιά), ώστε την κόρταραν και ο κοινοτάρχης και ο διάκος Όσιπ Νικι-φόροβιτς (εννοείται, όταν δεν ήταν μπροστά η διάκαινα), και ο κοζάκος Κόρνι Τσουμπ, κι ο κοζάκος Κα-σιάν Σβερμπιγκούζ. Και, προς τιμήν της, τα έβγαζε άνετα πέρα με όλους. Κανείς τους δεν μπορούσε να υποψιαστεί ότι μπορεί να είχε αντίζηλο. Όταν ο θεο-σεβούμενος μουζίκος ή ο άρχοντας —ανάλογα με το πώς αποκαλούσαν τον εαυτό τους οι κοζάκοι— πήγαινε τις Κυριακέςστην εκκλησία φορώντας την κάπα του με την κουκούλα, ή στο καπηλειό τις μέρες της κακοκαιρίας, πώς να μην περάσει από τη Σολόχα για να δοκιμάσει βουτυρωμένα ραβιόλια με κρέμα γάλακτος και να φλυαρήσει στη ζεστή ίσμπα με την ομιλητικότατη και εξυπηρετική οικοδέσποινα; Επί τούτου ο κοινοτάρχης έκανε πάντα μια μεγάλη παράκαμψη, πριν φτάσει στο καπηλειό, λέγοντας κάθε φορά «ήταν στο δρόμο μου και πέρασα». Συνέβαινε καμιά φορά, στις γιορτές, να πάει κι η Σολόχα στην εκκλησία, φορώντας τη χρωματιστή ζεστή μεταξωτή πουκαμίσα της κι από πάνω τη γαλάζια φούστα της, στο πίσω μέρος της οποίας με χρυσοβελονιά ήταν κεντημένες δυο σειρές σιρίτια, και να σταθεί στη δεξιά πτέρυγα, έτσι που ο διάκος άρχιζε να ξεροβήχει και να στρέφει τα μισόκλειστα μάτια του προς τη μεριά της. Ο κοινοτάρχης χάιδευε τα μουστάκια του, πασπάτευε πίσω από το αυτί τη μακριά τούφα μαλλιών και έλεγε σ’ όποιον έστεκε δίπλα του: «Ποπό, τι θηλυκό! Δια-βολοθήλυκο!» Η Σολόχα έκανε μια μικρή υπόκλιση σε όλους, κι ο καθένας σκεφτόταν πως μόνο σ’ αυτόν υποκλίνεται. Αλλά, κάποιος πρόθυμος να ανακατευτεί σε ξένες υποθέσεις, θα παρατηρούσε αμέσως ότι η Σολόχα ήταν πιο φιλική προς τον κοζάκο Τσουμπ. Ο Τσουμπ ήταν χήρος. Οχτώ θημωνιές σταριού στέκονταν πάντα μπροστά στο σπίτι του. Δυο ζευγάρια ρωμαλέα βόδια έβγαζαν κάθε φορά το κεφάλι τους από το καγκελόφραχτο στάβλο, και μούγκριζαν όταν αντίκριζαν την αγελάδα του κουμπάρου να περνάει, ή το θείο τους, ένα χοντρό ταύρο. Ένας γενειοφόρος τράγος σκαρφάλωνε μέχρι πάνω στη στέγη και βέλαζε από κει πάνω με ‘στριγκή φωνή, σαν χωροφύλακας, μαλώνοντας τις γαλοπούλες στην αυλή και στρέφοντας τα νώτα του μόλις έβλεπε τους εχθρούς του, τα μικρά αγοράκια, που κοροΐδευαν το γένι του. Στα σεντούκια του Τσουμπ υπήρχαν πολλά υφάσματα, καφτάνια και παλιά γιλέκα με χρυσά σιρίτια: η μακαρίτισσα η γυναίκα του ήταν κοκέτα. Στο περιβολάκι, εκτός από το αφιονολούλουδο, τα λάχανα, τα ηλιοτρόπια, έσπερνε κάθε χρόνο και ένα κομμάτι με ταμπάκο. Η Σολόχα έβρισκε ότι όλα αυτά δε θα ήταν καθόλου περιττά, αν τα ένωνε με το δικό της νοικοκυριό, έχοντας εκ των προτέρων υπολογίσει τι αξία θα αποκτούσαν, όταν θα τα έπαιρνε στα χέρια της, γι’ αυτό και διπλασίαζε την ευμένειά της προς τον Τσουμπ. Και, για να μην πλησιάζει ο γιος της ο Βακούλα την κόρη του, και προλάβει να τα πάρει εκείνος για λογαριασμό του, που σημαίνει ότι δε θα της επέτρεπε να ανακατευτεί σε τίποτα, προσέφευγε στο συνηθισμένο μέσο που χρησιμοποιούσαν όλες οι σαραντάχρονες γυναικούλες: έβαζε τον Τσουμπ να τσακώνεται με το σιδερά όσο πιο συχνά γινόταν. Μπορεί αυτές οι πονηριές και η καπα-τσοσύνη να ευθύνονταν που οι γριές άρχισαν να λένε εδώ κι εκεί, ιδίως όταν τα είχαν τσούξει λίγο περισσότερο σε καμιά παρέα, ότι η Σολόχα είναι μάγισσα, και που το παλικαράκι ο Κιζιακολουπένκο είδε πίσω της την ουρά, όχι μεγαλύτερη σε μέγεθος από ένα αδράχτι, και μπορεί ακόμα όλ’ αυτά να ήταν η αιτία που μόλις την προπερασμένη Πέμπτη διέτρεξε το δρόμο σαν μαύρη γάτα, που πήγε μεταμορφωμένη σε γουρούνι στην παπαδιά, που κικίρισε σαν πετεινός, που φόρεσε στο κεφάλι το σκούφο του πάτερ Κοντράτιου και εξαφανίστηκε. Μια φορά, την ώρα που οι γριές μιλούσαν περί αυτού, μπήκε ένας αγελαδοβοσκός, ο Τίμις Κοροστάβι. Δεν παρέλειψε κι αυτός να διηγηθεί πως το καλοκαίρι, λίγο πριν τη νηστεία για τη γιορτή των αποστόλων Πέτρου και Παύλου, όταν ξάπλωσε να κοιμηθεί στον αχυρώνα, είδε με τα ίδια του τα μάτια τη μάγισσα, με ξέπλεκη κοτσίδα, φορώντας μόνο το μεσοφόρι της, να αρμέγει τις αγελάδες, κι ενώ αυτός δεν μπορούσε να κουνηθεί, ήταν μαγεμένος, εκείνη άλειψε τα χείλη του με κάτι τόσο αηδιαστικό, που έφτυνε όλη την ημέρα. Όλα αυτά όμως είναι αμφιλεγόμενα, διότι μόνο ο ληξίαρχος μπορεί να δει τη μάγισσα. Γι’ αυτό και οι επώνυμοι κοζάκοι κουνούσαν μπαϊλντισμένοι το χέρι, όταν άκουγαν τέτοια πράγματα. «Παραληρούν, οι κουτσομπόλες!» ήταν η συνηθισμένη τους απάντηση.

Αφού βγήκε από το φούρνο και σιάχτηκε, η Σολόχα, σαν καλή νοικοκυρά, άρχισε να συγυρίζει το σπίτι. Τα σακιά όμως δεν τα πείραξε: τα είχε φέρει ο Βακούλα, ας τα μάζευε λοιπόν μόνος του! Ο διάβολος, τώρα, την ώρα που έμπαινε στην καμινάδα, στρέφοντας όλως τυχαίως το πρόσωπό του προς τη μεριά τους, είδε τον Τσουμπ, πιασμένο χέρι χέρι με τον κουμπάρο, μακριά πια από την ίσμπα. Στη στιγμή πετά-χτηκε έξω από την καμινάδα, τους έκοψε το δρόμο κι άρχισε να εκτοξεύει από όλες τις μεριές μπάλες παγωμένου χιονιού. Σηκώθηκε τότε μια φοβερή χιονοθύελλα. Η ατμόσφαιρα έγινε κάτασπρη. Το χιόνι τούς χτυπούσε από παντού, απειλώντας να σκεπάσει τα μάτια, το στόμα και τα αυτιά των δυο συντρόφων που βάδιζαν μες στη νύχτα. Ο διάβολος ξαναπέταξε στην καμινάδα, μιε την απόλυτη πεποίθηση ότι ο Τσουμπ κι ο κουμπάρος του θα γυρίσουν πίσω, θα βρουν το σιδερά και θα τον κανονίσουν μιε τέτοιον τρόπο που εκείνος για πολύ καιρό δε θα ήταν σε θέση να πιάσει στο χέρι του το πινέλο και να σκαρώσει προσβλητικές καρικατούρες.

Πράγματι, μιε το που ξέσπασε η χιονοθύελλα κι ο άνεμιος άρχισε να τους μιαστιγώνει στα μάτια, ο Τσουμπ δήλωσε μετανιωμιένος και, κατεβάζοντας το σκούφο του ακόμα πιο χαμηλά, στόλισε με βρισιές τον εαυτό του, το διάβολο και τον κουμπάρο. Εδώ που τα λέμε, η δυσαρέσκειά του ήταν προσποιητή. Ο Τσουμπ ήταν πολύ χαρούμενος που άρχισε η χιονοθύελλα. Μέχρι του διάκου τούς έμενε οχτώ φορές μεγαλύτερη απόσταση από αυτήν που είχαν διανύσει. Έτσι, αποφάσισαν να γυρίσουν πίσω. Ο άνεμος τους φυσούσε στην πλάτη. Αλλά δεν έβλεπαν τίποτα μ£σα από το χιόνι που λυσσομανούσε.

«Στάσου, κουμπάρε! Μου φαίνεται ότι χαθήκαμε», είπε ο Τσουμπ που είχε απομακρυνθεί λίγο. «Δε βλέπω κανένα σπίτι. Αχ, τι χιονοθύελλα κι αυτή! Για πήγαινε λίγο από κει, κουμπάρε, μπας και ανακαλύψεις το δρόμο, κι εγώ θα ψάξω από δω. Κάποιο κακό πνεύμα τα ’χει μιαζί μας! Μην ξεχάσεις να βάλεις μια φωνή, μόλις βρεις το δρόμο. Οχ, δες ο σατανάς μια χιονόμπαλα που μου ’ριξε στα μάτια!»

Δρόμος, ωστόσο, δε φαινόταν πουθενά. Ο κουμπάρος, έχοντας απομακρυνθεί αρκετά, πήγαινε πέρα δώθε με τις ψηλές μπότες του και, τελικά, βρέθηκε μπροστά στο καπηλειό. Η ανακάλυψη τον χαροποίησε τόσο που ξέχασε τα πάντα, και, αφού τίναξε από πάνω του το χιόνι, δρασκέλισε το κατώφλι, χωρίς να ανησυχεί στο ελάχιστο για τον κουμπάρο που έμεινε πίσω. Ο Τσουμπ, στο μεταξύ, νόμισε ότι βρήκε το δρόμο. Σταματώντας, άρχισε να φωνάζει όσο πιο δυνατά μπορούσε, αλλά, βλέποντας ότι ο κουμπάρος δεν αποκρινόταν, αποφάσισε να συνεχίσει μόνος του. Μετά από λίγο είδε το σπίτι του. Μικροί λόφοι από χιόνι είχαν σχηματιστεί στην αυλή και πάνω στη στέγη. Χτυπώντας τα κοκαλωμένα χέρια του, βάλθηκε να βροντοκοπάει την πόρτα και να φωνάζει επιτακτικά στην κόρη του να ξεκλειδώσει.

«Τι θέλεις;» φώναξε άγρια ο σιδεράς βγαίνοντας.

Ο Τσουμπ, αναγνωρίζοντας τη φωνή του σιδερά, πισωπάτησε. «Α, όχι, αυτό δεν είναι το δικό μου σπίτι», είπε μέσα του, «δεν έχει καμιά δουλειά στο σπίτι μου ο σιδεράς. Αλλά πάλι, εδώ που τα λέμε, ούτε το σπίτι του σιδερά είναι. Ποιανού να ’ναι αυτό το σπίτι; Μα, βέβαια! Πώς και δεν το γνώρισα! Είναι του κουτσού, του Λεβτσένκο, που παντρεύτηκε πριν λίγο καιρό μια μικρούλα. Μόνο το δικό του σπίτι μοιάζει με το δικό μου. Γι’ αυτό και μου φάνηκε λίγο παράξενο που έφτασα τόσο γρήγορα. Όμως, αυτή την ώρα ο Λεβτσένκο είναι στου διάκου, αυτό το ξέρω. Αυτό που δεν ξέρω είναι τι δουλειά έχει εδώ ο σιδεράς!… Α, χα-χα! Επίσκεψη στη νιόπαντρη. Μάλιστα! Ωραία… τώρα καταλαβαίνω».

«Ποιος είσαι εσύ και γιατί τριγυρνάς έξω από τις ξένες πόρτες;» είπε ο σιδεράς ακόμα πιο άγρια από πριν και πλησίασε.

«Όχι, δε θα του πω ποιος είμαι», σκέφτηκε ο Τσουμπ, «για ποιο λόγο, θα με δείρει κι από πάνω ο καταραμένος έκφυλος!» Αλλάζοντας τη φωνή του, αποκρίθηκε: «Καλέ μου άνθρωπε, απλώς, πέρασα να πω τα κάλαντα έξω από τα παράθυρά σας».

«Μωρέ δεν πας στο διάβολο και συ και τα κάλαντά σου!» φώναξε θυμωμένα ο Βακούλα. «Τι στέκεις έτσι; Ακόυσες, δίνε του αμέσως!»

Ο Τσουμπ είχε κι από μόνος του αυτή την καλή πρόθεση. Αλλά τον δυσαρεστούσε που έπρεπε να υπακούσει στις διαταγές του σιδερά. Λες και κάποιο κακό πνεύμα τον έσπρωχνε να πει κάτι ακόμα, να αντιμιλήσει. «Δεν καταλαβαίνω γιατί φωνάζεις», είπε μιε την ίδια φωνή. «Τα κάλαντα ήθελα να πω, αυτό είναι όλο!»

«Οχού! Εσύ δεν παίρνεις από λόγια!…» Ο Τσουμπ ένιωσε ένα δυνατό χτύπημα στον ώμο.

«Μα εσύ, όπως βλέπω, είσαι έτοιμος για καβγά», είπε πισωπατώντας λίγο.

«Δίνε του, δίνε του!» φώναζε ο σιδεράς, παρασημοφορώντας τον Τσουμπ με ακόμια μια σπρωξιά.

«Ε, τι κάνεις εκεί;» είπε ο Τσουμπ με φωνή που δήλωνε πόνο, οργή, αμηχανία. «Χτυπάς στ’ αλήθεια, και μάλιστα δυνατά!»

«Δίνε του, δίνε του!» φώναξε ο σιδεράς και του έκλεισε κατάμουτρα την πόρτα.

«Για δες τον, τον παλικαρά!» είπε κατάπληκτος ο Τσουμπ στέκοντας μόνος καταμεσής του δρόμου. «Ούτε να πλησιάσεις δε σ’ αφήνει! Είδες ο μάγκας; Μεγάλο μούτρο! Νομίζεις ότι θα σ’ αφήσω έτσι εγώ. Όχι, κύριέ μου, θα πάω κατευθείαν στον αστυνόμο.

Θα δεις. Δε μιε ενδιαφέρει αν είσαι σιδεράς και ζωγράφος. Αχ, θα έπρεπε να δω τον ώμο και την πλάτη μιου, σίγουρα θα έχω μελανιές. Μάλλον με σακάτεψε, ο αναθεματισμένος! Όμιως κάνει πολύ κρύο και δε θέλω να βγάλω τη γούνα! Περίμενε, δαιμονισμένε σιδερά, θα σας πάρει και σένα και το σιδεράδικό σου ο διάβολος, θα σε χορέψω στο ταψί! Είδες ο δαιμονισμένος κακούργος. Αλλά, για στάσου, αυτή τη στιγμή δεν είναι στο σπίτι του. Άρα η Σολόχα θα είναι μόνη. Χμ… δεν είναι μακριά από δω. Μήπως να πήγαινα; Η ώρα είναι τέτοια που δε θα μας ενοχλήσει κανείς. Μπορεί και το άλλο να γίνει… οχ, με βάρεσε για καλά, ο καταραμένος ο σιδεράς!»

Στο σημείο αυτό ο Τσουμπ, τρίβοντας την πλάτη του, κίνησε για την απέναντι πλευρά του δρόμου. Η σκέψη της απόλαυσης που τον περίμενε, όταν θα συναντούσε τη Σολόχα, ελάττωνε λίγο τον πόνο και δεν έκανε τόσο αισθητό το κρύο, που θέριζε στις ρούγες, παρέα με το δυνατό βουητό της θύελλας. Στιγμές στιγμές στο πρόσωπό του, τη γενειάδα και τα μουστάκια του, που η χιονοθύελλα τα άσπριζε με μεγαλύτερη επιδεξιότητα απ’ αυτήν του κουρέα που γραπώνει βασανιστικά από τη μύτη το θύμα του, διαγραφόταν μια ηδονική γκριμάτσα. Πάντως, αν το χιόνι δε σε στράβωνε, θα μπορούσες να ’βλεπες, για κάμποσο ακόμα, τον Τσουμπ να σταματάει, να τρίβει την πλάτη του και να λέει: «άσχημα με χτύπησε ο καταραμένος ο σιδεράς!» και να ξανασυνεχίζει το δρόμο του.

Την ώρα που ο επιδέξιος λιμοκοντόρος με την ουρά και το τραγίσιο γενάκι έβγαινε πετώντας από την καμινάδα και μετά ξαναγυρνούσε, το κρεμασμένο από ένα λουρί στη μέση του σακούλι, μέσα στο οποίο έκρυβε το κλεμμένο φεγγάρι, αγκιστρώθηκε κατά λάθος στην καμινάδα, αναποδογύρισε, και τότε το φεγγάρι αδρά-χνοντας την ευκαιρία πέταξε μέσα από την καμινάδα του σπιτιού της Σολόχας και ανέβηκε ανάλαφρα στον ουρανό. Τα πάντα φωτίστηκαν στη στιγμή. Η χιονοθύελλα ήταν σαν να μην υπήρξε. Το χιόνι στραφτάλισε στη μεγάλη ασημένια πεδιάδα και στολίστηκε με κρυστάλλινες σπίθες. Παρέες από παλικάρια και κοπελιές εμφανίστηκαν κρατώντας τα σακούλια τους. Τραγούδια ακούστηκαν από παντού και ήταν ελάχιστα τα σπίτια μπροστά από τα οποία δεν έβλεπες παρέες να λένε τα κάλαντα. Το φεγγάρι έλαμπε μαγικά! Δύσκολο να περιγράφεις πόσο ωραία είναι να σπρώχνεσαι μια τέτοια νύχτα από ένα τσούρμο κοριτσιών που χαχανίζουν και τραγουδούν, ενώ οι νεαροί είναι έτοιμοι για κάθε είδους αστείο και πονηριά, σαν κι αυτά που μπορεί να εμπνεύσει μιόνο μια εύθυμη, γελαστή νύχτα. Οι σφιχτοδεμενες γούνες κρατούν τα σώματα ζεστά. Από την παγωνιά καίνε ακόμα πιο πολύ τα μάγουλα και όσο για αταξίες, ε, ο τρισκατάρατος αυτοπροσώπως βάζει το χεράκι του. Μια παρέα κοριτσιών, με τα σακούλια στα χέρια, όρμησαν στο σπίτι του Τσουμπ και περικύκλωσαν την Οξάνα. Οι φωνές, τα χαχανητά, οι κουβέντες ξεκούφαναν το σιδερά. Όλες οι κοπέλες μαζί βιάζονταν να πούνε στην πεντάμορφη κάτι καινούργιο, ξεφόρτωναν τα σακιά τους και παινεύονταν για τις τηγανίτες, τα σαλάμια, τα ραβιόλια που κατάφεραν να μαζέψουν μέχρι εκείνη τη στιγμή από τα κάλαντα. Η Οξάνα έδειχνε απόλυτα ευχαριστημένη και χαρούμενη, φλυαρούσε πότε με τη μια και πότε με την άλλη, και χαχάνιζε χωρίς σταματημό. Με τι θυμό και μίσος παρατηρούσε ο σιδεράς αυτή την ευθυμία και πώς καταριόταν για μια ακόμα φορά τα κάλαντα, παρότι ο ίδιος τρελαινότανε γι’ αυτά!

«Ε, Οντάρκα!» είπε εύθυμα η καλλονή, γυρνώ-ντας σε μια από τις κοπέλες, «έχεις καινούργια γοβά-κια; Αχ, τι όμορφα που είναι! Και χρυσαφένια! Δεν έχεις παράπονο εσύ, Οντάρκα, γιατί ο άντρας σου σου αγοράζει ό,τι θέλεις. Ενώ για μένα κανείς δε θα τρέξει να βρει τέτοια γοβάκια».

«Μη θλίβεσαι, λατρευτή μου Οξάνα!» βρήκε την ευκαιρία να πει ο σιδεράς. «Θα σου βρω εγώ γοβάκια που καμιά αρχόντισσα δεν τα έχει φορέσει ακόμα».

«Εσύ;» είπε κοφτά και κοιτάζοντάς τον επίμονα η Οξάνα. «Θα ήθελα να δω πού θα βρεις γοβάκια που θα άξιζαν να τα φορέσω στο πόδι μου. Εκτός αν μου φέρεις της τσαρίνας της ίδιας».

«Μπα, για δες τι λιμπίστηκε», φώναξε γελώντας η κοριτσίστικη παρέα.

«Ναι!» συνέχισε αλαζονικά η ομορφονιά. «Είστε όλες σας μάρτυρες, αν ο σιδεράς Βακούλα μου φέρει τα γοβάκια που φοράει η τσαρίνα, έχετε το λόγο μου ότι θα τον παντρευτώ, την ίδια στιγμή».

Φεύγοντας οι κοπέλες πήραν μαζί τους την κακο-μαθημένη πεντάμορφη.

«Γέλα, γέλα!» είπε ο σιδεράς βγαίνοντας πίσω τους. «Σάμπως κι εγώ δε γελάω με τον εαυτό μου;

Όλο σκέφτομαι και δεν μπορώ να καταλάβω πού πήγε το μυαλό μου. Δε με αγαπάει, ε, άσ’ την να πάει! Λες και στον κόσμο υπάρχει μόνο η Οξάνα. Δόξα τω Θεώ, το χωριό είναι γεμάτο με όμορφα κορίτσια. Και σιγά τώρα. Ποτέ δε θα γίνει καλή νοικοκυρά. Είναι μαστόρισσα μόνο στο να στολίζεται. Όχι, αρκετά, καιρός να σταματήσω να φέρομαι σαν ανόητος». Την ίδια όμως στιγμή που ο σιδεράς ετοιμαζόταν να γίνει αποφασιστικός, κάποιο κακό πνεύμα έφερε μπροστά του τη γελαστή μορφή της Οξάνας, που έλεγε χλευαστικά: «Βρες τα γοβάκια της τσαρίνας, σιδερά, και θα σε παντρευτώ!» Όλα αναστατώθηκαν μέσα του και δεν ήταν σε θέση να σκεφτεί παρά μόνο την Οξάνα.

Οι παρέες που έλεγαν τα κάλαντα, τα παλικάρια αλλού, οι κοπελιές αλλού, έτρεχαν από τη μια ρούγα στην άλλη. Αλλά ο σιδεράς προχωρούσε χωρίς να βλέπει τίποτα και χωρίς να συμμετέχει σ’ αυτή τη διασκέδαση που κάποτε του άρεσε περισσότερο απ’ ό,τι σε όλους τους άλλους.

Ο διάβολος στο μεταξύ το είχε ρίξει για τα καλά στις τρυφερότητες με τη Σολόχα: της φίλησε τα χέρια, μορφάζοντας, όπως ακριβώς έκανε ο πάρεδρος με την παπαδοπούλα, έβαλε το χέρι στην καρδιά, αναστέναξε και της δήλωσε στα ίσια ότι αν δε συμφωνούσε να ικανοποιήσει το πάθος του και, όπως συνηθίζεται, να τον ανταμείψει, ήταν έτοιμος για όλα: θα έπεφτε να πνιγεί. Και την ψυχή του θα την έστελνε κατευθείαν στη θράκα. Η Σολόχα δεν ήταν τόσο σκληρή, κι εξάλλου, όπως όλοι ξέρουμε, αυτοί οι δυο συνεργάζονταν καλά.

Της άρεσε ωστόσο να βλέπει τον κόσμο να τρέχει πίσω της και σπανίως ήταν χωρίς παρέα. Τη βραδιά εκείνη, πάντως, είχε σκεφτεί να την περάσει μόνη, γιατί όλοι οι επώνυμοι κάτοικοι του χωριού ήταν καλεσμένοι για κουτιά στου διάκου. Όμως, όλα έγιναν αλλιώς. Με το που ο διάβολος εξέφρασε την επιθυμία του, ακούστηκε απ’ έξω η φωνή του ρωμαλέου κοινοτάρχη. Ο διάβολος έτρεξε να κρυφτεί στο σακί. Ο κοινοτάρχης, αφού τίναξε από το σκούφο του το χιόνι και ήπιε από τα χέρια της Σολόχας ένα φλιτζανάκι βότκα, άρχισε να λέει ότι δεν πήγε στου διάκου, γιατί έπιασε χιονοθύελλα, και, βλέποντας φως στο κονάκι της, έκανε μια παράκαμψη κι ήρθε να περάσει το βράδυ μαζί της. Δεν είχε προλάβει να τελειώσει τα λόγια του, όταν στην πόρτα ακούστηκε χτύπος και η φωνή του διάκου. «Κρύψε με κάπου», ψιθύρισε ο κοινοτάρχης. «Δε θέλω να συναντηθώ με το διάκο». Η Σολόχα σκέφτηκε κάμποση ώρα πού να κρύψει τον τόσο μεγαλόσωμο επισκέπτη της. Τελικά, διάλεξε το μεγαλύτερο σακί με τα κάρβουνα. Τα κάρβουνα τα έριξε στον κάδο, κι ο εύρωστος κοινοτάρχης τρύπωσε, με τα μουστάκια του, το κεφάλι του και τις μπότες του, στο σακί.

Ο διάκος μπήκε τινάζοντας και σκουπίζοντας τα χέρια του και είπε ότι δεν πήγε κανείς στο γλέντι, κι ότι ήταν ολόψυχα χαρούμενος που με την ευκαιρία αυτή θα μπορούσε να διασκεδάσει εδώ, και πως δε φοβήθηκε τη θύελλα. Στο σημείο αυτό ήρθε πιο κοντά, ξερόβηξε, χαμογέλασε, άγγιξε με τα μακριά δάχτυλά του τα γυμνά, παχουλούτσικα μπράτσα της, και με ύφος στο οποίο διάβαζες πονηριά και αυταρέσκεια μαζί: «Τι είναι αυτό, υπέροχη Σολόχα;» είπε, και πισωπάτησε ελαφρώς.

«Πώς τι; Το χέρι μου, Όσιπ Νικιφόροβιτς!» αποκρινόταν η Σολόχα.

«Χμ! χέρι! χα! χα! χα!» είπε καλόκαρδα ο διάκος, και βημάτισε ικανοποιημένος πέρα δώθε στο δωμάτιο.

«Και τι είναι αυτό, ακριβή μου Σολόχα;» είπε με το ίδιο ύφος, πλησιάζοντάς την και αγγίζοντας το λαιμό της, κι ύστερα πισωπατώντας και πάλι.

«Λες και δε βλέπετε, Όσιπ Νικιφόροβιτς!» αποκρινόταν η Σολόχα. «Λαιμός, και στο λαιμό περιδέραιο».

«Χμ! στο λαιμό περιδέραιο! Χα! Χα! Χα!» είπε και ξαναβάδισε μέσα στο δωμάτιο, τρίβοντας τα χέρια του.

«Κι αυτό τι είναι, ασύγκριτη Σολόχα!…» Δεν ξέρουμε τι άγγιζε αυτή τη φορά με τα μακριά δάχτυλά του ο διάκος, όταν στην πόρτα ακούστηκε χτύπος και η φωνή του κοζάκου Τσουμπ.

«Οχ, Θεέ μου, ένας ξένος!» φώναξε τρομοκρατημένος ο διάκος. «Τι θα γίνει αν βρουν εδώ ένα άτομο της θέσης μου; Το νέο θα φτάσει μέχρι τον πάτερ Κοντράτιο!…» Οι φόβοι όμως του διάκου ήταν διαφορετικού χαρακτήρα: περισσότερο φοβόταν μην το μάθει η συμβία του, η οποία και χωρίς αυτό ήταν ικανή με το φοβερό της χέρι να αφήσει τη χοντρή κοτσίδα του μισή. «Για τον Θεό, καλότατη Σολόχα», έλεγε τώρα τρέμιο-ντας ολόκληρος, «η καλοσύνη σας, όπως λέει το ευαγγέλιο του Λουκά κεφάλαιο δεκατρ… δεκατρ… Χτυπάνε, μα τον Θεό, χτυπάνε! Οχ, κρύψτε με κάπου!»

Η Σολόχα άδειασε στον κάδο τα κάρβουνα από ένα άλλο σακί, και το όχι και τόσο παχύ σώμα του διάκου τρύπωσε σ’ αυτό και κάθισε στο βάθος του, έτσι που από πάνω μπορούσες και να του ρίξεις μισό σακί κάρβουνα.

«Γεια σου, Σολόχα!» είπε μπαίνοντας στο τσαρδί της ο Τσουμπ. «Ίσως δε με περίμενες. Έτσι, δεν είναι; Δε με περίμενες! Ίσως και να σε ενοχλώ…» συνέχισε ο Τσουμπ, με ένα πλατύ και όλο νόημα χαμόγελο στο πρόσωπο, που προμηνούσε ότι το όχι και τόσο εύστροφο μυαλό του μοχθούσε ετοιμάζοντας κάποιο δηκτικό και αστείο καλαμπούρι. «Μπορεί και να διασκεδάζατε εδώ πέρα με κανέναν!… Μπορεί και να κρύβεις κάποιον, ε;» Ενθουσιασμένος μιε την παρατήρησή του αυτή, ο Τσουμπ έβαλε τα γέλια, πανηγυρίζοντας μέσα του που απολάμβανε μόνος του την εύνοια της Σολό-χας. «Ε, Σολόχα, έλα τώρα να πιούμε λίγη βότκα. Έχω την εντύπωση ότι ο λαιμός μου κοκάλωσε από την καταραμένη παγωνιά. Τι νύχτα Χριστουγέννων είναι αυτή που μας έστειλε ο Θεός! Πώς λυσσομανούσε, Σολόχα, άκουσες πώς λυσσομανούσε… Κοκάλω-σαν τα χέρια μου, δεν μπορώ να ξεκουμπώσω την κάπα μου! Πώς λυσσομανούσε η θύελλα…»

«Άνοιξε!» ακούστηκε απ’ έξω μια φωνή, συνοδευ-όμενη από δυνατή σπρωξιά στην πόρτα.

«Κάποιος χτυπάει;» είπε κοκαλώνοντας ο Τσουμπ.

«Άνοιξε!» φώναξαν ακόμα πιο δυνατά.

«Είναι ο σιδεράς!» ψέλλισε αρπάζοντας το σκούφο του ο Τσουμπ. «Άκου, Σολόχα, κάνε μιε ό,τι νομίζεις, αλλά για τίποτα στον κόσμο δε θέλω να με δει αυτός ο καταραμένος έκφυλος, που να βγάλει, το διαολόσπερ-μα, το κακό σπυρί και στα δυο μάτια!» Η Σολόχα, έχοντας κι η ίδια φοβηθεί, πήγαινε πέρα δώθε σαν ζεματισμένη, και ξεχνώντας έκανε νόημα στον Τσουμπ να χωθεί στο σακί όπου βρισκόταν ήδη ο διάκος. Ο δύστυχος ο διάκος ούτε που τόλμησε να εκδηλώσει, ξεροβήχοντας ή βογκώντας, τον πόνο του, όταν του έκατσε, σχεδόν πάνω στο κεφάλι, ο βαρύς μουζίκος, βολεύοντας τις παγωμένες από το κρύο μπότες του από τη μια κι από την άλλη μεριά των κροτάφων του.

Ο σιδεράς μπήκε χωρίς να πει λέξη, χωρίς να βγάλει το σκούφο του και σχεδόν σωριάστηκε στο σκαμνί. Ήταν εμφανές ότι δεν είχε καθόλου κέφια. Τη στιγμή που η Σολόχα κλείδωνε πίσω του την πόρτα, κάποιος χτύπησε. Ήταν ο κοζάκος Σβερμπιγκούζ. Αυτόν πια δε γινόταν να τον κρύψει στο σακί, γιατί δεν μπορούσε να βρεθεί σακί στα μέτρα του. Ήταν πιο παχύς από τον κοινοτάρχη και πιο ψηλός από τον κουμπάρο του Τσουμπ. Κι έτσι η Σολόχα τον οδήγησε στον κήπο, για ν’ ακούσει όσα είχε να της πει. Ο σιδεράς, χαμένος, κοιτούσε ένα γύρο το τσαρδί του, αφουγκραζόμενος στιγμές στιγμές τα τραγούδια των καλαντιστών που έφταναν από μακριά. Τελικά, το βλέμμα του σταμάτησε στα σακιά. «Τι δουλειά έχουν τούτα τα σακιά εδώ πέρα; Έπρεπε να τα έχουν πια μαζέψει. Εξαιτίας αυτής της ανόητης αγάπης χάζεψα εντελώς. Αύριο είναι γιορτή και το σπίτι είναι μέσα στην ακαταστασία. Θα τα πάω στο σιδεράδικο!» Ο σιδεράς έσκυψε πάνω από τα σακιά, τα έδεσε γερά γερά και ετοιμαζόταν να τα φορτώσει στον ώμο. Αλλά φαίνεται ότι οι σκέψεις του έτρεχαν, ένας θεός ξέρει πού, αλλιώς θα είχε ακούσει πώς βόγκηξε ο Τσουμπ, όταν τα μαλλιά του τυλίγονταν μαζί με το σκοινί και όταν τον κοινοτάρχη τον έπιασε αρκετά δυνατός λόξιγκας. «Μα πώς είναι δυνατόν να μη βγαίνει από το μυαλό μου αυτό το παλιοκόριτσο, η Οξάνα;» έλεγε ο σιδεράς. «Δε θέλω να τη σκέφτομαι. Όμως, να που μόνο αυτήν σκέφτομαι. Πώς γίνεται να τρυπώνει στο μυαλό σου μια σκέψη παρά τη θέλησή σου; Αλλά, τι στο δαίμονα, τα σακιά είναι πιο βαριά από πριν! Σίγουρα θα έχουν και κάτι άλλο εκτός από τα κάρβουνα. Είμαι βλάκας! Ξέχασα ότι τώρα τελευταία όλα μού φαίνονται βαρύτερα. Παλιότερα μπορούσα να λυγίσω και να ισιώσω με το ένα χέρι χάλκινο κέρμα κι αλόγου πέταλο, και τώρα δεν μπορώ να σηκώσω ούτε τα σακιά με τα κάρβουνα. Όπου να ’ναι θα με παίρνει κι ο αέρας. Όχι», φώναξε, μετά σώπασε και εμψυχώνοντας τον ίδιο του τον εαυτό είπε: «Σαν γυναικούλα κάνω! Δε θα επιτρέψω σε κανέναν να με περιγελάσει! Δέκα τέτοια τσουβάλια θα σηκώσω». Έριξε στους ώμους του τα σακιά, που δε θα μπορούσαν να τα κουβαλήσουν ούτε δυο ρωμαλέοι άντρες. «Να πάρω κι αυτό», συνέχισε, σηκώνοντας και το μικρό, στο βάθος του οποίου καθόταν κουλουριασμένος ο διάβολος. «Εδώ, νομίζω, έχω βάλει τα εργαλεία μου». Λέγοντάς το αυτό, βγήκε από το σπίτι σφυρίζοντας ένα τραγουδάκι.

Έξω τα τραγούδια και οι φωνές γίνονταν όλο και πιο θορυβώδη. Το πλήθος του κόσμου που σπρωχνόταν μεγάλωσε και προστέθηκαν νεοφερμένοι από τα διπλανά χωριά. Οι νεαροί αυτοσχέδιαζαν και ξεσάλωναν κατά βούληση. Συχνά, ανάμεσα στα κάλαντα, ακουγόταν και κανένα τραγουδάκι που επί τόπου συνέθετε κάποιος από τους νεαρούς κοζάκους. Ή ξάφνου, μέσα από το πλήθος, κάποιος άλλος, αντί για κάλαντα, έριχνε καμιά σεντρόφχα (4) ουρλιάζοντας με όλη του την ψυχή:

Απλόχερα φερθείτε Ρίχτε τηγανίτες Ρίχτε μας και στάρι Κι ένα μακρύ σαλάμι.

Χάχανα αντάμειβαν τον εμπνευσμένο χορατατζή. Οι μικροί φεγγίτες άνοιγαν και το ξερακιανό χέρι μιας γριάς —ήταν οι μόνες που μαζί με τους όλο σοβαρότητα παππούδες παρέμεναν αυτή την ώρα στα σπίτια— έβγαινε με ένα σαλάμι ή ένα κομμάτι πίτα. Οι νεαροί και οι κοπελιές, εναλλάξ, έστηναν από κάτω τα σακούλια τους και αλίευαν τα φιλέματα. Σ’ ένα σταυροδρόμι, τα παλικάρια, φτάνοντας από όλες τις μεριές, περικύκλωσαν τις κοπέλες: φασαρία, φωνές, ένας πετούσε χιονόμπαλες κι άλλος προσπαθούσε να τους αποσπάσει το σακί με τα αγαθά. Και λίγο πιο κάτω, οι κοπέλες έπιασαν έναν νεαρό, βάζοντάς του τρικλοποδιά, κι εκείνος σωριάστηκε φαρδύς πλατύς κάτω, με τον πισινό του να τσουλάει πάνω στο χιόνι. Έμοιαζαν διατεθειμένοι να διασκεδάσουν όλη τη νύχτα. Και η νύχτα, λες επίτηδες, ήταν τόσο όμορφη! Το φως το φεγγαριού έδειχνε ακόμ/χ πιο λευκό καθώς αντιφέγγιζε πάνω στο χιόνι.

Ο σιδεράς με τα σακιά του σταμάτησε. Του φάνηκε ότι μέσα απ’ το πλήθος των κοριτσιών άκουσε τη φωνή και το λεπτό γέλιο της Οξάνας. Όλες του οι φλέβες αναπήδησαν. Πετώντας κάτω τα σακιά, έτσι που ο καθισμένος στον πάτο διάκος βόγκηξε από τον πόνο κι ο κοινοτάρχης έπαθε λόξιγκα, έτρεξε, κρατώντας το μικρό μόνο σακί στον ώμο, κι αντάμωσε την παρέα των παλικαριών, που ακολουθούσε την παρέα των κορι-τσιών, από όπου και είχε ακούσει τη φωνή της Οξάνας.

Να την, αυτή είναι! Στέκεται σαν βασίλισσα και λαμποκοπάει με τα κατάμαυρα μάτια της! Κάτι της λέει ένας επιφανής νεαρός κοζάκος. Σίγουρα κάτι αστείο, γιατί εκείνη γελάει. Αλλά πάντα γελάει. Αθέλητα κάπως, χωρίς κι ο ίδιος να καταλαβαίνει πώς, ανοίγει δρόμο ο σιδεράς μέσα στο πλήθος και στέκεται δίπλα της. «Α, Βακούλα, εδώ είσαι! Γεια σου!» λέει η πεντάμορφη, με εκείνο το ίδιο χαμογελάκι, που λίγο έλειψε να τρελάνει τον Βακούλα. «Λοιπόν, είπες πολλά κάλαντα; Ω, τι μικρό σακί! Και τα γοβάκια που φοράει η τσαρίνα τα βρήκες; Βρες τα γοβάκια, και θα σε παντρευτώ!» λέει και βάζοντας τα γέλια χάνεται στο πλήθος.

Σαν καρφωμένος απόμεινε ο σιδεράς εκεί. «Όχι, δεν μπορώ. Δεν αντέχω άλλο…» είπε τελικά. «Αλλά, ω Θεέ μου, πόσο διαβολεμένα όμορφη είναι! Το βλέμμα της και τα λόγια της και όλα της με καίνε τόσο, μεκαίνε τόσο… Όχι, δεν έχω τη δύναμη πια να συγκρατηθώ! Καιρός να βάλω ένα τέλος: ψυχή μου, είσαι χαμένη! Θα πάω να πνιγώ στο ρέμα να γλιτώσω!» Στο σημείο αυτό προχώρησε μπροστά αποφασιστικά, έφτασε το πλήθος, βρέθηκε δίπλα στην Οξάνα και της είπε με σταθερή φωνή: «Έχε γεια, Οξάνα! Βρες όποιο σύζυγο θέλεις, τρέλανε όποιον θέλεις. Εμένα πάντως δε θα με ξαναδείς στον κόσμο τούτο». Η πεντάμορφη κοπέλα έμεινε κατάπληκτη, θέλησε κάτι να πει, αλλά ο σιδεράς κούνησε το χέρι του και έτρεξε μακριά.

«Πού πας, Βακούλα», φώναξαν τα παλικάρια βλέποντας το σιδερά να τρέχει.

«Έχετε γεια, φίλοι!» αποκρίθηκε ο σιδεράς. «Να δώσει ο Θεός να συναντηθούμε στον άλλο κόσμο. Σε τούτον δε θα ξαναγλεντήσουμε μαζί. Έχετε γεια, και μη μου κρατάτε κακία! Πείτε στον πάτερ Κοντράτιο να τελέσει μνημόσυνο υπέρ αναπαύσεως της αμαρτωλής ψυχής μου. Τα καντηλέρια και τις εικόνες του θαυματουργού και της θεομήτορος, ο αμαρτωλός εγώ, δεν πρόκειται να τις ζωγραφίσω, γιατί έχω άλλες ασχολίες. Ό,τι βρεθεί στο σκρίνιο μου είναι για την εκκλησία! Έχετε γεια!» Τελειώνοντας, ο σιδεράς βάλ-θηκε να τρέχει μιε το σακί στον ώμο.

«Σάλεψε!» έλεγαν οι νεαροί. «Χαμένη ψυχή!» θεο-σεβούμενα μουρμούρισε μια περαστική γριά. «Άντε τώρα να τους εξηγήσεις πώς κρεμάστηκε ο σιδεράς!»

Ο Βακούλα, στο μεταξύ, αφού διέτρεξε κάμποσους δρόμους, σταμάτησε για να πάρει ανάσα. «Πού τρέχω στ’ αλήθεια;» σκέφτηκε, «λες και έχουν χαθεί πια όλα. Θα δοκιμάσω έναν ακόμα τρόπο: θα πάω στον Ζαπορόγο, τον Χοντρομπαλά τον Πατσιούκ. Λένε ότι γνωρίζει όλους τους δαίμονες και μπορεί να κάνει τα πάντα, αν θελήσει. Θα πάω, έτσι κι αλλιώς η ψυχή μου είναι χαμένη!» Ο διάβολος, που μέχρι τώρα καθόταν ακίνητος, πήδηξε μέσα στο σακί από τη χαρά του. Αλλά ο σιδεράς, νομίζοντας ότι κάπου θα πιάστηκε το σακί, του έδωσε μια με τη γροθιά του, να το ελευθερώσει, το βόλεψε καλά στον ώμο του, και τράβηξε για τον Χοντρομπαλά τον Πατσιούκ.

Αυτός ο Χοντρομπαλάς ο Πατσιούκ ήταν κάποτε στ’ αλήθεια Ζαπορόγος. Τον έδιωξαν ή μόνος του το έσκασε από το Ζαπορόζιε, αυτό κανείς δεν το ήξερε. Εδώ και καιρό πια, δέκα χρόνια τώρα, μπορεί και δεκαπέντε, ζούσε στην Ντικάνκα. Στην αρχή ζούσε σαν πραγματικός Ζαπορόγος: δε δούλευε, κοιμόταν τα τρία τέταρτα της ημέρας, έτρωγε όσο έξι θεριστές και έπινε διαμιάς σχεδόν έναν ολόκληρο κουβά. Ο Πατσιούκ, παρά το μικρό ύψος του, στο πλάτος ήταν αρκετά μεγάλος. Οι βράκες του μάλιστα ήταν τόσο φαρδιές που, όσο μεγάλο κι αν ήταν το βήμα του, δεν ξεχώριζες τα πόδια του κι είχες την εντύπωση ότι κινείται στο δρόμο ένα βαρέλι. Ίσως αυτό να ήταν η αφορμή για να τον αποκαλέσουν «Χοντρομπαλά». Είχαν περάσει μερικές μέρες από τον ερχομό του στο χωριό, όταν έμαθαν όλοι ότι είναι θεραπευτής. Όταν κάποιος αρρώσταινε, καλούσαν τον Πατσιούκ. Κι εκείνου του αρκούσε μόνο να μουρμουρίσει κάποιες λέξεις, για να εξαφανιστεί η αδιαθεσία αμέσως. Είχε συμβεί να πνιγεί από κόκαλο ψαριού ένας λαίμαργος προύχοντας, κι ο Πατσιούκ, που βρέθηκε εκεί, του έδωσε μια γροθιά στην πλάτη με τόση μαεστρία, που το κόκαλο κατευθύνθηκε στο σωστό μέρος, χωρίς να προκαλέσει την ελάχιστη ζημιά στο λαιμό του προύχοντα. Τον τελευταίο καιρό σπάνια τον συναντούσε κανείς κάπου. Μπορεί να έφταιγε γι’ αυτό η τεμπελιά, αλλά ίσως και το ότι χρόνο με το χρόνο τού ήταν όλο και δυσκολότερο να περνάει από την πόρτα. Οι χωρικοί, αν είχαν την ανάγκη του, έπρεπε πια να τον επισκέπτονται στην καλύβα του.

Όχι χωρίς κάποια δειλία, ο σιδεράς άνοιξε την πόρτα κι αντίκρισε τον Πατσιούκ καθισμένον στο πάτωμα αλά-τούρκα, μπροστά σ’ ένα μικρό βαρελάκι, πάνω στο οποίο βρισκόταν μια γαβάθα μιε σούπα. Η γαβάθα στεκόταν, λες επί τούτου, στο ύψος που ήταν το στόμα του. Χωρίς να κουνάει ούτε καν το δαχτυλάκι του, έσκυβε ελαφρά το κεφάλι προς τη γαβάθα και ρούφαγε το ζωμό, αρπάζοντας μιε τα δόντια του τα λαζάνια που κολυμπούσαν μιέσα. «Μπα», σκέφτηκε ο Βακούλα, «αυτός είναι πιο τεμπέλης κι από τον Τσουμπ: εκείνος τουλάχιστον τρώει με κουτάλι, ενώ τούτος εδώ δε θέλει να σηκώσει ούτε το χέρι του!» Σίγουρα ο Πατσιούκ ήταν πολύ απορροφημένος με τα λαζάνια, γιατί έμοιαζε να μην έχει προσέξει τον ερχομό του σιδερά, που περνώντας το κατώφλι έκανε μπροστά του μια βαθιά υπόκλιση.

«Προστρέχω στη χάρη σου, Πατσιούκ!» είπε ο Βακούλα, υποκλινόμενος και πάλι. Ο Πατσιούκ σήκωσε για λίγο το κεφάλι κι ύστερα άρχισε να καταβροχθίζει τα λαζάνια.

«Λένε, και δεν το λέω με κακία»… είπε συγκεντρώνοντας όλο του το θάρρος ο σιδεράς, «το αναφέρω όχι με σκοπό να σε δυσαρεστήσω, αλλά λένε ότι έχεις κάποια συγγένεια με το διάβολο». Ξεστομίζοντας τις λέξεις αυτές, ο Βακούλα τρομοκρατήθηκε, καθώς σκέφτηκε ότι εκφράστηκε πολύ ωμά. Και περιμένοντας ότι ο Πατσιούκ, αρπάζοντας το βαρελάκι μαζί με τη γαβάθα, θα του το έφερνε στο κεφάλι, έκανε λίγο στην άκρη και καλύφθηκε με το μανίκι του, ώστε να μην του πιτσιλίσει το πρόσωπο η καυτή σούπα με τα λαζάνια. Ο Πατσιούκ όμως τον κοίταξε και ξανάρχισε να καταβροχθίζει τη σούπα.

Ξεθαρρεμένος ο σιδεράς, αποφάσισε να συνεχίσει: «Προστρέχω σε σένα, Πατσιούκ, που να σου δίνει ο Θεός όλα τα καλά, χαρά στην απόλαυση και αφθονία στο φαί!» Ο σιδεράς ήξερε κάποιες φορές να χρησιμοποιεί μοντέρνες λέξεις, κάτι που είχε μάθει όταν έμενε στην Πολτάβα, τότε που ζωγράφιζε την ξύλινη εκκλησία του εκατόνταρχου. «Να χαθώ, μου είναι γραφτό, του αμαρτωλού! Τίποτα δε με βοηθάει στον κόσμο αυτό! Ας γίνει ό,τι είναι να γίνει, αναγκάζομαι να ζητήσω τη βοήθεια του ίδιου του διαβόλου. Λοιπόν, Πατσιούκ», ψέλλισε ο σιδεράς, βλέποντας την αδιατάραχτη σιωπή του άλλου, «τι να κάνω;»

«Αν έχεις ανάγκη το διάβολο, τότε πήγαινε στο διάβολο!» αποκρίθηκε ο Πατσιούκ, χωρίς να σηκώσει τα μάτια του και συνεχίζοντας να αλιεύει λαζάνια.

«Γι’ αυτό ήρθα σε σένα», απάντησε ο σιδεράς υποκλινόμενος βαθιά. «Νομίζω ότι εκτός από σένα κανένας άλλος στον κόσμο δεν ξέρει το δρόμο γι’ αυτόν».

Μιλιά ο Πατσιούκ. Αποτελείωνε τα λαζάνια του. «Κάνε μου τη χάρη, καλέ μου άνθρωπε, μη μου αρνείσαι!» έκανε ένα βήμα μπροστά ο σιδεράς. «Χοιρινό θες, σαλάμι, σιταρένιο αλεύρι, βρόμη, ή κάτι παρόμοιο, αν χρειαστεί… όπως γίνεται μεταξύ καλοπροαίρετων ανθρώπων… δε θα τσιγκουνευτούμε, θα σου τα δώσουμε, μόνο πες μου πώς, για παράδειγμα, θα βρεθώ στο δρόμο του;»

«Δε χρειάζεται να πάει μακριά κάποιος που κουβαλάει το διάβολο στην πλάτη του», είπε αδιάφορα ο Πατσιούκ, χωρίς να αλλάζει στάση.

Ο Βακούλα τον κάρφωσε με τα μάτια, λες και στο μέτωπο του άλλου ήταν γραμμένη η ερμηνεία αυτών των λέξεων. Μα τι λέει; άφωνα ρωτούσε το πρόσωπό του. Το μισάνοιχτο στόμα του ετοιμαζόταν να καταπιεί, σαν λαζάνι, την πρώτη λέξη. Αλλά ο Πατσιούκ σιωπούσε. Τότε ο Βακούλα πρόσεξε ότι ούτε τα λαζάνια ούτε το βαρελάκι υπήρχαν πια. Στη θέση τους, είχαν εμφανιστεί στο πάτωμα δυο γαβάθες: η μια ήταν γεμάτη με ραβιόλια, η άλλη με κρέμα γάλακτος. Οι σκέψεις του και τα μάτια του, αθέλητα, στράφηκαν προς τα φαγητά. «Να δούμε», είπε μέσα του, «με ποιον τρόπο ο Πατσιούκ θα φάει τα ραβιόλια. Δε θα θέλει να σκύψει για να φάει, όπως έκανε με τα λαζάνια, και δεν μπορεί εξάλλου, γιατί πρώτα πρέπει να βουτήξει το ραβιόλι στην κρέμα». Δεν είχε προλάβει να το σκεφτεί, όταν ο Πατσιούκ άνοιξε το στόμα. Κοίταξε τα ραβιόλια κι άνοιξε το στόμα ακόμα περισσότερο. Τη στιγμή εκείνη ένα ραβιόλι βγήκε από τη γαβάθα, βουτήχτηκε στην κρέμα, αλείφτηκε κι από την άλλη μεριά, πήδηξε επάνω και πήγε κατευθείαν στο στόμα του. Ο Πατσιούκ το έφαγε και ξανάνοιξε το στόμα, κι ένα άλλο ραβιόλι με παρόμοιο τρόπο κατευθύνθηκε προς το στόμα του. Αυτός έκανε τον κόπο μόνο να μασάει και να καταπίνει. «Για δες θαύμα!» σκέφτηκε ο σιδεράς, ανοίγοντας από κατάπληξη το στόμια, για να παρατηρήσει αμέσως ότι το ραβιόλι ερχόταν κατευθείαν στο δικό του στόμα πασαλείφοντας ήδη τα χείλη του με κρέμα. Απομακρύνοντας το ραβιόλι και σκουπίζοντας τα χείλη του, ο σιδεράς άρχισε να σκέφτεται το τι παράξενα πράγμιατα συμβαίνουν στον κόσμο και σε τι επινοήσεις μπορεί να σπρώξει τον άνθρωπο το κακό πνεύμα, καταλαβαίνοντας ταυτόχρονα ότι μονάχα ο Πατσιούκ ήταν σε θέση να τον βοηθήσει. «Ας τον παρακαλέσω πάλι, καλύτερα… Αλλά, τι στο διάβολο! Σήμερα είναι νύχτα νηστείας, κι ετούτος τρώει ραβιόλια, αρτυμένα ραβιόλια! Είμαι στ’ αλήθεια βλάκας· στέκομαι εδώ πέρα και αμαρτάνω! Πίσω!» είπε ο θεοφοβούμενος σιδεράς και χωρίς δεύτερη σκέψη το έσκασε από την καλύβα.

Όμως ο διάβολος, που καθόταν στο σακί και χαιρόταν εκ των προτέρων, δεν μπόρεσε να το χωνέψει που έχασε μέσα από τα χέρια του τέτοιο καταπληκτικό θήραμα. Μόλις ο σιδεράς άφησε κάτω το σακούλι, πήδησε έξω και τον καβάλησε.

Η παγωνιά έγδερνε το σιδερά. Φοβισμένος και κατάχλομες δεν ήξερε τι να κάνει. Ετοιμαζόταν να σταυ-ροκοπηθεί… Αλλά ο σατανάς, σκύβοντας το σκυλίσιο μιουσούδι του στο δεξιό αυτί του, του είπε: «Εγώ είμαι, ο φίλος σου. θα κάνω τα πάντα για το συνάνθρωπο και φίλο μου! θα σου δώσω όσα λεφτά θες», του σφύριξε στο αριστερό αυτί, «η Οξάνα θα είναι δική μας, σήμερα κιόλας», ψιθύρισε γυρίζοντας το μουσούδι του και πάλι στο δεξί αυτί. Ο σιδεράς στεκόταν σκεφτικός.

«Εντάξει», είπε τελικά- «για τέτοιο αντίτιμο είμαι έτοιμος να γίνω δικός σου!»

Ο διάβολος χειροκρότησε κι από τη χαρά του άρχισε να χοροπηδά πάνω στους ώμους του σιδερά. «Τώρα, σιδερά, την πάτησες!» σκεφτόταν μέσα του. «Τώρα θα σου δείξω εγώ, για όλες τις ζωγραφιές και τις τερατολογίες, αγαπητέ μου, που σκαρφίστηκες για τους διαβόλους. Τι θα πουν τώρα οι συνάδελφοί μου, όταν μάθουν ότι ο πιο θεοσεβούμενος άνθρωπος του χωριού έπεσε στα χέρια μου;» Εδώ ο διάβολος γέλασε με την καρδιά του φέρνοντας στο νου του το πώς θα κορδωνόταν μπροστά σ’ όλο το γένος των σατανάδων στον Άδη και πώς θα λυσσομανούσε από τη ζήλια του ο κουτσο-πόδαρος, που θεωρείτο ανάμεσά τους ο πρώτος στις επινοήσεις.

«Λοιπόν, Βακούλα!» μουρμούρισε ο διάβολος, πάντα σκαρφαλωμένος στους ώμους του δύστυχου, λες και φοβόταν μήπως του το σκάσει. «Ξέρεις, χωρίς συμφωνία δε γίνεται τίποτα».

«Είμαι έτοιμος!» είπε ο σιδεράς. «Έχω ακούσει ότι σ’ εσάς οι υπογραφές μπαίνουν με αίμα. Περίμενε, να βγάλω μια πρόκα από την τσέπη μου!» Στο σημείο αυτό έφερε το χέρι του πίσω και έπιασε το διάβολο από την ουρά.

«Για δες, ένας καλαμπουρτζής!» φώναξε γελώντας ο διάβολος. «Εντάξει, φτάνουν τα αστεία!»

«Περίμενε, αγαπητέ μου!» φώναξε ο σιδεράς. «Κι αυτό πώς σου φαίνεται;» είπε κι έκανε το σταυρό του και τότε ο διάβολος έγινε πιο ήσυχος κι από αρνάκι. «Στάσου, λοιπόν», είπε σέρνοντάς τον από την ουρά στο χώμα «να, για να μάθεις να σπρώχνεις στην αμαρτία τους συνετούς ανθρώπους και τους χριστιανούς». Τότε ο σιδεράς πήδηξε πάνω του και σήκωσε το χέρι του για να κάνει το σημείο του σταυρού.

«Λυπήσου με, Βακούλα!» βόγκηξε ικετευτικά ο διάβολος. «Θα κάνω τα πάντα, ό,τι μου ζητήσεις. Ελευθέρωσε μόνο την ψυχή μου για να μετανοήσει. Μην ακουμπάς πάνω μου τον τρομερό σταυρό!»

«Άκου τον πώς το γύρισε, ο καταραμένος ο “Γερμανός”! Τώρα ξέρω τι θα κάνω. Σήκωσέ με, αμέσως, πάνω σου! Ακούς, σήκωσέ με, σαν πουλί!»

«Πού να σε πάω;» ρώτησε θλιμμένος ο διάβολος.

«Στην Πετρούπολη, στην τσαρίνα την ίδια!» είπε ο σιδεράς και του κόπηκε η ανάσα από το φόβο καθώς ένιωθε να σηκώνεται στον αέρα.

Η Οξάνα στεκόταν κάμποση ώρα στριφογυρνώντας στο μυαλό της τα παράξενα λόγια του σιδερά. Ήδη βαθιά μέσα της κάτι της έλεγε ότι του φέρθηκε πολύ σκληρά. Κι αν όντως κατέληγε σε τίποτα τρομαχτικό; Για φαντάσου! Μπορεί από τη θλίψη του να πήγαινε να ερωτευτεί καμιά άλλη και να άρχιζε να αποκαλεί εκείνην πεντάμορφη του χωριού. «Όχι, εμενα αγαπάει. Είμαι τόσο όμορφη! Δε θα με αλλάξει με τίποτα στον κόσμο. Αστειεύεται, υποκρίνεται. Δε θα έχουν περάσει ούτε δέκα λεπτά και θα γυρίσει πίσω, να με δει. Όμως,είμαι πράγματι σκληρή. Θα ’πρεπε, έτσι σαν να μην το πολυθέλω, να τον άφηνα να με φιλήσει. Τότε θα χαιρόταν!» Η αέρινη καλλονή αστειευόταν ήδη ανέμελη με τις φίλες της. «Για σταθείτε», είπε μια από αυτές. «Ο σιδεράς ξέχασε τα σακιά του. Κοιτάξτε τι φοβερά σακιά! Ε, φαίνεται ότι δεν είπε τα ίδια κάλαντα μ’ εμάς. Μου φαίνεται ότι εδώ μέσα έχουν πετάξει τουλάχιστον ένα ολόκληρο τέταρτο αρνιού. Και τα σαλάμια και τα ψωμιά μοιάζουν αμέτρητα. Πολυτέλεια! Μπορείς να περάσεις όλες τις γιορτές μ’ αυτά».

«Αυτά είναι τα σακιά του σιδερά;» πετάχτηκε τότε η Οξάνα. «Ας τα πάμε γρήγορα στο σπίτι μου, να δούμε με την ησυχία μιας τι υπάρχει εκεί μέσα». Γελώντας οι υπόλοιποι επικρότησαν την πρότασή της.

«Μόνο που δεν μπορούμε να τα σηκώσουμε!» φώναξε η παρέα γύρω, καθώς προσπάθησε να τα μετακινήσει.

«Σταθείτε», είπε η Οξάνα, «πάμε γρήγορα να πάρουμε τα έλκηθρα, για να τα κουβαλήσουμε!»

Η κοριτσοπαρέα έτρεξε να φέρει έλκηθρα.

Οι αιχμάλωτοι βαρέθηκαν τρομερά να κάθονται κλεισμενοι στα σακιά, παρά το ότι ο διάκος είχε ανοίξει μια μεγαλούτσικη τρύπα με το δάχτυλό του. Αν δεν ήταν ο κόσμος, μπορεί και να είχε βρει τον τρόπο να βγει, αλλά να ξεπροβάλεις από το σακί, παρουσία όλων, είναι ό,τι πρέπει για να γίνεις περίγελος των πάντων… Αυτό τον απέτρεψε και αποφάσισε να περιμένει, γκρινιάζοντας σιγανά κάτω από τις καθόλου ευγενικές μπότες του Τσουμπ. Ο Τσουμπ επιθυμούσε επίσης την ελευθερία του, νιώθοντας ότι από κάτω του βρισκόταν κάτι που πάνω του δεν ήταν καθόλου άνετο να κάθεσαι. Αλλά, με το που άκουσε την απόφαση της κόρης του, ησύχασε, και δεν ήθελε πια να βγει, υπολογίζοντας ότι για να φτάσει στο σπίτι του θα έπρεπε να κάνει το λιγότερο καμιά εκατοστή βήματα, ίσως όμως κι άλλα τόσα. Αν έβγαινε, έπρεπε να τεντωθεί, να κουμπώσει την κάπα, να δέσει τη ζώνη, τόση δουλειά, πια! Κι επιπλέον, ο σκούφος του είχε ξεμείνει στης Σολόχας. Καλύτερα να τον μεταφέρουν τα κορίτσια με το έλκηθρο. Τα πράγματα ωστόσο έγιναν εντελώς διαφορετικά απ’ ό,τι τα περίμενε ο Τσουμπ: την ώρα που τα κορίτσια έτρεξαν να φέρουν τα έλκηθρα, ο ψιλόλι-γνος κουμπάρος του έβγαινε από το καπηλειό, στενοχωρημένος και καθόλου κεφάτος. Η χήρα του κάπελα δεν ήθελε με κανέναν τρόπο να του δώσει να πιει επί πιστώσει. Περίμενε μπας κι έρθει κανένας ευλαβικός άρχοντας και τον κεράσει. Αλλά, λες επίτηδες, όλοι οι άρχοντες έμειναν σπίτια τους, και σαν χριστιανοί έτρωγαν την κουτιά τους παρέα με την οικογένειά τους. Αναλογιζόμενος την έκπτωση των ηθών και τη σκληρή καρδιά της οβριάς, που πούλαγε κρασί, ο κουμπάρος σκόνταψε πάνω στα σακιά και σταμάτησε κατάπληκτος. «Για δες κάτι σακιά που άφησαν καταμεσής στο δρόμο!» είπε, ρίχνοντας ματιές δεξιά κι αριστερά. «Εδώ μέσα θα πρέπει να υπάρχει και χοιρινό. Κάποιος τυχεράκιας κέρδισε από τα κάλαντα τόσα πράγματα! Τι φοβερά σακιά! Ακόμα κι αν είναι γεμάτα με χοντροκομμένο τραχανά και άζυμα κουλουράκια, πάλι καλό είναι! Αλλά, ας υποθέσουμε ότι είναι γεμιστές πίτες: η οβριά για κάθε τηγανίτα θα μου δώσει ένα ποτηράκι βότκα. Ας τα εξαφανίσω γρήγορα, πριν τα δει κανείς». Έριξε στον ώμο του το σακί με τον Τσουμπ και το διάκο, αλλά του ήταν πολύ βαρύ. «Όχι, μόνος μου θα δυσκολευτώ να τα κουβαλήσω», μουρμούρισε. «Όμως, για δες, ακριβώς στην ώρα, έρχεται ο υφαντής Σαπουβαλένκο. Γεια σου, Όσταπ!»

«Γεια», είπε σταματώντας ο υφαντής.

«Πού πας;»

«Πάω εκεί που με πάνε τα πόδια μου».

«Βοήθησέ με, καλέ μου άνθρωπε, να κουβαλήσω αυτά τα σακιά! Κάποιος είπε τα κάλαντα, και παράτησε τα σακιά του στη μέση του δρόμου. Θα τα μοιραστούμε, μισά μισά».

«Σακιά; Και τι έχουν τα σακιά, πίτες;»

«Νομίζω ότι έχουν απ’ όλα».

Έπλεξαν στα γρήγορα ένα κοντάρι από κλαδιά, πέρασαν μέσα το ένα από τα δυο σακιά και το σήκωσαν στους ώμιους τους.

«Πού θα το πάμε; Στο καπηλειό;» ρώτησε στο δρόμο ο υφαντής.

«Αυτό είχα σκεφτεί κι εγώ, στο καπηλειό, αλλά η καταραμένη οβριά δε θα μας πιστέψει, θα σκεφτεί ότι από κάπου το κλέψαμε. Κι ύστερα, μόλις βγήκα από το καπηλειό. Θα το πάμε σπίτι μου. Δε θα μας ενοχλήσει κανείς. Η γυναίκα μου λείπει».

«Σίγουρα λείπει;» ρώτησε ο σχολαστικός υφαντής.

«Δόξα τω Θεώ, δεν το έχουμε χάσει ακόμα», είπε ο κουμπάρος. «Μονάχα ο διάβολος θα μπορούσε να με πάει εκεί που είναι κι αυτή. Νομίζω πως θα γυρνάει μέχρι το ξημέρωμα με τα άλλα θηλυκά».

«Ποιος είναι;» φώναξε η γυναίκα του κουμπάρου, ακούγοντας το θόρυβο που έκαναν στο κεφαλόσκαλο οι νεοφερμένοι, και ξεκλειδώνοντας την πόρτα.

Ο κουμπάρος κοκάλωσε.

«Άρπα τη λοιπόν!» ψιθύρισε ο υφαντής, κατεβάζοντας τα χέρια.

Η γυναίκα του κουμπάρου ήταν θησαυρός, από εκείνους που δεν είναι σπάνιοι στον κόσμο αυτό. Όπως και ο άντρας της, δεν καθόταν ποτέ στο σπίτι, και σχεδόν ολημερίς έκανε επισκέψεις σε διάφορες κουτσομπόλες και εύπορες γριές, τις καλόπιανε και έτρωγε με μεγάλη όρεξη ό,τι τη φίλευαν. Τσακωνόταν με τον άντρα της μόνο τα πρωινά, γιατί μόνο τότε τον έβλεπε, αν τον έβλεπε καμιά φορά. Η καλύβα τους ήταν δυο φορές πιο παλιά από τις βράκες του κοινοτικού γραμματέα: σε κάποια σημεία της στέγης είχε φύγει το άχυρο,οι πάσσαλοι του φράχτη είχαν ξελασκάρει, και γι’ αυτό όποιος περνούσε από το φράχτη του κουμπάρου τραβούσε κι έναν πάσσαλο, για να τον έχει στο δρόμο να διώχνει τα σκυλιά. Ό,τι αποσπούσε η τρυφερή συμβία από τους πονόψυχους ανθρώπους, το έκρυβε όσο το δυνατόν καλύτερα από το σύζυγό της και συχνά, με το έτσι θέλω, του έπαιρνε τις οικονομίες, αν εκείνος δεν είχε προλάβει να τις ξοδέψει στο καπηλειό. Του κουμπάρου, παρά τη μόνιμη ψυχραιμία του, δεν του άρεσε να υποχωρεί μπροστά της, γι’ αυτό και σχεδόν πάντα έφευγε από το σπίτι με μελανιασμένα μάτια, ενώ το ακριβό του ήμισυ, ξεφυσώντας, έτρεχε να διηγηθεί στις γριές την ατιμία του άντρα της και τους ξυλοδαρμούς της από αυτόν.

Μπορεί λοιπόν να φανταστεί κανείς πόσο ταράχτηκαν, ο κουμπάρος κι ο υφαντής, από μια τέτοια απρόσμενη παρουσία. Αφήνοντας κάτω το σακί, έκαναν να το σκεπάσουν με κάτι κλαδιά, αλλά ήταν αργά: η γυναίκα του κουμπάρου, αν και δεν έβλεπε τόσο καλά με τα γερασμένα μάτια της, το σακί το πρόσεξε. «Α, ωραία!» είπε με ύφος στο οποίο ζωγραφιζόταν η χαρά του αρπακτικού. «Ωραία, μαζέψατε τόσα πράγματα από τα κάλαντα! Έτσι κάνουν συνήθως οι καλοί άνθρωποι. Αλλά, μπα, μάλλον κάπου θα τα σουφρώσατε. Δείξτε μου αμέσως, ακούτε, δείξτε μου, τώρα αμέσως, το σακί σας!»

«Ο φαλακρός δαίμονας θα σου τα δείξει, όχι εμείς», είπε κορδωμένος ο κουμπάρος.

«Δεν είναι δουλειά σου!» είπε ο υφαντής. «Εμείς καλιαρντίσαμε, όχι εσύ».

«Ναι, θα μου το δείξεις, άχρηστε μεθύστακα!» ούρ-λιαξε η σύζυγος, δίνοντας μια γροθιά στο σαγόνι του ψηλόλιγνου κουμπάρου και πλησιάζοντας το σακί. Αλλά ο κουμπάρος και ο υφαντής υπερασπίστηκαν γενναία το σακί και την ανάγκασαν να πισωπατήσει. Πριν προλάβουν καλά καλά να συνέλθουν, η συμβία έτρεξε στην είσοδο κι έφερε τη μασιά. Με έναν επιδέξιο χειρισμό, γράπωσε τον άντρα της από τα χέρια και τον υφαντουργό από την πλάτη, και τώρα στεκόταν πια δίπλα στο σακί.

«Πώς της το επιτρέψαμε αυτό;» είπε ο υφαντής όταν συνήλθε από την έκπληξη.

«Ε, πώς της το επιτρέψαμε! Εσύ πώς το επέτρεψες!» είπε ψύχραιμα ο κουμπάρος.

«Φαίνεται ότι η μασιά σας είναι σιδερένια!» είπε μετά από μικρή σιωπή ο υφαντής, ξύνοντας την πλάτη του. «Η γυναίκα μου αγόρασε τον περασμένο χρόνο στο παζάρι μια μασιά, μου έριξε μια, αλλά δεν την κατάλαβα… δε με πόνεσε…»

Στο μεταξύ, ενθουσιασμένη η σύζυγος, αφήνοντας κάτω το λυχνάρι έλυσε το σακί και κοίταξε μέσα.

Όμως, σίγουρα, τα γερασμένα μάτια της, που τόσο καλά είδαν το σακί, αυτή τη φορά την πρόδωσαν. «Α, μα εδώ υπάρχει ολόκληρο αγριογούρουνο!» φώναξε, χτυπώντας χαρούμενα τα χέρια της.

«Αγριογούρουνο! Ακόυσες, ολόκληρο αγριογούρουνο!» σκούντησε ο υφαντής τον κουμπάρο. «Εσύ φταις για όλα!»

«Τι να κάνουμε!» είπε ο κουμπάρος, ανασηκώνο-ντας τους ώμους.

«Πώς τι; Τι καθόμαστε; Να πάρουμε το σακί! Έλα, όρμα!»

«Πίσω! Άσ’ το κάτω! Είναι δικό μας αγριογούρουνο αυτό!» φώναξε ορμώντας μπροστά ο υφαντής.

«Φύγε, φύγε από δω, διαβολογύναικο! Δεν είναι δικό σου!» έλεγε πλησιάζοντας ο κουμπάρος.

Η συμβία του άρπαξε πάλι τη μασιά, αλλά εκείνη τη στιγμή ο Τσουμπ βγήκε από το σακί και στάθηκε καταμεσής του δωματίου, ανακλαδιζόμενος, σαν άνθρωπος που μόλις ξύπνησε από ύπνο βαθύ.

Η γυναίκα του κουμπάρου έσκουξε, χτυπώντας το πάτωμα με τα χέρια, κι όλοι έμειναν με το στόμα ανοιχτό.

«Μα, τι αγριογούρουνο λέει αυτή η χαζή! Σιγά μην είμαι αγριογούρουνο!» είπε ο γερο-Τσουμπ γουρλώνοντας τα μάτια.

«Για δες, άνθρωπο πέταξαν στο σακί!» είπε ο υφαντής πισωπατώντας τρομοκρατημένος. «Ό,τι θέλεις πες μου, βρέξ’ τες μου, αν θες, αλλά νομίζω ότι εδώ έχει βάλει το χεράκι του ο δαίμονας. Δε χωράει τέτοιος άντρας να βγει από το φεγγίτη!».

«Είναι ο κουμπάρος!» φώναξε, κοιτώντας ένα γύρο ο κουμπάρος.

«Κι εσύ ποιος νόμιζες ότι είναι;» είπε ο Τσουμπ γελώντας πονηρά. «Καλό αστείο σας έπαιξα, έτσι; Θέλατε να με φάτε για χοιρινό! Περιμένετε, θα σας χαροποιήσω κι άλλο: στο σακί υπάρχει κάτι ακόμα, αν όχι αγριογούρουνο, τότε σίγουρα γουρουνάκι γάλακτος ή άλλο ζωντανό. Από κάτω μου κάτι κουνιόταν ασταμάτητα».

Ο υφαντής και ο κουμπάρος όρμησαν στο σακί, η νοικοκυρά του σπιτιού πλησίασε από την άλλη μεριά, και ο καβγάς θα επαναλαμβανόταν, αν ο διάκος, βλέποντας τώρα ότι δεν μπορούσε πια να κρυφτεί, δεν ξεπρόβαλλε μέσα από το σακί.

Η γυναίκα του κουμπάρου, κοκαλώνοντας, άφησε το πόδι που είχε πιάσει στην προσπάθειά της να τραβήξει το διάκο από το σακί.

«Να κι άλλος ένας!» φώναξε φοβισμένος ο υφαντής. «Ένας διάβολος ξέρει τι γίνεται στον κόσμο… το κεφάλι μου γυρίζει… ούτε σαλάμια ούτε πίτες, ανθρώπους πετάνε τώρα μέσα στα σακιά!»

«Είναι ο διάκος!» ψέλλισε κατάπληκτος, περισσότερο από όλους, ο Τσουμπ: «Μάλιστα! Για δες η Σολόχα! Μπες στο σακί… Κοιτάζω κι εγώ, γεμάτο το τσαρδί της από σακιά… Τώρα τα κατάλαβα όλα: σε κάθε σακί βρίσκονταν δυο άνθρωποι. Κι εγώ νόμιζα ότι μονάχα εμένα… για δες η Σολόχα!»

Οι κοπέλες παραξενεύτηκαν λίγο που δε βρήκαν το ένα σακί. «Τι να γίνει, θα κάνουμε και χωρίς αυτό», τιτίβισε η Οξάνα. Έπιασαν όλες μαζί το άλλο σακί και το έριξαν πάνω στο έλκηθρο. Ο κοινοτάρχης αποφάσισε να σωπάσει, με τη σκέψη πως, αν φώναζε να τον αφήσουν κάτω και να λύσουν το σακί, τα ανόητα κοριτσάκια θα φοβούνταν, θα το έβαζαν στα πόδια, νομίζοντας ότι στο σακούλι κάθεται ο διάβολος, κι εκείνος θα έμενε στη μέση του δρόμου, μπορεί κι ως την άλλη μέρα. Οι κοπέλες στο μεταξύ, πιασμένες αγαπημένα από τα χέρια, όρμησαν σαν ανεμοστρόβιλος μπροστά, με το έλκηθρο να τριζοβολά πάνω στο χιόνι. Τα πιο πολλά τρελοκόριτσα κάθισαν όρθια στα πέδιλα του έλκηθρου, οι υπόλοιπες κοπέλες ξάπλωσαν σχεδόν πάνω στο κεφάλι του κοινοτάρχη. Ο αρχηγός αποφάσισε να τα υποστεί όλα. Τελικά, φτάσανε, άνοιξαν διάπλατα την πόρτα και χαχανίζοντας έσυραν το σακί. «Για να δούμε τι έχει εδώ μέσα», φώναξαν όλες μαζί, ορμώντας να το λύσουν. Στο σημείο αυτό, ο λόξιγκας που δε σταμάτησε να παιδεύει τον κοινοτάρχη όση ώρα καθόταν στο σακί, δυνάμωσε τόσο, που ξαφνικά εκείνος άρχισε να βήχει και να ρεύεται στη διαπασών. «Αχ, μα εδώ κάποιος είναι!» φώναξαν όλες μαζί και έτρεξαν να βγουν έξω.

«Τι στο δαίμονα! Γιατί τρέχετε σαν ζεματισμένες;» είπε ο Τσουμπ, μπαίνοντας εκείνη την ώρα.

«Αχ, μπαμπάκο μου!» ψέλλισε η Οξάνα, «κάποιος είναι μέσα στο σακί!»

«Στο σακί; Πού το βρήκατε αυτό το σακί;»

«Ο σιδεράς το πέταξε στη μέση του δρόμου», είπαν όλες μαζί.

«Μάλιστα, το είπα, δεν το είπα;»… σκέφτηκε ο Τσουμπ. «Τι φοβηθήκατε, λοιπόν; Για να δούμε. Έλα, άνθρωπέ μου, και σε παρακαλώ μη θυμώνεις που δε σε αποκαλούμε με το όνομα και το επώνυμο, βγες από το σακί!»

Ο κοινοτάρχης βγήκε.

«Ααα!» φώναξαν οι κοπέλες.

«Και ο κοινοτάρχης τρύπωσε στο γνωστό μέρος», έλεγε μέσα του ο Τσουμπ, αγανακτισμένος, παρατηρώντας τον από την κορφή ως τα νύχια. «Για δες!… Αχ!…» περισσότερα δεν μπόρεσε να πει.

Ο κοινοτάρχης δεν ήταν λιγότερο αμήχανος και δεν ήξερε πώς ν’ αρχίσει. «Κάνει κρύο έξω;» είπε απευθυνόμενος στον Τσουμπ.

«Έχει παγωνιά», αποκρίθηκε ο Τσουμπ. «Επίτρε-ψέ μου να σε ρωτήσω, με τι αλείφεις τις μπότες σου, με κατσικίσιο λίπος ή με κατράμι;» Δεν ήθελε να πει αυτό. Ήθελε να ρωτήσει, πώς εσύ, κοινοτάρχης άνθρωπος, βρέθηκες στο σακί; Αλλά δεν κατάλαβε πώς του βγήκε εντελώς άλλο πράγμα.

«Με κατράμι, είναι καλύτερα!» είπε ο κοινοτάρχης. «Άντε, γεια σου Τσουμπ!» συμπλήρωσε, και κατεβάζοντας χαμηλά το σκούφο του βγήκε από το σπίτι.

«Γιατί ρώτησα, έτσι στα χαζά, με τι αλείφει τις μπότες του;» ψιθύρισε ο Τσουμπ κοιτάζοντας την πόρτα, απ’ όπου είχε μόλις βγει ο κοινοτάρχης. «Α, βρε Σολόχα, τέτοιον άνθρωπο και να τον βάλεις στο σακί!… για δες το διαβολοθήλυκο! Κι εγώ ο βλάκας… μα πού είναι αυτό το καταραμένο σακί;»

«Το πέταξα στη γωνιά, δεν έχει πια τίποτα μέσα», είπε η Οξάνα.

«Εμένα μου λες, δεν έχει τίποτα! Για φέρτε το εδώ. εκεί μέσα είναι κι άλλος! Τινάξτε το καλά… τι, όχι;… είδες, το καταραμένο θηλυκό! Κι όταν την κοιτάς, μοιάζει με αγία, σαν να μην έχει αρτυθεί ποτέ της».

Όμως, ας αφήσουμε τον Τσουμπ να αναμασάει τη στενοχώρια του, άπραγος, κι ας γυρίσουμε στο σιδερά, γιατί έξω έχει φτάσει πια εννιά η ώρα.

Στην αρχή, ο Βακούλα τρομοκρατήθηκε, όταν σηκώθηκε πάνω από τη γη τόσο ψηλά, που δεν μπορούσε να διακρίνει πια τίποτα κάτω, και πέταξε σαν μύγα τόσο κοντά στο ίδιο το φεγγάρι ώστε, αν δεν είχε παραμερίσει λίγο, ο σκούφος του θα είχε αγκιστρωθεί σε μια από τις κόχες του. Λίγο αργότερα, ωστόσο, ξεθάρρεψε κι άρχισε να αστειεύεται με το διάβολο. Τα πάντα ήταν ολόφωτα εκεί ψηλά. Η ατμόσφαιρα, με μια πολύ ελαφριά ασημένια πάχνη, ήταν διαυγής. Φαίνονταν τα πάντα. Κι έτσι μπόρεσε να δει πώς πέρασε σαν ανεμοστρόβιλος από δίπλα τους, καθισμένος πάνω στην πήλινη χύτρα του, ένας αλχημιστής. Και να δει τα αστέρια, μαζεμένα σε σωρό, να παίζουν τυφλόμυγα. Και μια ορδή από πνεύματα να υψώνεται εκεί πάνω, σύννεφο ολόκληρο. Κι ένα δαίμονα που χόρευε πάνω στο φεγγάρι, κι έβγαλε το καπέλο του και υποκλίθηκε βλέποντας το σιδερά να καλπάζει. Κι ένα σκουπόξυλο κάποιας μάγισσας που επέστρεφε μοναχό στη βάση του… Κι άλλα πολλά μικροπράγματα που συνάντησαν στο δρόμο τους. Ο σιδεράς πετούσε αρκετή ώρα, όταν ξάφνου είδε να ξεπροβάλλει κάτω χαμηλά, σαν φωτιά, η Πετρούπολη, που συνέβη τότε να είναι φωταγωγη-μένη. Ο διάβολος πέρασε μέσα από κάτι ξύλινα τείχη, μιετατράπηκε σε άλογο, κι ο σιδεράς είδε τον εαυτό του πάνω σε ένα γρήγορο άτι καταμεσής του δρόμιου. Θεούλη μου! Τι φασαρία, τι κρότοι, τι λάμψη! Κι από τις δυο μεριές υψώνονταν τετραώροφοι τοίχοι. Τα πέταλα των αλόγων κι ο κρότος από τις ρόδες προκαλούσαν χαλασμό, κι έρχονταν από παντού. Τα σπίτια υψώνονταν δεξιά κι αριστερά και νόμιζες πως σηκώνονταν πάνω από το έδαφος, σε κάθε βήμα. Οι γέφυρες έτρεμαν. Οι άμαξες πετούσαν. Οι αμαξάδες φώναζαν. Το χιόνι έτριζε κάτω από χίλια ιπτάμενα από όλες τις κατευθύνσεις έλκηθρα. Οι πεζοί στριμώχνονταν δίπλα στα σπίτια, και οι τεράστιες σκιές τους τρεμόπαιζαν πάνω στους τοίχους, αγγίζοντας με τα κεφάλια τους τις καμινάδες και τις στέγες. Με κατάπληξη κοιτούσε ο σιδεράς ένα γύρο. Του φάνηκε πως όλα τα κτίρια είχαν στρέψει πάνω του τα αναρίθμητα πυρωμένα μάτια τους. Είδε τόσους πολλούς άρχοντες, με φοδραρισμένες απ’ έξω γούνες, που δεν ήξερε πια σε ποιον να πρωτοβγάλει το καπέλο. «Θεούλη μου, τι αρχοντολόι είναι τούτο δω!» σκέφτηκε ο σιδεράς. «Ολοι αυτοί οι γουνοφόροι είναι τουλάχιστον πάρεδροι, τουλάχιστον πάρεδροι! Κι εκείνοι που τσουλάνε σ’ αυτά τα παράξενα κουβούκλια με τα τζάμια, αυτοί, αν δεν είναι δήμαρχοι, τότε σίγουρα είναι επίτροποι, μπορεί και παραπάνω». Τα λόγια του διακόπηκαν από το διάβολο:

«Πάμε κατευθείαν στην τσαρίνα;»

«Όχι, φοβάμαι», σκέφτηκε ο σιδεράς. «Κάπου εδώ, δεν ξέρω, έμεναν οι Ζαπορόγοι που πέρασαν το φθινόπωρο από την Ντικάνκα. Τότε είχαν ξεκινήσει να πάνε στην τσαρίνα, να της παρουσιάσουν τα αιτήματά τους. Ίσως πρέπει να τους συμβουλευτώ λίγο. Ε, σατανά, μπες στην τσέπη μου και πήγαινέ με στους Ζαπορόγους!»

Μέσα σε ένα λεπτό, ο διάβολος ζάρωσε κι έγινε τόσο μικρός, που μπήκε χωρίς δυσκολία στην τσέπη του. Και ο Βακούλα δεν πρόλαβε να δει πώς βρέθηκε μπροστά σε ένα μεγάλο κτίριο, πώς βρέθηκε σε μια σκάλα, άνοιξε μια πόρτα και πισωπάτησε από τη λάμψη μιας όμορφης αίθουσας… Αλλά αναθάρρησε όταν αναγνώρισε τους ίδιους εκείνους Ζαπορόγους, που είχαν περάσει από την Ντικάνκα, να κάθονται πάνω σε μεταξωτούς οντάδες, έχοντας διπλωμένες από κάτω τους τις αλειμμένες με κατράμι μπότες τους, και καπνίζοντας ένα πολύ δυνατό ταμπάκο, που συνήθως λεγόταν χόρεσχα.

«Γεια σας, αρχόντοι! Να σας έχει καλά ο Θεός! Να, λοιπόν, που ξανασυναντιόμαστε!» είπε ο σιδεράς πλησιάζοντας και κάνοντας μια βαθιά υπόκλιση.

«Ποιος είναι αυτός;» ρώτησε τον παραδιπλανό του ο άντρας που καθόταν ακριβώς μπροστά στο σιδερά.

«Δε με γνωρίσατε;» είπε ο σιδεράς. «Εγώ είμαι, ο Βακούλα, ο σιδεράς! Όταν περνάγατε το φθινόπωρο από την Ντικάνκα, μείνατε μαζί μου, να σας δίνει ο Θεός υγεία και μακροημέρευση, δυο ολόκληρες μέρες. Έβαλα μάλιστα καινούργιο άξονα στην μπροστινή ρόδα της καρότσας σας!»

«Α!» είπε ο ίδιος πάντα Ζαπορόγος, «είναι ο σιδεράς που ζωγραφίζει σπουδαία. Γεια σου, πατριώτη, τι σε φέρνει μέχρι εδώ;»

«Να, ήθελα να ρίξω μια ματιά, λένε…»

«Τι, πατριώτη», είπε ανακαθίζοντας ο Ζαπορόγος, και θέλοντας να δείξει ότι μπορεί να μιλάει και ρωσικά «τ’ είνι η μιγάλη πόλη;»

Ο σιδεράς δεν ήθελε να ντροπιαστεί και να φανεί αρχάριος. Μάλιστα, όπως είχαν την ευκαιρία να δούν και στη συνέχεια, ήξερε κι αυτός τη γλώσσα των γραμματιζούμενων. «Επαρχία διάσημη!» αποκρίθηκε αδιάφορα, «δεν μπορώ να πω, κτίρια ψηλότατα, πίνακες κρέμονται τεμάχια σπουδαία. Πολλά κτίρια είναι ζωγραφισμένα μέχρι υπερβολής με γράμματα από λεπτοδουλεμένο χρυσό. Δεν μπορώ να πω, παράξενη αναλογία!»

Οι Ζαπορόγοι, ακούγοντας το σιδερά να εκφράζεται τόσο άνετα, σχημάτισαν πολύ θετική γνώμη για το άτομό του.

«Αργότερα θα συζητήσουμε μαζί σου περισσότερο, πατριώτη. Τώρα πάμε στην τσαρίνα».

«Στην τσαρίνα; Κάντε μου τη χάρη, αρχόντοι, πάρτε μιε μαζί σας!»

«Εσένα;» ρώτησε ο Ζαπορόγος, με το ίδιο ύφος που μιλάει ένας θείος στον τετράχρονο ανιψιό του, που του ζητάει να τον καθίσει στο μεγάλο, στο πραγματικό άλογο. «Τι θα κάνεις εκεί; Όχι, δεν επιτρέπεται». Λέγοντάς το αυτό, το πρόσωπό του πήρε μια έκφραση που σήμαινε πολλά. «Εμείς, αδελφέ, θα κουβεντιάσουμε μιε την τσαρίνα για τα δικά μας».

«Πάρτε με!» επέμενε ο σιδεράς. «Παρακάλεσέ τους!» ψιθύρισε σιγά στο διάβολο, δίνοντας μια γροθιά στην τσέπη του. Δεν πρόλαβε να το πει αυτό, κι ο άλλος Ζαπορόγος είπε: «Ας τον πάρουμε, βρε αδέλφια!»

«Ας τον πάρουμε, λοιπόν!» είπαν οι υπόλοιποι.

«Φόρα ένα ρούχο σαν τα δικά μας».

Ο σιδεράς ετοιμαζόταν να φορέσει ένα πράσινο καφτάνι, όταν αίφνης άνοιξε η πόρτα και ένας άντρας με σιρίτια τούς είπε ότι είναι καιρός να πηγαίνουν.

Μαγικά του φάνηκαν όλα του σιδερά, όταν βρέθηκε σε μια τεράστια άμαξα, ταλαντευόμενη πάνω σε σούστες, κι είδε να παρελαύνουν δεξιά κι αριστερά του τετραώροφα κτίρια κι άκουσε να βροντοκοπά κάτω από τα πόδια των αλόγων ο πλακοστρωμένος δρόμος.

«θεέ μου, τι φως!» σκεφτόταν ο σιδεράς, «στα μέρη μας ούτε την ήμερα δεν είναι τόσο φωτεινά».

Οι άμαξες σταμάτησαν μπροστά στο ανάκτορο. Οι Ζαπορόγοι βγήκαν, μπήκαν σε ένα μεγαλοπρεπές χολ και άρχισαν να ανεβαίνουν μια αστραφτερά φωταγωγημενη σκάλα. «Ποπό, τι σκάλα!» ψιθύρισε μεσα του ο σιδεράς, «λυπάσαι και να την πατήσεις. Και τι στολίδια: λένε ψέματα τα παραμύθια! Διαβολεμενα ψέματα! Θεέ μου, τι κουπαστή! Τι δουλειά! Εδώ, μόνο το σίδερο κοστίζει πενήντα ρούβλια!»

Αφού ανέβηκαν τη σκάλα, οι Ζαπορόγοι πέρασαν την πρώτη αίθουσα. Δειλά ακολουθούσε πίσω τους ο σιδεράς, με φόβο πως σε κάθε του βήμα θα γλιστρήσει στο παρκέ. Διέσχισαν τρεις αίθουσες κι ο σιδεράς έπεφτε από έκπληξη σε έκπληξη. Μπαίνοντας στην τέταρτη αίθουσα, αυθόρμητα πλησίασε έναν πίνακα που κρεμόταν στον τοίχο. Ήταν η Παναγία με το θείο βρέφος στην αγκαλιά: «Τι εικόνα! Τι μαγική ζωγραφική!» συλλογίστηκε. «Ποπό, λες κι είναι έτοιμη να σου μιλήσει! Σαν ζωντανή! Και το θείο βρέφος! Έχει τα χεράκια του σφιγμένα, και χαμογελάει, το καημενού-λι! Και τι χρώματα! θεέ μου, τι χρώματα! Νομίζω ότι εδώ δεν έχουν χρησιμοποιήσει ούτε ίχνος ώχρας, μόνο πράσινο και κόκκινο. Και το γαλάζιο τόσο φωτεινό! Σπουδαία δουλειά! θα πρέπει η επίστρωση να έγινε μιε λευκό. Παρά τις καταπληκτικές αυτές ζωγραφιές, η χάλκινη τούτη πετούγια», συνέχισε πλησιάζοντας την πόρτα και ψαχουλεύοντας την κλειδαριά, «είναι ακόμα πιο αξιοθαύμαστη. Τι καθαρή κατεργασία! Νομίζω ότι όλα τούτα κόστισαν πανάκριβα και τα ’φτιαξαν σίγουρα γερμανοί σιδεράδες…» θα μπορούσε να συλλογίζεται για πολύ ακόμα ο σιδεράς, αν δεν τον σκουντούσε ένας θαλαμηπόλος με σιρίτια θυμίζοντάς του ότι δεν πρέπει να μιένει πίσω από τους υπόλοιπους. Οι Ζαπορόγοι διέσχισαν δυο ακόμα αίθουσες και σταμάτησαν. Εκεί, τους πρόσταξαν να περιμένουν. Στην αίθουσα υπήρχαν κάμποσοι στρατηγοί, μιε χρυσοκέντητες στολές. Οι Ζαπορόγοι υποκλίθηκαν προς όλες τις μεριές και στάθηκαν ο ένας δίπλα στον άλλον. Ένα λεπτό αργότερα, μπήκε, με μια ολόκληρη συνοδεία, ένας γεροδεμένος άντρας με μεγαλόπρεπο παράστημα, ντυμένος με στολή χατμάνου και κίτρινες μπότες. Τα μαλλιά του ήταν ανακατωμένα, το ένα του μάτι λίγο στραβό, στο πρόσωπο ζωγραφιζόταν κάποια υπερτονισμένη μεγαλοπρέπεια, και όλες του οι κινήσεις μαρτυρούσαν τη συνήθεια να προστάζει. Οι στρατηγοί, που πηγαινοέρχονταν με ύφος αρκετά αλαζονικό μέσα στις χρυσοκέντητες στολές τους, ταράχτηκαν, και με βαθιές υποκλίσεις έδειξαν πως ρουφούσαν κάθε του λέξη και κάθε του κίνηση, έτοιμοι να εκπληρώσουν αμέσως κάθε επιθυμία του. Ο χατμάνος όμως ούτε που έδωσε σημασία, απλώς κούνησε ελαφρά το κεφάλι και κατευθύνθηκε προς τους Ζαπορόγους.

Οι Ζαπορόγοι υποκλίθηκαν ίσαμε κάτω.

«Είστε όλοι εδώ;» ρώτησε εκείνος αργά, προφέρο-ντας τις λέξεις λίγο ένρινα.

«Νι, ούλι, πατ’ρούλι!» αποκρίθηκαν οι Ζαπορόγοι, υποκλινόμενοι εκ νέου.

«Μην ξεχάσετε να μιλήσετε έτσι όπως σας ορμήνε-ψα».

«Ούχι, πατ’ρούλι, διν θα ξ’χάσουμε».

«Αυτός είναι ο τσάρος;» ρώτησε ο σιδεράς έναν από τους Ζαπορόγους.

«Ποιος τσάρος, καημένε! Αυτός είναι ο ίδιος ο Ποτέμκιν», απάντησε εκείνος.

Στο διπλανό δωμάτιο ακούστηκαν φωνές, και ο σιδεράς δεν ήξερε πού να πρωτοκοιτάξει μέσα στο πλήθος των κυριών που μπήκαν, με τα ατλαζένια φορέματα με τις μακριές ουρές, και τους αυλικούς με τα χρυσοκέντητα καφτάνια και τις αλογοουρές τους. Έβλεπε μόνο μια λάμψη και τίποτα παραπάνω. Οι Ζαπορόγοι έπεσαν ξαφνικά καταγής και φώναξαν με μια φωνή:

«Ελέησε μας, μητερούλα! Ελέησε!» ο σιδεράς, μη βλέποντας τίποτα, ξάπλωσε πρόθυμα στο πάτωμα.

«Σηκωθείτε!» ακούστηκε από πάνω του μια προστακτική και μαζί ευχάριστη φωνή. Κάποιοι από τους αυλικούς κινήθηκαν και σκούντησαν τους Ζαπορόγους.

«Δε σηκωνόμαστε, μητερούλα! Δε σηκωνόμαστε! Καλύτερα να πεθάνουμε, αλλά δε θα σηκωθούμε!» φώναζαν οι Ζαπορόγοι.

Ο Ποτέμκιν δάγκωνε τα χείλη του. Τελικά πλησίασε ο ίδιος και κάτι ψιθύρισε προστακτικά σε έναν από τους Ζαπορόγους. Οι Ζαπορόγοι σηκώθηκαν αμέσως.

Τότε πήρε το θάρρος κι ο σιδεράς και σήκωσε το κεφάλι και είδε να στέκεται μπροστά του μια μάλλον κοντή γυναίκα, κάπως μάλιστα παχουλή, πουδραρισμένη, με γαλάζια μάτια και με εκείνο το μεγαλοπρεπώς χαμογελαστό ύφος, που ήξερε τόσο καλά να υποτάσσει τα πάντα και που μπορούσε να ανήκει μόνο σε μια αυτοκράτειρα.

«Ο εκλαμπρότατος υποσχέθηκε να με γνωρίσει σήμερα με το λαό μου, που μέχρι τώρα δεν έχω δει ακόμα», έλεγε η κυρία με τα γαλάζια μάτια, περιερ-γαζόμενη τους Ζαπορόγους. «Σας υποδέχτηκαν καλά εδώ;» συνέχισε, πλησιάζοντάς τους.

«Νι, φχαρ’στούμι, μιτιρούλα! Η τροφοδοσία είναι καλή, αν και τα αρνιά εδώ δεν έχουν καμιά σχέση με τα δικά μας στο Ζαπορόζιε, γιατί να μη ζήσουμε λοιπόν με κάποιον τρόπο κι εμείς;…»

Ο Ποτέμκιν συνοφρυώθηκε, βλέποντας ότι οι Ζα-πορόγοι έλεγαν εντελώς άλλα από εκείνα που τους είχε δασκαλέψει…

Ένας από τους Ζαπορόγους βγήκε κορδωμένος μπροστά: «Έλεος, μητερούλα! Τι σε κάνει να θυμώνεις με τον πιστό λαό σου; Σάμπως δώσαμε το χέρι στον καταραμένο τον Τάταρο; Σάμπως συμφωνήσαμε για κάτι με τον Τούρκο; Σάμπως σε προδώσαμε με πράξεις ή με σκέψεις; Γιατί λοιπόν τέτοια δυσμένεια; Πρώτα ακούσαμε πως έδωσες προσταγές να χτιστούν φρούρια εναντίον μιας. Έπειτα ακούσαμε ότι θέλεις να μας μετατρέψεις σε τουφεκάδες(5). Τώρα ακούμε για νέες συμφορές. Σε τι έφταιξαν οι πολεμιστές του Ζαπο-ρόζιε; Επειδή πέρασαν το στρατό σου μέσα από το Περεκόπ και βοήθησαν τους στρατηγούς σου να σφάξουν τους Κριμιαίους;…»

Ο Ποτέμκιν σιωπούσε και αδιάφορα καθάριζε με ένα μικρό βουρτσάκι τα μπριλάντια με τα οποία ήταν γεμάτα τα χέρια του.

«Και τι θέλετε, λοιπόν;» ρώτησε με ενδιαφέρον η Αικατερίνη.

Οι Ζαπορόγοι κοιτάχτηκαν μεταξύ τους μιε νόημα.

«Τώρα είναι η ώρα! Η τσαρίνα ρωτάει τι θέλετε!» είπε μέσα του ο σιδεράς και αίφνης έπεσε στο πάτωμα.

«Η τσαρική μεγαλειότητά σας μη διατάξετε να με αποκεφαλίσουν, διατάξτε να με λυπηθούν! Από τι υλικό, μη θυμώνει η τσαρική χάρη σας, έχουν γίνει τα γοβάκια που φοράτε στα πόδια σας; Νομίζω πως καμιά κεντήστρα, πουθενά στον κόσμο, δεν μπορεί να φτιάξει τέτοια. Αχ, Θεούλη μου, και να φορούσε τέτοια γοβάκια η αγαπημένη μου!»

Η άνασσα έσκασε στα γέλια. Οι αυλικοί επίσης. Ο Ποτέμκιν συνοφρυώθηκε κάπως και ύστερα χαμογέλασε. Οι Ζαπορόγοι άρχισαν να σκουντάνε το σιδερά, πιστεύοντας πως είχε χάσει τα λογικά του.

«Σήκω!» είπε τρυφερά η άνασσα, «αν θέλεις τόσο πολύ να έχεις τέτοια γοβάκια, θα τα έχεις. Φέρτε του αμέσως τα πιο ακριβά γοβάκια, με το χρυσό! Αλήθεια, μου αρέσει αυτός ο αυθορμητισμός! Ορίστε…», συνέχισε η άνασσα στρέφοντας τα μάτια της σε κάποιον που στεκόταν απόμερα, με γεμάτο αλλά ελαφρώς χλομό πρόσωπο(6), του οποίου η σεμνή ρεντιγκότα με τα μεγάλα μαργαριταρένια κουμπιά μαρτυρούσε ότι δεν ανήκε στον κύκλο των αυλικών, «να θέμα αντάξιο της ευφυέστατης πένας σας!»

«Είστε, η αυτοκρατορική μεγαλειότητά σας, υπερβολικά ευμενής. Εδώ χρειάζεται τουλάχιστον ένας Λαφοντέν!» απαντούσε, υποκλινόμενος, ο άνθρωπος με τα μαργαριταρένια κουμπιά.

«Στο λόγο μου, θα σας πω ότι μέχρι τώρα είμαι τρελαμενη με τον “Καπετάνιο” σας. Είναι υπέροχος! Αλλά», συνέχισε η άνασσα, απευθυνόμενη και πάλι στους Ζαπορόγους, «άκουσα ότι στη Σετς, εκεί σε σας, ποτέ δεν παντρεύονται».

«Μα πώς, μιτ’ρούλα! Ο άνθρωπος, το ξέρεις και μόνη σου, χωρίς γυναίκα δεν μπορεί να ζήσει», απάντησε ο ίδιος εκείνος Ζαπορόγος που κουβέντιαζε μιε το σιδερά, και ο σιδεράς τα ’χασε ακούγοντας τον Ζαπο-ρόγο, που ήξερε τόσο καλά την επίσημη γλώσσα, να μιλάει με την τσαρίνα, λες και το έκανε επίτηδες, με την πιο άξεστη, χωριάτικη λαλιά. «Πονηρός κόσμος!» σκέφτηκε. «Σίγουρα θα έχει τους λόγους του που το κάνει αυτό».

«Εμείς δεν είμαστε καλογέροι», συνέχισε ο Ζαπορόγος, «αλλά αμαρτωλοί ανθρώποι. Μας αρέσει, όπως και ολωνών των άλλων χριστιανών, η καλοπέραση. Υπάρχουν μεταξύ μας όχι λίγοι, που έχουν γυναίκες, αλλά δε ζούνε μαζί τους στη Σετς. Υπάρχουν κι αυτοί που έχουν γυναίκες στην Πολωνία. Υπάρχουν κι εκείνοι που έχουν γυναίκες στην Ουκρανία. Υπάρχουν κι εκείνοι που έχουν γυναίκες ακόμα και στην Τουρκιά».

Εκείνη τη στιγμή φέρανε στο σιδερά τα γοβάκια. «Θεούλη μου, τι κέντημα είναι τούτο!» φώναξε από τη χαρά του, αρπάζοντας τα γοβάκια. «Η αυτοκρατορική μεγαλειότητα σας! Ε, λοιπόν, όταν φοράς τέτοια παπούτσια στα πόδια, με τα οποία, όπως θα περίμενε κανείς, υψηλοτάτη, σίγουρα μπορείτε και να γλιστράτε κάνοντας φιγούρες ακόμα και στον πάγο, τότε πώς πρέπει να είναι αυτά τα ποδαράκια; Νομίζω, το λιγότερο, από αγνή ζάχαρη».

Η άνασσα, η οποία όντως είχε τα πιο καλλίγραμμα και θεσπέσια πόδια, δεν μπορούσε να μη χαμογελάσει, ακούγοντας ένα τέτοιο κομπλιμέντο από τα χείλη του απλοϊκού σιδερά, ο οποίος με τα ρούχα του Ζαπορόγου μπορούσε να θεωρηθεί κι όμορφος, παρά το μελαψό του πρόσωπο.

Χαρούμενος από μια τόσο ευμενή προσοχή, ο σιδεράς ήθελε να ρωτήσει την τσαρίνα για όλα: είναι αλήθεια ότι οι τσάροι τρώνε μόνο μέλι και βούτυρο και τα λοιπά, αλλά ένιωσε ότι οι Ζαπορόγοι τον σκουντούσαν στα πλευρά, κι έτσι αποφάσισε να σωπάσει. Κι όταν η άνασσα στράφηκε στους γέροντες και άρχισε να τους ρωτάει πώς ζούνε στη Σετς, τι συνήθειες έχουν, πισω-πατώντας, έσκυψε προς την τσέπη του και είπε σιγανά: «Πάρε με από δω γρήγορα!» και ξαφνικά βρέθηκε πίσω από τα ξύλινα τείχη.

«Πνίγηκε! Μα τον Θεό, πνίγηκε! Να, να μην ξανα-κουνηθώ από τη θέση μου, αν δεν πνίγηκε!» τραύλιζε η χοντρή υφάντρα, στο κέντρο μιας παρέας γυναικών στην Ντικάνκα, καταμεσής του δρόμου.

«Γιατί, μήπως είμαι καμιά ψεύτρα; Μήπως έκλεψα την αγελάδα κανενός; Μήπως μάτιασα κανέναν και δε με πιστεύουνε;» φώναζε μια γυναίκα με κοζάκικο ζιπούνι και κατακόκκινη μύτη, χειρονομώντας: «Να, να μην ξαναβάλω νερό στο στόμα μου, αν η γριά Περε-περτσίχα δεν είδε με τα ίδια της τα μάτια πως κρεμάστηκε ο σιδεράς!»

«Κρεμάστηκε ο σιδεράς; Τώρα μάλιστα!» είπε ο κοινοτάρχης βγαίνοντας από του Τσουμπ και πλησιάζοντας τις γυναίκες που κουβέντιαζαν.

«Πες καλύτερα να μην ξαναβάλεις ποτέ βότκα στο στόμα σου, γριά μεθυστακαλού!» απάντησε η υφάντρα. «Πρέπει να είναι κανείς τρελός όσο του λόγου σου για να πάει να κρεμαστεί! Πνίγηκε, πνίγηκε στο ρέμα! Εκείνο που ξέρω εγώ είναι ότι ήσουνα πριν από λίγο στο καπηλειό».

«Σιχαμένη! Είδες, άρχισε τώρα να μιε κατηγορεί!» διαμΛρτυρήθηκε οργισμένη η γυναίκα με την κατακόκ-κινη μύτη. «Εσύ να σωπαίνεις, άχρηστη! Λες και δεν ξέρω ότι ο διάκος έρχεται σπίτι σου κάθε βράδυ!»

Η υφάντρα φούντωσε.

«Τι πράγμα; Ο διάκος; Σε ποιον πάει ο διάκος; Γιατί λες ψέματα;»

«Ο διάκος;» ρώτησε πλησιάζοντας την παρέα των γυναικών που καβγάδιζαν η διάκαινα, που φορούσε μια κάπα από γούνα λαγού, καλυμμένη με μπλε γυαλιστερό ύφασμα. «Τώρα θα σας πω εγώ με το διάκο! Ποια μίλησε για το διάκο;»

«Να, τούτην εδώ επισκέπτεται ο διάκος!» είπε η γυναίκα με την μπλαβιά μύτη δείχνοντας την υφάντρα.

«Α, ώστε εσύ είσαι σκύλα», είπε η διάκαινα, ορμιώ-ντας στην υφάντρα. «Ώστε εσύ, μάγισσα, τον ζαλίζεις και τον ποτίζεις κακό βοτάνι, για να έρχεται σ’ εσένα!»

«Παράτα με, σατανά!» έλεγε πισωπατώντας η υφάντρα.

«Φύγε από δω, καταραμένη μάγισσα, που να μην προκάμεις να δεις παιδιά, άχρηστη! Φτου!…» είπε η διάκαινα και έφτυσε καταπρόσωπο την υφάντρα.

Η υφάντρα επιχείρησε να κάνει το ίδιο, αλλά κατά λάθος έφτυσε το αξύριστο γένι του κοινοτάρχη, ο οποίος, για να ακούει καλύτερα, είχε μπει ανάμεσα στις γυναίκες που βρίζονταν. «Α, απαίσιο θηλυκό!» φώναξε ο κοινοτάρχης σκουπίζοντας με το μανίκι του το πρόσωπο και σηκώνοντας το μαστίγιό του. Η κίνηση αυτή τις έκανε να σκορπίσουν, βρίζοντας προς όλες τις κατευθύνσεις. «Τι σίχαμα!» επαναλάμβανε συνεχίζοντας να σκουπίζεται. «Ώστε ο σιδεράς πνίγηκε! Θεούλη μου, και τι σπουδαίος ζωγράφος ήταν! Τι ωραία μαχαίρια, δρεπάνια, άροτρα ήξερε να σμιλεύει! Και τι δυνατός ήταν! Ναι», συνέχισε συλλογισμένος, «τέτοιοι άνθρωποι δεν υπάρχουν πολλοί στο χωριό μας. Και το είχα καταλάβει, καθισμένος μέσα στο σακί, ότι ο δύστυχος δεν ήταν καθόλου στα κέφια του. Ώστε έτσι, λοιπόν, ο σιδεράς! Ήταν, αλλά τώρα δεν είναι πια! Κι εγώ που ετοιμαζόμουν να πεταλώσω σ’ αυτόν την παρδαλή φοράδα μου…» Γεμάτος με τέτοιες χριστιανικές σκέψεις, ο κοινοτάρχης κίνησε για το σπίτι του.

Ή Οξάνα σάστισε όταν τα νέα έφτασαν ως αυτήν. Δεν πίστευε πολύ στα μάτια της Περεπερτσίχα και στα κουτσομπολιά των γυναικών: ήξερε ότι ο σιδεράς ήταν αρκετά θεοσεβούμενος και δε θα αποφάσιζε να καταστρέψει την ψυχή του. Αλλά, αν όντως έφυγε από το χωριό, αποφασισμένος να μην ξαναγυρίσει; Και σιγά μη βρεθεί σε άλλον τόπο τέτοιο παλικάρι σαν το σιδερά! Πόσο την αγαπούσε! Άντεχε περισσότερο από όλους τα καπρίτσια της! Η πεντάμορφη στριφογυρνού-σε όλη τη νύχτα κάτω από την κουβέρτα της, πότε στο ένα πλευρό πότε στο άλλο, και δεν μπορούσε να αποκοιμηθεί. Άλλοτε πεταγόταν επάνω, και με την αφοπλιστική της γύμνια, που το σκοτάδι της νύχτας την έκρυβε κι απ’ αυτή την ίδια, σχεδόν φωναχτά μάλωνε τον εαυτό της, και άλλοτε κουλουριασμένη σε μια άκρη του κρεβατιού προσπαθούσε να μη σκέφτεται τίποτα. Όμως σκεφτόταν. Κι έκαιγε ολόκληρη. Ώσπου να φτάσει το πρωί, ήταν ερωτευμένη με το σιδερά μέχρι τα μπούνια.

Ο Τσουμπ δεν εκδήλωσε ούτε χαρά ούτε λύπη για την τύχη του Βακούλα. Τις σκέψεις του τις απασχολούσε άλλο πράγμα. Δεν μπορούσε με τίποτα να ξεχά-σει την προδοσία της Σολόχας και νυσταγμένος δε σταματούσε να τη βρίζει.

Ξημέρωσε. Η εκκλησία γέμισε με κόσμο πριν καν φωτίσει η μέρα. Ηλικιωμένες γυναίκες, με άσπρες μαντίλες και άσπρες μπλούζες, σταυροκοπιούνταν ευλαβικά στην είσοδο της εκκλησίας. Οι αρχόντισσες, άλλες με πράσινες και κίτρινες ζακέτες και άλλες με γαλάζια καφτάνια και χρυσαφιούς φιόγκους από πίσω, στέκονταν μπροστά από αυτές. Οι κοπελιές, με αμέτρητες πολύχρωμες κορδέλες πλεγμένες στα μαλλιά και λαμπερά περιδέραια, σταυρούς και δουκάτα στο λαιμό, προσπαθούσαν να πλησιάσουν το εικονοστάσι. Αλλά πριν από όλους στέκονταν οι άρχοντες και οι απλοί χωρικοί με τα μουστάκια τους, τα τσουλούφια τους, τους χοντρούς σβέρκους τους και τα φρεσκοξυρισμένα σαγόνια τους, οι πιο πολλοί με κάπες, κάτω από τις οποίες ξεπετάγονταν άσπρες ή μπλε μάλλινες μπλούζες. Όλα τα πρόσωπα, όπου κι αν κοιτούσες, ήταν γιορτινά. Ο κοινοτάρχης γλειφόταν, με τη σκέψη του στο σαλάμι που θα απολάμβανε σε λίγο. Οι κοπελιές ονειροπολούσαν για το πώς θα γλιστρούσαν αργότερα πάνω στους πάγους παρέα με τους νεαρούς. Οι γριές, πιο πρόθυμα από ποτέ άλλοτε, προσεύχονταν.

Σε όλη την εκκλησία ακούγονταν οι γονυκλισίες του κοζάκου Σβερμπιγκούζ. Μόνο η Οξάνα στεκόταν σαν να μην ήταν ο εαυτός της… Προσευχόταν και δεν προσευχόταν. Στην καρδιά της είχαν φωλιάσει τόσα διαφορετικά συναισθήματα, το ένα πιο στενάχωρο από το άλλο, το ένα πιο θλιβερό από το άλλο, που στο πρόσωπό της αποτυπώθηκε όλη η σαστιμάρα του κόσμου. Δάκρυα τρεμόπαιζαν στα μάτια της. Τα κορίτσια δεν μπορούσαν να καταλάβουν την αιτία και δεν υποψιάζονταν ότι ευθυνόταν γι’ αυτό ο σιδεράς. Ωστόσο, ο σιδεράς δεν απασχολούσε μόνο την Οξάνα. Όλοι οι χωριανοί είχαν προσέξει ότι η γιορτή δεν ήταν και τόσο γιορτή. Ότι κάτι έλειπε. Ο διάκος, προς μεγάλη στενοχώρια του, μετά την περιπέτεια με το σακί είχε βραχνιάσει και ψέλλιζε με φωνή που μόλις ακουγόταν. Είναι αλήθεια ότι ο επισκέπτης του ο ψάλτης έπιανε θαυμάσια τα μπάσα, αλλά πόσο καλύτερα θα ήταν αν παρευ-ρισκόταν κι ο σιδεράς, ο οποίος πάντα, μόλις άρχιζαν το Πάτερ ημών ή το Χερουβικό, ανέβαινε στο αναλόγιο και έψελνε από εκεί κατά τον τρόπο που ψέλνουν και στην Πολτάβα. Επιπλέον, μόνο εκείνος είχε τη θέση του εκκλησιαστικού επίτροπου. Τέλειωσε ο όρ-θρος και μετά τον όρθρο τέλειωσε κι η λειτουργία… Πού, στ’ αλήθεια, χάθηκε αυτός ο σιδεράς;

Πολύ πολύ νωρίς, πριν ακόμα καλοξημερώσει, ο διάβολος με το σιδερά είχαν επιστρέψει πίσω στο χωριό. Μέσα σε μια στιγμή, ο Βακούλα βρέθηκε στο σπίτι του. Εκείνη την ώρα λάλησε ο πετεινός. «Πού πας;» είπε ο Βακούλα, αρπάζοντας από την ουρά το διάβολο, που ετοιμαζόταν να το σκάσει. «Περίμενε, φίλε, δεν τελειώσαμε: δε σε ευχαρίστησα ακόμα». Παίρνοντας τότε το καμουτσί του, του έριξε τρία χτυπήματα, κι ο δύστυχος ο διάβολος βάλθηκε να τρέχει σαν χωριάτης που του τις έβρεξε ο χωροφύλακας. Κι έτσι, αντί να ξεγελάει, να παρασέρνει και να ανακατώνει τους άλλους, ο εχθρός του ανθρώπινου γένους την είχε πάθει ο ίδιος. Κατόπιν τούτου, ο Βακούλα δρασκέλισε το κατώφλι, σωριάστηκε στο άχυρο και κοιμήθηκε μέχρι το μεσημέρι. Όταν ξύπνησε, φοβήθηκε βλέποντας ότι ο ήλιος είχε ανέβει ψηλά. «Έχασα τον όρθρο και την πρωινή λειτουργία!» Στο σημείο αυτό ο ευυπόληπτος σιδεράς έπεσε σε μεγάλη θλίψη, στη σκέψη ότι ο Θεός, τιμωρώντας τον για την αμαρτωλή πρόθεσή του να χάσει την ψυχή του, του έστειλε επίτηδες τον ύπνο, που τον εμπόδισε να παραβρεθεί στην επίσημη γιορτή στην εκκλησία. Ωστόσο ησύχασε κάπως, όταν σκέ-φτηκε ότι την επόμενη βδομάδα θα μπορούσε να εξομολογηθεί γι’ αυτό στον παπά, κι από σήμερα κιόλας θα έκανε πενήντα μετάνοιες το χρόνο. Έριξε μια ματιά ένα γύρο στο σπίτι. Δεν ήταν κανείς εκεί. Φαίνεται ότι η Σολόχα δεν είχε επιστρέψει ακόμα. Προσεχτικά έβγαλε κάτω από το πουκάμισό του τα γοβάκια, θαύμασε μια ακόμα φορά την ακριβή δουλειά που είχαν επάνω και αναλογίστηκε τα συμβάντα της προηγούμενης νύχτας. Νίφτηκε, ντύθηκε όσο καλύτερα γινόταν, με τα ίδια εκείνα ρούχα που είχε πάρει από τους Ζαπορόγους, έβγαλε από το σεντούκι τον καινούργιο του σκούφο, τον μυτερό, από γούνα προβάτου, που δεν τον είχε φορέσει ακόμα ούτε μια φορά από τότε που τον είχε αγοράσει στην Πολτάβα. Έβγαλε και την καινούργια πολύχρωμη ζώνη. Τα έβαλε όλα μαζί με το μαστίγιο σε ένα μαντίλι και τράβηξε κατευθείαν για του Τσουμπ.

Ο Τσουμπ γούρλωσε τα μάτια μόλις μπήκε ο σιδεράς, και δεν ήξερε τι να θαυμάσει: το ότι ο σιδεράς είχε αναστηθεί, το ότι είχε τολμήσει να πάει σπίτι του, ή το ότι είχε στολιστεί τόσο κομψά και έμοιαζε με Ζαπορό-γο. Αλλά, ακόμα περισσότερο τα έχασε όταν ο Βακούλα έλυσε το μαντίλι και ακούμπησε μπροστά του έναν καινούργιο σκούφο και μια ζώνη, που παρόμοιά τους δεν είχε δει το χωριό, κι ο ίδιος γονάτισε μπροστά του και είπε με ικετευτική φωνή: «Κάνε μου τη χάρη, πατερούλη, μην οργίζεσαι! Να και το μαστίγιο. Χτύπα με όσο τραβάει η ψυχή σου, παραδίνομαι. Μετανιώνω για όλα. Χτύπα με, μόνο μην οργίζεσαι! Κάποτε ήσουν αδερφοποιτός με το μακαρίτη τον πατέρα μου, μαζί ψωμί κι αλάτι τρώγατε και μαζί τα πίνατε».

Ο Τσουμπ, με κρυφή ικανοποίηση, έβλεπε πως ο σιδεράς, που δε σήκωνε στο σπαθί του μύγα, αυτός που λύγιζε με τη χούφτα του πενταράκια και πέταλα σαν να ήταν τηγανίτες, αυτός ο ίδιος σιδεράς γονάτιζε μπροστά του. Για να μην τον δει να ξεπέφτει ακόμα περισσότερο, ο Τσουμπ πήρε το μαστίγιο και τον χτύπησε στην πλάτη τρεις φορές. «Λοιπόν, αρκετά, σήκω πάνω! Τους μεγάλους να τους ακούς! Ας ξεχάσουμε όλα όσα συνέβησαν μεταξύ μας! Και τώρα, λέγε τι θέλεις;»

«Να με παντρέψεις με την Οξάνα, πατερούλη!»

Ο Τσουμπ το σκέφτηκε για λίγο, κοίταξε το σκούφο και τη ζώνη -ο σκούφος ήταν μαγευτικός, η ζώνη δεν πήγαινε πίσω— θυμήθηκε και την προδοσία της Σολόχας και είπε αποφασιστικά! «Ντόμπρε! Στείλε προξενητές!»

«Αχ!» φώναξε η Οξάνα, περνώντας εκείνη τη στιγμή το κατώφλι και βλέποντας το σιδερά, ενώ κάρφωνε πάνω του με κατάπληξη και χαρά τα μάτια της.

«Δες τι γοβάκια σου έφερα!» είπε ο Βακούλα. «Αυτά που φοράει η τσαρίνα».

«Όχι, όχι! Δε μου χρειάζονται γοβάκια!» έλεγε εκείνη κουνώντας τα χέρια, χωρίς να παίρνει τα μάτια της από πάνω του. «Εγώ, και χωρίς τα γοβάκια…» δεν τέλειωσε τη φράση της και κοκκίνισε.

Ο σιδεράς την πλησίασε και την έπιασε από το χέρι. Η ομορφονιά χαμήλωσε τα μάτια. Ποτέ δεν υπήρξε τόσο εξαίσια ωραία. Ο μαγεμένος σιδεράς τη φίλησε απαλά και το πρόσωπό της φούντωσε ακόμα πιο πολύ κι έγινε ακόμα πιο όμορφη.

Περνώντας από την Ντικάνκα ο αρχιερέας με το μισο-χαμένο μνημονικό παίνεψε την τοποθεσία όπου βρίσκεται το χωριό και διασχίζοντας το δρόμο σταμάτησε μπροστά σε ένα καινούργιο χωριατόσπιτο. «Ποιανού είναι αυτή η τόσο όμορφα σκαλισμένη ίσμπα;» ρώτησε ο παναγιότατος την όμορφη γυναίκα που στεκόταν στην πόρτα με ένα μωρό στην αγκαλιά. «Του Βακούλα του σιδερά!» είπε υποκλινόμενη βαθιά η Οξάνα, γιατί αυτή ήταν βεβαίως. «Υπέροχα! Υπέροχη δουλειά!» είπε ο παναγιότατος, παρατηρώντας την πόρτα και τα παράθυρα. Τα παράθυρα ήταν βαμμένα γύρω γύρω με κόκκινη μπορντούρα. Και στις πόρτες ήταν σκαλισμένοι κοζάκοι πάνω στα άλογα με τα τσιμπούκια τους στο στόμα. Αλλά ακόμα περισσότερο παίνεψε ο παναγιότατος τον Βακούλα, όταν έμαθε ότι υλοποιώντας τη μετάνοιά του έβαψε δωρεάν το αριστερό αναλόγιο της εκκλησίας, πράσινο με κόκκινα λουλούδια. Όμως αυτό δεν ήταν όλο. Στον πλαϊνό τοίχο, όπως μπαίνεις στην εκκλησία, ζωγράφισε ο Βακούλα το δαίμονα στον Άδη τόσο αηδιαστικό, ώστε όσοι περνούσαν από δίπλα τον έφτυναν. Και οι γυναίκες, με το που άρχιζαν να κλαίνε τα μωρά στην αγκαλιά τους, τα πήγαιναν στη ζωγραφιά και έλεγαν: «Μην κλαις, θα σε πάρει ο σατανάς στην Κόλαση!» Και τα μωρά, συγκρατώντας τα δάκρυα, κοίταζαν την εικόνα και σφίγγονταν πάνω στο στήθος της μάνας τους.

1 «Λέω τα κάλαντα» σημαίνει τραγουδώ την παραμονή των Χριστουγέννων κάτω από τα παράθυρα των σπιτιών ειδικά ευχετήρια τραγούδια, τα κάλαντα. Ο νοικοκύρης, η νοικοκυρά ή όποιος βρίσκεται σπίτι την ώρα εκείνη ρίχνει στο σακί, που κρατάει ο καλα-ντιστής, σαλάμι, ψωμί, ένα χάλκινο γρόσι, ο καθένας ό,τι μπορεί. Λένε πως υπήρξε κάποτε μια ειδωλολατρική θεότητα, ο Κολιάντ, απ’ όπου και η λέξη κάλαντα. Ποιος ξέρει; Δε θα το κρίνουμε εμείς, οι απλοί άνθρωποι. Την προηγούμενη χρονιά, ο πάτερ Όσιπ απαγόρευσε τα κάλαντα έξω από τα χωριατόσπιτα, λέγοντας ότι τα κάλαντα εξυπηρετούν το σατανά. Ωστόσο, για να πούμε την αλήθεια, στα κάλαντα δεν αναφέρεται τίποτα απολύτως για τον Κολιάντ. Μιλούν μονάχα για τη γέννηση του Χριστού και στο τέλος εύχονται υγεία στο νοικοκύρη, στη νοικοκυρά, στα παιδιά και σ’ όλο το σπίτι. (Παρατηρήσεις ενός μελισσοχόμου). (Σ.τ.Σ.)

2 «Γερμανό» αποκαλούν στα μέρη μας όποιον είναι από ξένη χώρα, έστω κι αν είναι Γάλλος, Σουηδός ή κάτι άλλο, όλοι είναι «Γερμανοί». (Σ.τ.Σ.)

3 Έτσι λεγόταν στην παλιά Ρωσία το πιλάφι από σιτάρι, μέλι και βρασμένα αποξηραμένα φρούτα που έτρωγαν την παραμονή των Χριστουγέννων. (Σ.τ.Μ.)

4 Τραγούδια που έλεγαν οι νέοι την παραμονή της Πρωτοχρονιάς. Τα κάλαντα ήταν μόνο για την παραμονή των Χριστουγέννων. (Σ.τ.Μ.)

5 Η Αικατερίνη η Μεγάλη υποχρέωσε τους κοζάκους του Ζαπο-ρόζιε να υπηρετούν στο στρατό, και το 1775 κατέστρεψε τις επαρχίες των κοζάκων και μοίρασε τη γη τους στους ευνοούμε-νούς της. (Σ.τ.Μ.)

6 Πρόκειται για τον Ντ. I. Φονβίζιν, διάσημο σατιρικό συγγραφέα. (Σ.τ.Μ.)1 «Λέω τα κάλαντα» σημαίνει τραγουδώ την παραμονή των Χριστουγέννων κάτω από τα παράθυρα των σπιτιών ειδικά ευχετήρια τραγούδια, τα κάλαντα. Ο νοικοκύρης, η νοικοκυρά ή όποιος βρίσκεται σπίτι την ώρα εκείνη ρίχνει στο σακί, που κρατάει ο καλα-ντιστής, σαλάμι, ψωμί, ένα χάλκινο γρόσι, ο καθένας ό,τι μπορεί. Λένε πως υπήρξε κάποτε μια ειδωλολατρική θεότητα, ο Κολιάντ, απ’ όπου και η λέξη κάλαντα. Ποιος ξέρει; Δε θα το κρίνουμε εμείς, οι απλοί άνθρωποι. Την προηγούμενη χρονιά, ο πάτερ Όσιπ απαγόρευσε τα κάλαντα έξω από τα χωριατόσπιτα, λέγοντας ότι τα κάλαντα εξυπηρετούν το σατανά. Ωστόσο, για να πούμε την αλήθεια, στα κάλαντα δεν αναφέρεται τίποτα απολύτως για τον Κολιάντ. Μιλούν μονάχα για τη γέννηση του Χριστού και στο τέλος εύχονται υγεία στο νοικοκύρη, στη νοικοκυρά, στα παιδιά και σ’ όλο το σπίτι. (Παρατηρήσεις ενός μελισσοχόμου). (Σ.τ.Σ.)

Πηγή: https://poihtikakailogotexnikaanalogia.blogspot.com/2013/12/nikolai-gogol.html?m=1

Χριστουγεννιάτικο Διήγημα: “Φιλόστοργοι” του Αλέξανδρου Παπαδιαμάντη

Μίαν πρωίαν προ τριών ετών, ήτο τας παραμονάς των Χριστουγέννων, η κυρά-Πράπω η Σκαλιώτισσα, ψηλή, χονδρή γυναικάρα πενηνταοκτώ ετών, είχε σηκωθή να πάγη να επισκεφθή την νοννάν της εις τα Πατήσια. Είχε σπιτάκια με μεγάλην αυλήν, εις μίαν άκρην της πόλεως, όπου έτρεφε γίδες και προβατίνες και κότες και φραγκόκοτες και περιστέρια. Το γάλα το επώλει προς ογδόντα λεπτά με την οκάν την ιδική της. Τα περιστέρια, εκτάκτως μόνον, χωρίς ωρισμένον τιμολόγιον, αν της είχε πνίξει κανέν η γάττα, ή αν εύρισκε μουστερήδες Γάλλους ή Ιταλούς του θεάτρου. Τ’ αυγά προς 15 λεπτά το εν, την σαρακοστήν. Αυτή, αν ωρέγετο να φάγη αυγά, πράγμα σπάνιον, θα επήγαινεν εις την μεγάλην αγοράν να τα ψωνίση. Τα εύρισκε προς μίαν δεκάρα τα τρία, σπασμένα, αλλά φρέσκα, και με δοκιμήν. Πού να γελασθή αυτή!

Την πρωίαν εκείνην είχε σηκωθή με απόφασιν να πάγη να επισκεφθή την νοννάν της, ήτις ήτο αρχόντισσα έχουσα οικίαν εις τα Πατήσια. Ηρχοντο Χριστούγεννα, επεθύμει να την φιλεύση κάτι τι. Τι άλλο από αυγά, εις την πραγματείαν των οποίων είχε ειδικότητα; Ηξευρεν, ότι θα εύρισκεν εκεί τον νοννόν της, τον υιόν της γραίας, όστις θα εφιλοτιμείτο να της πληρώση καλά το δώρον της. Εμέτρησε όσα αυγά είχε, και τα εύρε δεκατέσσαρα. «Να τους τα πάη όλα; έχουμε και λέμε 14 αυγά, από μία δεκάρα, 14 δεκάρες, μία και σαράντα, κι από μια πεντάρα ακόμα, 14 πεντάρες, 7 δεκάρες, 70 λεπτά. 70 και 1,40 – εμέτρησεν επί των δακτύλων – δυο και δέκα. Τότε θα έχανε μια δεκάρα. Διότι, βέβαια, δεν θα της έδιδε παραπάν’ από δυό δραχμές, ο νοννός, διά το πεσκέσι της. Να τους τα πάη τα δεκατρία, έχουμε και λέμε όξου τα 15 λεπτά, 1,95 θα εκέρδιζε μια πεντάρα. Διότι πάντοτε δυό δραχμές θα της τα επλήρωνεν ο νοννός της. Ας είναι τα 13. Μα το 13 λένε πως δεν είναι καλό νούμερο. Να τους τα πάει τα δώδεκα;… Είπαμε πόσα; 1,90, τα δεκατρία; Πόσα είπαμε; 2,10 τα δεκατέσσαρα… Βγάλε τα 15, μένουν 1,95. Ναι, μια και 95. Βγάλε τα 15, κάνουν 1,80 τα δώδεκα. Ας τους πάει τα δώδεκα που είναι καλό νούμερο… Δεν θα της δώση παρακάτω από ένα δίδραχμο ο νοννός της και ρέστα δεν θα καταδεχθή να πάρη, και πού να έχη αυτή ρέστα επάνω της; Ναι, τα δώδεκα θα τους πάη».

Τα ετύλιξεν εις λευκόν, καθαρόν μανδήλιον, κι εξεκίνησε πεζή, κούτσα-κούτσα, διότι δεν ήτο τόσον γερή στα πόδια, διά τα Πατήσια. Είχεν υπολογίσει την ώραν οπού θα εύρισκεν εκεί τον νοννόν της, ελθόντα προ μικρού από το γραφείον του, πλην όχι αμέσως, αλλ’ ολίγον ύστερα, ευθύς μετά το γεύμα, ότε θα τους εύρισκεν ευδιάθετους. Ποτέ δεν θα έπραττεν, αυτή, το σφάλμα να παρουσιασθή ακριβώς την ώραν του γεύματος.

Η κυρα-Πράπω επέτυχε με το παραπάνω. Εδέχθησαν τα αυγά (τα οποία ήσαν ομολογουμένως πρόσφατα), της τα επλήρωσεν ο νοννός της εν δίδραχμον, μετά μικρού μορφασμού της νοννάς, ήτις όμως δεν ημπόρεσε να μην την καλέση να καθίση εις την ιδίαν τράπεζάν της, διά να χορτάση από τα αποφάγια. Η κυρα-Πράπω δεν ήτον εντελώς νηστική, αλλ’ είχε προγευματίσει εις τας δέκα. Έπειτα ο εξοχικός αήρ της είχεν ανοίξει την όρεξιν.

Αφού έκαμε διαφόρους ομιλίας, όχι αδεξίως, ύστερα, μεταξύ λόγων, παρενέβαλεν ότι είχεν έλθει πεζή, και παρεπονέθη διά τους πόδας της… ώκτειρε και τα γεράματα του συζύγου της, του μπαρμπα-Πράπη, όστις δεν ήτο πλέον ικανός διά τίποτε. Ο νοννός, όστις είχε γίνει πολύ ευδιάθετος από τα δύο κύπελλα γενναίου οίνου και από μικρόν ποτήριον σαρτρέζ με τον καφέν, έβγαλε και της έδωκε δύο ή τρεις δεκάρες, δια να πληρώση το λεωφορείον εις την επιστροφήν. Νέος μορφασμός της νοννάς, ήτις εσυλλογίζετο ότι τα αυγά θα τα ηγόραζε προς μίαν δεκάραν το εν, φρεσκότατα, εις τα Πατήσια, και ότι τα πόδια της αναδεκτής κανείς δεν τα είχε προσκαλέσει να λάβουν τον κόπον να μεταφέρωσιν εις τα Πατήσια το χονδρόν σώμα της.

Τελευταίον εμάζευσε με το θάρρος ολίγες πεπονόφλουδες, οπού είχαν μείνει επί της τραπέζης, διά την κατσίκαν της, τας ετύλιξεν εις το μανδήλι και απήλθεν. Είχε ξεκουρασθή πολύ και δεν έκρινεν επάναγκες ν’ ανέλθει εις το λεωφορείον. Εγύρισε πεζή. Επέρασεν από εν εξοχικόν σπιτάκι, όπου εκατοικούσε μιά περιβολάρισσα εξαδέλφη της, εφλυάρησεν αρκετά, εμάζευσε κι εκείθεν ό,τι εύρε χρήσιμον διά την κατσίκαν της, ενυκτώθη, κι επέστρεψεν εις την πόλιν κρατούσα μεγάλην αβασταγήν υπό την μασχάλην της.

Είκοσι βήματα πριν φθάση εις την οικίαν της, την ώραν οπού είχαν ανάψει τον εκεί φανόν του αερίου, βλέπει μικρόν παιδάκι οπού έκλαιε μεμονωμένον.
«Τι έχεις, παιδί μου;»
Το παιδίον εψέλλισε, ζητούν την μητέρα στο σπίτι.
-«Τίνος είσαι, μικρό μου;»
Το παιδίον δεν ήξευρε να πη τίνος ήτον.
«Πώς την λένε την μάννα σου;»
«Μαμά.»
«Και τον πατέρα σου;»
«Μπαμπά.»

Η κυρα-Πράπω ήτο εις αμηχανίαν. Έλαβε το παιδίον από την χείρα και το ωδήγησε μέχρι της θύρας της μάνδρας όπου ήτο το σπίτι της. Εκεί εστάθη επ’ ολίγα λεπτά, εφώναξε με την οξυτραχή φωνήν της την κόρην της, την Μαρίναν, να την ξαλαφρώση, και εις ταύτην ελθούσαν παρέδωκε την δέσμην με τες φλούδες και τα εξώφυλλα των φυτών, όσα εκόμιζε, και είτα έμεινε διστάζουσα, ερωτώσα μεγαλοφώνως τες γειτόνισσες, αν καμμιά εξ αυτών εγνώριζε το παιδίον.

Πολλαί το εκοίταξαν υπό το φως του αερίου, το έψαξαν, το εγύρισαν. Καμμιά δεν έτυχε να το γνωρίζη.

Κατά τύχην, ως σύνηθες εις τα παραμύθια, συνέβη να περνώ απ’ εκεί. Άλλως, ήμην γείτων, και ήτο η συνήθης ώρα ότε κατηρχόμην εις την συνοικίαν.

Η κυρα-Πράπω με είδε και με έκραξεν:
«Έλα… εσύ που έχεις γουρλίδικο χέρι», μου λέγει.

Μου ενθύμισεν αμέσως ότι προ ολίγων μηνών συνέβη να χαθή έν παιδίον, κι εκείνο, κατά περίπτωσιν, είχε πέσει εις τας χείρας αυτής, την ιδίαν ώραν της εσπέρας· ότι εγώ, ιδών αυτό κλαίον εις τας χείρας της και ζητούν την μαμά του, του έδωκα μίαν δεκάραν διά να μερώση. Ότι κατ’ ευτυχή συγκυρίαν, ευθύς μετά την δεκάραν, συνέβη να παρουσιασθή η μήτηρ του παιδίου, ήτις το ανεζήτει από ωρών, και να έλθει να το συμμαζεύση.

Έσκυψα και εκοίταξα το παιδίον. Δεν του έδωκα δεκάραν, έκαμα κάτι καλύτερον. Το εγνώρισα.
«Αυτό το παιδί είναι ο Γιώργος, του μαστρο-Δημήτρη του Χωριανού», είπα.

Ο μαστρο-Δημήτρης ο Χωριανός ηγάπα τα δύο παιδιά του με τόσον ένθερμον αγάπην, όσον ολίγοι γονείς εις τον κόσμον. Τόσον, ώστε ο ίδιος τους έκαμνε την μητέρα, και τούτο όχι δι’ έλλειψιν μητρός, οπότε το πράγμα θα ήτο ευεξήγητον, αλλά διότι η μήτηρ τούς έκαμνε… “τον άγγελον της εστίας”. Φαντάζομαι, μέλαθρον, χριστιανικήν οικίαν ελληνικήν ζωγραφισμένην με τας δύο κλίσεις της στέγης, ως δύο πτέρυγας αγγέλου-γυναικός τανυομένας επάνω της εστίας. Τοιαύτη μήτηρ ήτο η Γιακουμίνα, η φαμίλια του μαστρο-Δημήτρη του Χωριανού.

Ήτο μια χαρά να βλέπη τις τον μαστρο-Δημήτρην να κρατά εις την αγκάλην τον τριετή υιόν του, και να σύρη από την χείρα το πενταετές θυγάτριον, να οδηγή τα δύο παιδιά εις το πλησίον μικρόν μπακάλικον, διά να τους αγοράση “λιαλιά-κοκκά” να τα φιλεύση.

Τα δύο παιδιά ήστραπτον από καθαριότητα, και ήσαν ωραία και καλοθρεμμένα. Όλα τα αποτελέσματα ταύτα ήσαν έργο αγγέλου της εστίας, και ήσαν προιόν των κόπων και των μισθών του μαστρο-Δημήτρη, όστις ήτο ασπριστής ή χρωματιστής την τέχνην, και πράγμα σπάνιον, είχε κατορθώσει μόνον με την φιλοπονίαν και τα ημεροδούλια του να κτίση και ν’ αποκτήση (ήτο και ολίγον κτίστης) ένα μικρόν σπιτάκι, κάτω εις την εσχατιάν της πόλεως, εκείθεν του Μεταξουργείου. Και η φαμίλια του στο σπίτι έπλυνε, κι εσφουγγάριζε, κι έρραπτε, κι εμβάλωνε, κι εζύμωνε, κι εμαγείρευε, και ήτο όλη χάρις και χαρά της εστίας. Ποτέ δεν είδαν οι γείτονες τόσο καμαρωμένον ανδρόγυνον. Φαντασθήτε, η Γιακουμίνα, ομοία με χελιδόνα μητέρα, να στρώνη, να συγυρίζη, να ετοιμάζη την φωλεάν, και ο πατήρ όμοιος με πελαργόν, φέροντα τα χελιδονάκια της ανοίξεως, να φέρη, να βαστάζη και να κουβαλή τα δύο παιδιά, τα οποία ωνόμαζε συνήθως «ψέματα», ήξευρεν αυτός διατί. Διότι, πριν αποκτήση τα δύο τοιαύτα παιδιά ήτο «χαροκαμένος». Του είχαν αποθάνει άλλα δύο. Τον Γιώργο τον ωνόμαζεν «ένα ψέμα», διότι ήτο μικρός και τρυφερός. Και την Παρασκευήν την ωνόμαζεν «ψευτρού», ίσως διότι ανήκεν εις το φύλον το πλέον ψεύτικον.

Τα ηγάπα πράγματι ολοψύχως, τα ηγάπα πολύ – όχι όμως περισσότερον παρ’ όσον ηγάπα ο μπαρμπα-Στέργιος ο Παρκιώτης τα ιδικά του πέντε ή εξ παιδιά, μισήν δωδεκάδα σωστήν. Και ο μεν Δημήτρης ο Χωριανός ήτο νέος και ακμαίος ακόμη, ο δε μπαρμπα-Στέργιος ήτο γέρων και ασθενής. Έπασχεν από την νόσον την οποίαν ιάτρευε κρυφά ο Νικόλας ο Μανάβης. Ο Νικόλας ο Μανάβης είχε την δικαιοδοσίαν του εκτεινομένην τριγύρω εις του Ψυρρή, εις του Τάτση την Βρύσιν, εις του Τριγκέτα, εις τον Αι-Θανάσην, μέχρι της πλατείας Κουμουνδούρου. Ήτον σχεδόν τόσον κρυφός εις το εμπόριον, όσον και εις την ιατρικήν. Αυτός και ο γάιδαρός του δεν έβγαζαν ποτέ λέξιν ούτε φωνήν. Είναι ο μόνος μανάβης, όστις διατρέχει τακτικά, κάθε πρωί και μεσημέρι και βράδυ, με το γαϊδουράκι του, όλους αυτούς τους δρόμους και τους δρομίσκους, χωρίς να εξέρχεται γρυ από το στόμα του. Κάποτε μουρμουρίζει ή μασά κάτι τι – λάχανα, σέλινα ή κουνουπίδια – αλλά τόσον χαμηλά, ώστε μόνος αυτός τ’ ακούει.  Και το γαϊδουράκι του ποτέ δεν ηκούσθη να βγάλει ογκανισμόν. Ορμεμφύτως μιμείται τον αφέντην του.

Καμμίαν φοράν, ο Νικόλας, ενώ διατρέχει τους δρόμους, περιμένων να τον ιδεί καμμία πτωχή οικοκυρά να τον κράξει, διά να σταματήσει (ίσως έχει τακτικούς μουστερήδες, κρυφούς όσον και αυτός, έχοντας πεποίθησιν ότι δεν πωλεί ξίκικα), το απομεσήμερον, ή το βράδυ-βράδυ, βάλλει τον μικρόν τριετή υιόν του εις τα κάπουλα, ανάποδα βλέποντα προς την ουράν, ακουμβώντα τα νώτα επί των καλάθων, και του λέγει να κρατή την ουράν του γαϊδάρου, αλλ’ ο μικρός δεν έχει την ικανότητα, όθεν ο πατήρ αναγκάζεται να βαδίζη σιμά-σιμά, κρατών αυτός την ουράν του ζώου, διά να μη γλιστρήση και πέσει ο υιός του. Αυτό και μόνον το θέαμα θα με καθίστα ένθουν, εάν είχα λεπτά διαθέσιμα, ώστε ν’ αποφασίσω ν’ αγοράσω, όχι μόνον όλα τα λαχανικά του Νικόλα, μαζί με τα κοφίνια, αλλά και αυτόν τον γάιδαρόν του. Πλην δεν είμαι βέβαιος αν τον πωλεί, διότι πού να εύρη άλλο γαϊδουράκι τόσον κρυφόν, βωβόν και διακριτικόν, ικανόν να μιμείται τον αφέντην του, όστις είναι τόσον κρυφός, ώστε μόνον κατά συγκυρίαν συνέβη να μάθω την ιατρικήν ειδικότητα, την οποίαν έχει εις το να θεραπεύη κρυφήν νόσον;

Νόσον εξ ης έπασχεν ο μπαρμα-Στέργιος ο Παρκιώτης, όστις ανέτρεφε μισήν δωδεκάδα παιδιά με την καλήν του προαίρεσιν. Και η εργασία του συνίστατο, τον χειμώνα εις το να μαζεύη και κουβαλή αγριολάχανα-ραδίκια, ζοχάρια, πικραλίδες, βρούβες, βλαστάρια, τα οποία ήξευρεν όλα τα χλοώδη και απάτητα μέρη διά ν’ ανέρχεται να τα μαζεύη, και το καλοκαίρι, εις το να κουβαλή τα κληματόφυλλα, τα οποία επώλει εις τα μπακάλικα προς είκοσι λεπτά την οκάν. Οι δε αμπελοκτήμονες της Αττικής πεδιάδος όχι μόνον του επέτρεπαν να μαζεύη κληματόφυλλα από τ’ αμπέλια των, αλλά τον επαρακαλούσαν να το κάμνει, διότι τους εγλύτωνεν από τα έξοδα και μεροκάματα. Ήτο τεχνίτης και ήξευρε να «αγρολογά» και να ξεφυλλίζη καλώς, απαλλάττων τα κλήματα από όλα τα περιττά φύλλα. Αγαθοποιός και όχι κακοποιός, εργάτης και όχι κηφήν, χριστιανός, όχι απάνθρωπος.

Ήτο συγκινητικόν να τον βλέπη τις, ως ζυγαριάν έμψυχον, φορτωμένον ένα σάκκον γεμάτον λάχανα ή φύλλα εις την πλάτην όπισθεν, και να φέρη, αχώριστον από το σώμα του, άλλον ογκώδη σάκκον κρεμασμένον έμπροσθεν εις την πολύπτυχον βράκαν του. Ήτο αυτή η νόσος, την οποίαν εθεράπευε κρυφά ο Νικόλας ο Μανάβης.

Έζησεν εν ιδρώτι του προσώπου του, και ανέθρεψε πέντε ή εξ παιδιά, τα οποία… δεν ήσαν ιδικά του. Απέθανεν, ο πτωχός, προ τεσσάρων ή πέντε ετών, και εύρεν ανάπαυσιν των κόπων του. Το σώμα του, το αποκαμωμένον και βασανισμένον, το κυρτωθέν από το σκύψιμον και από το φόρτωμα, ίσαξε και έγινεν ευθύ επί της νεκρικής κλίνης.
Ελπίζω και πιστεύω ότι θα επήγεν εις τον άλλον κόσμον, ο πτωχός, πολύ σιμά εις τον πτωχόν Λάζαρον. Ναι, σιμά, πολύ σιμά.

Δεν ήσαν ιδικά του. Δεν είχεν αποκτήσει ποτέ παιδιά, από την φαμίλια του. Είχε πάρει από το Νηπιακόν Ορφανοτροφείον -ίσως είναι πολλοί οπού φοβούνται να διέλθωσιν έξωθεν του ιδρύματος εκείνου, και δεν ηξεύρουν πού των Αθηνών κείται- είχε πάρει εν έκθετον κατ’ αρχάς, είτα δεύτερον και τρίτον, είτα τέταρτον και πέμπτον. Μέχρι του τρίτου ορφανού, του έδιδαν, διά το καθέν, τας κανονισμένας 15 δραχμάς τον μήνα. Όταν εζήτησεν να πάρη τέταρτον και πέμπτον, του τας είχαν κόψει τας 45 δραχμάς, αλλ’ αυτός εδήλωσεν ότι του ήρκουν αι 30, τας οποίας ελάμβανε διά τα δύο τελευταία. Δεν είχαν μεγαλώσει ακόμη αρκετά τα τρία πρώτα, ώστε να είναι χρήσιμα. Ήταν από 6 έως 8 ετών. Πλην ήτο ευχαριστημένος. Και η φαμίλια του τα είχε πονέσει, και τα υπερηγάπα, και δεν ήθελε ν’ αποχωρισθεί απ’ αυτά.

Τον καιρόν εκείνον ήτο επόπτης ή σύμβουλος, δεν ηξεύρω τι, του ιδρύματος εκείνου, εις κύριος άγαμος, με γυαλιά, με ασημένια δόντια, με παγωμένον μειδίαμα. Ούτος ηγάπα τα ορφανά ως να ήσαν ιδικά του. Και τις ηξεύρει αν δεν ήσαν! Επροστάτευε τα εσωτερικά, και δεν ήθελε να δώσει παραπάνω από 25 δραχμάς εις τον μπαρμπα-Στέργιον. Τέλος επείσθη να δώσει τας 30. Ο άγαμος κύριος με τα γυαλιά δεν έλειπε ποτέ από τα φιλανθρωπικά, και ήτο πάντοτε μέσα εις διαχειρίσεις και επιμελητείας, και εις όλας τας ονομασίας τα εμπεριεχούσας χείρα και μέλι. Τοιούτοι αυστηροί άνθρωποι χρειάζονται πράγματι εις τα ευαγή καθιδρύματα.

Τα δύο παιδία του μαστρο-Δημήτρη του Χωριανού ήσαν τόσον ιδικά του, όσον και η μισή δωδεκάς ήτο του μπαρμπα-Στέργιου, του Παρκιώτη. Και οι δύο από το εκθετοτροφείον τα είχον λάβει. Η μόνη διαφορά ήτον ότι ο μαστρο-Δημήτρης ήτο «χαροκαμένος», και τα ηγάπα με αγάπην διπλήν αυτός και η Γιακουμίνα, η φαμίλια του.

Την εσπέραν λοιπόν εκείνην, καθώς είπα εν αρχή, ανεγνώρισα τον Γιώργον εις τας χείρας της κυρα-Πράπως, και είπα:
 «Αυτό το παιδί είναι του μαστρο-Δημήτρη του Χωριανού»
«Α! μπασταρδέλι;» μου λέγει η κυρα-Πράπω.
«Δεν ξέρω, μπάστα…» της λέγω μασήσας το ήμισυ της λέξεως. Μα το σπίτι του ανθρώπου είναι όχι πολύ μακριά, εδώ κάτω, πέρα απ’ το Μεταξουργείο…

Την στιγμήν οπού επρόσφερα την μισήν εκείνην λέξιν, ακουσίως ενθυμήθην ότι η κυρα-Πράπω είχε συχνά ιταλίδες νοικάρισσες, εις τα δωμάτια του σπιτιού της, αλλ’ όμως δεν είχε κατορθώσει ποτέ να μάθει άλλην λέξιν από το στόμα των ειμή «πάνε» και «ντανάρο» και «αμόρε» και ήτο πολύ μακράν του να γνωρίζη, και ρωμέικα ακόμη, τι σημαίνει «μπάστα».

Ευθύς ύστερον ευρέθη εις καλός χριστιανός, όστις εγνώριζε τον πατέρα και την οικίαν, αλλ’ όχι το παιδίον, πρόθυμος να οδηγήση τον μικρόν πλησίον των θετών γονέων του. Καθησύχασα και απήλθον.

Την επαύριον ήλθε και μ’ εύρεν ο Δημήτρης ο Χωριανός, με το πρόσωπον ακτινοβόλον. Μου διηγήθη διά μακρών, και με πολλάς αφελείς ταυτολογίας και επαναλήψεις, τον πόνον και τον καημόν και τον φόβον και την τρεμούλαν της καρδιάς, οπού είχαν λάβει, αυτός και η φαμίλια του, η Γιακουμίνα, την προτεραίαν το απομεσήμερον, όταν εκ λυπηράς απροσεξίας της μητρός είχεν εξέλθει και είχεν αποπλανηθή το παιδίον· καθώς και την χαράν και αγαλλίασιν και το ξαναγέννημα οπού ησθάνθησαν, τώρα που έρχονται τα Γεννητούρια του Χριστού μας, οπού εκαταδέχθη να γεννηθή ως παιδίον, και αγαπά και φυλάγει και μαζώνει πλησίον του όλα τα παιδία, οπού ησθάνθησαν, λέγω, χύνοντες δάκρυα ακράτητα, κλαίοντες ως μικρά παιδία, άμα ανευρέθη το μικρόν, οι δύο τους, με την Γιακουμίναν, την φαμίλια του.

Ο άνθρωπος μ’ εγέμισε και μ’ εφόρτωσεν ευχαριστήρια, όσα δεν ημπορούσα να σηκώσω ούτε να χωρέσω, με την συνείδησιν ότι μόνον κατά τύχην είχα κάμει το απλούστερον κοινωνικόν χρέος.

Κι η κυρα-Πράπω, θαρρώ πως επήρε τα βρεθίκια της.

Διαβάζει ο Ανδρέας Χατζηδήμου:

“Τα Χριστούγενννα” του Αντόν Τσέχωφ

I

“Τι να γράψω;” ρώτησε ο Γίγκορ, βουτώντας την πένα του στο μελάνι.

Η Βασιλίνα δεν είχε δει την κόρη της για τέσσερα χρόνια. Η Εφιμία είχε φύγει  μακριά, στην Αγία Πετρούπολη με τον σύζυγό της μετά τον γάμο, είχε γράψει τέσσερα γράμματα, και μετά εξαφανίστηκε λες και άνοιξε η γη και την κατάπιε, ούτε μια λέξη ούτε ένας ήχος δεν ακούστηκε από εκείνη από τότε. Έτσι τώρα,  είτε η γερασμένη μάνα  άρμεγε την αγελάδα το χάραμα, είτε άναβε την σόμπα, είτε λαγοκοιμόταν τη νύχτα, το μυαλό της γύριζε πάντοτε στο ίδιο: “Πως να είναι η Εφιμία; Ζει; Είναι καλά;” Ήθελε να της στείλει ένα γράμμα αλλά ο γέρος πατέρας της δεν μπορούσε να γράψει, και δεν υπήρχε κανείς για να του ζητήσουν να το γράψει εκ μέρους τους.

Τώρα όμως είχαν έρθει τα Χριστούγεννα και η Βασιλίνα δεν μπορούσε να αντέξει άλλο την σιωπή. Πήγε στην ταβέρνα να δει τον Γίγκορ, τον κουνιάδο του πανδοχέα, που δεν έκανε τίποτα άλλο παρά να κάθεται τεμπέλικα στο σπίτι του στην ταβέρνα από τότε που είχε γυρίσει από την στρατιωτική θητεία· ο κόσμος όμως έλεγε πως έγραφε τα πιο ωραία γράμματα, εάν τον πλήρωνες αρκετά. Η Βασιλίνα μίλησε με τον μάγειρα στην ταβέρνα, και με την γυναίκα του πανδοχέα, και στο τέλος με τον ίδιο τον Γίγκορ, και τελικά συμφώνησαν στην τιμή – δεκαπέντε καπίκια.

Έτσι τώρα, την δεύτερη μέρα των Χριστουγέννων, ο Γίγκορ καθόταν σ’ ένα τραπέζι στην κουζίνα του πανδοχείου με μία πένα στο χέρι. Η Βασιλίνα στεκόταν μπροστά του, βυθισμένη σε σκέψεις, με το ύφος της έγνοιας και της θλίψης στο πρόσωπό της. Ο άντρας της, ο Πέτρος, ένας ψηλός, λιπόσαρκος γέροντας με  φαλακρό σκουρόχρωμο κεφάλι, την συνόδευε. Κοιτούσε σταθερά μπροστά του όπως ένας τυφλός· ένα τηγάνι που τηγάνιζε χοιρινό τσιτσίριζε και κάπνιζε, κι έμοιαζε να λέει: “Σουτ, σουτ, σουτ!” Η κουζίνα ήταν ζεστή και στενή.

“Τι να γράψω;” ο Γίγκορ ρώτησε ξανά.

“Τι είπες;” ρώτησε η Βασιλίνα κοιτώντας τον  άγρια και καχύποπτα. “Μην με βιάζεις! Γράφεις αυτό το γράμμα για τα λεφτά, όχι από έρωτα! Λοιπόν, αρχίνα.  Στον αξιότιμο γαμπρό μας, Αντρέι Κραϊζόφιτς και στην μοναχοκόρη μας, την αγαπημένη Εφιμία, στέλνουμε χαιρετίσματα και αγάπη και την παντοτινή ευλογία των γονιών τους.”

“Εντάξει, παρακάτω!”

“Τους ευχόμαστε ευτυχισμένα Χριστούγεννα. Ζούμε και είμαστε καλά, και το ίδιο ευχόμαστε για εσάς εις το όνομα του Θεού, του Πατέρα μας στα ουράνια… του Πατέρα μας στα ουράνια…” Η Βασιλίνα σταμάτησε για να σκεφτεί, και αντάλλαξε ματιές με τον γέροντα.

“Το ίδιο ευχόμαστε για σας εις το όνομα του Θεού, του Πατέρα μας στα ουράνια… ” επανέλαβε και ξέσπασε σε κλάματα.

Αυτό ήταν το μόνο που μπορούσε να πει. Είχε όμως σκεφτεί, όσο ήταν άγρυπνη στο κρεββάτι τη μία νύχτα μετά την άλλη, ότι  ούτε δέκα γράμματα δεν θα μπορούσαν να περιλάβουν όλα εκείνα που ήθελε να πει. Πολύ νερό είχε κυλήσει στο ποτάμι από τότε που η κόρη τους  είχε φύγει με τον άντρα της και οι γέροντες ήταν μόνοι, σαν ορφανοί, αναστενάζοντας λυπημένα τις νύχτες, σαν να είχαν θάψει το παιδί τους. Πόσα πράγματα είχαν συμβεί στο χωριό όλα αυτά τα χρόνια! Πόσοι άνθρωποι δεν παντρεύτηκαν, πόσοι δεν πέθαναν! Πόσο μακρείς υπήρξαν οι χειμώνες, και πόσο μεγάλες οι νύχτες!

“Ουφ, κάνει ζέστη!” αναφώνησε ο Γίγκορ, ξεκουμπώνοντας το γιλέκο του. “Η θερμοκρασία πρέπει να είναι  70! Λοιπόν, μετά;” ρώτησε.

Οι γέροντες δεν απάντησαν.

“Ποιό είναι το επάγγελμα του γαμπρού σου;”

“Κάποτε ήταν στρατιώτης, αδερφέ· το ξέρεις αυτό,” απάντησε ο γέροντας με μιαν αδύναμη φωνή. “Έκανε την στρατιωτική του θητεία τον ίδιο  καιρό μ΄ εσένα. Ήταν στρατιώτης, αλλά τώρα είναι σε ένα νοσοκομείο όπου ο γιατρός θεραπεύει τους αρρώστους με νερό. Είναι ο  πορτιέρης εκεί.”

“Μπορείς να το δεις γραμμένο εδώ” είπε η γερόντισσα βγάζοντας ένα γράμμα από το μαντήλι της. “Το λάβαμε από την Εφιμία πάρα πολύ καιρό πριν. Μπορεί και να μην ζει τώρα.”

Ο Γίγκορ συλλογίστηκε για ένα λεπτό, και μετά άρχισε να γράφει γρήγορα.

“Η  μοίρα σε προορίζει για το στρατιωτικό επάγγελμα,” έγραψε, “γι’ αυτό σας συστήνουμε να εξετάσετε τα άρθρα σχετικά με τις πειθαρχικές κυρώσεις και το ποινικό δίκαιο  του Υπουργείου Άμυνας, και να βρείτε εκεί τους νόμους περί εκπολιτισμού για τα μέλη του συγκεκριμένου τομέα.”

Όταν το έγραψε το διάβασε φωναχτά ενώ η Βασιλίνα  σκέφτηκε  πόσο θα ήθελε να  γράψει ότι πέρυσι δεν είχανε τρόφιμα, και ότι το αλεύρι τους  δεν κράτησε ούτε μέχρι τα Χριστούγεννα, κι έτσι αναγκάστηκαν  να πουλήσουν την αγελάδα τους· ότι ο γέροντας αρρώσταινε συχνά, και σε λίγο θα παρέδιδε την ψυχή του στον Θεό· ότι χρειάζονταν χρήματα – αλλά πως μπορούσε να τα πει όλα αυτά με λέξεις; Τι πρέπει να πει πρώτα και τι μετά;

“Δώσε προσοχή στον πέμπτο τόμο του στρατιωτικού λεξικού”, έγραψε ο Γίγκορ. “Η λέξη στρατιώτης είναι μια γενική ονομασία, ένας  διακριτικός όρος. Και ο αρχιστράτηγος ενός στρατού και ο τελευταίος πεζικάριος στην σειρά λέγονται και οι δύο στρατιώτες…”

Τα χείλια του γέροντα κινήθηκαν και είπε με χαμηλή φωνή: “Θα ήθελα να δω τα μικρά εγγόνια μου!”

“Ποιά εγγόνια;” ρώτησε η γερόντισσα νευριασμένα. “Μπορεί να μην υπάρχουν εγγόνια.”

“Να μην υπάρχουν εγγόνια; Μπορεί όμως και να υπάρχουν! Ποιός ξέρει;”

“Και από αυτό μπορεί να εξαχθεί το συμπέρασμα,” ο Γίγκορ βιάστηκε να συνεχίσει, “για το ποιός είναι ο εσωτερικός και ποιός είναι  ο ξένος εχθρός. Ο μεγαλύτερος εσωτερικός εχθρός μας είναι ο Βάκχος…”

Το μολύβι  έγδερνε κι έσκιζε, και τραβούσε μακριές κατσαρές γραμμές σαν αγκίστρια στο χαρτί. Ο Γίγκορ έγραφε με μεγάλη ταχύτητα και υπογράμμιζε κάθε πρόταση δύο ή τρεις φορές. Καθόταν σε ένα σκαμνί με τα πόδια του τεντωμένα  μακριά κάτω από το τραπέζι· ένα παχύ, ρωμαλέο πλάσμα μ’ έναν χοντρό, πυρόξανθο αυχένα και το πρόσωπο ενός μπουλντόγκ. Ήταν η ίδια η ουσία της τραχιάς, υπεροπτικής, σκληροτράχηλης χυδαιότητας· υπερήφανος που είχε γεννηθεί και μεγαλώσει  σ’ ένα καπηλειό, και η Βασιλίνα ήξερε πολύ καλά το πόσο χυδαίος ήταν αλλά δεν μπορούσε να βρει τις λέξεις για να το εκφράσει, μπορούσε μόνο να τον αγριοκοιτάζει με καχυποψία. Το κεφάλι της πονούσε από τον ήχο της φωνής του και τις ακαταλαβίστικες λέξεις του, και από την βαριά ζέστη του δωματίου, και το μυαλό της θόλωσε. Δεν μπορούσε ούτε να σκεφτεί ούτε να μιλήσει, μόνο να στέκεται μπορούσε και να περιμένει το μολύβι του Γίγκορ να πάψει να γρατζουνά. Ο γέροντας όμως κοιτούσε τον συγγραφέα με απεριόριστη εμπιστοσύνη στα μάτια του. Είχε εμπιστοσύνη στην γριά του που τον έφερε εκεί, είχε εμπιστοσύνη στον Γίγκορ και, όταν μίλησε για το υδροθεραπευτήριο πριν από λίγο, το πρόσωπό του έδειξε πως είχε εμπιστοσύνη και σ’ αυτό, και στην θεραπευτική δύναμη των λουτρών του.

Όταν το γράμμα τελείωσε, ο Γίγκορ σηκώθηκε και το διάβασε φωναχτά από την αρχή ως το τέλος. Ο γέροντας δεν κατάλαβε ούτε μία λέξη αλλά συγκατένευσε με αυτοπεποίθηση και είπε:

“Πολύ καλά. Είναι στρωτό. Ευχαριστούμε θερμά, είναι πολύ καλό.”

Άφησαν τρία καπίκια των πέντε στο τραπέζι  κι έφυγαν. Ο γέροντας απομακρύνθηκε κοιτώντας  σταθερά μπροστά, όπως ένας τυφλός, και με  ύφος υπέρτατης αυτοπεποίθησης στα μάτια του αλλά η Βασιλίνα, καθώς έβγαινε από την ταβέρνα, κλώτσησε έναν σκύλο που βρέθηκε στο δρόμο της και αναφώνησε με θυμό:

“Α, την πανούκλα!”

Εκείνη την νύχτα η γερόντισσα  έμεινε ξάγρυπνη από τις ανήσυχες σκέψεις  και το χάραμα σηκώθηκε, έκανε την προσευχή της και περπάτησε έντεκα μίλια μέχρι τον σταθμό για να ταχυδρομήσει το γράμμα.

II

Το υδροθεραπευτήριο του Δόκτορος Μοζελβάιζερ ήταν ανοιχτό ανήμερα την Πρωτοχρονιά,  ως συνήθως· η μόνη διαφορά ήταν πως ο  Αντρέι Κραϊζόφιτς, ο πορτιέρης, φορούσε ασυνήθιστα γυαλισμένες μπότες και μία στολή φινιρισμένη με  καινούργιο χρυσό σειρήτι, και πως εύχονταν σε κάθε έναν που ερχόταν Καλή Χρονιά.

Ήταν πρωί. Ο Αντρέι στεκόταν στην πόρτα διαβάζοντας εφημερίδα. Στις 10 ακριβώς έφτασε ένας γέρος στρατηγός  που ήταν από τους τακτικούς επισκέπτες του θεραπευτηρίου. Πίσω του ερχόταν ο ταχυδρόμος. Ο Αντρέι πήρε το παλτό του στρατηγού και είπε:

“Ευτυχισμένο το νέο έτος, Εξοχότατε!”

“Ευχαριστώ, φίλε, επίσης!”

Και καθώς ανέβαινε τις σκάλες ο στρατηγός έδειξε κουνώντας το κεφάλι του μια κλειστή πόρτα και ρώτησε, όπως έκανε κάθε μέρα, ξεχνώντας πάντα την απάντηση:

“Και τι υπάρχει εκεί μέσα;”

“Το δωμάτιο του μασάζ, Εξοχότατε!”

Όταν τα βήματα του στρατηγού δεν ακουγόνταν πια, ο Αντρέι  περιεργάστηκε τα γράμματα  και βρήκε ένα που απευθυνόνταν σε εκείνον. Το άνοιξε, διάβασε μερικές γραμμές και μετά, διαβάζοντας την εφημερίδα του, περπάτησε αργά προς το μικρό δωμάτιο στον κάτω όροφο, στο τέλος του διαδρόμου, όπου ζούσε αυτός με την οικογένειά του. Η σύζυγός του η Εφιμία καθόταν στο κρεβάτι και τάιζε το μωρό, το μεγαλύτερο παιδί της στεκόταν στα πόδια της με το σγουρομάλλικο κεφάλι του να ακουμπά στην ποδιά της κι ένα τρίτο παιδί  κοιμόταν στο κρεβάτι.  Ο Αντρέι μπήκε στο μικρό τους δωμάτιο και έδωσε το γράμμα στην σύζυγό του λέγοντας:

“Αυτό πρέπει να είναι από το χωριό.”

Μετά βγήκε πάλι έξω, χωρίς να σηκώσει τα μάτια του από την εφημερίδα, και σταμάτησε στον διάδρομο όχι πολύ μακριά από την πόρτα. Άκουσε την Εφιμία να διαβάζει μερικές  γραμμές με τρεμάμενη φωνή. Δεν μπορούσε να συνεχίσει παρακάτω αλλά αυτές ήταν αρκετές. Δάκρυα κύλησαν από τα μάτια της και  αγκάλιασε το μεγαλύτερο παιδί της και άρχισε να του  μιλάει και να το φιλά. Ήταν δύσκολο να ξεχωρίσει αν γελούσε ή αν έκλαιγε.

“Αυτό είναι από την γιαγιά και τον παππού” είπε… “από το χωριό, Ω! Βασίλισσα των Ουρανών!  Ω! Άγιοι Πάντες!” Οι σκεπές είναι γεμάτες χιόνι εκεί τώρα, και τα δέντρα είναι κάτασπρα. Πόσο λευκά! Τα παιδάκια  είναι έξω και τρέχουν στις κατηφόρες με τα μικρά τους  έλκυθρά, και ο καλός ο παππούς, με το όμορφο γυμνό κεφάλι του κάθεται δίπλα στην μεγάλη ζεστή σόμπα και το μικρό καφετί σκυλί…  Ω! Τα αγαπημένα μου μικρά…”

Ο Αντρέι θυμήθηκε όσο την άκουγε πως η σύζυγός του τού είχε δώσει  κάποια γράμματα σε τρεις ή τέσσερις διαφορετικές περιστάσεις, και του είχε πει να τα στείλει στο χωριό αλλά πάντα προέκυπταν σημαντικές υποχρεώσεις και τα γράμματα παρέμεναν στην θέση τους, κάπου εκεί τριγύρω· αταχυδρόμητα.

“Και τα  κατάλευκα μικρά λαγουδάκια χοροπηδούν στα χωράφια τώρα…” είπε μέσα σε λυγμούς η Εφιμία και  αγκάλιασε το αγόρι της με μάτια που έτρεχαν. “Ο παππούκας είναι τόσο καλός κι ευγενικός, και η γιαγιά είναι τόσο ευγενική και  πονόψυχη. Οι καρδιές των ανθρώπων είναι απαλές και ζεστές στο χωριό… Υπάρχει μία μικρή εκκλησία εκεί και οι άντρες τραγουδούν στην χορωδία. … Ω, πάρε μας μακριά από δω, Βασίλισσα των Ουρανών! Κάνε κάτι για μας, φιλεύσπλαχνη μητέρα!”

Ο Αντρέι επέστρεψε στο δωμάτιό του για να καπνίσει μέχρι ο επόμενος επισκέπτης να έρθει, και η Εφιμία ξαφνικά πάγωσε και σκούπισε τα μάτια της· μόνο τα χείλη της έτρεμαν. Τον φοβόταν, ω! πόσο τον φοβόταν! Έτρεμε και ζάρωνε σε κάθε του βλέμμα και σε κάθε του βήμα, και ποτέ δεν τολμούσε να ανοίξει το στόμα της όσο ήταν μπροστά.

Ο Αντρέι άναψε  τσιγάρο αλλά εκείνη τη στιγμή ένα καμπανάκι χτύπησε  στον επάνω  όροφο. Έσβησε το τσιγάρο και παίρνοντας ένα πολύ επίσημο ύφος βιάστηκε να πάει  στην είσοδο.

Ο γέρος στρατηγός, ροδαλός και φρέσκος από το λουτρό του, κατέβαινε τις σκάλες.

“Και τι υπάρχει εκεί μέσα;” ρώτησε δείχνοντας μια κλειστή πόρτα.

Ο Αντρέι  πήρε στάση  προσοχής και απάντησε με δυνατή φωνή:

“Το ζεστό μπάνιο, Εξοχότατε!”

Διαβάζει ο Ανδρέας Χατζηδήμου:

Πηγή: https://www.oanagnostis.gr/%CE%AC%CE%BD%CF%84%CE%BF%CE%BD-%CF%84%CF%83%CE%AD%CF%87%CF%89%CF%86%CF%84%CE%B1-%CF%87%CF%81%CE%B9%CF%83%CF%84%CE%BF%CF%8D%CE%B3%CE%B5%CE%BD%CE%BD%CE%B1/