Μία απόδραση στον χρόνο, στα καλοκαίρια που νοσταλγούμε μέσα από τα μάτια του Πάτρικ Γουάιτ

Ήταν το καλοκαίρι του 1926. Ήμουν δεκατεσσάρων ετών και είχαν νοικιάσει το σπίτι στο Φέλφαμ του Σάσεξ. Για τη μητέρα μου, το απαλοπράσινο τοπίο που μας περιέβαλλε ήταν εγγλέζικο, όμορφο, κατά πολύ πιο ελκυστικό απ’ το εκτυφλωτικό φως, από την ξηρασία κι από την απειλή των φιδιών. Ο πατέρας μου το είδε σα βοσκότοπο για παραγωγή αρνίσιου και μοσχαρίσιου κρέατος. Όσο για μένα, σήμαινε μοναξιά που μέσα της θα επουλώνονταν οι πληγές μου’ μα οι φωνές της υπαίθρου μου υπενθύμιζαν διαρκώς πως ήμουν ένας ξένος.

Ήμουν κυρίως συντροφιά με τον εαυτό μου στο νεογοτθικό σπίτι που είχαν νοικιάσει οι γονείς μου για τις διακοπές: απόλυτα ξεκομμένος από κάθε άλλη πτυχή της ζωής μου — ωστόσο σ’ αυτό το σπίτι φαινόταν να διαμορφώνεται η ζωή.

Υπήρχε η Μακρόστενη Αίθουσα, στη μιαν άκρη του κήπου’ στην άλλη, ο μεγάλος επίχρυσος καθρέφτης, όλο κηλίδες, λακκάκια και ρυτιδώσεις. Ταλαντευόμουν μες στο υδάτινο γυαλί’ ανάλογα με το φως αποσυρόμουν στα έγκατα του ενυδρείου ή έτρεμα στο προσκήνιο σαν κλωστή κιτρινοπράσινου κάρδαμου. Αυτοί που νόμιζαν πως με γνώριζαν δεν είχαν ιδέα για το πλάσμα που ούτε εγώ γνώριζα καλά-καλά.

Αν στο σχολείο ταμπουρωνόμουν μες στην περηφάνια μου, στις διακοπές δραπέτευα απ’ αυτήν. Οι δρόμοι του Λονδίνου, μου έδιναν αυτοπεποίθηση. Η μηδαμινότητά μου μου επέτρεπε ν’ αφήνομαι να με πηγαίνει το ρεύμα της ζωής. Κατά καιρούς βάδιζα καμαρωτός-καμαρωτός, απολαμβάνοντας την ανωνυμία ανάμεσα στα ροδαλά, απορροφημένα πρόσωπα και σ’ εκείνα που ήταν κατάχλομα και μες στη σαστιμάρα. Παρατηρούσα μανιωδώς την αλαζονεία εκείνων που δεν είχαν τίποτα να φοβηθούν, τους αναιδείς, κουστουμαρισμένους άντρες, τις ψηλόλιγνες γυναίκες τους που αιμορραγούσαν κάτω από καπέλα κλος, με τις γούνες ριγμένες ανοιχτά πάνω στο κοίλωμα που σχηματίζεται δίπλα στο κόκαλο της κλείδωσης και στα ατροφικά τους στήθη. Η ψυχρότητα τους και το γεγονός πως θα με περιφρονούσαν δεν εξασθένισε, απεναντίας, λίπανε το χώμα στο οποίο κείτονταν οι σπόροι του αποικιακού σνομπισμού.

Αυτό που με αναστάτωνε χωρίς να το καταλαβαίνω ήταν οι φωνές των Ουαλών ανθρακωρύχων που τραγουδούσαν αρμονικά καθώς σέρνονταν στην οδό Μπρόμπτον με τα λιγδιασμένα τους αδιάβροχα. Πασχίζοντας για μιαν ανέφικτη Ιερουσαλήμ, μου άγγιζαν μια χορδή που δεν ήξερα πώς να εξερευνήσω. Κατόπιν, στο ξενοδοχείο, ξάπλωνα στο κρεβάτι, σκαμπανεβάζοντας σε μια θάλασσα από ουαλικές φωνές – και σε μια παράλογη δυστυχία. Σηκωνόμουν, έπλενα το πρόσωπο και τα χέρια μου και κατέβαινα με την οικογένεια μου στην ψησταριά για να φάμε τηγανητό αφρομάριδο μέσα σε μικρά πατατοκάλαθα.

[….] Το Φέλφαμ τις περισσότερες φορές ήταν πληκτικό: τα πλεονάζοντα παιδιά που είχαν προσκληθεί να μείνουν επισκέπτονταν Αυστραλούς κι έδιναν λεπτομέρειες των ευρωπαϊκών περιοδειών και την παρουσίαση τους στην Αυλή. Αν οι ενήλικοι παρατηρούσαν ένα νεφελώδες αγόρι, με τα μάτια προσηλωμένα σε κύκλους μπεζ φανέλας, να μπαινοβγαίνει στις συζητήσεις τους, δε μπορούσαν να το καταλάβουν απολύτως. Οι φωνές που προσπαθούσαν να το διασκεδάσουν χαμήλωναν, κι εκείνο μπορούσε να δραπετεύσει προσωρινά, όχι μόνο από την παρέα, αλλά και από τη δική του αντανάκλαση στον καθρέφτη.

Μισούσα την εμφάνιση που είχα κληρονομήσει, αλλά δεν ήξερα με τι να την αντικαταστήσω, αν μπορούσα να επιλέξω — εκτός αν ήταν κάτι δυνατό και όμορφο, τόσο συνηθισμένο όσο αυτοί που περιφρονούσα και ζήλευα.

[….] Οι γονείς μου ήταν πολύ τρομαγμένοι που είχαν ένα ντελικάτο γιο. Με κρατούσαν μακριά από τα ρεύματα και με προστάτευαν με πολλά μάλλινα. Με χρειάζονταν για να τους δώσω μιαν αίσθηση της δικής τους συνέχειας, κληρονομώντας το μερίδιο μου ενός σημαντικού κτηνοτροφικού αγροκτήματος αρνιών και μοσχαριών. Ο κληρονόμος ενός κτηνοτρόφου έπρεπε να είναι γεροδεμένος, αλλά κανείς δε μπορούσε να διασφαλίσει τη ζωή του γιου που είχαν αποκτήσει. Αν και συνειδητοποιούσα κάπως πως η ατονία και δύσπνοια μου δημιουργούσαν μια σοβαρή κατάσταση, δε στενοχωριόμουν απ’ αυτό. Όλα όσα έβλεπα, όλα όσα συνέβαιναν γύρω μου ήταν τόσο ζωντανά που το καθιστούσαν δύσκολο να πιστέψω πως χάνονταν οι γέροι και τα κατοικίδια ζώα.

Κλαίγαμε για τις γάτες και τους σκύλους που θάβαμε κάτω από τους σταυρούς που φτιάχναμε από βελόνες φοινικόφυλλων, σε τάφους πάνω στους οποίους είχαμε φυτέψει μαραμένους κατιφέδες. Οι θάνατοι ηλικιωμένων αναφέρονταν περιστασιακά. Ελάχιστα μας ενδιέφεραν.

Οι καταιγίδες με κεραυνούς μας φόβιζαν περισσότερο από το θάνατο και την Τρελή και από το σχόλιο που κρυφάκουσα σε μια συζήτηση μεταξύ των μητέρων άλλων παιδιών: «…Δεν το θέλει που είναι λιγάκι ασθενικό παιδί…». Ούτε το γέλιο που ακολούθησε βοήθησε στο να εξηγήσει τι ήμουν ή τι είχα κάνει στους προφανώς δυστυχείς γονείς μου.

Ήταν απλώς μια αναλαμπή φόβου, σαν την αστραπή στις μοβ καταιγίδες με κεραυνούς. Υπήρχαν τα ομιχλώδη πρωινά, η επιστροφή στο σπίτι με τα πόδια απ’ τα λουτρά και το καρπούζι στο τέλος.

Συνέβη καθώς γύριζα πεζός στο σπίτι απ’ τα λουτρά, επτά περίπου χρονών, να έχω την πρώτη μου στύση, θυμάμαι. Ενώ έβλεπα προς τα κάτω, εξέφρασα τη γνώμη στον πατέρα μου πως κάτι ασυνήθιστο συνέβαινε. Εκείνος εκδήλωσε αυστηρότητα και αμηχανία, μετακίνησε το βρεγμένο μαγιό του απ’ τον ένα ώμο στον άλλο και μου είπε να αποχωρήσω για λίγο. Ταυτοχρόνως πρόσεξα μια περαστική αναλαμπή χαμόγελου.

Στην ίδια περίπου ηλικία, μετά τα λουτρά, γνώρισα τον πρώτο μου ποιητή, χωρίς να ξέρω ή να νοιάζομαι και πολύ για το τι είναι ποιητής. Η Σου κι εγώ είχαμε μπηχτεί στο καρπούζι, σ’ ό,τι δηλαδή αποτελούσε για μένα το καλύτερο μέρος του κήπου, όλο ίσκιο και πούλιες, κάτω απ’ τους καρπούς της αννόνας και τους καρπούς ψιδίου της γουάβας, έξω απ’ το δικτυωτό θερινό περίπτερο του κήπου, όταν ο πατέρας μας κατέβηκε τα πέτρινα σκαλοπάτια φέρνοντας κάποιο φίλο που δεν είχα ξαναδεί. Ήταν ντυμένος όπως κάθε κύριος, μ’ ένα κοστούμι στο χρώμα του καπνού, με μια χρυσή καδένα ρολογιού να κρέμεται στη μέση του, με ρεπούμπλικα, κι ένα απ’ αυτά τα σκληρά κολάρα που λερώνονται στις άκρες με το που έρχονται σ’ επαφή με το καθαρότερο δέρμα. Επρόκειτο για το στεγνότερο είδος κυρίου, το πρόσωπο του σα ρυτιδωμένο, μαυρισμένο λεμόνι. Ο πατέρας μου σύστησε τα παιδιά του στον κύριο «Μπάντζο» Πάτερσον. Το αν ο ξένος μίλησε στο παιδί, του οποίου το πρόσωπο ήταν χωμένο σε μια φέτα καρπούζι, δε θυμάμαι. Ο πατέρας μου φαινόταν υπερήφανος για τη γνωριμία. Αναρωτιόμουν έκτοτε για ποιο πράγμα άραγε να συζήτησαν. Θα μπορούσαν να είχαν συναντηθεί εξαιτίας των αλόγων, των προβάτων και των μοσχαριών, και φυσικά η ποίηση ήταν ένα είδος για το οποίο κανείς Γουάιτ που σεβόταν τον εαυτό του δε μπορούσε να νιώθει ντροπή.