«Αιολική Γη»: ένα ταξίδι επιστροφής στις ρίζες μας

Την περασμένη εβδομάδα είχαμε την χαρά να παρακολουθήσουμε στη σκηνή «Μαρίκα Κοτοπούλη» του Εθνικού Θεάτρου REX μία από τις πιο πολυαναμενόμενες παράστασεις της φετινής θεατρικής σεζόν. Ο λόγος φυσικά για την «Αιολική Γη», το πολυαγαπημένο μυθιστόρημα του Ηλία Βενέζη, που φέτος διασκευάζεται θεατρικά σε σκηνοθεσία του Τάκη Τζαμαργιά.

ΑΝΤΙ ΠΡΟΛΟΓΟΥ

Η «Αιολική Γη» γη θεωρείται ένα από τα σημαντικότερα, αν όχι το σημαντικότερο, έργο του Ηλία Βενέζη. Εκδόθηκε για πρώτη φορά στις 14 Δεκεμβρίου 1943, παρότι η συγγραφή του είχε αρχίσει γύρω στο 1938. Μέσω της πρωτοπρόσωπης αφήγησης ο Βενέζης μάς μεταφέρει με διάθεση νοσταλγική στις παιδικές του αναμνήσεις στις Κυδωνιές (σημερινό Αϊβαλί) της Μ. Ασίας και πιο συγκεκριμένο στον επίγειο παράδεισό του, τα βουνά Κιμιντένια. Ο συγγραφέας γεννήθηκε και πέρασε το μεγαλύτερο μέρος των παιδικών του χρόνων σε αυτήν την περιοχή, έως το 1914, όταν άρχισαν οι πρώτοι διωγμοί του Πρώτου Παγκοσμίου Πολέμου. Τότε ο ίδιος και η οικογένειά του έπεσαν θύματα του διωγμού.

«Η Αιολική Γη ξεπηδάει από τις ρίζες των δέντρων της Ανατολής, από τα βουνά της Μικρασίας που τα λένε Κιμιντένια και ταξιδεύει από το κτήμα του παππού και της γιαγιάς στα κύματα του Αιγαίου. Έτσι όπως ταξιδεύει και η ψυχή του μικρού Πέτρου, που παρέα με την αγαπημένη αδελφή του, την Άρτεμη, ακούει τις μυστικές φωνές της φύσης, τα καλέσματα των σπηλιών και των φαραγγιών και αφουγκράζεται τους ήχους της γης και του νερού. Κοντά στα τσακάλια, τα αγριογούρουνα, τις αρκούδες και τους αετούς ο Πέτρος θα γνωρίσει μαζί με τα παραμύθια της γιαγιάς, τα πρώτα σκιρτήματα του έρωτα. Θα γνωρίσει την τραχιά και άγρια φύση του τόπου και των ανθρώπων και θα μάθει για τους προγόνους του, που ξεχέρσωσαν την άγονη γη κάνοντάς τη ζωή και πεπρωμένο τους.

Το υποστατικό του παππού είναι ανοιχτό και φιλόξενο. Σαν ομηρικός βασιλιάς, φιλοξενεί τους περαστικούς κι εκείνοι σαν αντάλλαγμα για τη φιλοξενία αφηγούνται στην οικογένεια ιστορίες και παραμύθια από τον μαγικό κόσμο της Ανατολής. Αυτά τα παραμύθια, ντυμένα με ήχους, χρώματα και μυρωδιές θα είναι οι ανεξίτηλες μνήμες που θα συνοδεύουν τον νεαρό ήρωα για πάντα.» (από το σκηνοθετικό σημείωμα της παράστασης)

ΚΡΙΤΙΚΗ ΤΗΣ ΠΑΡΑΣΤΑΣΗΣ

Το εγχείρημα της θεατρικής μεταφοράς ενός τέτοιου σπουδαίου μυθιστορήματος της ελληνικής λογοτεχνίας στέφθηκε με επιτυχία στην περίπτωση της παράστασης του Εθνικού Θεάτρου. Η θεατρική διασκευή συμπεριέλαβε καίριες ιστορίες και γεγονότα-σταθμούς από το μυθιστόρημα του Βενέζη. Έτσι, κατάφερε να διατηρήσει το ενδιαφέρον των θεατών, παρότι πρόκειται για μια αρκετή μεγάλη παράσταση, άνω των δύο ωρών. Η παράσταση χωρίζεται μάλιστα σε τρία μέρη: Στον «παράδεισο» όπου ο θεατής παρακολουθεί τα ανέμελα, χαρούμενα χρόνια του υποστατικού που μένει η οικογένεια του βασικού πρωταγωνιστή Πέτρου. Στο «τέλος της αθωότητας» όπου ο Πέτρος και οι αδελφές του ανακαλύπτουν τον έρωτα, το σκοτάδι, τις άγριες και σκληρές πτυχές της ζωής στα Κιμιντένια. Και στην «έξοδο» όπου ο πόλεμος έρχεται και ξεριζώνει την οικογένεια από την γη της.

Με την είσοδό μας στο θέατρο αμέσως θαυμάσαμε το εντυπωσιακό σκηνικό που αναπαριστούσε τα άγρια και τραχιά όρη της Μικρασίας και το υποστατικό του παππού του μικρού Πέτρου. Στη συνέχεια, ξεχωρίσαμε ακόμη και τους υπέροχους φωτισμούς σε έντονους τόνους του χρυσού και του πορτοκαλί που απέδιδαν τα ζεστά χρώματα του ήλιου της Ανατολής, καθώς και το ευφυές τέχνασμα του μικρού δέντρου που επανέρχεται κυκλικά στην παράσταση και συμβολίζει την επιθυμία των ανθρώπων να ριζώσουν στον τόπο τους και να συνδεθούν με το παρελθόν τους.

«Μα δε γράφονται έτσι, με ίσιες γραμμές οι μοίρες των ανθρώπων», όπως αναφωνεί ο μικρός Πέτρος. Έτσι, λοιπόν, μπροστά στα μάτια του θεατή ξετυλίγονται οι διαφορετικές ιστορίες πολλών ανθρώπων, αλλά και οι σκληρές μνήμες του ξεριζωμού από την πατρίδα. Μάλιστα πρόκειται για μια εξαιρετική συγκυρία, καθώς φέτος συμπληρώνονται 100 χρόνια από την Μικρασιατική καταστροφή και τον ξεριζωμό των Ελλήνων. Η μουσική που συνοδεύει την παράσταση αξίζει ξεχωριστή μνεία, καθώς είναι εναρμονισμένη και με την ιστορία που θέλει να αφηγηθεί. Τα μουσικά κομμάτια, μερικά εκ των οποίων τα απολαύσαμε live επί σκηνής, φέρουν έναν αυθεντικό χαρακτήρα Ανατολής υπό τη συνοδεία και παραδοσιακών οργάνων.

Αυτό όμως που κυρίως ξεχωρίζει στη συγκεκριμένη παράσταση είναι η συνύπαρξη τόσων ταλαντούχων Ελλήνων ηθοποιών. Στον πρωταγωνιστικό ρόλο του Πέτρου συναντάμε τον βραβευμένο με Χορν ηθοποιό, Μιχάλη Συριόπουλο, τον οποίο και παρακολουθούμε αυτή την περίοδο στη νέα σειρά του MEGA «Σκοτεινή Θάλασσα», ενώ παράλληλα παραδίδει μαθήματα υποκριτικής στην Δραματική του Σχολή Generale Acting Studio. Το αγνό του βλέμμα, η φυσικότητα των παιδικών κινήσεών του, η αθωότητα και ο γνήσιος ενθουσιασμός που τον διακατέχουν καθώς ανακαλύπτει τον κόσμο συνθέτουν μια μοναδική και συγκινητική ερμηνεία που στηρίζει όλη την παράσταση και ξεχωρίζει μέσα στο λαμπρό καστ ηθοποιών. Ακόμη, το δίδυμο των Αλίκη Αλεξανδράκη και Θοδωρή Κατσαφάδου στους ρόλους της γιαγιάς και του παππού αντίστοιχα που είναι δεμένοι με τον τόπο τους μάς συγκινούν βαθιά, καθώς μας θυμίζουν όλες εκείνες τις ξεριζωμένες γενιές Ελλήνων. Εξαιρετικοί και οι υπόλοιποι ηθοποιοί, μεταξύ των οποίων ο υπέροχος Δημοσθένης Παπαδόπουλος στο ρόλο του Ιωσήφ, η Γαλήνη Χατζηπασχάλη στο ρόλο της Άρτεμης, αδερφής και συνοδοιπόρου ζωής του Πέτρου, η Χαρά-Μάτα Γιαννάτου στο ρόλο της Ντόρις, ο Μάξιμος Μουμούρης στο ρόλο του Αντώνη Παγίδα, η Κλεοπάτρα Μάρκου και η Βικτώρια Φώτα στους ρόλους της Ανθίππης και της Αγάπης αντίστοιχα κ.ά.

ΑΝΤΙ ΕΠΙΛΟΓΟΥ

Συνολικά, η παράσταση της «Αιολικής Γης» μπορεί να νοηματοδοτηθεί ποικιλοτρόπως από τον θεατή. Πρόκειται για ένα ταξίδι αναπόλησης της χαμένης αθωότητας και επιστροφής στις ρίζες μας, όπως και αν εμείς τις ορίζουμε. Στο νου μας ήρθε ένας στίχος του Παλαιστίνιου ποιητή Μαχμούτ Νταρουίς («Ένα τραγούδι για τη Γάζα»): «Σ’ αυτή τη γη έχουμε ό, τι δίνει αξία στη ζωή μας». Αυτό ακριβώς μάς υπενθυμίζει και η «Αιολική Γη», πως πατρίδα ονομάζεται ό,τι πολυτιμότερο έχουμε στην ζωή μας· οι άνθρωποί μας και οι μνήμες του τόπου μας.

Σας προτρέπουμε να την παρακολουθήσετε!

Η γιαγιά μας κουράστηκε. θέλει να γείρει το κεφάλι της
στα στήθια του παππού, που έχει καρφωμένα πίσω τα μάτια του μπας
και ξεχωρίσει τίποτα από τη στεριά, τίποτα απ τα Κιμιντένια.
Μα πια δε φαίνεται τίποτα.

Η νύχτα ρούφηξε μέσα της τα σχήματα και τους όγκους.
Η γιαγιά γέρνει το κεφάλι της να το ακουμπήσει στα στήθια
που την προστατεύσανε όλες τις μέρες της ζωής της.

Κάτι την μποδίζει και δεν μπορεί να βρει το κεφάλι ησυχία:
Σαν ένας βόλος να είναι κάτω από το πουκάμισο του γέροντα.

-Τι είναι αυτό εδώ; Ρωτά σχεδόν αδιάφορα.
Ο παππούς φέρνει το χέρι του. Το χώνει κάτω από το ρούχο,
βρίσκει το μικρό ξένο σώμα που ακουμπά στο κορμί του
και που ακούει τους χτύπους της καρδιάς του.

-Τι είναι;
-Δεν είναι τίποτα, λέει δειλά ο παππούς σαν παιδί που έφταιξε.
Δεν είναι τίποτα. Λίγο χώμα είναι.
-Χώμα!

Ναι, λίγο χώμα από τη γη τους για να φυτέψουν ένα βασιλικό,
της λέει στον ξένο τόπο που πάνε. Για να θυμούνται.
Αργά τα δάχτυλα του γέροντα ανοίγουν το μαντίλι
όπου είναι φυλαγμένο το χώμα.
Ψάχνουν κει μέσα, ψάχνουν και τα δάχτυλα της γιαγιάς,
σα να το χαϊδεύουν.

Τα μάτια τους δακρυσμένα, στέκουν εκεί.
-Δεν είναι τίποτα λέω. Λίγο χώμα.
Γη, Αιολική Γη, Γη του τόπου μου.”

― Ηλίας Βενέζης, Αιολική γη, πρώτη έκδοση 1943

“Πατέρας”: η “νομοτελειακή” ασφυξία του αρσενικού από το θηλυκό

Με εξέπληξε ιδιαίτερα που γνώρισα ένα έργο, όπου η δική μου αντίληψη για τον έρωτα –ως πολεμικό όπλο που εκπορεύεται από το θανάσιμο μίσος ανάμεσα στα φύλα– εκφράζεται μεγαλειωδώς».

Από επιστολή του Νίτσε στον Στρίντμπεργκ

Ο «Πατέρας» (1887) είναι ένα έργο που γεννήθηκε από τις πραγματικές ανησυχίες που βασάνιζαν τον Στρίντμπεργκ την εποχή που το έγραφε. Τόσο η πατρότητα, όσο και το μεγάλο, αιώνιο, χάσμα ανάμεσα στον άντρα και τη γυναίκα, αλλά κυρίως η πολύ κακή σχέση που είχε με την γυναίκα του εκείνη την περίοδο, στάθηκαν η αφορμή για να το γράψει. Μπορεί κανείς να ονομάσει τον «Πατέρα» μια αυτοβιογραφία πάνω στη συγκεκριμένη αγωνία, αγωνία που διακατείχε συνέχεια τον Στρίντμπεργκ και που μεταφέρει στον ήρωα του έργου προσπαθώντας να κρατήσει το δικαίωμα της απόλυτης ευθύνης πάνω στο παιδί του από τη μια -επικρατούσα άποψη της εποχής- και από την άλλη, στην προσπάθεια της γυναίκας του να έχει κι αυτή δικαίωμα πάνω στην ανατροφή της κόρης της. Αρχή των δικαιωμάτων των γυναικών, αρχή του φεμινισμού, τα δύο φύλα συγκρούονται.

Από την παρουσίαση του έργου στο θέατρο Αποθήκη σε σκηνοθεσία Βασίλη Μπισμπίκη (Αθήνα, 2019)

Είναι άλλωστε γνωστό ότι όταν μιλάει κανείς για τον Αύγουστο Στρίντμπεργκ, αναφέρεται στον κατεξοχήν μετρ της ψυχολογικής ανάλυσης, σ’ έναν συγγραφέα που αντιλαμβανόταν τη μάχη των φύλων ως ένα από τα σημαντικότερα θέματα για να δημιουργηθεί ένα σύγχρονο δραματικό έργο. Όπως έγραψε χαρακτηριστικά σε ένα θεατρικό του σημείωμα ο Άγγελος Τερζάκης “η γυναίκα θα ασκήσει πάνω στη ζωή του Στρίντμπεργκ μια αλλόκοτη και αντιφατική έλξη. Έβλεπε στην πάλη άντρα-γυναίκας μια στοιχειακή αναμέτρηση, η οποία παίρνει διαστάσεις φυσικού νόμου”. Το έργο αυτό αποτελεί μία θανάσιμη αναμέτρηση ανάμεσα στον Ίλαρχο, στρατιωτικό και σεβαστό επιστήμονα, και τη σύζυγό του, σχετικά με την ανατροφή και μόρφωση της κόρης τους. Η υπόθεση, ωστόσο, θα πάρει μια ιδιαίτερα σοβαρή τροπή όταν η γυναίκα υπαινίσσεται στον άντρα της ότι μπορεί να μην είναι αυτός ο φυσικός πατέρας. Μέσα στη επακόλουθη δίνη της αμφιβολίας και του πάθους, ο πατέρας νικημένος, οδηγείται στην παραφροσύνη. Όλο το δράμα ξετυλίγεται στο σπίτι του Ιλάρχου, στο οποίο βασιλεύει η γυναικοκρατία υπό τη μορφή μιας κρυφής διακυβέρνησης από τη γυναίκα. Στον Πατέρα, ο συγγραφέας σκιαγραφεί με ψυχογραφική μαεστρία τη σύγκρουση των φύλων. Άλλωστε, η γυναίκα άσκησε και στη ζωή του Στρίντμπεργκ μία αντιφατικά μαγνητική έλξη. Μάλιστα, ο Σουηδός συγγραφέας θεωρήθηκε σε αρκετές περιπτώσεις – από κοινό και κριτικούς – μισογύνης με τον ίδιο να ομολογεί ότι “αυτή είναι η άλλη όψη της έντρομης έλξης που νιώθω για το αντίθετο φύλο”.

Γραμμένο το 1887, δέκα χρόνια σχεδόν μετά το Κουκλόσπιτο του Ίψεν, όπου πρώτη φορά εκφραζόταν τόσο τολμηρά στο σύγχρονο θέατρο η διεκδίκηση της γυναικείας ταυτότητας, και η χειραφέτησή της από τα δεσμά του παραδοσιακού της ρόλου, ο «Πατέρας» (ακόμα και η επιλογή του τίτλου είναι ενδεικτική της θέσης που υιοθετεί ο συγγραφέας) αμφισβητεί ξεκάθαρα το νόημα μιας τέτοιας χειραφέτησης – που παρουσιάζει ως, ούτως ή άλλως, «κεκτημένη»: «δεν έχεις παρά να βάλεις χαλινάρι στις γυναίκες του σπιτιού σου», νουθετεί ο Πάστορας τον πατέρα που παραπονιέται ότι ζει σε «κλουβί με άγρια θηρία» περικυκλωμένος από «υπολογιστικά» και «ύπουλα» θηλυκά, με τη μητέρα να παραχαράσσει ανενδοίαστα την αλήθεια και να συνωμοτεί μεφιστοφελικά εναντίον του.

Από την παρουσίαση του έργου στο θέατρο Αποθήκη σε σκηνοθεσία Βασίλη Μπισμπίκη (Αθήνα, 2019)

Αυτή η τάση «αυτονόμησης» της συζύγου, μοιάζει να λέει ο συγγραφέας, είναι κάτι εξόχως επικίνδυνο, αφού μπορεί να θίξει το κυριότερο διακύβευμα της αντρικής ταυτότητας και κυριαρχίας, την πατρότητα. Εξάλλου, ήδη από την αρχή του έργου καταλαβαίνουμε ότι αυτό ακριβώς είναι που κυρίως τον απασχολεί. Καθώς μας εισάγει στο ζοφερό οικογενειακό σύμπαν με τη στιχομυθία γύρω από την ιστορία μιας υπηρέτριας την οποία ένας στρατιώτης έχει αφήσει έγκυο αλλά αρνείται να παντρευτεί, προφασιζόμενος ότι το παιδί μπορεί να μην είναι δικό του. Και διαμείβονται τρομακτικά πράγματα μεταξύ των αντρών που συμμετέχουν στην κουβέντα, τον Ίλαρχο (τον πατέρα), τον Πάστορα και τον Στρατιώτη: Περιληπτικά μεταξύ άλλων, ότι «αν μια γυναίκα δε θέλει, τίποτα δε γίνεται», ότι «δεν είναι μικρό πράγμα να χαραμίσεις τη ζωή σου για ένα παιδί που δεν είναι καν δικό σου». Και ακόμη, ότι ίσως ο στρατιώτης «να μην είναι εντελώς αθώος, αλλά δεν μπορεί κανείς να είναι σίγουρος. Το μόνο για το οποίο μπορεί κανείς να είναι σίγουρος είναι ότι η κοπέλα είναι ένοχη. Ήταν όμως άραγε ατύχημα ή όχι;» Όχι μόνο λοιπόν είναι έγκλημα η εγκυμοσύνη εκτός γάμου, αλλά μπορεί και να είναι έγκλημα εκ προθέσεως… που υπακούει σε χίλια δυο ταπεινά γυναικεία σχέδια και υπολογισμούς…

ΙΛΑΡΧΟΣ
Η Βέρθα είναι ακόμα παιδί. Δεν έχει τη δική μας πείρα για να ξέρει ποιά είναι τα προβλήματα που αντιμετωπίζει ένα κορίτσι της ηλικίας της.
ΛΑΟΥΡΑ
Ναι, αλλ’ αφού εμείς διαφωνούμε – καλύτερα ν’ αφήσουμε τη Βέρθα ν’ αποφασίσει.
ΙΛΑΡΧΟΣ
Όχι! Δε θ’ αφήσω κανέναν – ούτε γυναίκα, ούτε παιδί – να με υποκαταστήσει στα δικαιώματά μου! Βέρθα, πήγαινε μέσα!
(Η Βέρθα βγαίνει)
ΛΑΟΥΡΑ
Δεν την άφησες να μιλήσει, γιατί φοβήθηκες ότι θα ‘ρθεί με το μέρος μου.

Στη διαμάχη λοιπόν του Ίλαρχου με την γυναίκα του σχετικά με την ανατροφή της κόρης τους, η μητέρα, προκειμένου να εμποδίσει τον πατέρα να επιβάλει τη δική του απόφαση, παίζει με τον ισχυρότερο φόβο του επικαλούμενη το ύστατο, αλλά ψευδές σ’ αυτή την περίπτωση, επιχείρημα: ότι το παιδί δεν είναι δικό του. Σπέρνοντας έτσι το δηλητήριο της αμφιβολίας στον ήδη κλονισμένο σύζυγο που, απομονωμένος λόγω των χειρισμών της και χάνοντας την κυριαρχία του στην «ψυχή» του παιδιού, εξωθείται στην τρέλα και στην καταστροφή.

Πατέρας» σε σκηνοθεσία Βασίλη Μπισμπίκη: Πρώτες εικόνες από τη σύγχρονη  ελληνική διασκευή του έργου του Στρίνμπεργκ | LiFO
Από την παρουσίαση του έργου στο θέατρο Αποθήκη σε σκηνοθεσία Βασίλη Μπισμπίκη (Αθήνα, 2019)

Το ταραγμένο μυαλό του Στρίντμπεργκ και σε προέκταση του ήρωά του, του Ίλαρχου Άντολφ– δεν μπορεί να ηρεμήσει την ψυχή του, που από εκείνη τη στιγμή βασανίζεται από την υποψία. Μια υποψία που θα τον οδηγήσει σε ακρότητες προκειμένου να μάθει την αλήθεια που θα του στηρίξει την αξιοπρέπεια, τον ανδρισμό, αλλά κυρίως την σιγουριά της κυριαρχίας του μέσα στο σπίτι. Από την άλλη μεριά, η σύζυγος, η γυναίκα που τής είναι πλέον αδιανόητη αυτή η κυριαρχία του άντρα, θα τραβήξει το σκοινί μέχρι να σπάσει. Θα επηρεάσει τη γνώμη της κόρης τους εναντίον του πατέρα της, θα κατηγορήσει τον άντρα της, στο γιατρό και στον διοικητή του, σαν τρελό και θα οργανώσει μέσα στο σπίτι όποια συνωμοσία κρίνει απαραίτητη προκειμένου, όχι τόσο να μεγαλώσει η κόρη τους όπως κρίνει αυτή, αλλά για να κερδίσει αυτόν τον αδυσώπητο αγώνα με το αρσενικό. Και θα νικήσει επειδή το επιχείρημά της είναι ατράνταχτο.

Η γραφή του έργου, αδιαμφισβήτητα δραστική από την πένα ενός μεγάλου δραματουργού, ακτινογραφεί την οικογένεια, υπό το πρίσμα μιας «νομοτελειακής» ασφυξίας του αρσενικού απ’ το θηλυκό και της απόγνωσης του ελεύθερου πνεύματος που συνθλίβεται απ’ τα δεσμά του συντηρητισμού και της προκατάληψης. Αλλά εντυπωσιάζει ακόμα για τις βαθιά ριζωμένες πατριαρχικές αντιλήψεις που αποτυπώνει, όπως αναπαράγονται σε αρκετούς χώρους ανεξαρτήτως κοινωνικής τάξης μέχρι και σήμερα, και οι οποίες εντοπίζονται στη σκιαγράφηση τόσο των αντρών, όσο, κι ακόμα περισσότερο, των γυναικών: Ο πατέρας – πνεύμα εμφανίζεται πιο προοδευτικός καθώς είναι ο μόνος που αντιλαμβάνεται τη σημασία της μόρφωσης για την κόρη του, της απομάκρυνσής της από το σπίτι και της ανεξαρτησίας της. («Δεν θέλω εγώ να γίνω προαγωγός της κόρης μου και να την προετοιμάσω αποκλειστικά για γάμο (…) Θέλω να γίνει δασκάλα. Αν μείνει ανύπαντρη, θα μπορεί να συντηρεί τον εαυτό της (…) αν παντρευτεί, θα μπορέσει να αξιοποιήσει τις γνώσεις της στην εκπαίδευση των παιδιών της».) Δεν διαφαίνεται όμως καθόλου πίσω απ’ αυτή την ορθολογική θέση μια κάποια αναγνώριση της αυτοδιάθεσης του παιδιού. Αντίθετα, ο γάμος προβάλλει ως σταθμός ανυπέρβλητος: η ζωή του κοριτσιού ορίζεται από το αν θα παντρευτεί ή όχι.

Πατέρας» σε σκηνοθεσία Βασίλη Μπισμπίκη: Πρώτες εικόνες από τη σύγχρονη  ελληνική διασκευή του έργου του Στρίνμπεργκ | LiFO
Από την παρουσίαση του έργου στο θέατρο Αποθήκη σε σκηνοθεσία Βασίλη Μπισμπίκη (Αθήνα, 2019)

Από την άλλη, η μητέρα είναι φύση και μάλιστα, φύση εκδικητική. Η μητρότητα προβάλλει ως τιμωρία αμφότερων, γυναίκας και παιδιού. Ασφυκτική, υστερόβουλη, βαμπιρική, η μητέρα θυσιάζεται και, ως ανταμοιβή, θέλει το παιδί για τον εαυτό της. Ταυτόχρονα, καθαγιάζεται όταν υποκαθιστά τον έρωτα στη σχέση με το άλλο φύλο («Θυμάσαι, λέει η Λώρα στον άντρα της, όταν μπήκα στη ζωή σου, ήμουν για σένα σαν δεύτερη μάνα. Σ’ αγαπούσα σαν παιδί μου».)

σο κι αν έχει περιγραφεί ως νατουραλιστικό δράμα, ο Πατέρας του Στρίντμπεργκ δεν εντάσσεται άνετα σε μια κατηγορία. Είναι ένα κείμενο τόσο παραληρηματικό, τόσο πυρετώδες, τόσο εμμονικό. Σπάει αυτομάτως τα δεσμά του, σαν τρομαγμένο ζώο που εκτινάσσεται από τα βάθη του ασυνειδήτου, ορμάει για να δαγκώσει, γρυλίζει πληγωμένο και χάνεται κραυγάζοντας στο σκοτάδι.

Στην Ελλάδα το έργο έχει παρουσιαστεί αρκετές φορές. Το 1988 ανέβηκε στην Κεντρική Σκηνή του Εθνικού Θεάτρου με τον Αλέξη Μινωτή στον πρωταγωνιστικό ρόλο, ενώ το 2019 ανέβηκε στο θέατρο Αποθήκη σε σκηνοθεσία Βασίλη Μπισμπίκη, μια παράσταση που κέρδισε κοινό και κριτικούς.

Πατέρας, μια σκληρή οικογενειακή αναμέτρηση χωρίς όρια στο «Αποθήκη»
Από την παρουσίαση του έργου στο θέατρο Αποθήκη σε σκηνοθεσία Βασίλη Μπισμπίκη (Αθήνα, 2019)

ΠΗΓΕΣ: https://www.lifo.gr/articles/theater_articles/258170/o-pateras-o-strintmpergk-sto-peristeri, https://www.elculture.gr/blog/o-pateras/, http://www.nt-archive.gr/playMaterial.aspx?playID=339, https://www.athensvoice.gr/culture/theater/611586_diavazontas-xana-ton-patera-toy-aygoystoy-strintmpergk, https://cityportal.gr/theatrika-biblia-top-10-erga-poy-prepei-na-diabaseis,189363,1387,45,0

Ο Επιθεωρητής, η επίκαιρη σάτιρα του Νικολάι Γκόγκολ

Σε μια μακρινή επαρχία της Τσαρικής Ρωσίας, ο διοικητικός μηχανισμός του κράτους λυμαίνεται αχαλίνωτα την τοπική κοινωνία. Οι κρατικοί υπάλληλοι, ξεκινώντας από τον επικεφαλής τους, τον Έπαρχο, συμπεριφέρονται ως δυνάστες του λαού, με κύρια και ουσιαστική τους ασχολία την κατάχρηση εξουσίας με απάτες, εκβιασμούς και εκφοβισμό όσων ζουν στην επαρχιακή αυτή πόλη. Μίζες, δωροδοκίες, διαπλοκή, μία διαβρωμένη εξουσία που καταβροχθίζει ανενόχλητη όσα μπορεί να της προσφέρει μια κοινωνία που έχει με τη σειρά της κι αυτή εθιστεί στην αναξιοπρέπεια, στην κολακεία, στο «λάδωμα».

Μπροστά: Μίμης Χρυσομάλλης (Ιβάν Αλεξάντροβιτς Χλεστακώφ), Χρήστος Δαχτυλίδης (Αρτέμη Φιλίπποβιτς). Πίσω: Κώστας Μπάλλας (Πιοτρ Ιβάνοβιτς Ντόμπτσινσκι), Ντίνος Δουλγεράκης (Πιοτρ Ιβάνοβιτς Μπόμπτσινσκι), Μιχάλης Αεράκης (Χωροφύλακας), Αιμίλιος Μεσσίδης (Χωροφύλακας Ντερλίμορντα), Κεντρική Σκηνή Εθνικού Θεάτρου, 1988.

Όμως, αυτή η ιδεατή κατάσταση για τους ανθρώπους της τοπικής διοίκησης διαταράσσεται ξαφνικά από την είδηση ότι επίκειται η «ινκόγκνιτο» άφιξη ενός υψηλόβαθμου Κρατικού Γενικού Επιθεωρητή από την πρωτεύουσα, ο οποίος έχει σκοπό να ελέγξει τον τρόπο με τον οποίο ασκούν τα καθήκοντά τους και να επιβάλει κυρώσεις σε εκείνους που δεν τα ασκούν όπως πρέπει…

Έντρομος ο Έπαρχος δίνει οδηγίες σε όλους τους τοπικούς ανώτερους υπαλλήλους, τον ένα πιο διεφθαρμένο από τον άλλο, να «εξωραΐσουν» και να «καλλωπίσουν» όλες τις παρανομίες και ατασθαλίες τους στο χώρο δικαιοδοσίας τους. Η αγωνία όλων κορυφώνεται και στην μικρή κωμόπολη επικρατεί πανικός, κυρίως λόγω της μυστικότητας και της απόκρυψης ταυτότητας του εν λόγω Επιθεωρητού. Ποιος μπορεί να είναι; Διάφορες εικασίες και συνειρμοί οδηγούν στο συμπέρασμα ότι ο Επιθεωρητής έχει ήδη καταφθάσει, διαμένει σ’ ένα πανδοχείο της κωμόπολης και ονομάζεται Χλεστιακώφ. Αλλά ο «Επιθεωρητής» δεν είναι Επιθεωρητής. Είναι ένας σπάταλος και γι’ αυτό απένταρος, πεινασμένος, κατώτερος χαμηλόβαθμος δημόσιος υπάλληλος από την πρωτεύουσα, την Πετρούπολη, που ταξιδεύει με τελικό προορισμό την πατρική του κατοικία στο Σαράτοβ, έχοντας χάσει και το τελευταίο του ρούβλι χαρτοπαίζοντας. Στο πρόσωπό του, όμως, οι κάτοικοι της πόλης βλέπουν έναν μεγάλο σωτήρα και οραματίζονται ένα σπουδαίο μέλλον.

Η μοιραία αυτή παρεξήγηση γίνεται η αιτία ενός καταιγισμού συναρπαστικών ξεκαρδιστικών τραγελαφικών καταστάσεων, με τον Χλεστιακώφ να γίνεται ακούσιος μάρτυρας όλης της διαφθοράς αλλά και της γελοιότητας και βλακείας που κυριαρχούν στην τοπική κοινωνία. Από τον Έπαρχο και τους τοπικούς κρατικούς παράγοντες ως τους εμπόρους, εργολάβους, προμηθευτές δημοσίου, που παρουσιάζονται μπροστά του έτοιμοι να κολακέψουν, να δωροδοκήσουν, να κατηγορήσουν ο ένας τον άλλο, σ’ έναν ασύλληπτο ανταγωνισμό προσπάθειας να αποκτήσουν την εύνοια εκείνου που θεωρούν ανώτερό τους. Ο «Επιθεωρητής», συνειδητοποιώντας ότι τον περνούν για κάποιον ανώτερο κρατικό λειτουργό και απένταρος καθώς είναι, θα εκμεταλλευτεί τον πανικό τους και θα «αφεθεί» να του προσφέρουν φιλοξενία, χρήμα, έρωτα και ότι άλλο… μπορεί να του προσφέρει η επαρχιακή αυτή πόλη και θα το σκάσει… για να αποδειχθεί πόσο γελοία βλάκες μπορεί να είναι όσοι θεωρούν τον εαυτό τους έξυπνο, πονηρό και καταφερτζή!

Όσο για τον Χλεστιακώφ, πρόκειται για έναν χαρακτήρα για τον οποίο η φαντασία και η πραγματικότητα έχουν αναμιχθεί σε ένα τρελό μείγμα ψευδαίσθησης. Μέσα από την προσπάθειά του να εκθέσει και να εκμεταλλευτεί τη γελοιότητα των άλλων, καταφέρνει να γίνει κι ο ίδιος γελοίος με την έπαρση, μεγαλομανία, επιδειξιμανία σ’ ένα παραλήρημα φαντασιοπληξίας σχετικά με την «ταυτότητά του», η οποία και βρίσκεται σε πλήρη αντίφαση με την κοινωνική αλλά και οικονομική πραγματικότητά του!

Μπροστά: Νίκη Τουλουπάκη (Γυναίκα του Καρόμπκιν), Ιάκωβος Ψαρράς (Αντών Αντόνοβιτς Ντμουχανόφσκι). Αριστερά: Μαίρη Ιγγλέση (Μαρία Αντώνοβνα). Δεξιά: Γιάννης Λιακάκος (Στεπάν Ίλιτς), Κνετρική Σκηνή Εθνικού Θεάτρου, 1988

Ο Γκόγκολ δημιουργεί για όλους αυτούς τους τύπους χαρακτήρων ένα κωμικοτραγικό καθαρτήριο όπου μέσα από την τιμωρία τους, ίσως, βρουν τη λύτρωση. Για μία ημέρα και οι δύο πλευρές ζουν ένα όνειρο που γίνεται πραγματικότητα· και είναι η αγάπη αυτή για την αναζήτηση της προσωπικής αλήθειας που δημιουργεί τη συμφιλίωση με την ψευδαίσθηση που φέρνει μαζί του ο “Επιθεωρητής”. “Τώρα καταλαβαίνω τι σημαίνει να είσαι κωμωδιογράφος. Την παραμικρή αλήθεια -ακόμη και ίχνος αυτής της αλήθειας- αν πεις, έχεις να αναμετρηθείς όχι μονάχα με άτομα, αλλά με ολόκληρες τάξεις” γράφει στο φίλο του Στσέπκιν ο Ν. Γκόγκολ.

Από την πρώτη στιγμή που ανεβαίνει το θεατρικό έργο Ο επιθεωρητής, το 1836, προκαλεί πανικό. Η ριζοσπαστική του σάτιρα χώρισε το κοινό που παρακολούθησε το θεατρικό έργο στα δύο. Χρειάστηκε η επέμβαση του ίδιου του Τσάρου Νικολάου Α΄ για να ανέβει. Τελικά το έργο πρωτοπαρουσιάστηκε στο «Θέατρο της Αυλής» στη Μόσχα, παρουσία του Τσάρου το 1836. Ο ίδιος ο Γκόγκολ έγραψε σε φίλο του: «Η αστυνομία είναι εναντίον μου, οι έμποροι είναι εναντίον μου, οι διανοούμενοι είναι εναντίον μου. Με βρίζουν και μετά τρέχουν να δουν το έργο μου. Είναι αδύνατον να βρεις εισιτήρια». Μέσα από την γελοιοποίηση χαρακτήρων και καταστάσεων αναδεικνύει όλες τις κοινωνικές παθογένειες-σε όποια χώρα και ιστορική περίοδο κι αν τις συναντάμε- μεταμορφώνοντας έτσι το επίκαιρο σε αιώνιο, το ηθογραφικό σε παγκόσμιο. Με αλάνθαστη τεχνική από την αρχή μέχρι το τέλος, πλάθει αληθινούς χαρακτήρες, στους οποίους ο θεατής αναγνωρίζει άτομα του κοινωνικού περιβάλλοντός του ή ακόμα-ανάλογα με το βαθμό αυτογνωσίας του-και… τον ίδιο τον εαυτό του.

Τι ήταν όμως αυτό που έκανε το έργο να έχει επιτυχία και να θεωρηθεί αριστούργημα; Μια εύθυμη σάτιρα για τη φιλαργυρία και την ηλιθιότητα των γραφειοκρατών ανώτερων υπαλλήλων, μια φαρσοκωμωδία που θεωρείται από πολλούς κριτικούς ως ένα από τα σημαντικότερα κείμενα στη ρωσική λογοτεχνία. Αφορά τους τοπικούς ανώτερους υπαλλήλους μιας μικρής πόλης, που μπερδεύουν έναν νέο ταξιδιώτη μ’ έναν αναμενόμενο κυβερνητικό επιθεωρητή και του προσφέρουν εξευμενιστικές δωροδοκίες, για να τον πείσουν ν’ αγνοήσει την αρχικά κακή μεταχείρισή του απ’ αυτούς.

Το έργο θεωρείται κλασικό και παίζεται συνεχώς στις θεατρικές σκηνές. Είναι μια αγαπημένη σάτιρα, που κάνει τον θεατή να συμμετέχει στην υπόθεση, να αντιλαμβάνεται τη διαφθορά εκείνης της εποχής και να κάνει ανάλογες συγκρίσεις με τη σημερινή κοινωνία. Θεωρείται από πολλούς κριτικούς ως ένα από τα σημαντικότερα κείμενα της ρωσικής λογοτεχνίας και ως μια από τις κορυφαίες κλασικές κοινωνικές σάτιρες του παγκόσμιου δραματολογίου.

Πρόκειται για μια ανελέητη καταγγελία εναντίον της διαφθοράς και της διαπλοκής. Το καυστικό χιούμορ και οι ακραίες κωμικές καταστάσεις ξεδιπλώνουν ολοζώντανα μπροστά στα μάτια των θεατών την ασυδοσία της εξουσίας-πολιτικής, δικαστικής, διοικητικής, συνδικαλιστικής, Τύπου-και των μηχανισμών της, με την καθοριστική συμμετοχή των πολιτών-όλων των τάξεων και επαγγελμάτων-σ’ αυτό το αίσχος πολιτικής και κοινωνικής σήψης μέσω «εξαγοράς» της αξιοπρέπειας και της συνειδήσεώς τους, προκειμένου να εξασφαλίσουν χρήμα και «κοινωνική καταξίωση». Ένα απίστευτο γαϊτανάκι φτιαγμένο από γραφειοκρατία, μίζες, ρουσφέτια, διορισμούς, εκβιασμούς, απάτες, συκοφαντίες, προδοσίες, κολακείες, δωροδοκίες… Όλα στο βωμό του κέρδους και της ανθρώπινης απληστίας!

Η ανηθικότητα-διαχρονική αξία- διαπερνά όλη την κοινωνική πυραμίδα, από κάτω προς τα πάνω και από πάνω προς τα κάτω, συντηρώντας έτσι έναν γενικευμένο χυδαίο φαύλο κύκλο κοινωνικής αποσάθρωσης!

Χρήστος Δαχτυλίδης (Αρτέμη Φιλίπποβιτς), Ηλίας Πλακίδης (Λούκα Λούκιτς Χλοπώφ), Χριστίνα Βαρζοπούλου (Γυναίκα του Λούκα Λούκιτς), Νίκη Τουλουπάκη (Γυναίκα του Καρόμπκιν), Βαγγέλης Βαζάκας (Στεπάν Ιβάνοβιτς Καρόμπκιν), Τόνυ Δημητρίου, Ανδρέας Γιαννακόπουλος, Γκέλλυ Μαυροπούλου (Άννα Αντρέιεβνα), Μαίρη Ιγγλέση (Μαρία Αντώνοβνα), Γιάννης Λιακάκος (Στεπάν Ίλιτς), Ιάκωβος Ψαρράς (Αντών Αντόνοβιτς Ντμουχανόφσκι), Ντίνος Δουλγεράκης (Πιοτρ Ιβάνοβιτς Μπόμπτσινσκι), Κώστας Μπάλλας (Πιοτρ Ιβάνοβιτς Ντόμπτσινσκι), Δημήτρης Κώτσαρης (Γιατρός Κριστιάν Ιβάνοβιτς Γκύμπνερ), Κεντρική Σκηνή Εθνικού Θεάτρου, 1988

Το ειρωνικό της υπόθεσης είναι ότι ο ίδιος ο Γκόγκολ βρέθηκε στα 24 του, το 1833, χάρη στη μεσολάβηση φίλων, υφηγητής Παγκόσμιας Ιστορίας στο Πανεπιστήμιο της Πετρούπολης. Ο Τουργκένιεφ στα Απομνημονεύματά του (μας πληροφορεί ο Μήτσος Αλεξανδρόπουλος στο «Πέντε Ρώσοι κλασικοί», εκδ. Ελληνικά Γράμματα, 2006) έγραψε ότι «από Ιστορία δεν γνώριζε τίποτα» και ότι η αξιολύπητη εμφάνισή του στην καθηγητική έδρα δεν είχε καμία σχέση με την εικόνα που είχαν σχηματίσει ο ίδιος και οι άλλοι φοιτητές από τον λογοτέχνη Γκόγκολ. Παραιτήθηκε, βέβαια, την ίδια χρονιά, αλλά λέγοντας ότι δεν αναγνωρίστηκαν οι ικανότητές του, γράφει σκωπτικά ο Τουργκένιεφ.

Το αναφέρω γιατί ένα είδος «τραγικής» ειρωνείας ακολουθεί τη μικρή, αλλά εξαιρετικά πυκνή, διαδρομή του Γκόγκολ στα ρωσικά γράμματα. Αυτός ο μέγας σατιρικός, που εισήγαγε τον ρεαλισμό στη ρωσική λογοτεχνία, προτού επισήμως γεννηθεί ως κίνημα στην προηγμένη Δύση από τον Ζολά, είχε περιορισμένων δυνατοτήτων κριτική σκέψη. Υπέφερε από έντονη αγωνία προσφοράς στην πατρίδα και τους ανθρώπους της (που πίστευε ότι έπρεπε ν’ αλλάξει εκ βάθρων αλλά εντός του… υφιστάμενου πολιτικού και πολιτιστικού πλαισίου – του τσαρικού καθεστώτος και της Ορθοδοξίας) και τελικά βυθίστηκε στη παράνοια: πέθανε από εξάντληση, γονατιστός μπροστά στα εικονίσματα, αρνούμενος τροφή. Λίγες μέρες πριν είχε κάψει το δεύτερο τόμο των «Νεκρών Ψυχών». Στον πρώτο τόμο αυτού του μυθιστορήματος, που προκάλεσε θύελλα αντιδράσεων, και πάλι εστιάζει στο βαθιά διεφθαρμένο σύστημα των κρατικών λειτουργών και των Ρώσων φεουδαρχών, αλλά υπό ένα πρίσμα που ώθησε τον μέγα κριτικό της εποχής, Βησαρρίωνα Μπελίνσκι, να γράψει για τον Γκόγκολ ότι ήταν κήρυκας του κνούτου, απόστολος της αμάθειας, πρόμαχος της καθυστέρησης και του σκοταδισμού!

Πηγές:

http://www.kulturosupa.gr/theatromania/politeia-theatrou-epitheoritis-17390/

https://diastixo.gr/kritikes/texnes/3886-o-epitheoritis

https://www.lifo.gr/guide/theater/6734/epitheoritis

https://www.monopoli.gr/2018/11/19/reviews/kritikh-theatroy/259495/kritikh-theatroy-epithewrhths-sto-skrow-theater/

http://www.nt-archive.gr/playMaterial.aspx?playID=312#photos